ΑΜΑΛΙΑ ΜΟΥΤΟΥΣΗ: “ΤΩΡΑ, ΘΑ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΜΑΘΩ ΝΑ ΑΚΟΛΟΥΘΩ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ, ΤΙΠΟΤΑ ΑΛΛΟ”
Η σπουδαία Ελληνίδα ηθοποιός σε μία εφ όλης της ύλης συζήτηση στο Magazine.
Είναι μία από τις καλύτερες ηθοποιούς της γενιάς της. Καθόλου τυχαίο, θα υποστήριζε κάποιος, αφού μεγάλωσε σε μία από τις ωραιότερες εποχές του ελληνικού θεάτρου μέσα στις πλατείες, τα καμαρίνια και τα ηλεκτρολογεία θρυλικών θεάτρων κοντά στη μητέρα της, τη Νόνικα Γαληνέα και τον πατριό της, Αλέκο Αλεξανδράκη.
Ο λόγος για την Αμαλία Μουτούση, το αέρινο και εύθραυστο παρουσιαστικό της οποίας ξεγελά, καθώς πάνω στη σκηνή μεταμορφώνεται στον εκάστοτε ρόλο της. Ποιος άλλωστε μπορεί να ξεχάσει τις σπουδαίες ερμηνείες που μας έχει χαρίσει δίπλα στον Λευτέρη Βογιατζή, τον Μιχαήλ Μαρμαρινό, τον Γιάννη Χουβαρδά, τον Θωμά Μοσχόπουλο και άλλους σημαντικούς Έλληνες σκηνοθέτες.
Η Αμαλία Μουτούση τώρα πρωταγωνιστεί στο “Πονηρό Πνεύμα”, τη θρυλική μαύρη κωμωδία του Νόελ Κάουαρντ που ανεβαίνει για πρώτη φορά στο Εθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά. Αριστοτεχνικά δομημένη, η σχεδόν μεταφυσική αυτή κωμωδία διαδραματίζεται σε ένα διαρκές και συνεχιζόμενο πάρτι, εν μέσω βομβαρδισμών στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και εξετάζει το θέμα του γάμου και τις δυσκολίες της συζυγικής πίστης, μετατοπίζοντας την πραγματικότητα όσο χρειάζεται για να μπορεί κανείς να την αντιμετωπίσει από απόσταση και με χιούμορ.
Την άνοιξη του 1941, το Λονδίνο βομβαρδίζεται άγρια από τους Γερμανούς κι ο Νόελ Κάουαρντ, ένας από τους πιο χαρισματικούς καλλιτέχνες της βρετανικής σκηνής, πάει στην εξοχή για να γράψει μια κωμωδία με φαντάσματα. Το Πονηρό πνεύμα θα γραφτεί μέσα σε πέντε μέρες και θα κάνει ρεκόρ παραστάσεων στο Ουέστ Εντ, με τον κόσμο να σχηματίζει ουρές, υποκρινόμενος πως όλα είναι καλά, όλα είναι όπως πριν. Κάτι αντίστοιχο άλλωστε κάνουν και οι ήρωες του έργου. Από τη μία πόνος και καταστροφή κι από την άλλη η αιώνια φόρα του ανθρώπου προς τα εμπρός, η ανάγκη μας να συνεχίσουμε πάση θυσία, η πεποίθησή μας πως η ζωή δεν σταματά ποτέ. Κάτι αντίστοιχο, δηλαδή, αυτού που βιώνουμε όλοι σήμερα, εν μέσω πανδημίας.
Με αφορμή την παράσταση αυτή, εμείς είχαμε μία εφ΄όλης της ύλης συζήτηση με την Ελληνίδα πρωταγωνίστρια. Μία συζήτηση που ξεκίνησε από τα παλιά, από τα παιδικά της χρόνια και τον κεντρικό άξονα της ζωής της, τη φύση και τη δική της πηγή ουσίας και ζωής.
“Νομίζω πως ήμουν ένα παιδί που είχα πολύ μεγάλη ανάγκη να βρίσκω τρόπους να εκφράζομαι. Και είχα την αίσθηση πάντα πως υπάρχουν δύο κόσμοι, ο μέσα κόσμος, ο μυστικός μας και ο έξω, αυτός που φαίνεται. Και το ένιωθα αυτό έντονα σαν παιδί. Είχα πάντα ιδιαίτερη και πολύ ελεύθερη σχέση με τη φύση. Άλλα χρόνια τότε. Χωρίς τσιμέντο, με πολύ χώμα γύρω μας” αναφέρει χαρακτηριστικά η Αμαλία Μουτούση μιλώντας για τα πρώτα παιδικά της χρόνια.
Η πηγή…
“Στις πρώτες μου μνήμες είμαι στη φύση, τελείως μόνη. Εγώ μέσα σε έναν άδειο κόσμο, που όμως είναι γεμάτος από ελευθερία, προσμονή, παιχνίδι, ελπίδα. Το πρωταρχικό πράγμα, δηλαδή, που ένα παιδί έρχεται σε επαφή και εκεί δεν έχει αρχίσει ακόμη να αισθάνεσαι αποκομμένο. Αισθάνεται μέρος του όλου… Μέσα στη σχέση αυτή ήμουν πολύ ανοιχτή και η φαντασία μου απελευθερωμένη, ίσως για αυτό όλο αυτό έχει μέσα μου την έννοια της πηγής…
Ο πατέρας μου είχε ένα κτήμα στη Βάρκιζα. Εκεί πέρασα πάρα πολλά χρόνια της παιδικής μου ηλικίας. Το κτήμα ήταν γεμάτο από εσπεριδοειδή και ελιές, είχε ακόμη και ανεμόμυλο, στέρνες και κότες… Ήταν ένας ολόκληρος κόσμος για την παιδική μου ψυχή… Ήμουν ένα παιδί που είχα αφεθεί ολοκληρωτικά στη φύση και πιστεύω πως αυτό ήταν ευεργετικό για τη ζωή μου και για την ισορροπία μου. Και τώρα που πια έχω μεγαλώσει και νιώθω πως παραέχουμε γίνει αφύσικοι, γιατί η κοινωνία και πολιτισμός μας έχουν απομακρύνει από οτιδήποτε φυσικό, δεν έπαψα να έχω ποτέ αυτή τη μνήμη, τη φυσική και τη σωματική.
Είχα ανέκαθεν και μία ιδιαίτερη σχέση με τα ζώα. Θυμάμαι πως ο κηπουρός του κτήματος είχε βγάλει ένα τσιμπούρι από το λαιμό μου. Με πείραζε συνέχεια γιατί κοιμόμουν με το σκυλάκι μου στο σπιτάκι του. Τότε τα σκυλιά τα είχαν έξω από το σπίτι, δεμένα συνήθως. Μια μέρα καθώς με πείραζε και γελούσαμε πως τάχα μου βγάζει τσιμπούρια, μου έβγαλε όντως ένα τσιμπουρι!”
Παιδί της μαμάς με την ασφάλεια του μπαμπά…
“Οι γονείς μου χώρισαν όταν ήμουν 6 ετών και μεγάλωσα με τη μαμά μου. Ο πατέρας μου έλειψε αρκετα από τη ζωή μου και αυτό έπαιξε καθοριστικό ρόλο. Παρόλα αυτά μου ενέπνεε μεγάλη ασφάλεια, δηλαδή υπήρχε αυτό το πρότυπο του πατέρα στο πρόσωπό του που θα προστατεύσει το παιδί του, θα το φροντίσει, θα ενδιαφερθεί. Ήταν ένας άνθρωπος, ψυχίατρος στο επάγγελμα, που ήταν πολύ της προσφοράς. Δεν ήταν τόσο καλός στο να λύνει τα δικά του προβλήματα, ωστόσο έβρισκε νόημα στη ζωή του όταν μπορούσε να βοηθήσει και να λύσει τα προβλήματα άλλων ανθρώπων. Και αυτό νομίζω πως ήταν κάτι που με ενέπνευσε σε αυτόν. Θυμάμαι τον εαυτό μου να τον περιμένω δύο- τρεις φορές την εβδομάδα στο σκοτεινό σαλονάκι του ιατρείου του. Μέσα ήταν ο τελευταίος του ασθενής. Θα τελείωνε και θα πηγαίναμε σπίτι του. Άκουγα να μιλάει χαμηλόφωνα στον ασθενή του και ένιωθα μία θαλπωρή, μία ασφάλεια και ένα αίσθημα πως δε χρειάζεται να φοβάμαι. Κάθε Δευτέρα με έπαιρνε μαζί στην ψυχιατρική κλινική που ήταν διευθυντής. Είχα από τότε αποκτήσει θάρρος με τα νοσοκομεία και τους ψυχικά αρρώστους, έμπαινα στα δωμάτιά τους, ανέπτυσσα σχέσεις μαζί τους, με αγαπούσαν και με παίζανε άνθρωποι ψυχικά άρρωστοι. Αλλά αυτό για μένα ήταν πολύ κανονικό, γιατί δεν καταλάβαινα. Ωστόσο, έπαιρνα πολλά. Όλη αυτή η ενέργεια αυτών των ανθρώπων ήταν πάλι κάτι που μου θύμιζε πολύ τη σχέση μου με τη φύση.
Έτσι όπως με “ακούω” τώρα να τα αφηγούμαι αυτά, σκέφτομαι πως είναι αποσκευές… Θα ελεγα πως ήμουν το παιδί της μαμάς μου, αλλά με την ασφάλεια του μπαμπά. Και με τον έρωτα προς τον μπαμπά. Τον είχα εξιδανικεύσει…
Μεγάλωσα με τη μαμά μου, οι δυο μας. Οι δύο μου μεγαλύτερες δίδυμες αδελφές, όταν οι γονείς μου χώρισαν, πήγαν στην Αγγλία εσωτερικές για όλο το γυμνάσιο, έτσι τις έβλεπα Πάσχα- Χριστούγεννα και καλοκαίρι. Τη μητέρα μου την έζησα σαν μια γυναίκα χωρισμένη με τρία παιδιά, πονεμένη και από την άλλη με μία τρομερή δίψα να προλάβει να κάνει στη ζωή της πράγματα. Ήταν πια αρκετά μεγάλη όταν αποφάσισε να πάει στο Θέατρο Τέχνης. Εγώ σε ένα επίπεδο πολύ πιο εσωτερικό και μυστικό, ζούσα την αγωνία, τους φόβους, τα σκοτάδια και τη λύπη της από τον χωρισμό και όλο αυτό μου δημιουργούσε μία ανασφάλεια.
Από μικρή είχα την αίσθηση πως πρέπει να την προστατεύσω και αυτό το πράγμα υπάρχει σε όλη μου τη ζωή, με έχει καθορίσει θα έλεγα. Μετά η μαμά μου έγινε γνωστή ηθοποιός, ήταν με τον Αλέκο σε μια εποχή που οι ιδιωτικές στιγμές, όταν γινόντουσαν δημόσιες, ήταν ένα τεράστιο θέμα. Τώρα δυστυχώς δεν είναι. Θέμα είναι το πως η ιδιωτική ζωή έγινε τελείως δημόσια. Δεν είναι έτσι όμως, αυτό είναι μια τρομερή παραβίαση. Αυτό ήταν για μένα κάτι πάρα πολύ δύσκολο να το διαχειριστώ.
Ο Αλέκος που επούλωνε πληγές
Αισθανόμουν τη μαμά εκτεθειμένη. Μετά, όταν ήρθε ο Αλέκος στη ζωή μας, ήταν ένα δώρο για την οικογένεια μας. Ήρθε ένας άνθρωπος που έφερε πάρα πολλή αγάπη μέσα στο σπίτι, ισορροπία, επούλωνε πληγές. Όλα με τον Αλέκο γινόντουσαν πάρα πολύ τρυφερά και μαλακά. Ήταν ένας δεύτερος πατέρας για μένα. Και πήρε και το βάρος της μαμάς από πάνω μου. Βασικά την πήρε ολόκληρος πάνω του και την αγάπησε. Υπήρχε μία γλυκιά εποχή, που μαζί έφτιαξαν μία μεγαλύτερη οικογένεια και με τα δικά του παιδιά. Ήταν πολύ ωραίες αυτές οι στιγμές. Περάσαμε πολλά Πάσχα και καλοκαίρια, εμείς οι τρεις και τα δύο παιδιά του Αλέκου να κοιμόμαστε στα δωμάτια με τα πέντε κρεβάτια…
Αυτή η σχέση παρέμεινε δυνατή μέχρι σήμερα, παρόλο που η οικογένειά μου είναι πολύ μεγάλη και έχω αδερφές που έχουν παιδιά, έχω αδελφό από τον πατέρα μου που έχει παιδιά, πολλά ανίψια, πολλά, όχι εξ αίματος αδέλφια. Αυτοί οι δεσμοί υπάρχουν και είναι πολύ έντονοι με τα παιδιά του Αλέκου. Η Γιοχάνα λείπει, είναι στην Ελβετία, όμως έχουμε επαφή, θα μας πάρει αμέσως τηλέφωνο με το που έρθει στην Ελλάδα. Το ίδιο και τα παιδιά της. Και ο Βάσιας βέβαια που έχει παντρευτεί, έχει κάνει οικογένεια κι έχει παιδάκι. Η μαμά μου με τον γιο του τον Αλέξανδρο, έχει λατρεία. Δηλαδή υπάρχει μία οικογένεια…
Το δικό της… θέατρο
Υπήρχε μία οικειότητα με τον χώρο του θεάτρου γιατί σαν παιδί η μαμά μου με έπαιρνε συνέχεια μαζί της σε παραστάσεις, αλλα και στα καμαρίνια της. Από πολύ παλιά. Θυμάμαι παραστάσεις και καμαρίνια με την Κατίνα Παξινού και τον Δημήτρη Χορν στο Θέατρο Διονύσια τότε, τώρα είναι το θέατρο Δημήτρης Χορν. Θυμάμαι πολύ έντονα το καλοκαιρινό θέατρο στην Αλεξάνδρας που ανέβαζε η μαμά μου παραστάσεις με τον Αλέκο. Πήγαινα εκεί και ανέβαινα τις ανεμόσκαλες για τα ηλεκτρολογεία. Το καλοκαιρινό θέατρο ήταν πιο κοντά στο βαριετέ, στην επιθεώρηση, είχε ένα άλλο κλίμα. Το χειμωνιάτικο θέατρο είχε πιο σοβαρά έργα. Τότε τα πράγματα ήταν πιο ξεκάθαρα και πιο αισθητές οι διαφορές ανάμεσα στα είδη. Οπότε είχα αναπτύξει μία οικειότητα με τον χώρο αυτό και σίγουρα αυτό έπαιξε τον ρόλο του. Άνθρωποι με τους οποίους η μαμά μου ήταν μαζί, από τη Ρένη Πιττακή ως τον Θύμιο Καρατσάνη, με είχανε στα γόνατά τους.
Είχα αναπτύξει μία οικειότητα με τον χώρο αυτό και σίγουρα αυτό έπαιξε τον ρόλο του. Άνθρωποι με τους οποίους η μαμά μου ήταν μαζί, από τη Ρένη Πιττακή ως τον Θύμιο Καρατσάνη με είχανε στα γόνατά τους.
Στην εφηβεία μου έλαβε χώρα το Πολυτεχνείο, ήταν όλος αυτός ο απόηχος των 60s, ήταν ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Ξαρχάκος, όλο αυτό το ρεύμα και το κύμα μιας ενέργειας, μιας ορμής που είχε κάτι καθαρό. Από την άλλη πήγαινα σε ένα σχολείο ιδιωτικό, πρώην παρθεναγωγείο, τη σχολή της Μίνας Αηδονοπούλου το οποίο είχε τότε ένα επίπεδο και μία ποιότητα και στους καθηγητες τους και στους διευθυντές του. Υπήρχε θα έλεγα κατι προοδευτικό, αλλά την ίδια στιγμή με αρχές, με αυστηρότητα. Εκεί νομίζω πως δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις από κάποιους καθηγητές που λειτούργησαν ως πρότυπά μου και μου άνοιξαν δρόμους προς την ποίηση. Μου έδιναν βιβλία να διαβάσω, βιβλία που θα τα μετατρέπαμε σε έργα και μετά θα τα κάναμε παράσταση. Κάπως έτσι ξεκίνησε όλη αυτή η επαφή μου με το θέατρο, με έναν πια δικό μου τρόπο που δεν είχε πια να κάνει ούτε με τον Αλέκο ούτε με τη μαμά μου και με το θέατρο που έβλεπα ως κόρη της μαμάς μου. Είχε να κάνει με πράγματα που μας “γεννιόντουσαν” στο σχολείο. Εκεί ήταν η πρώτη μου εμπειρία. Έπαιξα αρκετά, τραγούδησα πολύ, χόρεψα.
Το θέατρο Τέχνης
Αμέσως μετά το σχολείο, έδωσα εξετάσεις και στο Εθνικό και στον Κουν, μπήκα και στις δύο σχολές. Διάλεξα να πάω στον Κουν επειδή ήταν η μαμά μου. Ήθελε να πάω στη σχολή που είχε πάει και να προλάβω και τον κύριο Κουν. Και τον πρόλαβα τα τελευταία πέντε χρόνια. Έβλεπε βέβαια μόνο τα μαθήματά μας, δεν μπορούσε να διδάξει πια. Η παρουσία του ήταν εκεί όμως. Και όταν σκηνοθετούσε με τη βοήθεια του Λαζάνη ή του Κουγιουμτζή μάς έπαιρνε στον χορό σαν μαθητές για να συμμετέχουμε στα χορικά. Έτσι, ξεκίνησε η πρώτη μου επαφή με το “υπαρκτό” πια θέατρο.
Όταν γνώρισα τον Μιχαήλ, ένα δύο χρόνια μετά το Τέχνης, έγινε κάτι που ήταν πάρα πολύ καθοριστικό. Ενώθηκα με το όραμά του και τον εμπιστεύτηκα. Είχε κάτι στον τροπο που οραματιζόταν τα πράγματα, τη ζωή και το θέατρο πάρα πολύ καινούριο για μένα.
Αυτό που ήταν πραγματικά καθοριστικό για μένα, ήταν η συνάντησή μου με τον Μιχαήλ (Μαρμαρινό). Τελείωσα τη σχολή και ήμουν μετέωρη. Το βλέπω αυτό το αίσθημα και στα παιδιά που διδάσκω και το αναγνωρίζω. Παιδιά που δεν ξέρουν προς τα πού κινηθούν, δεν ξέρουν που βρίσκεται ο αληθινός τους βηματισμός. Πέρασαν έτσι ένα -δύο χρόνια που έκανα μία δουλειά με τη μαμά μου και τον Αλέκο, τη “Βεντάλια της λαίδης Ουίντερμιρ”, που κράτησα τον πρωταγωνιστικό ρόλο και σκηνοθετηθήκαμε από τον Ανδρέα Βουτσινά. Ένας κόσμος που έβλεπα πως μπορώ να τα καταφέρω, αλλά ένιωθα σαν να ήμουν ακόμη το παιδί των δασκάλων και των γονιών του.
Όταν γνώρισα τον Μιχαήλ, ένα δύο χρόνια μετά το Τέχνης, έγινε κάτι που ήταν πάρα πολύ καθοριστικό. Ενώθηκα με το όραμά του και τον εμπιστεύτηκα. Είχε κάτι στον τροπο που οραματιζόταν τα πράγματα, τη ζωή και το θέατρο πάρα πολύ καινούριο για μένα. Προερχόταν από τον χώρο του πανεπιστημίου, γιατί είχε σπουδάσει βιολογία, και πλησίαζε το θέατρο μέσα από έναν άλλο δρόμο, πιο επιστημονικό. Μου ανοίχτηκε ένας ορίζοντας… Έφυγε από μέσα μου η αίσθηση πως το θέατρο είναι απλώς έκφραση, “έφυγε” από το κομμάτι της ψυχολογίας και έμοιαζε να έχει να κάνει με όλο το είναι του ανθρώπου. Κατάλαβα την υποκριτική τέχνη σαν κάτι πιο υπαρξιακό. Εκεί άρχισε σιγά σιγά να ξυπνά η δική μου καλλιτεχνικη ιδιοσυγκρασία και ελευθερώθηκα. Κατάλαβα το βάθος αυτού του πράγματος και πόσο εκεί μέσα μπορεί όλη η πραγματική ανάγκη του ανθρώπου να εκφραστεί, όχι μόνο να εκφράσει αυτό που έχει μέσα του, αλλά και κάτι ακόμη παραπέρα. Μπορώ να πω πως έζησα πολύ δυνατές στιγμές, οι οποίες με ξαναφέρναν κοντά στην πρωταρχική μου σχέση με τα πράγματα, όπως όταν ένα παιδί αρχίζει να καταλαβαίνει πως υπάρχει.
Σας είχα δει στην Επίδαυρο στην “Αντιγόνη” του Λευτέρη Βογιατζή που διακόψατε την παράσταση, χωρίς ωστόσο αυτό να γίνει αισθητό στο ευρύ κοινό. Σταματήσατε τον κομμό της Αντιγόνης και για λίγα λεπτά ξαπλώσατε στην αργολική ορχήστρα. Μούδιασα στην αρχή και απόρησα, μετά θεώρησα πως είναι μέρος της σκηνοθεσίας. Χρόνια αργότερα διάβασα πως όντως είχατε διακόψει την παράσταση και απόρησα για τους ψυχικούς δεσμούς του ηθοποιού και τη φορτισμένη ατμόσφαιρα που καταβάλει ακόμη και εσας…
Νομίζω πως η σύνδεσή μου εκείνη τη στιγμή δεν ηταν με την Αντιγόνη, αλλά με τον κόσμο. Αν δεν ένιωθα ένα αίσθημα εμπιστοσύνης, ασφάλειας και μοιράσματος με όλον τον κόσμο που βρισκόταν εκεί, δε θα το είχα κάνει αυτό. Ξεκίνησε από ένα κύμα εμπιστοσύνης και ένιωσα πως μου επιτρέπεται να σταματήσω την παράσταση. Γιατί αυτή ήταν η αλήθεια, σταμάτησα την παράσταση. Δε βγήκα βέβαια από τον ρόλο και είπα “να σταματήσει η παράσταση”. Την προστάστευσα και την παράσταση και τη σκηνοθεσια, δεν την ακύρωσα. Παρόλα αυτά η ίδια πράξη που έκανα ήταν εκτός παράστασης. Και πίστεψέ με, αν δεν υπήρχε χώρος να ξαπλώσω μέσα στη σκηνή της Επιδαύρου, θα έβγαινα κάπου έξω να ξαπλώσω. Έπρεπε κάπου να ξαπλώσω πάντως.
Ο λόγος που έγινε αυτό ήταν υπαρξιακός. Ένιωθα πως μου “έφευγε” ο κομμός, μου “γλίστραγε” μέσα από τα χέρια. Και έτρεχα από πίσω του και επειδή ήταν πάρα πολύ κουρασμένο το μυαλό μου από τις παρατηρήσεις και τις οδηγίες που είχε στο κεφάλι μου εκείνη τη στιγμή, δεν μπορούσα να ενωθώ με το νόημα της σκηνής. Δεν ήταν ότι ήθελα να σταματήσει αυτό το βάσανο, ήταν ότι καταλάβαινα πως μου φεύγει η σκηνή και θα τελείωνε η παράσταση και δε θα είχα μοιραστεί τίποτα από την Αντιγόνη. Ήταν ένα αίσθημα πως όχι “δεν θα το αφήσεις αυτό το πράγμα να σου φύγει, δε θα μπορέσεις να επανορθώσεις”. Είναι αυτό που έχει το θέατρο, ή τώρα ή ποτέ. Δεν έχει σημασία αν θα ξαναπαίξεις την επόμενη ημέρα, η σημερινή στιγμή χάθηκε για πάντα αν δεν την αδράξεις. Αυτό το πράγμα ή το βλέπεις πιο επιφανειακά και λες δεν πειράζει, δεν τα κατάφερα σήμερα, θα το καταφέρω αύριο, ή προσπαθείς να το ανατρέψεις. Για μένα ήταν κάτι επιτακτικό. Το στόμα μου έλεγε λόγια, δεν υπήρχε τίποτα να επανανοηματοδοτείται, να είναι ενωμένο με τον ψυχισμό μου, δεν μπορούσα να το ελέγξω και να το κατευθύνω. Έπρεπε να σταματήσει για λίγο αυτό το κατρακύλισμα. Πράγμα που ήταν όντως αποτελεσματικό, γιατί με το που ξαναέπιασα τα λόγια μου έχει έρθει πια στον εαυτό μου…
Κάθε καλλιτέχνης που κάνει πολλά χρόνια αυτή τη δουλειά, δεν μπορεί παρά να αναρωτιέται κάθε φορά για το πού πάει το θέατρο.
Τι σας κρατά μέχρι σήμερα στο θέατρο;
Ειδικά τώρα που με ρωτάς, δεν ξέρω. Επειδή είμαστε μέσα σε μία δίνη και σε έναν ανεμοστρόβιλο αλλαγών και σε μία πολύ σοβαρή κρίση με τους θανάτους να συμβαίνουν κάθε μέρα και εμάς να προσπαθουμε μέσα σ αυτές τις αντίξοες συνθήκες να εργαστούμε και να παρουσιάσουμε μία παράσταση. Την ερώτηση αυτή δεν μπορώ να την ξεχωρίσω από το πώς είναι το τώρα, που είναι πραγματικά πολύ δύσκολο, και δεν ξέρω αν είμαι αισιόδοξη ως προς το αν το θέατρο μέσα σε όλη αυτή την επικράτηση της εικόνας, των τηλεδιασκέψεων και των online streaming, θα μπορέσει να ξαναπάει κοντά στην “πηγή” του…
Κάθε καλλιτέχνης που κάνει πάρα πολλά χρόνια αυτή τη δουλειά δεν μπορεί παρά να αναρωτιέται κάθε φορά για το πού πάει το θέατρο. Και το λέω αυτό χωρίς να υποτιμώ την επαφή μας με τον κόσμο, ίσα ίσα, αυτή είναι μία από τις κινητήριες δυνάμεις μας.
Τώρα, αυτό που θα ηθελα να μάθω είναι να ακολουθώ την καρδιά μου, τίποτα άλλο. Να μην ακολουθεί εκείνη εμένα δηλαδή.
Προσπαθώ να κρατηθώ από έναν τρόπο ζωής που εμένα με αντιπροσωπεύει και μέσα αυτόν υπάρχει ομορφιά, το μοίρασμα και όλο αυτό το πράγμα το ζω μέσα από τις δουλειές μου, είναι άμεσα συνυφασμένο με το θέατρο δηλαδή. Σήμερα αισθάνομαι πως έχω μάθει πια πολλά πράγματα όλα αυτά τα χρόνια. Τώρα αυτό που θα ηθελα να μάθω είναι να ακολουθώ την καρδιά μου, τίποτα άλλο. Να μην ακολουθεί εκείνη εμένα δηλαδή. Είναι πολύ λεπτό αυτό το σημείο που μεγαλώνοντας και αγαπώντας πιο βαθιά αυτή τη δουλειά, αρχίζεις και παίρνεις υπόψιν σου τη νομοτέλεια των πραγμάτων και άρα να μαθαίνεις να επεμβαίνεις στα πράγματα λιγότερο, να καταλαβαίνεις πως είναι πολύ λιγότερα αυτά που πρέπει να κάνεις. Να καταλάβεις πως το σώμα σου δεν έχει να μάθει τίποτα από σένα, πως εσύ έχεις να μάθεις από αυτό, να καταλαβαίνεις πως δε θέλεις να εκβιάσεις τίποτα στα συναισθήματα και στο σώμα σου, να θες να μάθεις να τους προτείνεις πράγματα. Πώς, ας πούμε, να μην ξεπερνάς τα όριά σου. Αλλα αυτό είναι ένα στάδιο που έρχεται όταν πια έχεις δοκιμάσει τα όρια σου…. Και επειδή τα έχεις δοκιμάσει, έχεις μαλακώσει.
Και το Πονηρό Πνεύμα;
Στο Πονηρό Πνεύμα είναι σχεδόν ανέκδοτο βέβαια. Κάθε φορά λέω, “τώρα θα παίξω έναν ρόλο που δεν θα κουραστώ και πάρα πολύ”. Γιατί μεγάλωσα πια, είμαι και η μεγαλύτερη από τους ηθοποιούς του θιάσου που και αυτό είναι κάτι που τώρα αρχίζω να το συνηθίζω, οπότε καθώς αναπόφευκτα λες, “ωραία αυτό που θα κάνω άρα, θα είναι κάπως για πιο μεγάλους”. Αλλά αυτό δε γίνεται ποτέ.
Στο “Πονηρό Πνεύμα” ενσαρκώνω την Αρκάτι, μία ηρώιδα που φέρνει στη σκηνή μία άλλη ενέργεια, πιο φυσική, πιο ελεύθερη από τη συμβατικότητες των άλλων προσώπων που ενώ έξω πέφτουν βόμβες και ο κόσμος καίγεται, αυτοί χορεύουν με εμμονή λέγοντας πως the party must go on… Εγώ δηλαδή, είμαι ένα πρόσωπο που έρχεται και φέρνει το φυσικό στοιχείο μέσα σε έναν κόσμο που είναι πια πάρα πολύ απομακρυσμένος από τη φύση του. Έναν κόσμο τρομερά εγκλωβισμένο μέσα σε παιχνίδια εξουσίας, με έναν λόγο δηλητηριώδη και κοφτερό που μέσα από αυτόν κοιτάμε πως θα χτυπήσουμε ο ένας τον άλλον. Αλλά όλο αυτό το πράγμα μέσα από ένα απίστευτο παιχνίδι….Έτσι, όπως έχει τη δυνατότητα ο Κάουαρντ να το κάνει, να μιλήσει δηλαδή για κάτι σοβαρό μέσα από έναν τρόπο πάρα πολύ αστείο. Η Αρκάτι είναι το πρόσωπο αυτό που έρχεται και φέρνει μία καθαρή ενέργεια, τελείως διαφορετική, την πιο τρελή, την πιο κοντά στη φύση.
Και ποιο είναι αυτό το Πονηρό Πνεύμα;
Αυτό ακριβώς θέλει να ρωτήσεις ο Νόελ Κάουαρντ, θέλει να γίνεται αυτή η ερώτηση. Σε ένα πρώτο επίπεδο μπορώ να σκεφτώ ή πως είναι κάτι πιο απρόσωπο, κάτι πονηρό. Πώς λέμε καμιά φορά, ωχ αυτός ο χώρος κάπως είναι, έχει μια αρνητική ενέργεια; Και κάπως θες να ανοίξεις λίγο τα παράθυρα; Οι άνθρωποι είναι εγκλωβισμένοι σε ακατάστατες και μισοτελειωμένες σχέσεις σε εκκρεμότητα, οι οποίες συνέχεια επιστρέφουν και δεν τελειώνουν γιατί ποτέ δεν ελευθερώθηκαν. Μέσα σε όλο αυτό το τσουνάμι, υπάρχει ένα πονηρό πνευμα, ακριβώς γιατί ο άνθρωπος δεν έχει φροντίσει να έχει ξεκάθαρες σχέσεις με τη ζωή και τους ανθρώπους γύρω του. Στο έργο αυτό είναι πολύ χαρακτηριστικό το πνεύμα μίας πρώην γυναίκας. Γιατί επιστρέφει; Γιατί υπάρχουν εκκρεμότητες. Ζούμε με τα φαντάσματά μας. Είτε ζωντανοί είτε πεθαμένοι, αν δεν εχεις πει αυτά που θες να πεις, υπάρχουν φαντάσματα.
Ζούμε με τα φαντάσματά μας. Είτε ζωντανοί είτε πεθαμένοι, αν δεν εχεις πει αυτά που θες να πεις, υπάρχουν φαντάσματα.
Σχέσεις και…ταμπέλες
Προσωπικά προσπαθώ να μην θεωρώ τις σχέσεις μου σαν κάτι δεδομένο, γιατί τότε παύω να βλέπω και τον άλλο. Πέρα δηλαδή από ταμπέλες, όταν έχεις κάποιες σχέσεις στη ζωή σου, θέλεις αυτές οι σχέσεις σου κάπως να είναι αληθινές. Και για να είναι αληθινές πρέπει να βαθαίνουν και να προχωρούν μέσα στον χρόνο. Αν τις θεωρείς δεδομένες, παύεις και να “βλέπεις” τον άλλο και να του δίνεις τη δυνατότητα να σου δώσει τη δυνατότητα να βγάλεις κάτι καινούριο από σένα.
Αυτό είναι πολύ έντονο και στην τέχνη της υποκριτικής. Κάπως καλείσαι να φωτίσεις τη γλώσσα που μιλάμε κάθε μέρα σαν να τη μιλάμε για πρώτη φορά ή έναν ήρωα του Τσέχωφ ή του Τενεσί Ουίλιαμς το οποίο πρέπει να υποδυθείς και για το οποίο έχουμε δεκάδες σχηματισμένες απόψεις για το πώς πρέπει να είναι. Κάπως πρέπει να μπορείς να ξαναπιάσεις τα πράγματα από την αρχή και κυρίως τον ίδιο σου τον εαυτό σαν ηθοποιός. Και εγώ σαν ηθοποιός αισθάνομαι πως με έχει κουράσει η προσωπική μου έκφραση. Γιατί αρχίζει και αυτή και γίνεται αυτοματοποιημένες εκφράσεις. Πρέπει να κάνουμε πολλές φορές πίσω για να αντισταθούμε σε μία αυτοματοποιημένη σκέψη ή αντίδραση. Και η υποκριτική τέχνη μπορεί να σε βοηθήσει πάρα πολύ σε αυτό γιατί είναι ένα πεδίο άσκησης, που μπορείς να ζητήσεις από αυτή αυτό που θες. Και θα στο δώσει.
Το θέμα είναι το τι ζητάς να πάρεις πίσω. Τι ζητάς εσύ από το θέατρο… Με ρωτούν τι έμαθα με τα χρόνια. Μα δε μαθαίνεις με τα χρόνια, μαθαίνεις επειδή κάτι ψάχνεις μέσα σε αυτά τα χρόνια. Η πάροδος του χρόνου δε σημαίνει κάτι.
Η αντιστοιχία του Πονηρού Πνεύματος που κάποιοι, ενώ έξω σκάνε βόμβες, χορεύουν μοιάζει πολύ με αυτό που ζήσαμε και ζούμε τα δύο τελευταία χρόνια με την πανδημία και τα κορονοπάρτυ…
Αισθάνομαι πως ο Κάουαρντ θέλει να πει κάτι βαθιά υπαρξιακό μέσα από το έργο. Σε κάνει να σκέφτεσαι ή πως ο άνθρωπος είναι τραγικά εγωκεντρικός και δεν μπορεί να ξεφύγει από τη φυλακή του ή πως είναι πάρα πολύ φοβισμένος απέναντι στο άγνωστο, οπότε όλες οι βόμβες και οι θάνατοι του θυμίζουν αυτό και προτιμά να χορεύει, ή πως προτιμά να πεθάνει χορεύοντας. Ανάλογα με τον τρόπο που ο καθένας οραματιζεται τη ζωή του και ανάλογα την ιδιοσυγκρασια του, μπορεί να πει κάτι… Εμένα πάντως με γοητεύει αφάνταστα το έργο αυτό ο εξαιρετικά αστείος τρόπος που χρησιμοποιεί για να μιλήσει για πολύ σοβαρά πράγματα.
Το χιούμορ είναι ένας τρόπος θέασης της ζωής;
Παντα εξαρτάται από το χιούμορ. Δεν μου αρέσει δηλαδή το κυνικό χιούμορ και ο κυνισμός γενικά. Δεν αισθάνομαι πως η ειρωνία και ο κυνισμός φωτίζουν τα πράγματα στην απόλυτη αλήθεια τους. Μου αρέσει το χιούμορ που είναι στην πηγή της ανθρώπινης ύπαρξης, όχι αυτό που είναι κοντά στην ανθρώπινη ιδιοσυγκρασία.
Άνθρωποι που λείπουν από τη ζωή σας;
Ο Λευτέρης (Βογιατζής) μού λείπει πάρα πολύ και νιώθω πως λείπει πολύ και σε όλους τους ανθρώπους που συνδέθηκαν στενά μαζί του. Βέβαια, όπως λέει και το έργο “the party must go on” και συνεχίζουμε, αλλά το κενό αυτό δεν έχει αναπληρωθεί. Η ορφάνια είναι ορφάνια. Μιλώ για τον συγκεκριμένο χώρο. Εγώ νιώθω δυνατή μέσα από τη σχέση μου με τον Λευτέρη. Με εμψυχώνει και μετά θάνατον, δεν έχω σταματήσει να είμαι με τον Λευτέρη με τους τρόπους που μπορώ να είμαι. Όλα στη δουλειά μου τον φέρνουν μπροστά. Σκέφτομαι συνέχεια, τι θα λέγαμε τώρα με τον Λευτέρη, τι θα έκανε τώρα ο Λευτέρης και συνεχίζεται αυτή η σχέση… Ακούγεται περίεργο, αλλά δεν είναι. Οι άνθρωποι, όταν έχουν μία σχέση μεταξύ τους με τόσο ισχυρό δεσμό, βρίσκουν τρόπους να συνεχίζουν, ακόμη και αν ο άλλος δεν απαντά… Δεν έχει τόση σημασία, για να μην πω πως δεν έχει καμία σημασία. Άλλωστε, καμιά φορά όταν μπορούμε να απαντάμε, συμβαίνουν πολλές παρεξηγήσεις…