Οι αταξικοί λουκουμάδες της Ομόνοιας
Μια γλυκιά ιστορία που ξεκινάει από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου πριν έναν αιώνα και φτάνει στην πλατεία Ομονοίας το 2020. Οι λουκουμάδες που όλοι οι Αθηναίοι γνωρίζουν και η συνταγή τους
- 16 Φεβρουαρίου 2020 07:45
Το 1912, μπροστά στο σιντριβάνι της Δημοτικής Αγοράς Χανίων, ο Θόδωρος Κτιστάκης άνοιγε το δικό του κατάστημα. Λουκουμάδες με σιρόπι, κανέλα και σουσάμι. Τη συνταγή την έφερε μαζί του από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, εκεί που ζούσε τα προηγούμενα χρόνια ως μετανάστης, πριν αποφασίσει να επαναπατριστεί.
Το 2020, ο Θόδωρος Κτιστάκης παρακολουθεί τον συνονόματο εγγονό του, από μια φωτογραφία κρεμασμένη στον τοίχο του καταστήματος. Κι αυτός φτιάχνει τους λουκουμάδες ακόμα με την ίδια συνταγή. Σιρόπι, κανέλα και σουσάμι. Στο πέρασμα αυτών των 108 χρόνων, οι «Λουκουμάδες Χανίων-Κτιστάκης» μετακόμισαν από την γενέτειρά τους και έγιναν σήμα κατατεθέν της πλατείας Ομονοίας στην Αθήνα.
Αφού πέθανε ο Θόδωρος Κτιστάκης, το 1950 οι τρεις γιοί του αποφάσισαν να μετακομίσουν στην Αθήνα, ενδίδοντας στις πιέσεις και των οικογενειακών τους φίλων, του Σοφοκλή Βενιζέλου και της Μαρίκας Κοτοπούλη, που τους πίεζαν να έρθουν στην πρωτεύουσα. «Το μαγαζί στα Χανιά είχε πάει πολύ καλά αλλά με την κατοχή έπαθε μεγάλη ζημιά. Ήταν έντονη τότε και η εσωτερική μετανάστευση, πείστηκαν και ήρθαν. Έτσι άνοιξαν το κατάστημα στην Αγίου Κωνσταντίνου» εξηγεί ο εγγονός του Θόδωρου Κτιστάκη στο News 24/7.
Σε μόλις 23 τετραγωνικά και ένα παταράκι, χωρούσαν 3 τραπέζια αλλά ο τωρινός ιδιοκτήτης του καταστήματος θυμάται ακόμα την φασαρία. «Απορούσα πώς γίνεται τόση φασαρία σε τόσο μικρό μαγαζί. Το σημείο ήταν κομβικό. Παρ’ότι βρέθηκαν εδώ ως αλεξιπτωτιστές, γρήγορα έγιναν γνωστοί. Εγώ πολύ αμυδρά θυμάμαι στα τρια τραπέζια του προηγούμενου μαγαζιού να με έχει πάρει στα πόδια του ο Μάνος Κατράκης. Περνούσαν ηθοποιοί από τα θέατρα που είναι κοντά, πολιτικοί, δημοσιογράφοι γιατί ήταν δίπλα η Καθημερινή και η Βραδυνή, μόνιμοι κάτοικοι, όλες οι φυλές του κόσμου. Έτσι κι αλλιώς ο λουκουμάς είναι αταξικός. Οι πάντες συνυπήρχαν και συνυπάρχουν με τους πάντες. Στο ένα τραπέζι μπορεί να είχε πολιτικό στο άλλο ηθοποιό και στο άλλο ναρκομανή».
Το κατάστημα σύντομα συνδέθηκε με την Ομόνοια. Ο εγγονός Θόδωρος Κτιστάκης, θυμάται πως μεγάλωνε μέσα στην οικογενειακή επιχείρηση. «Όταν προσπάθησα να περπατήσω πρώτη φορά στο γρασίδι της παλιάς πλατείας Ομονοίας, ήθελα να πιάσω τα νερά από το σιντριβάνι. Τώρα που γίνεται ανακαίνιση και βάζουν πάλι σιντριβάνι μου έρχονται οι αναμνήσεις από την παλιά πλατεία» λέει και εκτιμά πως ο η νέα μορφή θα φέρει αρκετό κόσμο στην περιοχή. «Αρκεί να βάλουν και φως. Πολύ φως. Δεν γίνεται να παλεύουμε εδώ με τρεις λάμπες που δεν ανάβουν κιόλας».
«Η Ομόνοια είναι ειλικρινής»
Το 1997, το κατάστημα μετακόμισε από την Αγίου Κωσταντίνου, ένα τετράγωνο δίπλα, στην Σωκράτους 59. Φτιάχνοντας παράλληλα μια μερίδα για τους πελάτες που περνούν ασταμάτητα, ο κ. Κτιστάκης στην ερώτηση αν θα πήγαινε αλλού το ιστορικό μαγαζί είναι κάθετος: «Αν άνοιγα και δεύτερο θα έστελνα στο άλλο τον συνεργάτη και θα καθόμουν στην Ομόνοια» λέει.«Είμαστε εμποτισμένοι στο dna. Τα χούγια, οι συνήθειες, το underground, έχουν αλλάξει αυτές τις δεκαετίες αλλά όχι συγκλονιστικά. Τις προηγούμενες ημέρες έγινε το περιστατικό με το μαχαίρωμα στη Μενάνδρου. Οκ, να θυμηθώ τι γινόταν με τα ναρκωτικά τις δεκαετίες του 80 και του 90; Να μην το σχολιάσω. Είχε περισσότερα μαγαζιά μεν αλλά το κέντρο δεν ήταν ποτέ φοβερά διαφορετικό. Δεν ήταν ποτέ σαν το Σύνταγμα που έχει την εμπορικότητα και τη Βουλή, οπότε φυλάσσεται. Η Ομόνοια όμως είναι απολύτως ειλικρινής. Αυτό που είναι, αυτό θα σου δείξει. Δεν στο αμπαλάρει. Εντάξει, έχω δει κι εγώ να πέφτει πορτοφόλι από άνθρωπο και να τον κυνηγάει ο μετανάστης και να του λέει «φίλε σου έπεσε το πορτοφόλι» και να του το δίνει. Την ίδια στιγμή που τη δεκαετία του 90 με το που ανέβαινες στο λεωφορείο οι πορτοφολάδες έπεφταν πάνω σου. Δεν την αφήνω την Ομόνοια. Είναι ώρες που λέω “Να φύγω, να πάω σε μια θάλασσα να μην ακούω τίποτα” και ώρες που γίνομαι ταλιμπάν και απαντάω σε όποιον μου κάνει κριτική για την Ομόνοια και μας λέει πλέμπα. “Μου κάνετε κριτική για την Ομόνοια επειδή δεν πουλάμε μούρη; Κουμπουριές δεν πέφτουν παντού; Στη Γλυφάδα, στη Νέα Ερυθραία; Απλώς με το κέντρο υπάρχει αυτή η προκατάληψη. Η Ομόνοια είναι Αθήνα, όχι τα προάστια. Downtown”.
Για την Ομόνοια ωστόσο, άρα και για ένα από τα ιστορικά στέκια της, η περασμένη δεκαετία ήταν δύσκολη. «Από το 2008 που ξεκίνησε ο αναβρασμός μέχρι τώρα ήταν σκληρά. Έχουν κλείσει μαγαζιά, εδώ, στην πλατεία Βάθης. Η εμπορικότητα μειώθηκε πολύ λόγω της οικονομικής κρίσης στην περιοχή. Εντάξει κι εμείς κρατήσαμε τιμοκατάλογο του 2008, έχουμε απορροφήσει ΦΠΑ κλπ αλλά και πάλι, είναι εμφανή τα σημάδια. Όταν είσαι και τρίτη γενιά, σκέφτεσαι τι ταξίδι έχει κάνει αυτό το μαγαζί. Τι εποχές έχει περάσει. Κατοχή, εμφύλιο, καταστροφές, χούντα, φτώχεια. Τώρα για την οικονομική κρίση να αυξήσεις ξαφνικά τις τιμές δεν είναι σωστό».
«Αποχαιρετώ και καλωσορίζω γενιές ταυτόχρονα»
Όλα αυτά τα χρόνια, το κατάστημα έχει πολλούς σταθερούς πελάτες. Ακόμα και μετά τη μετακόμιση κόσμος μας βρήκε γρήγορα αλλά κάποιοι –και μου έχει κάνει εντύπωση- μέχρι και σήμερα μας ανακαλύπτουν. Έρχονται και μου λένε “Σας έψαχνα και νόμιζα ότι κλείσατε. Πότε μετακομίσατε; Το 1997, τους απαντάω”.
«Μου έχει τύχει να έρχεται γυναίκα και να μου ζητάει μια μερίδα λουκουμάδες να πάει στη θεία της που πέθαινε και της είχε ζητήσει μια μερίδα και ταυτόχρονα άνθρωπος μπροστά στο ταμείο που έχει γίνει παππούς και ερχόταν από παλιά και μπαίνει με το μωρό στο καροτσάκι και του δίνει λουκουμαδάκια. Αποχαιρετούσα και καλωσόριζα γενιές ταυτόχρονα. Εδώ έχουν έρθει ζευγάρια που μου έλεγαν ότι έβγαιναν ραντεβού όταν γνωρίστηκαν και τώρα έρχονται με τα εγγόνια τους. Έρχονται άλλοι και παίρνουν τους λουκουμάδες για ταξίδι. Το πιο μακρινό που έχω ακούσει είναι η Νέα Ζηλανδία. Μετανάστες που γυρνάνε τα καλοκαίρια. Έρχονται Ιάπωνες με το GPS απευθείας. Και από όλα τα κράτη. Μεσανατολίτες που ζουν εδώ. Όπως μου έχουν πει στην Αίγυπτο το λέγανε «Ο λουκουμάς του δικαστή» για να καλοπιάσουν τον δικαστή. Έρχονται Σύριοι, Τούρκοι».
Λουκμά: Μια μπουκιά
Όσο για τη συνταγή του; Αυτή δεν αλλάζει. «Μετατροπές δεν κάνω. Η συνταγή του παππού, η μεσανατολίτικη. Ούτε σοκολάτες και τέτοια πράγματα. Θα ήθελα μόνο να τον κάνω με στέβια για τους διαβητικούς αλλά δεν το έχω καταφέρει προς το παρόν να γίνει καλός. Σκληρός και ιδιότροπος ο λουκουμάς. Έχω πελάτη από Βαγδάτη που μου έχει πει πως εκεί, από το πρωί ότι ζυμάρι έχουν το τηγανίζουν και το σιροπιάζουν. Οπότε τους τρώει κρύους. Εδώ εγώ το κάνω σε δόσεις ανάλογα με τον κόσμο. Και ήρθε εδώ και ειδικά στο ραμαζάνι, μόλις νυχτώσει τους παίρνει ζεστούς και τρελαίνεται».