Τοπ 20 ταινίες: Οι καλύτερες της χρονιάς

Τοπ 20 ταινίες: Οι καλύτερες της χρονιάς

Ξεχωρίζουμε τις 20 καλύτερες ταινίες που κυκλοφόρησαν φέτος στην Ελλάδα (σε αίθουσες και streaming).

Το μεγαλύτερο ανασκοπικό κλισέ είναι το να λέμε κάθε χρόνο τέτοια εποχή πόσο ξεχωριστή ήταν η χρονιά και πόσο δύσκολο να διαλέξουμε ταινίες για την λίστα μας αλλά -το ξέρατε πως ερχόταν “αλλά”- φέτος ήταν μια πολύ ξεχωριστή χρονιά κι ήταν πραγματικά δύσκολο να διαλέξουμε ταινίες για την λίστα μας!

Είναι διάφορα πράγματα που συνέβησαν φέτος και μοιάζουν να έχουν μετατοπίσει ελαφρώς το κέντρο βάρους της κινηματογραφικής συζήτησης. Το Netflix ας πούμε υπάρχει κάποια χρόνια και τώρα κι ούτε φέτος ήταν η πρώτη φορά που παρήγαγε δικές του ταινίες στοχεύοντας σε Φεστιβάλ και βραβεία- όμως το ‘18 θα λογίζεται αναμφίβολα ως σημείο καμπής στο μέλλον, γιατί φέτος το Netflix έβγαλε την ταινία που κέρδισε την πιο εντυπωσιακή Βενετία της δεκαετίας (συν μερικά Όσκαρ, λογικά), έβγαλε έναν θρυλικά ανoλοκλήρωτο Όρσον Γουέλς, έβγαλε αδερφούς Κοέν- και τολμώ να πω πως όλα αυτά δεν ήταν καν η καλύτερή του ταινία φέτος.

Ελαφρώς σχετικό ή ελαφρώς άσχετο, είναι το γεγονός πως οι Κάννες (εν μέρει ίσως κι επειδή έχασαν όλους τους προαναφερθέντες τίτλους λόγω του αποκλεισμού του Netflix από το Διαγωνιστικό τους) έκαναν εντυπωσιακή στροφή προς Ασία και προς ανερχόμενα ονόματα, μια κίνηση που είχε αποτέλεσμα ένα ντόμινο εξελίξεων στο τοπίο του φετινού σινεμά. Καλώς ή κακώς, οι Κάννες και η Βενετία δίνουν τον τόνο για το περισσότερο μη-εμπορικό σινεμά που βλέπουμε στη διάρκεια της χρονιάς. Οι μεν Κάννες μας σύστησαν μια πλειάδα ταινιών που υπό άλλες συνθήκες δε θα έπαιρναν τόση προβολή, η δε Βενετία (λόγω ακριβώς της επιλεκτικότητας αυτής των Καννών) βρέθηκαν με ένα απίστευτα πρώτης γραμμής πρόγραμμας. Το αποτέλεσμα ήταν, σε πολύ γενικές γραμμές, να εκτεθούμε φέτος σε περίπου διπλάσιο ‘σινεφίλ’ σινεμά. Δεν είναι καθόλου τυχαίο πως φέτος η κατηγορία του Ξενόγλωσσου Όσκαρ θεωρείται η πιο δυνατή τουλάχιστον της τρέχουσας δεκαετίας.

Σε αυτά συνυπολογίζουμε το πώς το εμπορικό σινεμά μοιάζει σποραδικά ικανό (ίσως και μέσα από τις ασφαλείς του επαναλαμβανόμενες φόρμες) να παράγει μερικές αληθινές εκπλήξεις, και να πώς ξαφνικά βρισκόμαστε με μια αληθινά πλούσια επιλογή ταινιών για την διάρκεια του έτους. Αυτή είναι η 20άδα.

(Σημείωση: Λάβαμε υπόψην όσες ταινίες κυκλοφόρησαν σε ελληνική διανομή –αίθουσες και streaming– μέσα στο 2018, εξ ου και συμπεριλαμβάνονται περσινές παραγωγές (που κυκλοφόρησαν φέτος) και όχι κάμποσες φετινές (που θα βγουν στις αίθουσες στις αρχές του ‘19, όπως η “Ευνοούμενη” του Λάνθιμου, η “Οδός Μπιλ” του Μπάρι Τζένκινς και το “Παιχνίδι με τη Φωτιά” του Λι Τσανγκ-Ντονγκ). Επίσης, μια πλειάδα σπουδαίων ταινιών του ‘18 δεν ήρθαν κι ούτε θα έρθουν ποτέ στις ελληνικές αίθουσες, όπως τo 14ωρο “La Flor” ή οι “Βάρβαροι” του Ράντου Τζούντε για το οποίο μιλήσαμε και με τον σκηνοθέτη, ενώ αρκετές από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς (όπως το “Lazzaro Felice” της Αλίτσε Ρορβάκερ, το “Leave No Trace” της Ντέμπρα Γκράνικ ή το “Long Night’s Journey Into Night” του Μπι Γκαν έχουν διανομή αλλά είναι άγνωστη η μοίρα τους). Όλες οι προαναφερθείσες ταινίες είναι στις καλύτερες της χρονιάς αλλά δεν έγιναν διαθέσιμες στο ελληνικό κοινό μες στο ‘18 οπότε δεν ελήφθησαν υπόψη.)

***

20, “Μαρλίνα, Η Δολοφόνος σε Τέσσερις Πράξεις” της Μούλι Σουρία

& “Revenge” της Κοραλί Φαρζά

Στη “Μαρλίνα”, ένα σπαγγέτι γουέστερν εκδίκησης εξ Ινδονησίας, ληστές εισβάλλουν στο σπίτι της ηρωίδας του τίτλου, σκοτώνουν τον άντρα της και δηλώνουν πως θα τη βιάσουν κατά σειρά. Εκείνη παίρνει το νόμο στα χέρια της μέσα από μια ακολουθία 4 πράξεων που παρουσιάζουν διαφορετικά στάδια της εκδικητικής διαδρομής της. Η Φαρζά από την άλλη σκηνοθετεί έναν ξεκάθαρο απόγονο της ταινίας-exploitation, γεμάτη βία, αίμα και μέλη που διασκορπίζονται σε όλο το εύρος της οθόνης, επιχειρώντας μια σημειολογική ανατροπή στα επιμέρους στοιχεία του είδους, με διαρκή έμφαση στα ξεφτισμένα νέον νύχια της ηρωίδας της, στα ταλαιπωρημένα σκουλαρίκια-αστεράκια που φοράει, στο πώς φροντίζει και επουλώνει την ίδια της τη σάρκα κάνοντάς την μέταλλο. Οι πιο ενδιαφέρουσες ταινίες εκδίκησης που είδαμε διαφέρουν μεταξύ τους παίζοντας όμως αμφότερες με τους κώδικες και την εικονογραφία του είδους με τον δικό τους ξεχωριστό τρόπο.

19, “Μια Μικρή Χάρη” του Πολ Φιγκ

O σκηνοθέτης των “Bridesmaids” και του “Spy” διασκευάζει βιβλίο θρίλερ μυστηρίου (για μια vlogger μαμά που αναζητά την αγνοούμενη, μυστηριώδη καλύτερή της φίλη) επιλέγοντας μια ευφυή, αλλοπρόσαλλη προσέγγιση. Αναρωτιέται πώς θα ήταν ένα σκετσάκι του “Saturday Night Live” αν ήταν γυρισμένο σαν δράμα, αλλά με τους συμμετέχοντας να έχουν πλήρη επίγνωση του ότι παίζουν σε κωμωδία. Το αποτέλεσμα είναι ένα σπαρταριστό αίνιγμα που σε κανένα σημείο δεν σπάει το προσωπείο ή χάνει τον ειρμό του- σα να αφηγείσαι ένα ανέκδοτο με απολύτως σοβαρές εκφράσεις προσώπου. Η Μπλέικ Λάιβλι σηκώνει εντυπωσιακά το βάρος της εξωφρενικής γκαρνταρόμπας της και η πάντα απολαυστική Άννα Κέντρικ καταφέρνει να μοιάζει ταυτόχρονα τελείως αλλά και καθόλου χαμένη μέσα στις γελοιωδώς ανατρεπτικές διαδρομές της πλοκής. Η πιο διασκεδαστική άσκηση ύφους της χρονιάς.

18, “Ρόμα” του Αλφόνσο Κουαρόν

Νεορεαλισμός πιο στημένος από ποτέ, με τον μεξικάνο να δομεί την ιστορία του ως μια σειρά από θεατρικής εμφάνισης βινιέτες-αναμνήσεις, σαν μικρά μονόπρακτα στη διάρκεια των οποίων η κάμερα εκτελεί αργόσυρτα pans από άκρη σε άκρη του εκάστοτε σκηνικού. Η οικιακή βοηθός Κλέο μοιάζει διαρκώς να βρίσκεται στην τροχιά της οικογένειας ενώ ανά πάσα δεδομένη στιγμή, ο Κουαρόν πυκνώνει το σκηνικό του με τέτοιο τρόπο ώστε να δίνει την αίσθηση πως έξω από τα όρια του κάδρου ο κόσμος σταματά, δεν υπάρχει απολύτως τίποτα. Ο Κουαρόν αντλεί υλικό από τα βιώματα των παιδικών του χρόνων για μια εμφανώς προσωπική ιστορία, φτιαγμένη στο άσπρο-μαύρο των αναμνήσεων.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ:Ο Αλφόνσο Κουαρόν για το πώς χτίστηκε το ‘Ρόμα’

17, “Obscuro Barroco” της Ευαγγελίας Κρανιώτη

Στη νύχτα και στο καρναβάλι του Ρίο, μια ελληνίδα δημιουργός εξερευνά την ιδέα της μεταμόρφωσης μέσα από την καθοδήγηση και την αφήγηση της εμβληματικής βραζιλιάνας τρανσέξουαλ Λουάνα Μουνίζ. Από τις φαβέλες ως τη νύχτα της πόλης και τον παλμό του καρναβαλιού, εκεί όπου άνθρωποι συρρέουν για να ντυθούν, για να χορέψουν, για να μεταμορφωθούν, για να περιπλανηθούν μες στη νύχτα, το φιλμ-δοκίμιο της Κρανιώτη δεν παύει ποτέ να είναι μια απόλυτα σωματική εμπειρία καθώς το νιώθεις να κυλά πάνω σου, με τη συνοδεία μιας αφήγησης άμεσα συνδεδεμένης με ιδέες περί μεταμόρφωσης, σεξουαλικότητας και προσωπικής ταυτότητας.

16, “Δεν Ήσουν Ποτέ Εδώ” της Λιν Ράμσεϊ

Επαγγελματίας εκτελεστής, πρώην FBI, αναλαμβάνει να σώσει κορίτσι από σοκαριστικό (και σοκαριστικά δημόσιο) κύκλωμα παιδεραστείας. Περισσότερο Αντονιόνι και “Ταξιτζής” παρά “Taken”, το φιλμ εστιάζει στην υπαρξιακή τραγωδία του ήρωα, ένα απίστευτα σκληρό και βίαιο ταξίδι στην κόλαση πρακτικά δίχως δράση. Τα πάντα είναι το βλέμμα του Φοίνιξ (που δίνει ρέστα όπως πάντα), και ο τρόπος που κινείται σε διαδρομές σχεδόν προαποφασισμένες, σε μια κοινωνία της οποίας η διαφθορά κάνει τα πάντα βουβά, ακίνητα.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ:Η Λιν Ράμσεϊ δεν θέλει να λένε το σινεμά της ρεαλισμό

15, “Spider-Man: Μέσα στο Αραχνο-σύμπαν” των Μπομπ Περισκέτι, Πίτερ Ράμσει και Ρόντνεϊ Ρόθμαν

Έξι Spider-Man από παράλληλα σύμπαντα ενώνουν τις δυνάμεις τους για να σταματήσουν τα σχέδια του Κίνγκπιν. H καλύτερη ταινία κινουμένων σχεδίων που έχει βγει στην Αμερική εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Mε αφορμή τα διαφορετικά σχεδιαστικά στυλ του κάθε ήρωα (που προέρχεται από το διαφορετικό του ή διαφορετικό της σύμπαν), η ταινία αποτελεί μια έκρηξη χρωμάτων, στυλ και ιδεών, με animation ψηφιακά, στο χέρι, πολύχρωμα, μονόχρωμα, CGI, anime ή με κομιξικής υφής κόκκο, να πλέκονται όλα περίτεχνα στην οθόνη, σε ένα αισθητικό mash-up που δεν αφήνει δευτερόλεπτο το μάτι να σταθεί ήσυχο. Επίπεδα χρώματος και κίνησης ζωντανεύουν από την παραμικρή σκηνή διαλόγου, μέχρι ακόμα και την κλιμακτική σεκάνς δράσης όπου τα πάντα εκτυλίσσονται μπροστά από ένα αισθητικής αοριστίας μη-σκηνικό χρωμάτων και σχημάτων.

14, “Καλπάζοντας με το Όνειρο” της Κλόι Ζάο

& “Αναχώρηση για Παρίσι 15:17” του Κλιντ Ίστγουντ

Στο πρώτο, μεγάλος ροντέο αστέρας παθαίνει σοβαρό ατύχημα στο κεφάλι και προσπαθεί να έρθει αντιμέτωπος με το τι σημαίνει για τη ζωή του και την ταυτότητά του η αδυναμία του -πλέον- να ιππεύσει. Η Κλόι Ζάο χρησιμοποιεί ερασιτέχνες ηθοποιούς για να πει μια ιστορία βασισμένη σε πραγματικό γεγονός, μιλώντας για την ξεθωριασμένη ταυτότητα και τη σχέση παράδοσης και παρόντος στη σημερινή Αμερική. Στο δεύτερο, ο Κλιντ Ίστγουντ σκηνοθετεί μια αληθινή ιστορία τρομοκρατικής επίθεσης σε τρένο προς το Παρίσι την οποία απέτρεψε ένα γκρουπ επιβατών, χρησιμοποιώντας τους αληθινούς ανθρώπους στο ρόλο των εαυτών τους, σε ένα απρόσμενο φλερτ με τον μεταμοντερνισμό. Μαζί, συνθέτουν ένα σπουδαίο φετινό κινηματογραφικό δίπτυχο docufiction έργων πάνω στην σύγχρονη αμερικάνικη ταυτότητα και την αναζήτησή της κάπου ανάμεσα στην αλήθεια και στις ιστορίες που κατασκευάζουμε γύρω της.

13, “Πρόσωπα & Ιστορίες” των Ανιές Βαρντά και JR

Η Βαρντά, μια σπουδαία δημιουργός που σε όλη τη διάρκεια της καριέρας της έφτιαχνε σινεμά σε συνομιλία με το θνητό μας χαρακτήρα, επιστρέφει με ένα γλυκό, ουμανιστικό road movie πάνω στον παροδικό χαρακτήρα της τέχνης και, ταυτόχρονα, της ζωής. Μαζί με τον εικαστικό JR ταξιδεύουν σε χωριά και συνομιλούν με απλούς ανθρώπους, μαθαίνοντας απλές ιστορίες και δημιουργώντας πορτρέτα γιγάντια, εντυπωσιακά, παροδικά. Ένας διαρκής, γλυκός διαλογισμός πάνω στο τι σημαίνει να αφουγκράζεσαι τη ζωή μέσα από τις ιστορίες των ανθρώπων που βρίσκονται γύρω σου.

12, “Επικίνδυνη Αποστολή: Η Πτώση” του Κρίστοφερ ΜακΚουάρι

Ο Τομ Κρουζ επιστρέφει ως Ίθαν Χαντ, αποφασισμένος για μια ακόμα φορά να ξεπεράσει τον εαυτό του. Σε μια ήδη κλασική σκηνή της ταινίας, ο Κρουζ πηδάει από τα 8 χιλιόμετρα, ανοίγοντας το αλεξίπτωτό του στα 600 μέτρα από το έδαφος, με την κάμερα να τον ακολουθεί την ακριβή στιγμή της δύσης του ήλιου. Ο Κρίστοφερ ΜακΚουάρι γίνεται ο πρώτος σκηνοθέτους του franchise που επιστρέφει για δεύτερη ταινία και μαζί φέρνει μια αίσθηση συνέχειας σε επίπεδο πλοκής αλλά κυρίως χαρακτήρων. Σκηνοθετεί με έναν τρόπο κλασικιστικό, που παραπέμπει περισσότερο σε Λιούμετ και Φρανκενχάιμερ παρά σε οποιοδήποτε μοντέρνο μπλοκμπάστερ, δένοντας μεταξύ τους με υπομονή και αυτοπεποίθηση μερικές από τις πιο επιβλητικές σκηνές δράσης των τελευταίων χρόνων.

11, “Κλέφτες Καταστημάτων” του Χιροκάζου Κόρε-έντα

Μια οικογένεια στα περιθώρια της κοινωνίας ζει κλέβοντας τα προς το ζην από σούπερ μάρκετ και βασιζόμενη στην σύνταξη της γιαγιάς. Μια μέρα ο πατέρας κι ο γιος στη διάρκεια μιας εξόρμησης, θα βρουν ένα μικρό κορίτσι μόνο του και αποφασίζουν να τη φέρουν πίσω μαζί τους για να τη φροντίσουν, παρά την δική τους οικονομική δυσχέρεια. Ο Ιάπωνας τοποθετεί διακριτικά το φακό του, χωρίς χειριστικές εξάρσεις και χωρίς διάθεση εκμετάλλευσης, σκιαγραφώντας τα προφίλ κάθε μέλους της οικογένειας στις δικές τους διαδρομές- μέχρι το τέλος της ταινίας ο Κόρε-έντα έχει καταφέρει να αναπτύξει προσωπικότητες, κίνητρα και θέλω μισής ντουζίνας χαρακτήρων, πριν μας οδηγήσει στην κορύφωση της τελικής πράξης.

10, “Climax” του Γκασπάρ Νοέ

Στη διάρκεια ενός πάρτι σε σχολή χορού, κάποιος ρίχνει LSD στο αλκοόλ και κάπως έτσι ένα εκστατικό χορευτικό πάρτυ εξελίσσεται σε ομαδική παράνοια. O Γκασπάρ Νοέ («Μη Αναστρέψιμος») πάντα έκανε ταινίες για το πως η ζωή είναι μια ακολουθία στιγμών που χαράζονται σε κορμιά και ψυχές πριν ο χρόνος τα σβήσει όλα, αλλά ποτέ η οπτικοακουστική εμπειρία του σινεμά του δεν μπόρεσε να αναδείξει το φευγαλέο χαρακτήρα απολαύσης και τρόμου όσο εδώ. Χωρίζει το αφηγηματικά στοιχειώδες στόρι του σε ενότητες, ξεκινώντας από ένα αποθεωτικής χορογραφίας πρώτο μέρος σε ένα εντυπωσιακό πλάνο διαρκείας, και καταλήγοντας σε μια κατάβαση στην κόλαση όπου τα όνειρα, το πάθος και η δομημένη κίνηση καταρρέουν σε ένα πυρετώδες εφιαλτικό χάος.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ:Ρωτήσαμε τον προβοκάτορα Γκασπάρ Νοέ πώς νιώθει που το ‘Climax’ αρέσει σε όλους

9, “Ένα Αστέρι Γεννιέται” του Μπράντλεϊ Κούπερ

© 2017 Warner Bros. Entertainment Inc.

Διάσημος κάντρι ροκ μουσικός γνωρίζει και ερωτεύεται τυχαία μια βραδιά την Άλι καθώς εκείνη ερμηνεύει σε ένα μπαρ. Όταν τη φέρνει στο προσκήνιο και το πάθος ανάμεσά τους φουντώνει, οι προσωπικοί του δαίμονες γιγαντώνονται οδηγώντας τον ίδιο -και τη σχέση τους- στα όρια. Ο Μπράντλεϊ Κούπερ στήνει τη βερσιόν του ολοκληρωτικά πάνω στη Lady Gaga, στο κινηματογραφικό της ντεμπούτο, η οποία περισσότερο από πρωταγωνίστρια είναι το μοντέλο πάνω στο οποίο είναι στημένη η ταινία, παίζοντας μια παράλληλη εκδοχή του εαυτού της. Εκπληκτικός ερμηνευτικά, ο Κούπερ διαθέτει τρομερό έλεγχο του υλικού του ως πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης. Προσδίδει στο σκελετό της αφήγησης μια νατουραλιστική χροιά, ενώ οι συναισθηματικές μεταβάσεις έρχονται με τα δικά τους χρώματα, τους δικούς τους ήχους, της δική τους γλώσσα του σώματος. Μια μελοδραματική όπερα για την αναζήτηση μιας ενστικτώδους, βαθιάς αλήθειας μπροστά στο φόβο της φθοράς και του πλαστού.

8, “Η Άλλη Πλευρά του Ανέμου” του Όρσον Γουέλς

Αντιμετωπίζοντας οικονομικά προβλήματα και ένα σωρό εμπόδια και ατυχίες, ο Όρσον Γουέλς δεν κατάφερε ποτέ να ολοκληρώσει την ταινία που γύριζε από το ‘70 ως το ‘76, ζητώντας σαν χάρη από τον Πίτερ Μπογκντάνοβιτς (που πρωταγωνιστεί κιόλας) να την τελειώσει εκείνος αν ο ίδιος πέθαινε. 40+ χρόνια αργότερα, η ταινία είναι επιτέλους πραγματικότητα. Σε αυτήν, ξεπερασμένος σκηνοθέτης κάνει πάρτυ για τα 70ά γενέθλιά του όπου προβάλλει στους καλεσμένους την ανολοκλήρωτη ταινία με την οποία επιχειρεί να αναζωογονήσει την καριέρα του, στοχεύοντας σε επιπλέον χρηματοδότηση που θα του επιτρέψει να την ολοκληρώσει. Γυρισμένο σε mockumentary στυλ και μονταρισμένο με τη μανία και τον παροξυσμό που θα χαρακτήριζε έναν πραγματικό χολιγουντιανό has-been, το θρυλικό φιλμ είναι τελικά μια γλυκιά, συγκινητική σάτιρα πάνω σε ένα κάποιο τέλος μιας χολιγουντιανής εποχής (του ας πούμε κλασικού Χόλιγουντ), με τον 70χρονο κεντρικό σκηνοθέτη-ήρωα να προσπαθεί να μιμηθεί τον Αντονιόνι στην ταινία-μες-στην-ταινία, και τον φρενήρη ρυθμό να υπογραμμίζει την απόγνωση και την κυρίαρχα ψεύτικη διάσταση αυτού του κόσμου.

7, “Ακρότητες” του Πολ Σρέιντερ

Ιερέας γονατισμένος από τη θλίψη μετά το θάνατο του γιου του, γνωρίζει νεαρό ζευγάρι όταν η έγκυος γυναίκα του ζητά να βοηθήσει τον νεαρό σύζυγό της, έναν εξτρεμιστή οικολόγο που είναι πεπεισμένος για την επικείμενη καταστροφή του κόσμου. Ο Ίθαν Χωκ είναι πάρα πολύ βασανισμένος στην καλύτερη ερμηνεία της καριέρας του, παίζοντας έναν ιερέα σε ένα σώμα που καταρρέει και ο Σρέιντερ, που καδράρει την ταινία σε ένα ασφυκτικά τετραγωνισμένο 1.37:1, τον κινηματογραφεί με μια στατικότητα που κρύβει πίσω της ένα ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί. Έχοντας ως εκκίνηση τον Ντράγιερ, τον Μπρεσόν και τον κοινωνικό νιχιλισμό που κι ο ίδιος έχει πολλάκις εκφράσει στα έργα του συνδέει άρρηκτα την προσωπική (σωματική, ηθική) φθορά με την παγκόσμια. Μια οργισμένη κατάθεση ψυχής και απόγνωσης για κόσμους και ανθρώπους που αποσυντίθενται, χαμένοι ανάμεσα σε οράματα βίας και ανθρωπιάς.

6, “Οι Στάχτες Μιας Αγάπης” του Ζία Ζάνγκε

LOOKGOODONYOU.COM

Λίγο γκανγκστερική ιστορία, λίγο επαρχιακό μυστήριο, λίγο αδιέξοδη ιστορία αγάπης και 100% κοινωνική ακτινογραφία μιας χώρας σε μια διαρκή κατάσταση μετάβασης, οι “Στάχτες” είναι ένα ακόμα αριστούργημα του Ζάνγκε, για μια γυναίκα που μπαίνει στη φυλακή ύστερα από μια βίαιη πράξη προστασίας του αγαπημένου της, μόνο για να βρει τα πράγματα εντελώς διαφορετικά όταν βγει πάλι ελεύθερη. Το περιβάλλον των ηρώων μεταβάλλεται ραγδαία με τρόπο πλήρη και αναπόφευκτο, από συσκευές στα χέρια τους που αλλάζουν την κινησεολογία και τον τρόπο που κοιτάζονται μεταξύ τους (και που -αντίστοιχα- κινείται η κάμερα καταγράφοντας την επικοινωνία τους) μέχρι τα κτίρια γύρω τους, μέχρι μια κάποια άπιαστη μελλοντική αίσθηση. Κάθε πράξη του φιλμ φλερτάρει με διαφορετικό κινηματογραφικό είδος, αλλά όλες τους έχουν σαν άγκυρα την καθηλωτική ερμηνεία της Ζάο Τάο που κυκλοφορεί μες στην ταινία σαν φάντασμα που δεν ανήκει σε καμία από τις εποχές αλλά είναι αναγκασμένο να τις ζήσει όλες. Ο Ζάνγκε μιλά για ένα μέλλον που είναι διαρκώς εδώ, κάθε στιγμή της ύπαρξής μας, και για το πώς ποτέ δεν μπορούμε να είμαστε έτοιμοι για αυτό.

5, “Shirkers: Η Χαμένη Ταινία” της Σάντι Ταν

Στις αρχές των ‘90s η έφηβη Σάντι Ταν γύρισε την πρώτη ανεξάρτητη ταινία της Σιγκαπούρης όμως όλο το υλικό εξαφανίστηκε μαζί με τον αινιγματικό της αμερικάνο μέντορα, Τζορτζ. Δεκαετίες μετά, η Σάντι αναζητά τα ίχνη του, κινηματογραφώντας παράλληλα το ταξίδι της, εμπλουτισμένο με αφήγηση των παλιών φίλων της και σκηνών από την ίδια την αγνοούμενη ταινία του ‘92. Μια σκληρή, αβέβαιη αυτοπροσωπογραφία πάνω στην τοξική επιρροή αλλά και στο πώς οι ιδέες και οι κοινές αισθητικές αναφορές δεν χάνονται στα αλήθεια ποτέ, φτιαγμένη σε ίσα μέρη ως making-of μιας εξαφανισμένης ταινίας και true crime ντοκιμαντέρ. Η γλυκόπικρη, ανατριχιαστική, γεμάτη φαντάσματα ιστορία της σχέσης μιας γυναίκας με το ίδιο της το παρελθόν.

4, “Mandy” του Πάνος Κοσμάτος

Ευτυχισμένο ζευγάρι ζει τον έρωτά του σε ένα απομονωμένο καταφύγιο στο δάσος, μέχρι που μια αινιγματική σέκτα τους επιτίθεται και σκοτώνει τη γυναίκα. Εκείνος τότε κάνει τη θλίψη του οργή και εξαπολύει ανθρωποκυνηγητό εκδίκησης που τον φέρνει ως την κόλαση. Ψυχεδελικά μέταλ οράματα εκδίκησης και λατρείας βαμμένα σε κόκκινο και μωβ, σε μια ονειρική διαδρομή αίματος, αντισυμβατικής διάθεσης, αλλά και πόνου, βαθύτατου πόνου. Ο Ρεντ αγαπά τη Μάντι και πονά όταν τη χάνει, με κάθε ερμηνευτική διάσταση να αποτυπώνεται στο εξωπραγματικό πρόσωπο του Νίκολας Κέιτζ, σε μια ερμηνεία αχαλίνωτη, καρτουνίστικη μα και απεριόριστα θλιμμένη την ίδια στιγμή. Βέβαιο αντικείμενο μελλοντικής καλτ λατρείας για το πιο προσωπικό, ιδιοσυγκρασιακό, ακατηγοριοποίητο φιλμ της χρονιάς.

3, “Αόρατη Κλωστή” του Πολ Τόμας Άντερσον

Στο Λονδίνο των ‘50s ο σχεδιαστής ρούχων Ρέινολντς Γούντκοκ (Ντάνιελ Ντέι-Λιούς) κυριαρχεί στο χώρο της μόδας ντύνοντας κάθε λογής μέλος της υψηλής κοινωνίας της πόλης. Στη ζωή του μπαίνει η νεότερή του Άλμα (Βίκι Κριπς, ο κρυφός άσος του φιλμ), με την οποία μπλέκεται σε ερωτική σχέση καθώς ο έλεγχός του πάνω στην παραμικρή λεπτομέρεια της καθημερινότητάς του διαταράσσεται. Φλερτάροντας με το θρίλερ όσο και με την κωμωδία (το φιλμ είναι αληθινά πολύ αστείο), η «Αόρατη Κλωστή» παίζει διαρκώς το δικό της ερωτικό παιχνίδι με τον θεατή όσο, στην καρδιά του έργου, ο Ρέινολντς και η Άλμα παίζουν το δικό τους: Εκείνος τη βλέπει ως μούσα αλλά δεν ανέχεται πολλά περισσότερα, εκείνη προσπαθεί να εντοπίσει ευαισθησία αλλά διαρκώς προσκρούει σε τοίχους, αλλά και στην αυστηρή αδελφή του, την Σίριλ, παιγμένη απολαυστικά με κρύα πυγμή από την Λέσλι Μάνβιλ. Ο Άντερσον δίνει βήμα και κίνητρα στην ηρωίδα του, ρίχνοντας τους εραστές σε ένα kinky παιχνίδι διαρκούς αναζήτησης ισχύος και ρόλων. Στην πρώτη σκηνή που μοιράζονται στο φιλμ, αφού οι δυο τους φλερτάρουν, εκείνος της ζητάει τελικά να βγουν για φαγητό- εκείνη είχε ήδη γράψει το όνομά της σε ένα κομμάτι χαρτί.

2, “Lady Bird” της Γκρέτα Γκέργουιγκ

Η Κριστίν, δηλαδή η Lady Bird (το όνομα το έχει δώσει η ίδια στον εαυτό της), είναι στο τελευταίο έτος του σχολείου. Μεγαλώνει στο Σακραμέντο το 2002 αλλά θέλει να αποδράσει και να σπουδάσει στη Νέα Υόρκη, έχοντας παράλληλα να διαχειριστεί μια περίπλοκη σχέση μίσους και αγάπης με τη μητέρα της, όσο και εφηβικούς έρωτες, όνειρα, ελπίδες και φόβους. Σε αυτές τις ιστορίες ενηλικίωσης πάντα η αδιέξοδη ταξικότητα μοιάζει με χαριτωμένο εμπόδιο που οι ήρωες απλώς υπερπηδούν ώστε να αγγίξουν μια κάποια πλήρωση. Εδώ, η Lady Bird κοιτάζει τα σπίτια-παλάτια των συμμαθητών της με ματιά ενοχική, οριακά φετιχιστική. Η μητέρα της, μια συνταρακτικά ανθρώπινη Λόρι Μέτκαλφ (του τηλεοπτικού «Ροζάν») συνεχώς της απαγορεύει πράγματα, θέλοντας να την προστατέψει από μια ζωή που μάλλον δε μπορεί να ζήσει. Οι δυο τους, σε έναν διαρκή πόλεμο με τη μία να βρίσκεται πάντα στο κέντρο του κόσμου της άλλης.

Η Γκέργουιγκ καδράρει την ηρωίδα της δίπλα σε κάθε άλλο συμπρωταγωνιστή της ζωής της· απέναντι σε διαφορετικούς ανθρώπους, αντικατοπτρίζεται πάντα κάποια άλλη εκδοχή του εαυτού της. «Κι αν αυτή είναι η καλύτερη εκδοχή του εαυτού μου;», αναρωτιέται σε μια από τις πιο ξεχωριστές στιγμές του φιλμ. Με τη συνδρομή του εκπληκτικού μοντέρ της Νικ Χούι η Γκέργουιγκ συνθέτει μια ακολουθία ρυθμικά ασύμμετρων σεκάνς όπου η μία διαχέεται μες στην άλλη με την χάρη (ή, βασικά, με την άτσαλη υφή) μιας ανάμνησης. Και τοποθετεί την ιστορία στο παρελθόν ώστε επιστρέφοντας στην στιγμή και τον τόπο της ενηλικίωσης, να μπορέσει να μιλήσει για το πώς γυρνώντας εκεί από όπου προήλθες, τα πάντα αποκτούν μια νέα οξύτητα. Οι παλιές σου διαδρομές μοιάζουν πιο εύκολες, πιο προσβάσιμες. Οι παλιές σου αγωνίες μοιάζουν λίγο πιο εύκολες, λίγο πιο γλυκές.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: Η Γκρέτα Γκέργουιγκ ήθελε στο ‘Lady Bird’ όλα να μοιάζουν διαλεγμένα, αλλά αληθινά

1, “Zama” της Λουκρέσια Μαρτέλ

"Zama"

O Ντιέγκο ντε Ζάμα, Ισπανός αξιωματικός στις αποικίες τον 17ο αιώνα, περιμένει εναγωνίως τη μετάθεσή του από την Ασουνσιόν στο Μπουένος Άιρες, αλλά αυτή μοιάζει να μην έρχεται ποτέ. Εφιαλτικό φιλμ από την Αργεντίνα δημιουργό του «Γυναίκα Χωρίς Κεφάλι», γεμάτο οριζόντιες συνθέσεις κάδρων που δημιουργούν μια αίσθηση βάθους και αποκομμένων ανθρώπων σε ένα σκηνικό εποχής που σταδιακά μεταφέρεται από τον ακινητοποιημένο, φθαρμένο πολιτισμό του κέντρου, στη ζούγκλα του αγνώστου. Η Μαρτέλ αποτυπώνει την αποικιοκρατία ως έναν αδιέξοδο εφιάλτη σε μια αποστομωτική ταινία-εμπειρία που βουτά στα ενδότερα για να μιλήσει για ένα κάποιο τέλος του κόσμου. Εδώ η κοινωνική πρόοδος είναι μια χίμαιρα και η διαρκής απόπειρα απόδρασης οδηγεί σε καταστάσεις όλο και πιο ζωώδεις, όλο και πιο απομακρυσμένες από κοινωνικά συστήματα. Το τελευταίο μισάωρο ειδικότερα είναι αγνά τρομακτικό, και τρομακτικά όμορφο σινεμά.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ:Η Λουκρέσια Μαρτέλ μας λέει ιστορίες από το τέλος του κόσμου

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα