Κωνσταντίνος Φίλης: Δύο τα είδη εθνικισμού στην χώρα μας
Ο διεθνολόγος, διευθυντής ερευνών του ΙΔΙΣ και συγγραφέας μιλάει στο News 24/7 για τη συμφωνία των Πρεσπών και για τον εθνικισμό στη χώρα μας και στην Ευρώπη.
- 15 Δεκεμβρίου 2018 08:56
Για έναν νέο ιστορικό κύκλο στην Ευρώπη που “μας φέρνει στο φάσμα μιας άλλης εκδοχής του φασισμού” μιλά ο Διεθνολόγος, Διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ) και συγγραφέας του βιβλίου “Τουρκία, Ισλάμ, Ερντογάν” Κωνσταντίνος Φίλης. Θεωρεί “ισορροπημένη συμφωνία” τη συμφωνία των Πρεσπών σημειώνοντας τις επιπτώσεις που θα είχε στη διεθνή θέση της χώρας η μη συμφωνία.
-Αν δεν κυρωθεί η συμφωνία των Πρεσπών από την ελληνική Βουλή όπως ζητά όλη η αντιπολίτευση (πλην Ποταμιού) θα είναι καλύτερα τα πράγματα για τη χώρα μας; Μπορεί η επόμενη κυβέρνηση να πετύχει καλύτερη συμφωνία;
Πιστεύω ότι η Συμφωνία των Πρεσπών είναι μία ισορροπημένη συμφωνία, με θετικά και αρνητικά. Δεν είναι ούτε εθνικός θρίαμβος, ούτε εθνική καταστροφή. Ασφαλώς όταν συμβιβάζεσαι προκειμένου να καταλήξεις σε συμφωνία και με την πρόθεση αυτή να αντέξει στον χρόνο, προβαίνεις και σε υποχωρήσεις. Η πιο προβληματική αφορά στη μακεδονική ιθαγένεια, στο γεγονός ότι η γλώσσα δεν έμεινε αμετάφραστο makedonski και στη δυνατότητα ερμηνειών και παρερμηνειών που αφήνει η διατύπωση ορισμένων άρθρων. Από εκεί και πέρα, ωστόσο, αν θέλουμε να ενισχύσουμε τη θέση της χώρας μας στην ευρύτερη περιοχή, να ανασχέσουμε την επιρροή Τουρκίας, Αλβανίας, Βουλγαρίας και Σερβίας και να μετριάσουμε τον ανθελληνισμό και τον εθνικισμό κυρίως του σλαβομακεδονικού στοιχείου, θα έπρεπε να ξεκινήσουμε από κάπου. Και η βάση/αρχή για να προσπαθήσουμε να πετύχουμε τους παραπάνω σκοπούς δεν μπορεί παρά να είναι η επίτευξη μίας συμφωνίας για το ονοματολογικό. Επισημαίνω πως η επιτυχία μόνο δεδομένη δεν πρέπει να θεωρείται, αλλά η μη συμφωνία δεν θα μας προσέφερε καμία δυνατότητα αποτελεσματικής παρέμβασης υπέρ των θέσωεν μας στα δρώμενα.
-Εφόσον ολοκληρωθεί η συνταγματική αναθεώρηση στα Σκόπια, πώς διαγράφεται η επόμενη μέρα για τις διμερείς σχέσεις;
Εφόσον οι Πρέσπες ολοκληρωθούν και αρχίζουν να εφαρμόζονται με αμοιβαία καλή πίστη (αναγκαία συνθήκη πλέον μετά τις παλινωδίες Ζάεφ η προσθήκη ενός ερμηνευτικού πρωτοκόλλου στην αρχική συμφωνία, αφότου αυτή περάσει από τη Βουλή της FYROM), η Αθήνα θα έχει την ευκαιρία: να συμβάλλει στην οικονομική ανάπτυξη της γείτονος (και) μέσω και του λιμανιού της Θεσσαλονίκης αλλά και συμμετέχοντας επενδυτικά στην ανοικοδόμηση της γείτονος, να εκπαιδεύσει τις ένοπλες δυνάμεις της γείτονος στην πορεία ένταξης αλλά και κατόπιν στο ΝΑΤΟ, να προσφέρει τις υπηρεσίες και την τεχνογνωσία της για τις απαραίτητες θεσμικές αλλαγές προκειμένου η πΓΔΜ να αρχίσει να εναρμονίζεται με το ευρωπαϊκό κεκτημένο ενισχύοντας τις προοπτικές ένταξής της στην ευρωπαϊκή οικογένεια (σε βάθος χρόνου). Η Συμφωνία διευκολύνει αυτές τις ενέργειες εμβάθυνσης της συνεργασίας και κατ’επέκταση της επιρροής μας, χωρίς ασφαλώς το αποτέλεσμα να είναι εξασφαλισμένο. Διότι, αν επί παραδείγματι αρχίσουν να ξεφυτρώνουν σύλλογοι, φροντιστήρια, και γενικότερα ομάδες συμφερόντων στη Βόρεια Ελλάδα που θα θελήσουν να εκμεταλλευτούν την αναγνώριση της γλώσσας και της υπηκοότητας ως «μακεδονικής» για να εγείρουν έμμεσες διεκδικήσεις εναντίον της Ελληνικής Πολιτείας ή έστω να κατοχυρώσουν την ταυτότητά τους, τότε οι κοινωνικές αντιδράσεις θα φουντώσουν σε όφελος όσων εθνικιστών επενδύουν στην αναστάτωση.
-Υπάρχει πρόβλημα εθνικισμού στη χώρα μας;
Αυτό που εντοπίζω είναι η απενοχοποίηση φωνών που μέχρι πρότινος θεωρούνταν ακραίες και οι οποίες σταδιακά γίνονται mainstream στον δημόσιο διάλογο.
Υπάρχουν (τουλάχιστον) δύο είδη εθνικισμού σήμερα στη χώρα μας: αυτός που απορρέει, όπως και σε πολλά σημεία της Γηραιάς Ηπείρου, από την αντίθεση στις κύριες επιλογές της ΕΕ και εν γένει τις πολιτικές ελίτ και συνδέεται με τη μισαλλοδοξία και τον ρατσισμό. Η απογοήτευση και ο θυμός απέναντί τους, το αίσθημα ανασφάλειας (οικονομικής, κοινωνικής), οι ανισότητες και τα προσφυγομεταναστευτικά ρεύματα προκαλούν φόβο (συχνά και αποστροφή) για καθετί το «ξένο». Κυρίως, όμως, στρέφουν την κοινωνία στο συντηρητισμό και την επιστροφή σε παραδοσιακές αντιλήψεις και ενώ σε παγκόσμιο επίπεδο αναδεικνύεται μία κρίση ταυτότητας. Έτσι, η ροπή προς τον αυταρχισμό (βλ. Πολωνία, Ουγγαρία) και η σταδιακή ανάδειξη του διλήμματος σταθερότητα ή εκπτώσεις στη δημοκρατία αποκτούν ισχυρή δυναμική. Όσο, μάλιστα, η καθεστηκυία τάξη αδυνατεί να αφουγκραστεί την κοινωνία και τα δίκαια (όχι τα παράλογα) αιτήματά της, τόσο το φαινόμενο αμφισβήτησης -που βρίσκει φωνή και σε λαϊκιστικές απόψεις και σε ακραίες αντιλήψεις- θα διογκώνεται. Αν για παράδειγμα δούμε τη ρητορική στη διαχείριση του προσφυγομετεναστευτικού, θα διαπιστώσουμε πως προτείνεται η περιχαράκωση στα εθνικά σύνορα και λόγω έλλειψης εμπιστοσύνης στο «κέντρο»-Βρυξέλλες προκρίνεται η επιστροφή των αποφάσεων για κρίσιμα ζητήματα στο εθνικό κέντρο. Στην Ελλάδα, υπάρχουν ακόμη αντιστάσεις, αλλά σε συγκεκριμένες περιοχές αυτές έχουν αρχίσει να κάμπτονται στο όνομα της δημόσιας ασφάλειας (κυρίως εκεί που επικρατούν συνθήκες γκετοποίησης), της αποτροπής δημογραφικής αλλοίωσης και της συγκράτησης των απωλειών θέσεων εργασίας. Κάπως έτσι εδραιώνονται εθνικοί μύθοι που δεν είναι εύκολο να καταρριφθούν, ούτε καν με την παράθεση αριθμητικών στοιχείων.
-Το δεύτερο είδος ποιο είναι;
Η άλλη όψη του εθνικισμού έχει ως σημείο αναφοράς τα εθνικά θέματα. Η τουρκική επιθετικότητα χρεώνεται στην ενδοτικότητα των ελληνικών κυβερνήσεων, η συμφωνία των Πρεσπών και τα Μνημόνια θεωρούνται από αρκετούς προδοτικά, η αντιμετώπιση της Αλβανίας φοβική, η μη εκμετάλλευση του ενεργειακού μας πλούτου δηλωτική της ολικής παράδοσης στον ξένο παράγοντα (που μας επέβαλε τα μνημόνια για «να βάλει χέρι στα πετρέλαια μας»), με αποτέλεσμα να καλλιεργείται η εικόνα μίας εξωτερικής πολιτικής που είναι υποχωρητική έναντι όλων, ανίκανη να προωθήσει τα εθνικά συμφέροντα και υποταγμένη στα συμφέροντα τρίτων. Αυτός ο αφορισμός, που εκφράζεται στο δημόσιο λόγο με χαρακτηριστική ευκολία και ελαφρότητα ασφαλώς επιδρά στην κοινή γνώμη, εντείνοντας το αίσθημα αδυναμίας ώστε όσοι προτείνουν μία «επιθετική» πολιτική με βάση μαξιμαλιστικές τοποθετήσεις (π.χ. σε θέματα ΑΟΖ, αντιμετώπισης του τουρκικού κινδύνου, κα) να θεωρούνται οι σωστοί/αυθεντικοί πατριώτες. Επίσης, η απαξιωτική ισοπέδωση από μεριάς των πιο μετριοπαθών απέναντι στις διαμαρτυρίες (π.χ. για τις Πρέσπες) αντί να αναχαιτίζει ενδυναμώνει τους εθνικιστές, εφόσον αυτοί ηρωοποιούνται στα μάτια ορισμένων ως αυτοί που προασπίζονται καλύτερα τα εθνικά συμφέροντα και για αυτό έχουν στοχοποιηθεί από τους ενδοτικούς κύκλους του κατεστημένου.
Συν τω χρόνω και δεδομένου ότι βρισκόμαστε σε φάση μετάβασης σε παγκόσμια κλίμακα, αναμένονται εκρήξεις εθνικισμού και στη χώρα μας (πρώτη σοβαρή δοκιμασία στη Βόρεια Ελλάδα αν αρχίσει να εφαρμόζεται η Συμφωνία των Πρεσπών, με συλλόγους που θα διεκδικούν τον όρο «μακεδονικός», κτλ), με την πρόκληση για τις δημοκρατικές και προοδευτικές δυνάμεις να συνίσταται στη συγκράτηση αυτού του ρεύματος, που μέχρι πρότινος δρούσε υπόγεια αλλά πλέον λειτουργεί χωρίς ενοχές και δημόσια. Επιτρέψτε μου τέλος, να διαχωρίσω τον εθνικισμό από τον πατριωτισμό. Άλλο ο πατριωτισμός (την προοδευτική, κοσμοπολίτικη εκδοχή του οποίου ασπάζομαι) και άλλο ο εθνικισμός.
-Πώς εξηγείται κατά τη δική σας ανάλυση η άνοδος της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη;
Μετά την ενσωμάτωση της σοσιαλδημοκρατικής ατζέντας σε ένα αρκετά πιο φιλελεύθερο (οικονομικά) μοντέλο (τρίτος δρόμος Μπλερ) με την υποχώρηση του Κράτους Πρόνοιας, η ΕΕ και πολλές χώρες ακόμη οδηγήθηκαν σε μια νέου τύπου διακυβέρνηση: ιδιωτικοποιήσεις (κάποιες φορές άκριτες και άνευ ελέγχου), αποδυνάμωση κοινωνικού κράτους και αδυναμία στήριξης των ευάλωτων οικονομικά ομάδων. Αυτό προκάλεσε το πρώτο μεγάλο κύμα αμφισβήτησης της συστημικής κανονικότητας και άρχισε να διαφαίνεται η άνοδος των ακροδεξιών κομμάτων. Ομοίως, η μεταφορά του πλούτου από τη Δύση στην Ανατολή, που άρχισε να γίνεται εμφανής στις αρχές του 21 αιώνα, και τα φθηνά εργατικά χέρια που προτίμησαν οι προερχόμενες από τη Δύση πολυεθνικές άφησαν χαμένους και απογοητευμένους πολλούς στις δυτικές κοινωνίες, οι οποίοι ανέμεναν πως μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου θα ήταν αυτοί οι ωφελημένοι της νέας τάξης πραγμάτων. Έτσι, τιμώρησαν και τιμωρούν τις πολιτικές και οικονομικές ελίτ, καθότι θεωρούν ότι αυτές έτσι και αλλιώς διαπλέκονται.
Είχε προηγηθεί η πρώτη φάση του μεταναστευτικού κύματος, η περισσότερο «εσωτερική». Έτσι, μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, είχαμε μετακινήσεις εκατομμυρίων ανθρώπων από τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες, τις χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας και την Αλβανία προς τις περισσότερο ανεπτυγμένες χώρες της ΕΕ και λιγότερο προς τις ΗΠΑ. Λίγο πριν το 2010 είχαμε ένα σύνθετο φαινόμενο. Η κρίση στον ευρωπαϊκό νότο (αποτέλεσμα εν πολλοίς της αποβιομηχάνισής του, της στρεβλής λειτουργίας της ευρωζώνης και μίας πλασματικής ευμάρειας) συνοδεύθηκε από τη μετανάστευση των μορφωμένων και καταρτισμένων στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη που έγινες ευμενώς δεκτή και την προσφυγοποίηση των απελπισμένων και κατατρεγμένων, από την υποσαχάρια Αφρική, τους πολέμους στην ευρύτερη Μέση Ανατολή μέχρι την Ασία, οι οποίοι ήταν πολύ λιγότερο αποδεκτοί στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη. Ο συνδυασμός των προαναφερθέντων παραγόντων οδήγησε: α) στην αύξηση ανισοτήτων με τρομερό άνοιγμα της ψαλίδας β) στην απασχόληση αντί για την εργασία και επακόλουθα, γ) στην ενίσχυση των ήδη ανερχόμενων ακροδεξιών κομμάτων. Τα τελευταία, χρησιμοποιώντας τις αθρόες ροές του 2015, τη γενικότερη αβεβαιότητα, την έλλειψη εμπιστοσύνης απέναντι στις ελίτ και τις τρομοκρατικές ενέργειες εντός ευρωπαϊκής επικράτειας, άρχισαν να εκφωνούν «καθαρά» συνθήματα υπέρ των αδύναμων και του «καθαρού» έθνους. Σε αυτήν την εικόνα θα πρέπει να προστεθεί και η συνεχώς μεταβαλλόμενη εικόνα της ΕΕ που δίνει την εντύπωση εντός τεράστιου μηχανισμού εξυπηρέτησης συμφερόντων και η αποδυνάμωση της εικόνας της συλλογικότητας και της αλληλεγγύης αλλά και της ανάπτυξης.
-Με αυτά τα δεδομένα ποιος είναι ο σύγχρονος ορισμός της ακροδεξιάς;
H ακροδεξιά ορίζεται από ένα μείγμα εθνικής περιχαράκωσης απέναντι στα συλλογικά πρότυπα της Ευρώπης (με την προσφυγή στον εθνικισμό), από τη ξενοφοβία λόγω του μεταναστευτικού, από ρατσιστικές διαθέσεις, καθώς αυτός είναι συνήθως σύμφυτος με τον εθνικισμό, και μία διάθεση εκδίκησης/τιμωρίας των κατεστημένων κομμάτων μέσω (και) της προτεινόμενης απόρριψης/εγκατάλειψής τους. Η απουσία οράματος αλλά και ηγεσίας στα δημοκρατικά/προοδευτικά κόμματα και η ροπή προς την αντισυστημικότητα και την αντισυμβατικότητα συμπληρώνουν το παζλ. Μη λησμονούμε ότι στις ΗΠΑ τόσο ο Τραμπ όσο και ο Σάντερς, ο οποίος κοίταξε στα μάτια την Κλίντον, εμφανίστηκαν ως η απάντηση στο διεφθαρμένο κατεστημένο.
Πάντως, όπως παρατηρούμε στην ανατολική Ευρώπη αλλά και σε κεντρική και βόρεια Ευρώπη (Ολλανδία, Αυστρία, Γαλλία, Φινλανδία, Σουηδία Γερμανία, κοκ) πίσω από την αντιδραστική καταδίκη κρύβονται αυταρχικά και αντιδημοκρατικά κόμματα και ηγέτες, που όταν αναλαμβάνουν την εξουσία αλλάζουν τους νόμους για την ελευθερία του τύπου και τη δικαιοσύνη, κλονίζουν περαιτέρω τα δικαιώματα των εργαζομένων (βλ. Ουγγαρία) και λειτουργούν υπερσυγκεντρωτικά, επικαλούμενοι πως μόνο έτσι θα πατάξουν την πολιτική, οικονομική και τραπεζική καθεστηκυία τάξη. Βρισκόμαστε πλέον ενώπιον μίας πολιτικής αλλαγής στην Ευρώπη, που με βάση την ιστορική πορεία μάς φέρνει στο φάσμα μίας άλλης εκδοχής του φασισμού, καθώς οι δυνάμεις αυτές ουσιαστικά δεν διαβουλεύονται αλλά θέλουν να επιβληθούν, βάσει της ηθικής τους ανωτερότητας, των αγνών τους προθέσεων και της γνήσιας και ανόθευτης ατζέντας τους.