Alex Michaelides: Έγραψε ένα από τα θρίλερ της δεκαετίας και επιστρέφει με τις “Κόρες” – Διαβάστε απόσπασμα

Alex Michaelides: Έγραψε ένα από τα θρίλερ της δεκαετίας και επιστρέφει με τις “Κόρες” – Διαβάστε απόσπασμα
Ο Alex Mixhaelides Andrew Hayes-Watkins

Ένας δολοφόνος που λατρεύουν τα θύματά του. Χωρίς να το ξέρουν. Ο Alex Michaelides επιστρέφει μετά από 2 χρόνια με το 2ο του βιβλίο για να μας καθηλώσει ξανά. Διαβάστε αποκλειστικό απόσπασμα από τις "Κόρες", στο NEWS 24/7

Με το πρώτο του συγγραφικό έργο, ο βρετανοκύπριος Alex Michaelides έκανε δικαιολογημένο θόρυβο. Το ψυχολογικό του θρίλερ, “Η σιωπηλή ασθενής” (εκδόσεις Διόπτρα) είχε παγκόσμια απήχηση λαμβάνοντας τις καλύτερες κριτικές. Από πολλούς, χαρακτηρίστηκε μάλιστα, ως ένα από τα “θρίλερ της δεκαετίας”.

Το εν λόγω βιβλίο έφτασε στο Νο 1 της λίστας Best Sellers των New York Times καταγράφοντας ένα από τα σημαντικότερα ντεμπούτα των τελευταίων χρόνων, με πωλήσεις σε περισσότερες από 42 χώρες παγκοσμίως.

Τώρα, ο Alex Michaelides επανέρχεται με τις “Κόρες”, μια μυστική αδελφότητα ευνοούμενων φοιτητριών, που μας μεταφέρουν σε ένα μυστηριακό πεδίο δράσης γεμάτο ανατροπές.

Δουλεμένο στην εντέλεια, καταχθόνιο, μοντέρνο και συναρπαστικό, το μυθιστόρημα Οι Κόρες απαντά στο βαρυσήμαντο ερώτημα «Πώς συνεχίζεις όταν έχεις γράψει ένα από τα καλύτερα θρίλερ της προηγούμενης δεκαετίας;» Απλώς γράφεις κάτι ακόμα καλύτερο!Chris Whitaker, συγγραφέας του best seller των New York Times “We Begin at the End”.

-“Απλώς συγκλονιστικό… Η έξυπνη, εγκεφαλική πλοκή περιλαμβάνει τραγωδίες του Ευριπίδη, δράματα όπως Η Δούκισσα του Μάλφι και ποιήματα του Τένισον. Το συνταρακτικό φινάλε αποδεικνύει πόσο λίγο γνωρίζει η ταραγμένη Μαριάννα την ανθρώπινη ψυχή αλλά και τον ίδιο της τον εαυτό. Ο Μιχαηλίδης συνεχίζει δυναμικά”. Publishers Weekly, starred review.

-Ένα υπέροχα σκοτεινό, καλοδουλεμένο, απίστευτα εθιστικό μυθιστόρημα, με μια ανατροπή που μου «έκαψε» το μυαλό! Το λάτρεψα περισσότερο ακόμα και από το Η Σιωπηλή Ασθενής (Εκδόσεις Διόπτρα, 2019), κι αυτό λέει πολλά”. Lucy Foley, συγγραφέας του best seller των New York Times “The Guest List”.

Σύμφωνα με τη περιγραφή του βιβλίου:

Ο Έντουαρντ Φόσκα είναι δολοφόνος.

Η Μαριάννα είναι βέβαιη γι’ αυτό. Όμως, δεν μπορεί να τον αγγίξει κανείς. Όμορφος και χαρισματικός, ο Φόσκα διδάσκει αρχαία τραγωδία στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ και λατρεύεται τόσο από το προσωπικό όσο και από τους φοιτητές του – ειδικά από τα μέλη μιας κλειστής ομάδας ευνοούμενων φοιτητριών, που είναι γνωστές ως Κόρες.

Η Μαριάννα είναι μια λαμπρή αλλά και θλιμμένη ψυχολόγος η οποία αποκτά εμμονή με τις Κόρες, όταν ένα από τα μέλη τους –φίλη της ανιψιάς της, της Ζόι– βρίσκεται δολοφονημένο στο Κέμπριτζ.

Έχοντας υπάρξει και η ίδια φοιτήτρια του πανεπιστημίου αυτού στο παρελθόν, δεν θα αργήσει να υποπτευθεί πως πίσω από την ειδυλλιακή ομορφιά των μεσαιωνικών κτιρίων και τις αρχαίες παραδόσεις κρύβεται κάτι απειλητικό. Και είναι πεπεισμένη πως, παρά το άλλοθί του, ο Έντουαρντ Φόσκα είναι ένοχος για τον φόνο.

Γιατί όμως να βάλει στόχο μια φοιτήτριά του;

Και πώς δικαιολογείται η εμμονή του με τα Ελευσίνια Μυστήρια και το ταξίδι της Περσεφόνης –της Κόρης– στον Άδη;

Όταν ανακαλύπτεται άλλο ένα πτώμα, η εμμονή της Μαριάννας να αποδείξει την ενοχή του Φόσκα βγαίνει εκτός ελέγχου, απειλώντας να καταστρέψει τόσο την αξιοπιστία της όσο και τις πιο στενές της σχέσεις. Όμως, είναι αποφασισμένη να σταματήσει αυτόν τον δολοφόνο, έστω κι αν της κοστίσει τα πάντα. Ακόμα και τη ζωή της…

Διαβάστε αποκλειστικό απόσπασμα του βιβλίου στο NEWS 24/7:

Ο Χένρι έμεινε μετά, αφότου έφυγαν οι άλλοι – δήθεν για να τη βοηθήσει να μαζέψει τον χυμένο καφέ από κάτω. Μα η Μαριάννα ήξερε ότι δεν ήταν μόνο αυτό· πάντα υπήρχε κάτι παραπάνω με τον Χένρι. Τριγύριζε πέρα δώθε παρακολουθώντας την.

Εκείνη προσπάθησε να τον ενθαρρύνει: «Έλα, Χένρι. Είναι ώρα να πηγαίνεις… Χρειάζεσαι κάτι;»

Ο Χένρι έγνεψε καταφατικά, αλλά δεν απάντησε. Έπειτα έβαλε το χέρι του στην τσέπη.

«Ορίστε», είπε. «Σου πήρα κάτι».

Έβγαλε ένα δαχτυλίδι. Ένα κόκκινο, φανταχτερό, πλαστικό πράγμα. Έμοιαζε σαν δώρο σε πακέτο δημητριακών.

«Είναι για σένα. Δώρο».

Η Μαριάννα έγνεψε αρνητικά. «Ξέρεις ότι δεν μπορώ να το δεχτώ».

«Γιατί όχι;»

«Πρέπει να πάψεις να μου φέρνεις πράγματα, Χένρι. Εντάξει; Και τώρα, καλύτερα να γυρίσεις στο σπίτι σου. Ειλικρινά».

Εκείνος ωστόσο δεν κουνήθηκε. Η Μαριάννα έμεινε για λίγο σκεφτική. Δεν είχε σκοπό να έρθει σε αντιπαράθεση μαζί του έτσι, όχι τώρα – μα ένιωσε ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή.

«Άκουσε, Χένρι», του είπε. «Υπάρχει κάτι που πρέπει να κουβεντιάσουμε».

«Τι;»

«Την Πέμπτη το βράδυ, όταν τέλειωσε η ομάδα μου, κοίταξα από το παράθυρό μου. Και σε είδα εκεί έξω. Στο απέναντι πεζοδρόμιο, δίπλα στη λάμπα του δρόμου. Να παρακολουθείς το σπίτι».

«Δεν ήμουν εγώ, φιλενάδα».

«Ναι, εσύ ήσουν. Είδα το πρόσωπό σου. Και δεν είναι η πρώτη φορά που σε βλέπω εκεί».

Ο Χένρι έγινε κατακόκκινος κι έστρεψε αλλού το βλέμμα του. Έγνεψε αρνητικά. «Όχι εγώ, όχι…»

«Άκουσε. Είναι κατανοητό να νιώθεις περιέργεια για τις άλλες ομάδες που διευθύνω. Μα αυτό είναι κάτι που συζητάμε εδώ, στην ομάδα. Δεν είναι σωστό να αυτενεργείς. Δεν είναι σωστό να με κατασκοπεύεις. Αυτή η συμπεριφορά με κάνει να νιώθω ότι εισβάλλεις στον χώρο μου, ότι απειλούμαι και…»

«Δεν κατασκοπεύω! Απλώς στεκόμουν εκεί. Σιγά το πράμα, ρε γαμώτο».

«Ώστε παραδέχεσαι ότι ήσουν εκεί;»

Ο Χένρι έκανε ένα βήμα προς το μέρος της. «Γιατί δεν μπορούμε να είμαστε μόνο οι δυο μας; Γιατί δεν μπορείς να με βλέπεις χωρίς αυτούς

«Ξέρεις γιατί. Επειδή σε βλέπω ως μέρος μιας ομάδας – δεν μπορώ να σε βλέπω και ξεχωριστά. Αν χρειάζεσαι ατομική ψυχοθεραπεία, μπορώ να σου συστήσω έναν συνάδελφο…»

«Όχι, εγώ θέλω εσένα…»

Ο Χένρι έκανε άλλη μια απότομη κίνηση προς το μέρος της.

Η Μαριάννα παρέμεινε εκεί όπου στεκόταν και σήκωσε το χέρι της. «Όχι. Σταμάτα. Εντάξει; Πλησιάζεις πάρα πολύ. Χένρι…»

«Περίμενε. Κοίτα…»

Προτού προλάβει να τον εμποδίσει, ο Χένρι σήκωσε το βαρύ μαύρο πουλόβερ του – κι εκεί, στο άσπρο, άτριχο στήθος του, το θέαμα ήταν αποκρουστικό.

Είχε χαράξει με ξυράφι βαθιές σταυρωτές γραμμές στο δέρμα του. Κατακόκκινες γραμμές σε διαφορετικά μεγέθη πάνω στον θώρακα και στην κοιλιά του. Μερικές ήταν ακόμη νωπές, έσταζαν αίμα· άλλες είχαν κάνει κακάδι, απ’ όπου ξέφευγαν σκληρές, κόκκινες στάλες – σαν πηχτά, ματωμένα δάκρυα.

Η Μαριάννα ένιωσε το στομάχι της να ανακατεύεται. Την έπιασε ναυτία από την απέχθεια κι ήθελε να κοιτάξει αλλού, ωστόσο δεν το επέτρεψε στον εαυτό της. Εδώ επρόκειτο, φυσικά, για μια κραυγή βοήθειας, μια απόπειρα να εκμαιεύσει ο Χένρι φροντίδα – μα ήταν κάτι ακόμα περισσότερο: ένας συναισθηματικός εκβιασμός, μια ψυχολογική επίθεση στις αισθήσεις της. Ο Χένρι κατάφερε επιτέλους να την επηρεάσει, να διαπεράσει τις άμυνές της, και τον μίσησε γι’ αυτό.

«Τι έκανες εκεί, Χένρι;»

«Δ-δεν μπορούσα να συγκρατηθώ. Έπρεπε να γίνει. Κι εσύ… εσύ έπρεπε να το δεις».

«Και τώρα που το είδα, πώς νομίζεις πως με κάνει να νιώθω; Μπορείς να αντιληφθείς πόσο ταράχτηκα; Θέλω να σε βοηθήσω, αλλά…»

«Αλλά τι;» γέλασε εκείνος. «Τι σ’ εμποδίζει;»

«Ο σωστός χρόνος για να σου συμπαρασταθώ είναι στη διάρκεια της ομάδας. Είχες την ευκαιρία απόψε, μα δεν την αξιοποίησες. Θα μπορούσαμε όλοι να σ’ έχουμε βοηθήσει. Είμαστε όλοι εδώ για να σε βοηθήσουμε…»

«Δεν θέλω τη δική τους βοήθεια – θέλω εσένα. Μαριάννα, σ’ έχω ανάγκη…»

Η Μαριάννα ήξερε ότι θα ’πρεπε να τον προτρέψει να φύγει. Δεν ήταν δική της δουλειά να του καθαρίσει τις πληγές. Χρειαζόταν ιατρική φροντίδα. Θα έπρεπε να φανεί αυστηρή, τόσο για το δικό του καλό όσο και για το δικό της. Ωστόσο, δεν της έκανε καρδιά να τον πετάξει έξω και, όχι για πρώτη φορά, η ενσυναίσθησή της υπερίσχυσε της κοινής λογικής της.

«Περίμενε· περίμενε μια στιγμή».

Πήγε στον μπουφέ, άνοιξε ένα συρτάρι και ψαχούλεψε λίγο. Έβγαλε έξω ένα κουτί πρώτων βοηθειών. Ετοιμαζόταν να το ανοίξει όταν χτύπησε το τηλέφωνό της.

Έλεγξε το νούμερο. Ήταν η Ζόι. Απάντησε. «Ζόι;»

«Μπορείς να μιλήσεις; Είναι σημαντικό».

«Δώσε μου ένα δευτερόλεπτο. Θα σε πάρω εγώ». Η Μαριάννα έκλεισε το τηλέφωνο και στράφηκε στον Χένρι. Του έχωσε στα χέρια το κουτί των πρώτων βοηθειών.

«Χένρι, πάρ’ το αυτό. Καθάρισε τις πληγές σου. Αν χρειαστεί, δες τον γιατρό σου. Εντάξει; Θα σου τηλεφωνήσω αύριο».

«Αυτό είναι; Και λες ότι είσαι ψυχοθεραπεύτρια, γαμώτο μου;»

«Αρκετά. Σταμάτα. Πρέπει να φύγεις».

Αγνοώντας τις διαμαρτυρίες του, η Μαριάννα οδήγησε αποφασιστικά τον Χένρι στον διάδρομο κι από εκεί στην έξοδο. Έκλεισε την εξώπορτα πίσω του. Ένιωσε την παρόρμηση να την κλειδώσει, αλλά συγκρατήθηκε.

Έπειτα πήγε στην κουζίνα. Άνοιξε το ψυγείο κι έβγαλε ένα μπουκάλι Σοβινιόν Μπλαν.

Αισθανόταν τελείως κλονισμένη. Έπρεπε να ξαναβρεί την αυτοκυριαρχία της προτού τηλεφωνήσει στη Ζόι. Δεν ήθελε να επιβαρύνει την κοπέλα περισσότερο απ’ όσο την είχε ήδη επιβαρύνει. Αφότου πέθανε ο Σεμπάστιαν, η σχέση τους δεν ήταν ιδιαίτερα ισορροπημένη – κι από δω κι εμπρός, η Μαριάννα ήταν αποφασισμένη να τη στρώσει. Πήρε μια βαθιά ανάσα για να ηρεμήσει. Ύστερα γέμισε ένα ποτήρι κρασί και τηλεφώνησε στη Ζόι.

Εκείνη το σήκωσε αμέσως.

«Μαριάννα;»

Η Μαριάννα αντιλήφθηκε αμέσως πως κάτι συνέβαινε. Υπήρχε μια ένταση στη φωνή της Ζόι, μια επιτακτικότητα που η Μαριάννα τη συνέδεε με καταστάσεις κρίσης. Ακούγεται φοβισμένη, συλλογίστηκε. Ένιωσε την καρδιά της να χτυπάει λίγο πιο γρήγορα.

«Αγάπη μου, είναι… πάνε όλα καλά; Τι συνέβη;»

Μεσολάβησε μια στιγμιαία παύση προτού απαντήσει η Ζόι. «Άνοιξε την τηλεόραση», είπε σιγανά. «Στις ειδήσεις».

Ο Alex Mixhaelides Manuel Vazquez

Σχετικά με τον Συγγραφέα

Ο Alex Michaelides γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κύπρο. Είναι κάτοχος μεταπτυχιακού στην Αγγλική Λογοτεχνία από το Trinity College του Cambridge University, καθώς και μεταπτυχια­κού στη σεναριογραφία από το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου στο Λος Άντζελες.

Η Σιωπηλή Ασθενής (Εκδόσεις Διόπτρα) ήταν το πρώτο του μυθιστόρημα. Παρέμεινε στη λίστα best sellers των New York Times για περισσότερο από ένα χρόνο και έσπασε κάθε ρεκόρ με πωλήσεις σε 50 χώρες.

Ο Alex ζει στο Λονδίνο.

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα