Οι ταινίες της εβδομάδας: Ένας αντιρρησίας συνείδησης και η επιστροφή του Τέρενς Μάλικ

Οι ταινίες της εβδομάδας: Ένας αντιρρησίας συνείδησης και η επιστροφή του Τέρενς Μάλικ

Κάθε Πέμπτη ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες. Σήμερα ξεχωρίζει το “Μία Κρυφή Ζωή” του μεγάλου Τέρενς Μάλικ.

Πιστό στο ραντεβού του με το σινεμά, το News 24/7 παρουσιάζει κάθε Πέμπτη τις νέες ταινίες που κάνουν πρεμιέρα στις ελληνικές κινηματογραφικές αίθουσες.

Αναλυτικά οι κριτικές της εβδομάδας:

Μία Κρυφή Ζωή

*****

(“A Hidden Life”, Γκρέτα Γκέργουιγκ, 2ω54λ)

Καστ: Όγκουστ Ντιλ, Βάλερι Πάχνερ, Ματίας Σένερτς, Μπρούνο Γκαντζ

Βασισμένη στην αληθινή ιστορία ενός αυστριακού αντιρρησία συνείδησης στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, που αρνείται να πολεμήσει για τους Ναζί κι ως συνέπεια φυλακίζεται. Η ταινία ακολουθεί την ιστορία του ίδιου και τη σχέση του με τη γυναίκα του μέσα από τα γράμματα που αντάλλασσαν μεταξύ τους για δύο χρόνια. Το ζευγάρι παίζουν οι Όγκουστ Ντιλ και Βάλερι Πάχνερ, οι οποίοι αναπτύσσουν ένα αληθινά παθιασμένο δεσμό στην οθόνη παρότι απομακρυσμένοι για το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας.

Ο Μάλικ μέσα από τους λυρικούς και παθιασμένους, αγωνιώδεις μονολόγους και τις σκέψεις των δύο ηρώων του συνεχίζει να αναζητά το θεό αυτή τη φορά με μεγαλύτερη ένταση αλλά και πιο προφανή τρόπο από ποτέ, συνδέοντας την πίστη με τη σχέση μας με τη φύση, με την απλότητα ζωής, με τις σιωπές, εν ολίγοις με την αγνότητα. Πάντοτε εκεί βρισκόταν η μεγάλη του αλήθεια, στον τρόπο με τον οποίο συνέδεε την ανθρώπινη ύπαρξη με την αναγκαιότητα της σχέσης μας με τη φύση, αλλά εδώ εκμεταλλευόμενος κάποιες στρογγυλεμένες και βολικά κατασκευασμένες αφηγήσεις από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, γέρνει επικίνδυνα προς την ευθεία διδαχή- φτάνοντας μέχρι το σήμερα, και τις εμφανείς παραλλήλους με την άνοδο ρητορικών μίσους. Ο λόγος του καταλήγει μονολιθικός με τον ίδιο τρόπο που φορμαλιστικά μοιάζει πιο παγιδευμένος από όσο έχει υπάρξει πρόσφατα, όσο κι αν έχει τεράστιο ενδιαφέρον το πώς λειτουργεί αυτοσχεδιαστικά εντός δεδομένων ορίων στην ανάπτυξη της ιστορίας.

Ο Μάλικ έχει γενικά τεράστιο ενδιαφέρον ως auteur κι όχι μόνο επειδή έχει σκηνοθετήσει μερικά από τα μεγαλύτερα αριστουργήματα του αμερικάνικου σινεμά, σύγχρονου και μη (“Badlands”, Το Δέντρο της Ζωής“, και το παρεξηγημένο “Νέος Κόσμος”). Κάποτε του έπαιρνε δεκαετίες για να περάσει από τη μία ταινία του στην επόμενη (από τις “Μέρες Ευτυχίας” ως τη “Λεπτή Κόκκινη Γραμμή” πέρασαν κυριολεκτικά 20 χρόνια), όμως έχει ανακαλύψει στη διάρκεια των ‘10ς μια εντελώς διαφορετική γλώσσα κινηματογραφικής έκφρασης και πεδίου ανεξάντλητου πειραματισμού για τον ίδιο, γυρίζοντας 6 ταινίες σε 8 χρόνια, των οποίων μάλιστα οι αφηγηματικοί ιστοί ολοένα και χαλαρώνουν.

Ως το προπέρσινο “Song to Song”, ο Μάλικ είχε αφεθεί πλήρως στην αριστερόχειρη γραφή του, κερδίζοντας ορκισμένους ακόλουθους (στους οποίους προσωπικά συγκαταλέγομαι) αλλά και ταυτόχρονα αποξενώνοντας τεράστιο κομμάτι του κοινού. Το φιλμ γυριζόταν ως αυτοσχεδιαστική εμπειρία και η σύνθεσή του γινόταν μετέπειτα, περισσότερο ως κολάζ αισθήσεων κι εμπειριών παρά ως αποτέλεσμα σαφούς αίσθησης κατεύθυνσης και κυριολεξίας στο μήνυμα- κάτι που κατέληγε να βοηθά και ενισχύει τελικά τη φιλμική του γλώσσα, κάνοντας το μήνυμα κάτι παραπάνω από λόγια: αίσθηση.

Με ένα περίεργο τρόπο, έχουμε εδώ κάτι σαν απρόσμενη στροφή. Η “Κρυφή Ζωή” αποτελεί την επιστροφή του σε κάτι σαν πιο συμβατικά δομημένο σενάριο (η ιστορία που αφηγείται είναι συγκεκριμένη και λίγο ως πολύ πρέπει οι χαρακτήρες να την υπηρετήσουν) αλλά συνεχίζοντας να υιοθετεί το στυλ της αφηγηματικά αφηρημένης περιόδου του. (Σε ταινίες σαν το “Song to Song”, η ταινία, η πλοκή κι οι χαρακτήρες της πρακτικά σχηματίστηκαν επί τόπου, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων.) Η κάμερα κινείται ελεύθερα, αν και ποτέ με τη χάρη με την οποία την κουβαλούσε ο θρυλικός Εμάνουελ Λουμπέζκι (διευθυντής φωτογραφίας με 3 συνεχόμενα Όσκαρ, έχει κάνει από “Gravity” μέχρι “Δέντρο της Ζωής”) ο οποίος είχε την ικανότητα να πει μια ιστορία με κάθε του καδράρισμα.

Το τελικό αποτέλεσμα έχει οπωσδήποτε μεγάλο ενδιαφέρον, και είναι σίγουρα η πιο προσβάσιμη ταινία του Μάλικ της τελευταίας δεκαετίας. “Ο Μάλικ επέστρεψε!”, θα αναφωνήσουν σίγουρα πολλοί κριτικοί και θεατές, και είναι κατανοητό το γιατί. Ο Μάλικ ωστόσο ήταν πάντα εδώ κάνοντας τολμηρό σινεμά του οποίου η “Κρυφή Ζωή” είναι ένα απόσταγμα.

Ο θριαμβευτής των Όσκαρ

Η ταινία κυκλοφορεί στις αίθουσες από τα μέσα Οκτώβρη αλλά το ενδιαφέρον σίγουρα θα αναζωπυρωθεί μετά τη σαρωτική εμφάνιση στα Όσκαρ. Επαναδημοσιεύουμε την αρχική μας κριτική.

Παράσιτα

*****

(“Gisaengchung / Parasite”, Μπονγκ Τζουν-χο, 2ω12λ)

Καστ: Σονγκ Κανγκ-χο, Παρκ Σο-νταμ, Τζο Γιο-τζέονγκ

Tετραμελής οικογένεια ενηλίκων χωρίς δουλειές, χωρίς εισόδημα, μένει σε ένα ημιυπόγειο όπου η διαβίωση είναι φυσικά δύσκολη και γεμάτη εμπόδια. Κάπου μακριά, μια άλλη τετραμελής οικογένεια, της οποίας ο πατριάρχης είναι ένας πετυχημένος ιδιοκτήτης μιας διεθνούς ΙΤ φίρμας, ζει στην πολυτελή της σπιταρόνα, ψηλά, μακριά το θόρυβο και τα άγχη της λαϊκής τάξης. Χάρη σε μια τυχερή γνωριμία, ο άνεργος γιος θα καταφέρει να πιάσει δουλειά κάνοντας ιδιαίτερα μαθήματα στην κόρη της εύπορης οικογένειας. Όταν οι δύο οικογένειες έρθουν κοντά, θα μπει μπροστά ένα ντόμινο ανατροπών και μυστικών με παντελώς αβέβαιη κατάληξη.

Δε θα πούμε απολύτως τίποτα πιο συγκεκριμένα για τα όσα συμβαίνουν στην πορεία αυτού του φιλμ-κεντήματος, το οποίο ο Μπονγκ έχει υφάνει με αξιοθαύμαστη ακρίβεια, μεταπηδώντας σε τόνους με απίστευτη αυτοπεποίθηση και επίγνωση, καθώς μια κωμική σκηνή που στέλνει το κοινό σε κύματα φωναχτού γέλιου, οδηγεί απευθείας σε ένα κάδρο που ξεπήδησε από ταινία τρόμου. Ο Κορεάτης θέτει την επιδεξιότητά του στην υπηρεσία μιας εξαιρετικά εύστοχης αλληγορίας πάνω στην πάλη των τάξεων και την ιδέα της συνύπαρξης την εποχή του ύστερου καπιταλισμού, για ανθρώπους που τοποθετούνται αντιμέτωποι από ένα σύστημα σε πλήρη, αυτόνομη λειτουργία.

Δεν υπάρχει η παραμικρή στιγμή στη διάρκεια του φιλμ που μπορεί κανείς με βεβαιότητα να μαντέψει σε τι κατεύθυνση θα οδηγηθούμε μετά καθώς οι απρόσμενες στροφές, το χιούμορ κι η βία διαδέχονται το ένα το άλλο, με τον Μπονγκ να ενορχηστρώνει το σύνολό του ως μια ασφυκτική θεατρική παράσταση που θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελεί βουβή πικρή κωμωδία.

Οι γνώριμες δυναμικές της πυρηνικής οικογένειας υπό απειλή από το “Host”, η ταξική διαστρωμάτωση της αλληγορίας του “Snowpiercer”, η απάνθρωπη ανηθικότητα του καπιταλισμού στην καρδιά του “Okja”- το “Parasite” επανασυνθέτει προβληματισμούς και θεματικές που ο Κορεάτης σκηνοθέτης επισκέπτεται ξανά και ξανά μέσα από high concept ταινίες είδους, και το κάνει ενώνοντας το πλήρες παζλ της κοσμοθεωρίας του μέσα από ένα εντυπωσιακά χορογραφημένο, ρυθμικά άρτιο φιλμ εντός τεσσάρων τοίχων και δίχως sci-fi συμβολή. H ευθύτητα είναι εντυπωσιακή και η παρατηρητική ματιά επίσης- από τις μικρές, περιστασιακές ατάκες με τις οποίες αντιμετωπίζει η μία τάξη την άλλη (“respect!”- μια πραγματικά ανατριχιαστική σκηνή) μέχρι λεπτομέρειες όπως την διαφορετική χρήση ακόμα και των κινητών, κάτι που λειτουργικά και φαινομενικά, αποτελεί κοινό τόπο για όλους.

Ο τρόπος που κάθε χαρακτήρας, κάθε σεκάνς, κάθε σκηνή ‘δράσης’, κάθε νέο concept, κυλάνε αβίαστα και ολοκληρωτικά μέσα σε ό,τι ακολουθεί, έχει αποτέλεσμα μια ταινία τρομερά σφιχτοδεμένη, δίχως το παραμικρό λίπος, αλλά και η οποία δε νιώθεις να σε κρατά από το λαιμό παραδίδοντας ασφυκτικά τους συμβολισμούς της. Είναι ένας θρίαμβος του ρυθμού αφήγησης, τόσο σε ευρύτερο επίπεδο (λίγο πάνω από δυο ώρες, το φιλμ κυλάει σα να ήταν ημίωρο) όσο και στα επιμέρους δραματικά επεισόδια: μια σκηνή σασπένς σε ένα σκοτεινό σαλόνι, μια σκηνή σλάσερ αγωνίας σε ένα απειλητικό δωμάτιο, μια σκηνή χορογραφημένων παρεξηγήσεων και συμπτώσεων που χαρτογραφεί όλο το σπίτι-έπαυλη ακολουθώντας 8 χαρακτήρες ταυτόχρονα.

Ομόφωνος Χρυσός Φοίνικας στις φετινές Κάννες, και μια από τις καθοριστικές ταινίες της χρονιάς.

Επίσης κυκλοφορούν

Γκρέτελ & Χάνσελ

*****

(“Gretel & Hansel”, Οζ Πέρκινς, 1ω30λ)

Σε ένα τρομακτικό, μαγεμένο δάσος, ένα νεαρό κορίτσι μαζί με τον μικρό αδερφό της σε αναζήτηση φαγητού και δουλεάρ, θα έρθουν αντιμέτωποι με μια αποστομωτική, γκροτέσκα έκφραση του κακού. O Οζ Πέρκινς, σκηνοθέτης του υποβλητικού “I am the Pretty Thing that Lives in the House” (διαθέσιμο στο Netflix) επιχειρεί μια διαφορετική προσέγγιση του σκοτεινού παραμυθιού των αδερφών Γκριμ, δίνοντας σχεδόν απόλυτη έμφαση στην αποτύπωση μέσω εικόνας μιας αίσθησης τρόμου φολκλορικής, σχεδόν αρχέγονης.

Επιχειρεί να ανατρέψει τον μύθο μέσα από στιβαρές απεικονίσεις του κακού, με την κάμερα σχεδόν κολλημένη πάνω στη νεαρή πρωταγωνίστρια (Σοφία Λίλις, του “It”, εξαιρετική, με μια μόνιμη αίσθηση τρόμου αλλά ποτέ διαλυμένη από αυτόν), και με το δάσος ως γήπεδο του κακού, να εκτείνεται φαινομενικά όσο η πλήρης αντιληπτική αίσθηση της Γκρέτελ. Στο δεύτερο μέρος του φιλμ που η πλοκή αναλαμβάνει κάπως τα ηνία, ο Πέρκινς δείχνει εμφανώς πόσο πολύ προτιμά να χάνεται μέσα σε καδραρίσματα του γκροτέσκου παρά να αφηγείται σημεία πλοκής, αλλά στην πραγματικότητα ποτέ δεν χάνει τον έλεγχο. Μια ταινία τρόμου χωρίς φτηνά τινάγματα, οπωσδήποτε προτεινόμενη για υπομονετικούς θεατές, όπου η ατμόσφαιρα μοιάζει κεντημένη από κάδρο σε κάδρο.

Like a Boss

*****

(Μιγκέλ Αρτέτα, 1ω23λ)

Η Μία κι η Μελ έχουν τη δική της εταιρεία καλλυντικών που χτίσαν από το μηδέν και ύστερα από μια μεγάλη, καθοριστική εμπορική επιτυχία. Μια πρόταση εξαγοράς από μεγάλη παίκτρια του industry θα φέρει όμως τις δύο φίλες και συνεργάτιδες σε κόντρα μεταξύ τους, όταν θα κληθούν να διαλέξουν ανάμεσα στην ενδεχόμενη επιτυχία και στο να παραμείνουν αληθινές απέναντι στον εαυτό τους και στη φιλία τους.

Παντελώς κλισέ και άνευρο φιλμ που τουλάχιστον έχει την ελάχιστη έστω ευθιξία να παραμένει υπερβολικά σύντομο σε διάρκεια. Όμως σε κανένα σημείο του στόρι δεν υπάρχει κάποια αληθινή αίσθηση έκπληξης ή πόνου ή χιουμοριστικής έκρηξης ή τελοσπάντων οτιδήποτε θα υποχρέωνε το θεατή να συνεχίσει να ενδιαφέρεται. Πάνω απ’όλα, είναι ασυγχώρητο το ότι η ταινία σπαταλά τόσο άκοπα, το αδιαμφισβήτητο ταλέντο των δύο πρωταγωνιστριών, Τίφανι Χέιντις και Ρόουζ Μπερν, δύο από τις καλύτερες κωμικές παρουσίες στο σημερινό Χόλιγουντ.

Agora II – Δεσμώτες (Γιώργος Αυγερόπουλος, 1ω50λ). Ο Γιώργος Αυγερόπουλος επιστρέφει με άλλη μια αποτύπωση της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας μέσα από το φακό του. Τα τελευταία 4 χρόνια σε ένα ντοκιμαντέρ με πρωταγωνιστές από όλες τις διαδρομές της (νεοελληνικής) ζωής.

Ο Κύριος Τζόουνς (“Mr. Jones”, Ανιέσκα Χόλαντ, 2ω21λ). Ουαλός ρεπόρτερ μεταφέρει στα δυτικά media μια σημαντική είδηση που απειλεί την ουτοπική εικόνα της Σοβιετικής Ένωσης στις αρχές των ’30s. Με τον Πίτερ Σκάρσγκαρντ και την Βανέσα Κέρμπι του “The Crown”>

Οι Σκανταλιάρηδες (“The Elfkins / Die Heinzels”, Ούτε φον Μούνχοου-Πολ, 1ω16λ). Γερμανικό κινούμενο σχέδιο για παιδιά, για μια ξωτική που αποφασίζει να ανέβει στην επιφάνεια της γης για να ζήσει τη ζωή της, ύστερα από αιώνες που τα πλάσματα ζούσαν κρυμμένα.

Ciao Italia (Γιώργος Παπαθεοδώρου). Ελληνική κωμική heist movie για μια παρέα άνεργων κοριτσιών που αποφασίζουν να φέρουν εις πέρας μια ληστεία. Παίζουν Ελισάβετ Κωνσταντινίδου, Γρηγόρης Αρναούτογλου, Ηλίας Λογοθέτης.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα