ΤΙ ΛΕΤΕ, ΘΑ ΚΑΤΑΦΕΡΕΙ Η TRAP ΝΑ ΔΙΑΦΘΕΙΡΕΙ ΤΑ ΕΛΛΗΝΟΠΟΥΛΑ;
Τα πρόσφατα επεισόδια στα Mad Awards προκάλεσαν πάλι μια συζήτηση πάνω στις νεανικές κουλτούρες.
Το έχουμε ζήσει πολλές φορές.
Τα emo έκρυβαν κάτω από τις φράντζες τους ότι ήταν «αυτοκτονικά», οι ρέιβερς έβλεπαν κύκλους και κλείδωναν τις μανάδες τους στις ντουλάπες (πριν τις βγάλει ο Ευαγγελάτος στην τηλεόραση), για να είσαι μεταλλάς έπρεπε να έχεις περάσει υποχρεωτικά από σύλλογο εκπαίδευσης σατανιστών, ως γνωστόν «οι πάνκς τα κάνουν όλα», οι γκοθάδες σίγουρα πίνουν τρία γαλόνια αίμα την ημέρα, τα φρικιά ανάγκαζαν τις γιαγιάδες να αλλάζουν πεζοδρόμιο, οι ροκάδες διαχρονικά είναι κάτι μαλλιάδες με χόμπι τους το ξύλο.
Όχι μόνο σήμερα, (φυσικά) όχι μόνο στην Ελλάδα η κακούργα η κοινωνία βλέπει το είδωλό της σε έναν καθρέφτη που λέγεται «νεανική κουλτούρα». Στην αρχη το ερωτεύεται αλλά μόλις φτάσει να παίζεται στα δελτία ειδήσεων, συνειδητοποιεί ότι το πρόβλημα με τους καθρέφτες είναι ότι όσο περισσότερο τους κοιτάς, τόσο περισσότερο παρατηρείς τις ρωγμές. (Στα αμφιθέατρα τις λέγαμε «υποκουλτούρες», στα περιοδικά τις λέγαμε «φυλές».) Και τοτε ξεκινά ο ηθικός πανικός.
Πριν από ένα χρόνο περίπου, ένα φρικτό τροχαίο δυστύχημα (που στέρησε τη ζωη στον Mad Clip) και μια τραγική σύμπτωση (της σχεδόν ταυτόχρονης απώλειας του Μίκη Θεοδωράκη), έκαναν την trap τον επόμενο κρίκο αυτής της αλυσίδας. Με μοχλούς μια εντελώς αβάσιμη σύγκριση των δύο νεκρών (34 ο ένας, 96 ο άλλος, στο μεταξύ) κι ένα εντελώς εκτός context ξεψάχνισμα των στίχων που έγινε viral, βγήκε και το συμπέρασμα. Κάτι τύποι με περίεργα ρούχα και κουρέματα, φουλ στα τατουάζ που μουρμουρίζουν ακατάληπτα ή απαράδεκτα λόγια πάνω από «μα, είναι μουσική αυτή που βγαίνει από κομπιούτερς;» είναι έτοιμοι να ολοκληρώσουν ένα έργο που δουλεύεται στο παρασκήνιο για δεκαετίες: την πλήρη διαφθορά και ηθική αποχαλίνωση των ελληνόπουλων που μεγάλωσαν με φροντίδα, προδέρμ, παστίτσιο της μαμάς και «Στην Υγειά Μας».
Ίσως να φταίει η πρώτη εντύπωση.
Στην ελληνική trap «μιξάρουν κόκα με την σόδα, θέλουν έσοδα» τοποθετώντας το εμπόριο ναρκωτικών σε περίοπτη θέση των επαγγελμάτων του παρόντος και του μέλλοντος, δεν πάνε ούτε στο περίπτερο χωρίς το ούζι, το μπάζουκα ή έστω ένα «γκάνι» να βρίσκεται πάνω τους, «σαλόνι χαλαρώνουν τσόκο μαροκάνα» αντί να τριγυρνάνε στις «νέες αφίξεις» που επιφυλάσσει η πόλη για φέτος το φθινόπωρο, είναι ντυμένοι από πάνω ως κατω με ρούχα, αξεσουάρ και χρυσαφικά που κοστίζουν όσο το ΑΕΠ ενός μεσαίου αφρικάνικου κράτους, «πηδανε μόνο μπίτσιζ δεκάρια» ξεκαθαρίζοντας σαφέστατα την άποψη και τις προθέσεις τους για το γυναικείο φύλο, ενώ θαρρείς ότι ακόμα και για πικ νικ στου Φιλοπάππου να βγουν μια Κυριακή πρωί είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμοι να γυρίσουν πάνω στο καρε τραπεζομάντηλο το επόμενο πιο δημοφιλές βίντεο στο Porn Hub.
Βέβαια, αν είσαι πάνω από 15 (άντε 18) ετών, το αστείο είναι πολύ «εκεί» για να μην το πιάσεις. Aυτή η αδέξια μίξη «ελληνικού ονείρου» και «αμερικάνικου gangsta», συγκροτεί μια σκηνή με περισσότερους επίδοξους Τόνι Μοντάνα απ’ όσους μπορεί να αντέξει. Υποστηρίζεται από την ελληνική μουσική βιομηχανία (lol) λίγο πολύ με τους όρους που κυριαρχούσε η λαϊκοπόπ σε προηγούμενες δεκαετίες, αναδεικνύει μια σπουδαία γενιά παραγωγών που κάνουν παπάδες, αλλά είναι καταδικασμένη να παράγει κομμάτια που μοιάζουν περισσότερο με ηχητικά memes και να ισορροπεί (μέχρι να ξεφουσκώσει) πάνω στη λεπτή γραμμή που χωρίζει την πρόκληση από την παρωδία.
Η ελληνική trap θα αποτελέσει (αν δεν το έχει κάνει ήδη) τη βάση για μερικά διδακτορικά και πολλές μεταπτυχιακές εργασίες, θα συνεχίσει να σκανδαλίζει τα μεσημεριανάδικα, ίσως και να εκθέτει όσους την έχουν αγκαλιάσει με το ζόρι βλέποντας ή γράφοντας πράγματα που δεν υπάρχουν μπας και «κάτσουν με τη νεολαία». Βγάζοντας έξω το μουσικό κομμάτι, η εικονογραφία της είναι χαρακτηριστικό φαινόμενο μιας εποχής που στα social media μπορείς να είσαι ότι φαντασιώνεσαι: από insta babe που 24/7 ποζάρει για εξώφυλλα που δε θα τυπωθούν ποτέ μέχρι πρωταγωνιστής σε ένα Narcos για τους close friends στο Instagram.
Η ελληνική trap μπορεί να είναι όλα αυτά, πολλά περισσότερα ή και τίποτα. Όμως σίγουρα δεν είναι το «κακό πρότυπο» που θα οδηγήσει τα παιδιά μας στο βούρκο. Αν έχουμε πρόβλημα με τους στίχους (που καλώς ή κακώς είναι μέρος μια εισαγόμενης hip hop μυθολογίας 40 ετών), τότε γιατί να μην έχουμε πρόβλημα π.χ. με τι δίδαγμα αφήνει η βία στις ταινίες του Σκορσέζε; Γιατί ο σεξίσταρος Τόνι Σοπράνο έγινε ο αγαπημένος μας τηλεοπτικός ήρωας; Πώς ανεχόμαστε τα πιστολίδια στα video games; Τα συνθήματα στα γήπεδα; Μήπως να πιάσουμε και τους στίχους στα λαϊκά; (Δηλαδή, ήμαρτον, ο άλλος κάποτε τραγούδησε «ματώνει σαν την πρόκα την παλάμη της καρδιάς» και δεν άνοιξε μύτη.) Αν ανοίξει αυτό το λυχνάρι, όσο και να σκάβουμε τζίνι δε θα βγει. Ή και να βγει, δε θα μας αρέσει.
Αφήστε που είναι και πολύ ενοχλητικό αυτό το πατρονάρισμα. Να ανησυχεί τόσο πολύ για τα «κακά πρότυπα» η ελληνική κοινωνία που κάθε βράδυ «σαλόνι χαλαρώνει» κάνοντας ζάπινγκ ανάμεσα σε ριάλιτι που μαγειρεύουν, ριάλιτι που βγάζουν μοντέλα, ριάλιτι που διεκδικούν τον μπάτσελορ, ριάλιτι που απλά περιφέρονται, ριάλιτι που απλά τσακώνονται.
Αυτή η ανησυχία δε είναι το δεύτερο πιο ενοχλητικό κλισέ περι νεότητας, αμέσως μετά το διαχρονικό «εμείς τα κάναμε χάλια, αλλά ποντάρω στις επόμενες γενιές που έρχονται και θα τα καταφέρουν καλύτερα». Καλή η αισιοδοξία, το βασικό πρόβλημα όμως με τους «νέους» είναι άλλο.
Μεγαλώνουν.