Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΡΗΓΟΣ ΠΑΝΤΑ ΟΝΕΙΡΕΥΟΤΑΝ ΝΑ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣΕΙ ΣΤΗΝ ΕΠΙΔΑΥΡΟ
Σκηνοθετεί “Ιππείς” του Αριστοφάνη, χορεύει Χατζιδάκι στο Ηρώδειο και θυμάται πώς όταν ήταν πήγε στην Κρατική Σχολή Χορού είχε μόνο τρεις άνδρες χορευτές.
Το όνομα Κωνσταντίνος Ρήγος ήταν ένα από τα πρώτα που θυμάμαι τον εαυτό μου να μαθαίνει σε σχέση με τη σύγχρονη τέχνη. Του το είπα όταν συναντηθήκαμε στον χώρο του «Σχολείον – Ειρήνη Παππά», εκεί όπου πραγματοποιούνται οι πρόβες για τους “Ιππείς” του Αριστοφάνη, την πρώτη του σκηνοθεσία για το Εθνικό Θέατρο που θα παρουσιαστεί στην Επίδαυρο και χαμογέλασε. Η συνέχεια και η πορεία άλλωστε είναι αυτό που λέμε καταξίωση για εκείνον.
Λίγες ημέρες πριν η παράσταση «Ιππείς» ανοίξει τον χορό της Επιδαύρου, μιλήσαμε με τον σκηνοθέτη, χορογράφο και καλλιτεχνικό διευθυντή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, για την εσωτερική ανάγκη που οδηγεί κάθε του βήμα, τη σκηνοθεσία που πάντα ήταν μέσα του, το όνειρο της Επιδαύρου, τη δημαγωγία, το μετά #MeToo Εθνικό Θέατρο και την ακροβασία του ανάμεσα στο mainstream και τη βαθιά τέχνη.
Ονειρευόσασταν την Επίδαυρο;
Την ονειρευόμουν ναι, χωρίς να ξέρω τι ονειρεύομαι ακριβώς. Είναι ένας χώρος που τον έχω ζήσει ως χορογράφος από τότε που ξεκίνησα τη χορογραφία, όταν ήμουν στο πρώτο έτος της Κρατικής Σχολής Χορού. Υπήρχε αυτή η αίσθηση, όταν είσαι συντελεστής μίας παράστασης, σαν ένα μικρό έλλειμμα, ότι κάτι ήθελες ίσως να το κάνεις κι αλλιώς ή να μπεις πιο βαθιά σε κάτι. Έχω μια εμπειρία του χώρου οπότε σιγά σιγά και σταδιακά, όταν άρχισα να σκηνοθετώ, άρχισα να σκέφτομαι ότι ωραίο θα ήταν κάποια στιγμή να γινόταν κι αυτό, όπως το σκέφτομαι και για πολλά πράγματα ότι ωραίο θα ήταν να συνέβαιναν, χωρίς όμως να γίνεται αυτοσκοπός.
Έρχονται όμως…
Ίσως γι’ αυτό έρχονται. Επειδή δεν υπάρχει από την πλευρά μου το να γίνει κάτι και μέσα από αυτό το κάτι να χρειαστεί να αποδείξεις κάτι άλλο. Είμαι πολύ χαρούμενος που συμβαίνει αυτό γιατί συνειδητοποιώ ότι κάθε έργο, αν δεν το σκηνοθετήσεις, δεν μπεις στο DNA του δεν βιώνεις το ίδιο συναίσθημα. Είμαι πολύ χαρούμενος που κάνω Αριστοφάνη. Δεν το περίμενα, γιατί θεωρώ ότι μου ταιριάζει κάτι πιο δραματικό, αλλά τελικά μάλλον ο Αριστοφάνης απελευθερώνει όλα τα στοιχεία και τα δραματικά και της ποίησης και του χιούμορ και της σάτιρας. Έχει μια σκληρότητα και μία αλήθεια που ίσως είναι μεγαλύτερη κι από αυτή που βρίσκει κανείς στις τραγωδίες.
Και μάλιστα με ένα άκρως πολιτικό έργο του Αριστοφάνη.
Ναι, είναι ένα άκρως πολιτικό έργο του Αριστοφάνη το οποίο καταπιάνεται με τη δημαγωγία, ποια είναι τα όρια της και πόσο αυτά ξεπερνιούνται για να κρατηθεί το σύστημα ζωντανό. Ο Αριστοφάνης είναι κατά του Κλέωνα με τρόπο πασιφανή. Είναι ήδη στα δικαστήρια με τον Κλέωνα όταν γράφει το έργο και συνωμοτεί με τους Ιππείς, που μάλιστα παίζουν οι ίδιοι τον Χορό, για να ρίξουν τον Κλέωνα. Δεν τα κατάφερε βέβαια γιατί ο Κλέωνας επανεκλέχτηκε λίγους μήνες μετά. Βλέπουμε το μένος του Αριστοφάνη –είναι λίγο συντηρητική η σκέψη του- κατά ενός πολιτικού, ο οποίος δεν ανήκει στην αριστοκρατία αλλά στο εμπόριο. Ο Αριστοφάνης θεωρεί ότι αυτό δεν είναι φυσιολογικό.
Ακόμα και μετά τον θάνατο του, γιατί 2 χρόνια μετά πέθανε ο Κλέωνας, ο Αριστοφάνης εξακολουθεί να τον σατιρίζει στα έργα του σαν σύμβολο αυτής της μετάβασης. Και τον Υπέρβολο, που τον αναφέρει στους Ιππείς στη δεύτερη παράβαση, τον διακωμωδεί ακριβώς για τον ίδιο λόγο σε άλλο έργο του, επειδή ήταν έμπορος (έφτιαχνε λύχνους) που μπήκε στην πολιτική. Ο Υπέρβολος είναι κι ο τελευταίος που εξοστρακίστηκε και τον σκότωσαν στη Σάμο. Θέλω να πω ότι τα πράγματα είναι αρκετά Σαιξπηρικά, ήταν αρκετά έντονες οι διαβουλεύσεις που γίνονταν τότε, ίσως και πιο έντονες από αυτές που γίνονται τώρα, ή τα μέσα είναι διαφορετικά τώρα.
Η δημαγωγία και ο λαϊκισμός είναι διαχρονικό μας αγκάθι;
Η δημαγωγία και ο λαϊκισμός δεν θα σταματήσει ποτέ και νομίζω ότι είναι ανάγκη του κόσμου, όχι μόνο των πολιτικών. Οι πολιτικοί είναι αντικατοπτρισμός της κοινωνίας όπως και οι Ιππείς είναι αντικατοπτρισμός μιας κοινωνίας, που θέλει να δει τα πράγματα όπως επιθυμεί εκείνη τη στιγμή να τα δει.
Οι Ιππείς στο έργο ως Χορός μπαίνουν προκατειλημμένοι εναντίον του Κλέωνα εξαρχής και δεν αλλάζουν γνώμη οτιδήποτε κι αν ακούσουν, ακόμα κι αν ο αλλαντοπώλης είναι ένας νέος Κλέωνας. Μάλιστα ζητάνε και τις μίζες τους μέσα στο έργο. Αυτό το κράτος, λοιπόν, δεν αλλάζει κι έχει ενδιαφέρον αυτό γιατί δεν χρειάζεται να πεις τίποτα παραπάνω απ’ αυτά που λέει το ίδιο το έργο. Πέρα από δύο τρία μικρά χιουμοριστικά στοιχεία που πρόσθεσα που κάνουν update σε σχέση με ό,τι βιώνουμε με την τηλεόραση, τα social media κλπ., όλα τα υπόλοιπα τα περιέχει με έναν πολύ σαφή τρόπο.
Από μικρός, ως χορογράφος, σκηνοθέτης, τώρα πια και με διευθυντική θέση, είχατε πάντα κάποιου είδους εξουσία στα χέρια σας…
Το να είσαι σκηνοθέτης είναι μια θέση εξουσιαστική. Έχεις να κάνεις με άλλους ανθρώπους, δεν είσαι όπως ο ζωγράφος που είναι κυρίαρχος του εαυτού του, οπότε μπαίνεις σε μία θέση που πρέπει να γίνεις οδηγός, δάσκαλος, καθοδηγητής. Εξαρτάται από εσένα σαν προσωπικότητα πώς λειτουργείς μέσα σε αυτό και τι προβολές κάνεις. Αν ο ίδιος αισθάνεσαι ανασφάλεια, τότε σίγουρα οι προβολές που κάνεις πάνω στους άλλους θα είναι πιο σκληρές ή πιο περίεργες απ’ ό,τι θα έπρεπε. Εγώ βρέθηκα σε αυτή τη θέση από πολύ νωρίς αλλά επίσης συνειδητοποίησα από πολύ νωρίς ότι δεν έχει καμία αξία η εξουσία, έχει αξία η συνδιαλλαγή, το να μπορέσεις να διαπραγματευτείς τα πράγματα και με τη μεγαλύτερη σαφήνεια.
Αυτή η συνειδητοποίηση έγινε από την αρχή;
Δεν συνέβη αμέσως, η αγωνία των πρώτων χρόνων ήταν τρομακτική. Όταν ξεκίνησα σκεφτόμουν ότι αν μια ιδέα τη βάλω σε αυτή την παράσταση, στην επόμενη παράσταση δεν θα έχω άλλη. Ήταν μια αγωνία που είχε να κάνει με το τι είμαι εγώ, ποια είναι η ταυτότητα που θέλουν να μου δώσουν οι άλλοι. Υπήρξε η τάση αυτή γιατί και ο χώρος και το κοινό θέλει να δώσει ταυτότητα στους δημιουργούς. Εγώ πήρα τότε στην αρχή την ταυτότητα ενός «τρελού», ενός ανθρώπου που κάνει πράγματα πιο «επικίνδυνα».
Όταν συνειδητοποίησα ότι αυτό δεν με ενδιέφερε να το κρατήσω σαν ταυτότητα, αλλά ούτε και ήθελα να το υποστηρίξω, ηρέμησα και μέσα μου και σε σχέση με τους άλλους. Σταμάτησε να υπάρχει η σύγκριση και το τι λέει ο ένας και τι ο άλλος. Ο χώρος σε πιέζει να γίνεις ακόμα και σχολιαστής άθελά σου. Το να κάνεις κριτική στο επιβάλει με έναν τρόπο. Το να αντισταθείς σε αυτό, ήταν μια δύσκολη διαχείριση την οποία θεωρώ ότι έχω καταφέρει, με την έννοια ότι με τους ανθρώπους που συνεργάζομαι προσπαθώ να είμαι όσο πιο ευγενής και ταυτόχρονα ουσιαστικός σε αυτό που θέλω.
Τα πράγματα είναι απλά. Οι άνθρωποι είναι άνθρωποι και οι θεσμοί είναι θεσμοί. Οι άνθρωποι κάνουν καλύτερους τους θεσμούς αλλά οι θεσμοί συνεχίζουν να υπάρχουν και μετά τους ανθρώπους.
Είστε αυτός που «ανοίγει» την Επίδαυρο σε μία χρονιά δύσκολη για το θέατρο και για το Εθνικό Θέατρο ειδικότερα.
Τα πράγματα είναι απλά. Οι άνθρωποι είναι άνθρωποι και οι θεσμοί είναι θεσμοί. Οι άνθρωποι κάνουν καλύτερους τους θεσμούς αλλά οι θεσμοί συνεχίζουν να υπάρχουν και μετά τους ανθρώπους. Τα πάθη του κάθε ανθρώπου που μπορεί να βρεθεί σε μία θέση, είναι προσωπικά και ως προσωπικά κρίνονται. Το ότι είμαι στο Εθνικό είναι κάτι που μου έχει ξανασυμβεί, είναι η 6η φορά που σκηνοθετώ για το Εθνικό. Θεωρώ ότι το Εθνικό υπάρχει και θα υπάρχει και μετά από μένα και μετά από όλους όσοι θα περάσουν από αυτό. Αυτό που συνέβη πραγματικά δημιουργεί μια ρωγμή, αλλά όχι στο Εθνικό, συνολικά. Αυτή η ρωγμή είναι πάρα πολύ χρήσιμη για το μέλλον. Νομίζω ότι αυτό πρέπει να πάρουμε και από εκεί κι ύστερα τα πράγματα θα εξελιχθούν όπως είναι να εξελιχθούν. Αυτό που είναι το πιο ουσιαστικό είναι να είμαστε ψύχραιμοι απέναντι σε όλες τις καταστάσεις και να προχωράμε.
Είστε αισιόδοξος για το μέλλον στον χώρο;
Οι αντιστάσεις που έχει ο άνθρωπος είναι μεγάλες. Από την άλλη εγώ είμαι έτσι κι αλλιώς αισιόδοξος ότι το αύριο θα είναι μια καλύτερη ημέρα. Αυτό δεν αποδεικνύεται εύκολα ως τώρα, όσο κι αν είμαι οπαδός της Σκάρλετ Ο Χάρα στο «Όσα παίρνει ο άνεμος» που το λέει ενώ καίγονται όλα (γέλια). Πιστεύω όμως ότι όσο και να λέμε ότι δεν αλλάζουν τα πράγματα, σταδιακά αλλάζουν. Δεν είμαστε εκεί που ήμασταν πριν από 20 χρόνια, ούτε εκεί που ήμασταν πριν από έναν χρόνο πια. Θεωρώ ότι ακόμα κι ο φόβος που δημιούργησε αυτή η συνθήκη αρκεί, για να δημιουργήσει μια καινούργια τάξη πραγμάτων. Το βλέπω ότι ακόμα και στις πρόβες όλοι είμαστε πιο προσεχτικοί. Αυτό δεν είναι κακό. Δεν είναι κακό να προσέχεις τον τρόπο με τον οποίο μιλάς. Εγώ έχω διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους μιλάω, όμως επειδή δεν αισθάνομαι ανταγωνιστικός με κανέναν, αυτό δεν οδηγεί σε παρεξηγήσεις. Παρ’ όλα αυτά, θεωρώ ότι είναι σωστότερο να είμαστε όλοι πιο προσεκτικοί.
Ο άνθρωπος είναι άνθρωπος, δεν είναι καρέκλα. Μια καρέκλα αν την πάρεις και την πετάξεις, σπάει και δεν μπορείς να την χρησιμοποιήσεις. Πόσο μάλλον ο άνθρωπος, αν του διαλύσεις τον ψυχικό του κόσμο. Άρα και σαν ένα όργανο να το σκεφτείς, τον ανθρώπινο ψυχισμό, είναι κακό να τον κακομεταχειριζόμαστε, σε όλα τα επίπεδα, στο σχολείο, στη ζωή, σε σχέση με το φύλο του, με τα πιστεύω του, με τις θρησκείες με τα πάντα. Δεν είναι κάτι εύκολο αλλά νομίζω ότι μπαίνουν βάσεις για ένα καλύτερο μέλλον.
Το ό,τι περνάτε από το λαϊκό τραγούδι και την τηλεόραση στην Επίδαυρο κι αυτό δεν εκπλήσσει κανέναν, είναι κατάκτηση για εσάς;
Ναι ήταν κατάκτηση και μάλιστα δύσκολη. Δεν ήταν εύκολη η απόφαση μου να πάω και σε άλλους χώρους. Πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι να αισθανθώ αρκετά ασφαλής να το κάνω. Όταν μπήκα στον άλλο χώρο, μπήκα συνειδητά γιατί κάπως είχα αισθανθεί ότι μπλοκάρω κάποια πράγματα που έχω μέσα μου. Ήταν σαν να προσπαθούσα σε αυτό που κάνω ως δημιουργός, σκηνοθέτης ή χορογράφος, να εντάξω στοιχεία που δεν ανήκαν εκεί φυσικά.
Όταν ήρθε η πρώτη πρόταση να συνεργαστώ με την Πέγκυ Ζήνα, είπα πραγματικά ότι «Τώρα αισθάνομαι έτοιμος να το κάνω αυτό. Έχω σφραγίσει το τι είμαι οπότε σίγουρα ο κλυδωνισμός που θα έρθει θα είναι μικρότερος». Ήταν πράγματι μικρότερος κυρίως γιατί αυτό που παρουσίασα εγώ ήταν η ανάγκη μου να το κάνω. Πίστευα αυτό που έκανα. Αυτό έπεισε τους ανθρώπους και τον χώρο. Έπεισε κι εμένα και με βοήθησε και να συντηρήσω την «Οκτάνα» σε μια δύσκολη περίοδο αλλά και να εξωτερικεύσω κάποιες άλλες, ας τις πούμε entertainment, δυνάμεις που είχα μέσα μου, να επικοινωνήσω με ένα εντελώς διαφορετικό κοινό, αυτό της μουσικής, το οποίο είναι πολύ μεγαλύτερο αλλά ταυτόχρονα είναι το ίδιο. Θεωρώ ότι ήταν ευτυχία που πήρα την απόφαση αυτή τη στιγμή που την πήρα.
Όσο ένας ηθοποιός μεγαλώνει καλυτερεύουν τα εκφραστικά του μέσα, όσο ένας τραγουδιστής μεγαλώνει ωριμάζει η φωνή του αλλά όσο ένας χορευτής μεγαλώνει περιορίζεται το πεδίο δράσης του.
Τι σας έμαθε ο χώρος της νύχτας και του λαϊκού τραγουδιού;
Μου έμαθε μια τελείως διαφορετική επικοινωνία και δυναμική ανάμεσα στον ερμηνευτή και στο κοινό. Μου έμαθε ότι ένας χορευτής, ένας ηθοποιός κι ένας τραγουδιστής είναι το ίδιο. Την ίδια ανάγκη για επικοινωνία και γι’ αναγνώριση έχουν και την ίδια αγωνία επίσης. Απλώς το μέσο είναι διαφορετικό. Η μόνη ίσως διαφορά είναι ότι οι χορευτές είναι οι πιο άτυχοι από τους καλλιτέχνες, γιατί έχουν πολύ περιορισμένο χρόνο να μπορέσουν να δουλέψουν. Όσο ένας ηθοποιός μεγαλώνει καλυτερεύουν τα εκφραστικά του μέσα, όσο ένας τραγουδιστής μεγαλώνει ωριμάζει η φωνή του αλλά όσο ένας χορευτής μεγαλώνει περιορίζεται το πεδίο δράσης του. Είναι τρομακτικό αυτό για την τέχνη του χορού. Το σκεφτόμουν κι όταν ξεκίνησα, όταν γίνεσαι χορευτής τρέχεις προς έναν τοίχο, σε όλες τις άλλες τέχνες τρέχεις προς το αύριο. Δεν θα μπορέσει ποτέ κάποιος να είναι στα 60 ή τα 70 του χορευτής.
Τον χορευτή Κωνσταντίνο Ρήγο τον φέρατε στη σκηνή όμως για την παράσταση «Χορός με τη σκιά μου».
Τον έφερα στη σκηνή από ανάγκη, σε ένα έργο τελείως προσωπικό, για έναν συνθέτη, τον Μάνο Χατζιδάκι, που χαρακτήρισε την πρώτη μου δημιουργική φάση, με τη μουσική του, τον τρόπο του, την πολιτική του σκέψη, τον χώρο στον οποίο γινόταν η μέθεξη αυτού του πράγματος, τον «Σείριο» στον οποίο πήγαινα και καθόμουν κι έβλεπα. Ήθελα από την εφηβεία μου να το κάνω κι ευτυχώς χάρη στην Εθνική Λυρική Σκηνή και τον Γιώργο Κουμεντάκη το κατάφερα. Αυτό ήταν ένα απωθημένο μου. Αυτό το τετράπτυχο που κλείνει με τον «Χορό με τη σκιά μου», κι αυτό το κομμάτι ειδικά είναι μια μελωδία που τη θυμάμαι μέσα μου. Όταν χόρεψα το κομμάτι, όταν αποφάσισα να το κάνω, ήταν γιατί πραγματικά έκλεινα όλη μου την ύπαρξη μέσα σε αυτό. Δεν έχει κάτι φαντασμαγορικό σαν χορογραφία, είναι πολύ απλές κινήσεις κι είναι όλες αναμνήσεις που έχουν να κάνουν με την παιδική κι εφηβική ηλικία μου κι όλο αυτό που εγώ αντιλαμβανόμουν μέσα από την τηλεόραση ότι είναι ο χορός.
Ήταν τα μιούζικαλ, οι μουσικές κωμωδίες, η επιθεώρηση, το μπαλέτο στην κρατική τηλεόραση. Όταν ήμουν μικρός έγραφα βιντεοκασέτες όπου αρχειοθετούσα όλα τα χορευτικά κομμάτια από τα μιούζικαλ. Έβλεπα τις χορογραφίες και τις μάθαινα σχεδόν απέξω. Το συνειδητοποίησα όταν πήγα στο “So you think you can dance”, που τα παιδιά που είχαν έρθει, ήταν παιδιά που είχαν μάθει μέσα από το YouTube χορό, όπως εγώ έτρεχα στα video club να βρω βιντεοκασέτες με μιούζικαλ κι έψαχνα να βρω τα στιγμιότυπα του χορού για να τα έχω.
Ανήκετε στις τελευταίες γενιές ανδρών χορευτών που ίσως αντιμετώπισαν ρατσισμό;
Θα μπορούσες να πεις πως ναι. Όταν ήμουν εγώ στην Κρατική ήταν 3 μόνο αγόρια σε ολόκληρη τη σχολή. Τώρα πια τα αγόρια που χορεύουν είναι πάρα πολλά και πολύ ταλαντούχα και ο τρόπος με τον οποίο χορεύουν δεν έχει καμία σχέση με αυτό που κάναμε εμείς. Ήταν πολύ περιορισμένη η τεχνική δυνατότητα που είχαμε. Ήταν περισσότερο η ανάγκη παρά η τεχνική που είχαμε. Γι’ αυτό και δεν πέρασε ποτέ από το μυαλό μου να χορέψω πραγματικά, ήμουν πάντοτε ένας ρόλος μέσα σε αυτό που έφτιαχνα. Μπορούσα να κινηθώ για να χορογραφήσω και να δείξω τις χορογραφίες, αλλά δεν είχα ποτέ τον σκοπό να γίνω χορευτής. Μάλλον τελικά αυτό ήταν που με οδήγησε στη σκηνοθεσία. Απλώς ο χορός ήταν μια τέχνη φυσική σε εμένα και μπορούσα να την τιθασεύσω, σε αντίθεση με τον λόγο που ήρθε αργότερα σαν ένα νέο παράθυρο που άνοιξε. Αλλά από την αρχή νομίζω ήμουν ένας σκηνοθέτης που χρησιμοποιούσε τον χορό, παρά ένας χορογράφος.
Μου δίνετε την αίσθηση ενός ελεύθερου ανθρώπου, νιώθετε έτσι;
Κάθε άνθρωπος θέλει να είναι ελεύθερος. Έχω κι εγώ τα κολλήματά μου, τους φόβους μου, τις αγωνίες μου, δεν θα έλεγα ότι είμαι ελεύθερος. Σίγουρα όμως αισθάνομαι ότι δεν με κυνηγούν «δαίμονες». Θα χρησιμοποιήσω ένα μιούζικαλ το “Anything Goes”. Αισθάνομαι ότι όλα μπορούν να συμβούν αλλά πρέπει να τα αφήσεις για να συμβούν. Άρα ναι με έναν τρόπο αισθάνομαι πιο ελεύθερος στο να δοκιμαστώ και να ρισκάρω πράγματα. Δεν με ενδιαφέρει η ασφάλεια, με την έννοια ότι κατέκτησα κάτι κι έλα να το κρατήσουμε. Δεν με χαρακτηρίζει αυτό.
Επιστρέφοντας στους Ιππεις, μιλούν για την κολακεία. Την αναγνωρίζετε όταν συμβαίνει;
Έχω ανθρώπους οι οποίοι δεν με κολακεύουν γύρω μου. Δεν είναι ο θαυμασμός αυτοσκοπός για μένα. Αν μία παράσταση είναι καλή θέλω να καταλάβω ότι είναι καλή αλλά αισθάνομαι αμήχανα αν κάποιος αρχίσει να μου λέει καλά πράγματα. Δεν την προσελκύω την κολακεία. Το να αρέσει αυτό που κάνω όμως, το θέλω. Δεν είμαι τρελός. Αν ο θεατής βρει σε μένα κάτι που τον επαναφέρει στο να έρθει να δει κάτι δικό μου και από την άλλη αυτό τον συντροφεύει μετά στη ζωή του, αυτό για μένα είναι πιο σημαντικό από το να έρθει να δει μια ωραία παράστασή μου. Έτσι κι αλλιώς δεν πιστεύω στην ωραία παράσταση. Αυτό που παίρνει ο κόσμος είναι η επικοινωνία που δημιουργείται εκείνη τη στιγμή, που είναι κάτι προσωπικό, ο καθένας το διαβάζει ως δικό του. Για μένα το ουσιαστικό είναι η συνέχεια, οι επαναλήψεις, το μοτίβο που δημιουργείται ανάμεσα στον δημιουργό και το κοινό του.
Είναι μεγαλύτερη καταξίωση από τους χώρους και τις θέσεις;
Φυσικά και είναι. Όταν ξεκινήσαμε, τότε που σφουγγαρίζαμε το θέατρο, ράβαμε τα κοστούμια, φτιάχναμε σκηνικά και τα κάναμε όλα μόνοι μας για να μπορέσουμε να υπάρχουμε, έρχονταν 15 – 20 άνθρωποι στο θέατρο κι έλεγα «Τι ωραία». Όταν βλέπεις ότι περνάει ο χρόνος κι αυτό διατηρεί τη φόρμα του κι ακόμα έρχονται αυτοί οι 15 κι έρχονται κι άλλοι κι άλλοι κι άλλοι, αυτό για μένα είναι που θα λέγαμε καταξίωση και που έχει και σημασία. Σημασία έχει η πορεία.