Ο SEBASTIAN FITZEK ΑΓΑΠΑ ΤΑ ΘΥΜΑΤΑ ΤΟΥ
Ο Γερμανός σταρ των ψυχολογικών θρίλερ, ένας από τους πλέον ευπώλητους στην αστυνομική λογοτεχνία, μας αφηγείται τις σκοτεινές ιστορίες που "ζουν" στο μυαλό του.
Υπάρχει “θεραπεία” στο συνειδητό έγκλημα; Το καλό δικαιώνεται πάντοτε έναντι του κακού; Ποια είναι τα όρια της ανθρώπινης ψυχολογίας όταν φτάνει κανείς στα πιο ακραία διλήμματα για τον ίδιο και για την οικογένειά του;
Ο Sebastian Fitzek δε δίνει εύκολες απαντήσεις στα βιβλία του. Ο Γερμανός συγγραφέας που ανάγεται σε έναν μικρό εν ελλάδι “μύθο”, διαλέγει με προσοχή τους πρωταγωνιστές του, τους μελετά, τους μαθαίνει, “ζει” μαζί τους και ορμώμενος από καθημερινά, μικρά κίνητρα, σκαρώνει ιστορίες που βάζουν τους πάντες στο ρόλο του θύματος και του θύτη σε ένα διαρκές δίπολο. Από ένα δέμα που θα λάβει στην πόρτα του, μέχρι τη συνάντησή του με κάποιον παράξενο πωλητή σε κάποιο Mall, ο Fitzek φωτογραφίζει στιγμές και τις περνάει μέσα από το λογοτεχνικό του κάτοπτρο που λειτουργεί, εντελώς κινηματογραφικά.
Η αρχή για τον Fitzek έγινε με τη “Θεραπεία” του 2006, ένα βιβλίο που κατάφερε να εκτοπίσει μέχρι και τον Κώδικα Ντα Βίντσι στη Γερμανία. Έκτοτε, οι αστυνομικές ιστορίες του Βερολινέζου συγγραφέα, πέταξαν για όλο τον πλανήτη, κάνοντας ιδιαίτερο θόρυβο στη χώρα μας.
Στη πατρίδα του είναι κάτι σαν “ροκ σταρ”, οι εκδόσεις του αποτελούν μεγάλο γεγονός και ευτυχώς, οι εκδόσεις Διόπτρα στοχεύουν να φέρουν και στα ελληνικά, όλα τα κείμενά του.
Σε αντίθεση πάντως με άλλους συγγραφείς crime ιστοριών, ο Fitzek δεν επιλέγει τις “σειρές” βιβλίων με τον ίδιο ήρωα ντέτεκτιβ στον ρόλο του πρωταγωνιστή. Αντιθέτως, “ξεζουμίζει” τους χαρακτήρες του, τους ωθεί στα όριά τους, τους απογυμνώνει από κάθε ψυχολογική ισορροπία, παίζει με τις σκέψεις και τις φοβίες τους, και τελικά τους δίνει στον αναγνώστη του, στην πιο αληθινή τους διάσταση, όσο σκοτεινή κι αν είναι αυτή. Βασικό άλλωστε στοιχείο του Fitzek είναι η έλλειψη σεναριακών “κενών” στη δομή και ανάπτυξη των ιστοριών του, καθώς μοιάζει να λειτουργεί πρωτίστως ως “ρεπόρτερ” κατά την έρευνά του σχετικά με τα στοιχεία που θα ντύσουν το εκάστοτε σενάριό του.
Οι σπουδές του στα Νομικά, βοήθησαν προφανώς στο να εκπαιδευτεί με όλα τα “what-ifs” που ολοκληρώνουν το τέλειο θρίλερ.
Ζει, μαθαίνει, γράφει, εξελίσσεται, και όπως λέει στη συνέντευξή του στο Magazine του NEWS 24/7, αφήνει τα υπο-είδη λογοτεχνίας “να τον διαλέγουν”. Εμείς, τον βρήκαμε λίγο μετά το πέρας του σκληρού lockdown της πανδημίας, αλλά και λίγο μετά την κυκλοφορία στα ελληνικά του “Αναλφάβητου”, και μας έβαλε στο “αλφάβητο” της συγγραφικής του σκέψης.
Ή έστω σε μια από τις πολλές πλευρές της.
-Όντας τόσο πολυγραφότατος, η πρώτη ερώτηση που μου έρχεται στο μυαλό είναι το τι σας εμπνέει. Από που αντλείτε την έμπνευση για να σκαρώσετε τις ιστορίες σας; Αποτελούν και αποτέλεσμα “ρεπορτάζ” στη πραγματική ζωή;
Την έμπνευσή μου την αντλώ από την καθημερινότητα. Τώρα, βέβαια, μπορεί να σκεφτείτε πως η καθημερινότητά μου είναι ιδιαιτέρως παράξενη, για να με εμπνέει να γράφω ψυχολογικά θρίλερ. Η αλήθεια, όμως, είναι πως μάλλον εγώ βλέπω τα απλά, καθημερινά πράγματα από παράξενη οπτική γωνία. Όταν, φερ’ ειπείν, ο ταχυδρόμος μού αφήνει ένα δέμα για έναν γείτονα τον οποίο δεν γνωρίζω, ο εγκέφαλός μου —που πάντα είναι συντονισμένος στη συχνότητα των θρίλερ— αρχίζει αμέσως να θέτει ερωτήματα, όπως: Γιατί δεν τον ξέρω αυτόν τον γείτονα; Μήπως είναι «κακός»; Μήπως το δέμα κρύβει κάποιον κίνδυνο; Τι θα μπορούσε να περιέχει; Ε, και κάπως έτσι, ένα απολύτως καθημερινό συμβάν σαν κι αυτό με ενέπνευσε να γράψω το Δέμα.
Υπάρχει ο ίδιος ο Φίτζεκ μέσα στα βιβλία σας και αν ναι, που;
Κάθε καλό ψέμα —και άρα κάθε ιστορία που βγαίνει από το μυαλό μας, αφού κι αυτή ψέμα είναι— βασίζεται σε έναν πυρήνα αλήθειας. Μερικές φορές, αυτός ο πυρήνας είμαι εγώ ο ίδιος. Υποθέτω ότι, κατά κάποιον τρόπο, υπάρχουν στοιχεία από μένα σε όλους τους ήρωές μου, και τους καλούς και τους κακούς. Αλλά τις περισσότερες φορές δεν βάζω συνειδητά τον εαυτό μου στην ιστορία· αυτό το αναλαμβάνει το υποσυνείδητό μου.
Πώς δουλεύετε την ανάπτυξη των κειμένων σας; Το τέλος των ιστοριών το έχετε προσχεδιάσει ή προκύπτει κατά την ανάπτυξη του έργου;
Πριν αρχίσω να γράφω, προηγείται πάντα μια φάση εντατικής σκεψης. Έπειτα συνοψίζω τα αποτελέσματα αυτού του εσωτερικού brainstorming με τον εαυτό μου σε μια περίληψη που καταλαμβάνει περίπου 20 σελίδες, αλλά εμπεριέχει και πολλά κενά σημεία, καθώς έχω μάθει ότι, ύστερα από 80 σελίδες το πολύ, οι πρωταγωνιστές των βιβλίων μου αυτονομούνται και εγώ υποβαθμίζομαι σε απλό παρατηρητή. Υπό αυτή την έννοια, κάθε φορά σχεδιάζω το επόμενο βιβλίο μου με την επίγνωση ότι στο τέλος θα απέχει πάρα πολύ από το θεωρητικό σχέδιο που κατέστρωσα αρχικά.
Στα έργα σας ασχολείστε αρκετά με τους όρους της ψυχολογίας και ανιχνεύετε τις σκοτεινές πλευρές της ανθρώπινης ύπαρξης. Γιατί οι άνθρωποι γοητεύονται από τους “οριακούς” χαρακτήρες, από εκείνους που ζουν ανάμεσα στο νόμιμο και το ηθικό;
Κατά τη γνώμη μου, αυτό που συναρπάζει πιο πολύ τις αναγνώστριες και τους αναγνώστες είναι το ερώτημα τι θα έκαναν οι ίδιοι, εάν βρίσκονταν σε μια αντίστοιχη κατάσταση. Επίσης, στο επίκεντρο των βιβλίων μου βρίσκονται συνήθως τα θύματα και όχι οι θύτες, πράγμα που επίσης κεντρίζει το ενδιαφέρον των περισσότερων αναγνωστών. Διότι —ευτυχώς— σπάνια ερχόμαστε αντιμέτωποι με κατά συρροή δολοφόνους, αλλά —δυστυχώς— πολύ συχνά γινόμαστε θύματα αδικιών, ακόμα και εγκληματικών πράξεων. Κι αυτό εξηγεί το έντονο ενδιαφέρον μας για τα σκοτάδια της ανθρώπινης ψυχής, το οποίο έχει, μάλιστα, εξελικτικές ρίζες. Μπορεί στη δική μας ζωή όλα αυτά να αποτελούν εξαίρεση, αλλά ως είδος επιβιώσαμε επειδή ασχοληθήκαμε εντατικά με τη, συχνά θανάσιμη, εξαίρεση, ώστε να είμαστε σε θέση να την αποφεύγουμε ή να την εξαλείφουμε.
Στα βιβλία σας επιλέγετε να ξεκινήσετε πάντα με μια έκπληξη. Πόσο σημαντική είναι η αρχή ενός βιβλίου; Έχετε αφήσει ποτέ κάποιο βιβλίο λόγω του ξεκινήματός του;
Έχω το χούι να διαβάζω κάθε βιβλίο ως το τέλος, ακόμα κι όταν δεν με ξετρελαίνει. Διότι έχω μάθει ότι πολύ συχνά δεν φταίει το βιβλίο, αλλά εγώ, για τον απλούστατο λόγο ότι έπιασα να το διαβάσω τη λάθος χρονική στιγμή ή σε μια περίεργη φάση της ζωής μου, όμως μπορεί όσα λέει να μου φανούν χρήσιμα κάποτε. Ομολογώ, ωστόσο, ότι προφανώς μου αρέσει να με εκπλήσσουν. Και δεν αναφέρομαι μόνο στην αρχή ενός βιβλίου. Φυσικά και είναι αναγκαία μια καλή αρχή, αλλά το ίδιο αναγκαία είναι μια καλή συνέχεια και —πάνω απ’ όλα— ένα καλό τέλος.
Σε αντίθεση με άλλους συγγραφείς αστυνομικών μυθιστορημάτων, έχετε επιλέξει να μην έχετε “κεντρικό” ήρωα για μια σειρά υποθέσεων. Γιατί αυτό;
Το πιο σημαντικό για μένα είναι το εσωτερικό ταξίδι του ήρωά μου. Άλλωστε, στα ψυχολογικά θρίλερ δεν έχει σημασία τόσο η πλοκή όσο η εσωτερική μεταμόρφωση που υφίσταται ο ήρωας όταν έρχεται αντιμέτωπος με την τραγωδία. Υπό αυτή την έννοια, οι κεντρικοί ήρωές μου είναι τόσο αλλαγμένοι στο τέλος του βιβλίου, ώστε δεν είναι πλέον αρκετά ενδιαφέροντες για να πρωταγωνιστήσουν και σε ένα επόμενο μυθιστόρημα. Επιπλέον, οι καταστάσεις που αντιμετωπίζει ο καθένας τους στη διάρκεια κάθε βιβλίου είναι τόσο ασυνήθιστες, ώστε θα ήταν εντελώς αναληθοφανές να τις βιώσει όλες ο ίδιος άνθρωπος.
Πού επιλέγετε να γράψετε; Στο σπίτι, στο γραφείο, σε κάποια καφετέρια; Πόσο σημαντικό είναι το περιβάλλον για τη συγγραφή;
Το γραφείο μου βρίσκεται σε έναν χώρο που φιλοξενεί πολλά γραφεία, επειδή ανάμεσα στα κεφάλαια έχω την ανάγκη να επικοινωνώ με άλλους ανθρώπους. Η συγγραφή είναι μοναχική διαδικασία, αλλά στα διαλείμματα χρειάζομαι συντροφιά. Όταν, πάλι, γράφω κάπου μόνος μου, θέλω να έχω ωραία θέα, επειδή μου αρέσει η αντίθεση: Όσο πιο γαλήνια είναι η θέα της φύσης από το παράθυρό μου, τόσο πιο εύκολο είναι να αντιμετωπίσω τα σκοτάδια και να γράψω γι’ αυτά.
Τι σας ώθησε να αφήσετε την προηγούμενη καριέρα σας και να ασχοληθείτε με τη συγγραφή; Περιμένατε αυτή την επιτυχία;
Πιστεύω ότι κανένας δεν αποφασίζει συνειδητά να γίνει συγγραφέας. Κάποια στιγμή σού έρχεται μια ιδέα από το πουθενά και κυριολεκτικά σε αναγκάζει να καθίσεις στο γραφείο σου και να γράψεις. Στη δική μου περίπτωση, τουλάχιστον, δεν ήταν συνειδητή απόφαση, παρά μια εσωτερική ανάγκη, στην οποία δεν μπορούσα να αντισταθώ. Σ’ αυτό ήρθε να προστεθεί και μια γενναία δόση τύχης, καθώς τα βιβλία μου βρήκαν ανταπόκριση στο αναγνωστικό κοινό. Χάρη στις συστάσεις από στόμα σε στόμα κατάφερα να κάνω το πάθος μου επάγγελμα.
Προσωπικά πώς βιώσατε την πανδημία μέχρι τώρα; Υπάρχουν κάποια θετικά στοιχεία μέσα σε όλο αυτό που ζήσαμε;
Δεν θα ήθελα να ωραιοποιήσω την πανδημία. Είναι μια φριχτή, συχνά φονική εμπειρία για εκατομμύρια ανθρώπους στον πλανήτη. Αν υπάρχει κάτι καλό σε όλη αυτή τη φρίκη, είναι ότι μάθαμε όλοι μας πόσο πολύτιμες, πόσο ανεκτίμητες είναι ορισμένες ελευθερίες, τις οποίες για πολύ καιρό θεωρούσαμε αυτονόητες. Όπως, για παράδειγμα, να συναντιόμαστε με φίλους, να βγαίνουμε έξω για φαγητό ή να παρακολουθούμε μια ωραία συναυλία.
Το ίδιο, όμως, μας μαθαίνουν και τα καλά βιβλία, ιδίως τα θρίλερ, στο επίκεντρο των οποίων δεν βρίσκεται ο θάνατος, αλλά η ζωή και οι αξίες της, που πρέπει να σωθούν από τη φονική απειλή. Από αυτή την άποψη δεν χρειαζόταν να ζήσουμε όλοι το πραγματικό θρίλερ που λέγεται «κορονοϊός»· θα αρκούσε ένα καλό βιβλίο.
Πώς προέκυψε η ιδέα για τον “Αναλφάβητο”; Πρόκειται για μια αλληγορία που αφορά τη σημερινή εποχή της υπερπληροφόρησης;
Η ιδέα για τον Αναλφάβητο μου ήρθε στην έκθεση βιβλίου της Φρανκφούρτης, όταν βρέθηκα σε ένα περίπτερο πρώην αναλφάβητων, οι οποίοι μου άνοιξαν κυριολεκτικά τα μάτια. Με πληροφόρησαν, μεταξύ άλλων, ότι στη Γερμανία υπάρχουν σχεδόν 7 εκατομμύρια ενήλικες που δεν μπορούν να διαβάσουν και να γράψουν. Μέσα από τις εμπειρίες και τις περιγραφές τους συνειδητοποίησα πως αυτοί οι άνθρωποι συχνά αναγκάζονται να φέρουν σε πέρας πραγματικούς άθλους για να κρύψουν το γεγονός ότι είναι αναλφάβητοι —όπως, για παράδειγμα, να ξέρουν απέξω όλους τους κωδικούς των προϊόντων της εταιρείας όπου εργάζονται ως αποθηκάριοι. Μου φάνηκε, λοιπόν, πολύ λογικό να περιγράψω σε ένα βιβλίο τον κόσμο ενός αναλφάβητου.
Στο “Der erste letzte Tag. Kein Thriller” αποφασίσατε να αλλάξετε “είδος”. Πώς προέκυψε αυτή η επιλογή;
Εδώ θα ήθελα να υπογραμμίσω άλλη μια φορά ότι δεν διαλέγω εγώ το λογοτεχνικό είδος· εκείνο διαλέγει εμένα. Τον πρώτο λόγο έχει η ιδέα. Είχα ξεκινήσει εδώ και χρόνια να γράφω την ιστορία αυτού του ταξιδιού. Ήταν μια ιδέα που είχε σφηνωθεί στο μυαλό μου. Σίγουρα ευθύνεται και η πανδημία για το γεγονός ότι, καθώς έγραφα, συνειδητοποίησα πως σε μια τόσο δύσκολη περίοδο, σαν αυτή που διανύουμε, έχουμε όλοι ανάγκη από μια μικρή αχτίδα φωτός. Και πάλι, όμως, δεν ήταν συνειδητή η απόφαση να γράψω κάτι αστείο.
Τώρα, βέβαια, που το σκέφτομαι εκ των υστέρων, μου φαίνεται πολύ λογικό που το υποσυνείδητό μου με έβαλε να γράψω αυτή την ιστορία τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή.
Τι σημαίνει επιτυχία για εσάς και τι πραγματική ευτυχία;
Α, γι’ αυτό το θέμα έχω γράψει ολόκληρο βιβλίο, Τα ψάρια που σκαρφαλώνουν στα δέντρα. Ένα δοκίμιο, που απαντάει στο ερώτημα: Τι θα έλεγα στα παιδιά μου σήμερα, αν ήξερα πως αύριο δεν θα είχα πια τη δυνατότητα να το κάνω; Ζητώ, λοιπόν, την κατανόησή σας για το γεγονός ότι δεν είμαι σε θέση να διατυπώσω μέσα σε λίγες αράδες τι σημαίνει για εμένα επιτυχία και ποιος είναι ο ορισμός της ευτυχίας.
Θα μπορούσα, ίσως, να πω μονάχα το εξής: Για μένα προσωπικά, το νόημα της ζωής έγκειται στο να συλλέγω όσο περισσότερες αναμνήσεις μπορώ. Και τις περισσότερες αναμνήσεις τις συλλέγουμε στα ταξίδια μας, επομένως στο τέλος της ζωής μου θα ήθελα να έχω κάνει όσο περισσότερα ταξίδια γίνεται.
Τέλος, θα μπορούσατε να μας απαριθμήσετε τα τρία πιο αγαπημένα σας βιβλία, ή εκείνα που σας έχουν επηρεάσει περισσότερο;
Ιστορία χωρίς τέλος του Μίχαελ Έντε
Το Αυτό του Στίβεν Κινγκ
Η πυρά της ματαιοδοξίας του Τομ Γουλφ