Β. Θεοδωρόπουλος: Με ενοχλεί ο ταπεινωτικός τρόπος που αντιμετωπίζεται ο ξένος στην Ελλάδα
Ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος μιλά στο News 24/7 για τον "Γιο" του Φλοριάν Ζελλέρ και την αδυναμία μας να ακούσουμε πραγματικά τον άλλο, είτε είναι "ξένος" είτε όχι.
- 09 Φεβρουαρίου 2020 12:29
Αν θα έπρεπε να συνοψίσω σε μια φράση “τι εστί” ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, θα έλεγα ότι είναι μια αυθεντική, αυθόρμητη φωνή των ελληνικών Γραμμάτων και Τεχνών που πρέπει να ακούγεται, είτε αρέσει αυτό που λέει, είτε όχι. Ως σκηνοθέτης δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις – η μακρόχρονη πορεία του άλλωστε στον χώρο του θεάτρου είναι αδιαμφισβήτητα από τις πιο επιτυχημένες.
Κατά τη θητεία του ως καλλιτεχνικός διευθυντής στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου κατάφερε να παρουσιάσει μια από τις πιο πλουραριστικές και πολυφωνικές διοργανώσεις στην ιστορία του θεσμού. Υπό την καθοδήγησή του το Φεστιβάλ άνοιξε για πρώτη φορά στην κοινωνία με δράσεις μέσα στο αστικό τοπίο, οι οποίες δεν στόχευαν στο “θέαμα” αλλά στο να αφορούν τον ίδιο τον Αθηναίο και τη γειτονιά του. Παρουσιάστηκαν παραστάσεις και δρώμενα με ξεκάθαρη πολιτική αιχμή – για πρώτη φορά το Φεστιβάλ ασχολήθηκε μετωπικά και επί της ουσίας με τις μειονότητες, τον πρόσφυγα – “ξένο” και τη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα. Για πρώτη φορά υπήρξαν δράσεις για το παιδί, το οποίο ασχολούνταν και μάθαινε θεατρικό παιχνίδι την ώρα που οι γονείς του έβλεπαν μια παράσταση.
Μετά από όλες αυτές τις πρωτιές, ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος επέστρεψε στη βάση του που αποτελεί ένα ακόμα “θαύμα” του και μια από τις πιο ζωντανές θεατρικές κυψέλες της Αθήνας: Το Θέατρο του Νέου Κόσμου, στη σκηνή του οποίου παρουσιάζει αυτήν την περίοδο το σπαρακτικό έργο του Φλοριάν Ζελλέρ «Ο Γιος».
Πρόκειται για ένα κείμενο δύσκολο με την έννοια ότι παρουσιάζει πολλές αλήθειες για τον “σύγχρονο” γονιό και το “σύγχρονο” παιδί. Ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος δεν θα μπορούσε να μην καταπιαστεί μαζί του, να μην παλέψει για να εγείρει στο αθηναϊκό κοινό τους προβληματισμούς του για το πώς διαμορφώνονται οι σχέσεις σήμερα μέσα στο κύτταρο της οικογένειας. Προβληματισμοί που συγκινούν και μπορεί να μας κάνουν να αγαπήσουμε τόσο τον διπλανό μας όσο και τα λάθη μας.
Κάθισα μαζί του σε ένα μικρό καφέ στο κέντρο της Αθήνας και τον ρώτησα για τον «Γιο» του Ζελλέρ, για τις αγωνίες του, για τη γεύση που του άφησε το Φεστιβάλ. Η κουβέντα μας δεν ήταν δυνατό να σταθεί μόνο σε αυτά και να μην επεκταθεί στα βιώματά του (την πορεία του και τη συναναστροφή του με ιερά τέρατα του πολιτισμού όπως ο Διαμαντόπουλος, ο Φωτόπουλος, η Καρέζη) στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα κι επικαιρότητα, την αγένεια και την αδυναμία μας να ακούσουμε πραγματικά τον άλλο. Είτε είναι “ξένος” είτε όχι…
Σκηνοθετείτε τον «Γιο», ένα πολύ φρέσκο έργο του Ζελλέρ που γράφτηκε πριν δυο χρόνια μόλις. Για ποιους λόγους το επιλέξατε;
«Το επέλεξα γιατί κινείται μέσα σε θεματικές που με ενδιαφέρουν όπως το πώς διαμορφώνονται οι σχέσεις μέσα σε μια οικογένεια. Η οικογένεια αποτελεί άλλωστε μια μικρογραφία της κοινωνίας και ανήκει ταυτόχρονα σε αυτή. Ο Ζελλέρ εδώ μιλά για τις σχέσεις του παιδιού με τον πατέρα και τη μητέρα του, μιλά για το κομμάτι της εφηβείας καθώς και για το θέμα της ψυχικής ασθένειας και του κοινωνικού στίγματος.
Μέσα σε όλα αυτά, ξεχωρίζω και ως κεντρικό ζήτημα το πόσο τελικά επικοινωνούμε με τους άλλους ανθρώπους. Και η επικοινωνία δεν είναι ένα ένα στενά οικογενειακό θέμα. Έχει ιδιαίτερη σημασία για εμένα που σε αυτό το έργο φαίνεται το πόσο επικοινωνούμε με ένα παιδί, αν το αφουγκραζόμαστε, ακούμε τις επιθυμίες του και είμαστε δίπλα του για να τις εκπληρώσει και όχι για να εκπληρώσει τις δικές μας επιθυμίες.
Με ενδιαφέρει πολύ στο Θέατρο του Νέου Κόσμου να παρουσιάζονται έργα που μιλούν όχι αυτό το γενικά και αόριστα για την κοινωνία αλλά που εγείρουν ερωτήματα για τα δικαιώματά μας και για τους νέους ανθρώπους.»
Πιστεύετε ότι ακούγεται σήμερα ο νέος άνθρωπος;
«Όχι, πιστεύω δεν ακούγεται όπως και παλιά δεν ακουγόταν. Δηλαδή το πόσο ακούμε πραγματικά τον άλλο όταν συζητάμε ή αν απλά μας ενδιαφέρει μόνο το τι θα πούμε και πώς θα συνεχίσουμε να υποστηρίξουμε κάτι, χωρίς όμως να εξελίσσεται η συζήτηση. Χωρίς να αντιλαμβανόμαστε αυτό που συμβαίνει μεταξύ μας. Άρα δεν ακούμε.
Είναι αιώνια θέματα αυτά. Ένας άνθρωπος που έθεσε αυτά τα ζητήματα και κοινωνικά και οικολογικά είναι ο Τσέχοφ, στο τέλος του 19ου αιώνα – αρχές 20ού. Το ίδιο συμβαίνει και στον Κρέοντα με τον γιο του, για να πάμε και πιο παλιά.
Αυτό νομίζω σημαίνει ότι ο άνθρωπος δεν έχει αλλάξει: Τις ίδιες ανάγκες έχει και να ακουστεί και να αγαπήσει ή να αγαπηθεί, να αντισταθεί εκεί που πρέπει στην όποια βία, τον αφορά η θέση του μέσα στην κοινωνία. Όλα αυτά δεν είναι καινούργια – Οι μόδες αλλάζουν, τα ρούχα αλλάζουν, η αισθητική αλλάζει, η αρχιτεκτονική αλλάζει, η φύση αλλάζει (και αυτή βέβαια αντιστέκεται). Αλλά ο άνθρωπος παραμένει ίδιος, ψυχολογικά και σαν μυαλό και σαν ψυχή. Ίσως με άλλο λεξιλόγιο αλλά αυτό έχει να κάνει με την εποχή του.
Με ενδιαφέρουν πάρα πολύ τα σύγχρονα έργα, νομίζω χαρακτηρίζουν τις σκηνοθεσίες μου στον Νέο Κόσμο. Έχω παρατηρήσει ότι αυτές οι αλλαγές που περιγράφω εκφράζονται μέσα από αυτή τη ζωντανή Τέχνη που είναι το Θέατρο.»
Άρα διακρίνετε στο έργο τη βαθύτερη υπαρξιακή ανάγκη του ανθρώπου να αγαπηθεί;
«Σίγουρα. Τη σχέση του με την αγάπη – ζωή και τη σχέση του με τον θάνατο.»
Πέραν της εφηβείας, ο Ζελλέρ όπως είπατε καταπιάνεται και με ένα άλλο θέμα που τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει να προβάλλεται πολύ μέσω της Τέχνης: Την ψυχική ασθένεια. Παλαιότερα ήταν ταμπού να μιλάμε για αυτή. Παραμένει;
«Βεβαίως παραμένει και όχι μόνο στην Ελλάδα. Είναι ενδιαφέρον που ο συγγραφέας του έργου προέρχεται από μία χώρα της Ευρώπης με μεγάλη παράδοση στον πολιτισμό και πρωταγωνιστικό ρόλο στον Διαφωτισμό. Βλέπουμε ότι υπάρχει σήμερα αυτό το κοινωνικό στίγμα. Ο πατέρας στο έργο αγαπά πολύ το παιδί του και ενώ είναι ένας αστός, ένας μορφωμένος άνθρωπος, η συμπεριφορά και η στάση του δεν διαφέρει από αυτή ενός “λαϊκού” ανθρώπου, επειδή φοβάται το κοινωνικό στίγμα.
Όταν ο γιος του αυτοτραυματίζεται και το πηγαίνει στο νοσοκομείο, παθαίνει σοκ ακούγοντας από τον γιατρό ότι το παιδί νοσηλεύεται στην ψυχιατρική κλινική. Σε όλη τη διαδρομή του έργου προβάλλεται πόσο πολύ δεν θέλει να ακούσει ότι το παιδί του έχει πρόβλημα. Το συνεχόμενο motto του είναι ότι “όλα θα πάνε καλά”. “Εφηβεία είναι και θα περάσει”… Να σημειώσω εδώ ότι ασχολείται πάρα πολύ με το παιδί του, θέλει να το στηρίξει και αυτό είναι ένα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο που μας δίνει ο συγγραφέας: Το περιβάλλον του παιδιού, ο πατέρας,η μητέρα ακόμη και η νέα σύζυγος του πατέρα, το έχουν αγκαλιάσει με αγάπη αλλά δεν ακουμπούν το κομμάτι που λέγεται “ψυχασθένεια”, και πιο συγκεκριμένα της βαριάς κατάθλιψης που χρήζει θεραπείας. Ο ψυχικός κόσμος και η ψυχασθένεια δεν γίνονται ορατοί με μια αξονική τομογραφία ή ένα υπερηχογράφημα. Είναι πιο ιδιαίτερο και σκοτεινό πράγμα.»
Είναι μια ευκολία το να δίνουμε απαντήσεις. Το θέατρο δεν είναι ιατρική ή εκκλησία, όπου υπάρχουν απαντήσεις και κανόνες
Ο Ζελλέρ στα έργα του καταπιάνεται με τις παθογένειες της σύγχρονης οικογένειας. Ο “Γιος” θα μπορούσε να ανήκει σε μια άτυπη τριλογία μαζί με τα έργα “Πατέρας” και “Μητέρα”. Σε αυτή βλέπουμε έναν πατέρα που ξεχνά, μια μητέρα εμμονικά προσκολλημένη στον γιο και έναν γιο που δεν αντέχει τη ζωή. Είναι μια κριτική στο σήμερα;
«Δεν αφορά τον συγγραφέα να κάνει μια εύκολη κριτική με την έννοια του διδακτικού – του τι είναι καλό και τι κακό. Το σημαντικό στην καλή Τέχνη – γιατί ο Ζελλέρ ανήκει στην καλή Τέχνη – είναι να αφήνει ερωτήματα στον θεατή και όχι να δίνει απαντήσεις. Είναι μια ευκολία το να δίνουμε απαντήσεις και το θέατρο δεν είναι ιατρική ή εκκλησία, όπου υπάρχουν απαντήσεις και κανόνες.
Το ζήτημα στο θέατρο είναι πώς θα τα επεξεργαστεί αυτά τα ερωτήματα ο θεατής, τι προορισμοί σκέψης θα δημιουργηθούν. Πιστεύω πάρα πολύ στον συνεργό που λέγεται θεατής. Είναι ένας συμπαίκτης της παράστασης.
Τα θέματα που ανοίγονται σε εκείνον, ανοίγονται και σε εμάς καθ όλη την περίοδο των προβών. Εκεί λειτουργούν και μνήμες δικές μας και προσωπικά βιώματα, εκτιθέμεθα ο ένας απέναντι στον άλλο. Διαθέτει κι ένα κομμάτι αυτοψυχανάλυσης η όλη διαδικασία των προβών. Μέσα από αυτό το έργο και τις πρόβες, εγώ αλλά και άλλοι συνεργάτες μιλήσαμε πολύ για τη σχέση μας με τον πατέρα μας, με το παιδί μας. Μου ήταν πάρα πολύ χρήσιμο σαν αυτοψυχανάλυση. Δεν έχω κάνε στη ζωή μου, αλλά μέσω θεάτρου, κάνω.»
Το έργο έχει μερικές σπαρακτικές σκηνές. Πώς ήταν οι πρόβες;
«Η σκηνοθεσία που επιλέγω και όσα μοιράζομαι με τους ηθοποιούς στις πρόβες είναι σαν ένα παζλ: Ένα παζλ σου δίνει μια εικόνα που σου άρεσε και το αποσυναρμολογείς για να ξανασυναρμολογήσεις μέσα από τη δική σου ματιά. Η διαφορά του “θεατρικού παζλ” από το χάρτινο είναι ότι στο δεύτερο δεν μπορείς να βάλεις κομμάτι του εαυτού σου. Στη σκηνή ξανασυνθέτεις τα κομμάτια όπως πιστεύεις ότι πρέπει να είναι. Ανάλογα με τον σκηνοθέτη βέβαια – μπορεί ένας σκηνοθέτης να μη θέλει να το συναρμολογήσει αλλά να το αποδομήσει. Και το αποτέλεσμα μπορεί να έχει πολύ ενδιαφέρον.
Προσωπικά, κατά την επανασυναρμολόγηση, με αφορά ο άξονας του έργου. Αυτό θέλω να μοιραστώ με τους ηθοποιούς και πάνω σε αυτόν θέλω να προσθέσουν και να αλλάξουν πράγματα. Πλέον δεν έχω “έτοιμη” σκηνοθεσία – όσο περνούν τα χρόνια με αφορά η δουλειά μέσα από την πρόβα. Με ενδιαφέρει να δείξω γιατί διάλεξα ένα έργο, γιατί το αγάπησα. Από εκεί και πέρα θέλω να είμαι ανοιχτός στο τι θα προκύψει μέσα από την πρόβα. Κι επειδή ακριβώς με αφορά ένα θέατρο ηθοποιών – αυτό είναι το κέντρο μου – περνώντας τα χρόνια παλεύω πάρα πολύ με τους εγωισμούς μου.»
Η ανταπόκριση του κοινού;
«Το πολύ ενδιαφέρον στη συγκεκριμένη παράσταση είναι ότι υπάρχει μια αλλαγή στη σύνθεση του κοινού. Συνήθως το κοινό είναι κατά 70 – 80% γυναίκες. Και ως προς το ηλικιακό κριτήριο, στο Θέατρο του Νέου Κόσμου έχουμε συνήθως αρκετά νεανικό κοινό. Στον “Γιο” όμως έχει αυξηθεί ο μέσος όρος ηλικίας και έχει αυξηθεί σημαντικά ο αριθμός των ανδρών. Τους αφορά και προφανώς το συζητάνε με τους φίλους τους ή στο γραφείο τους. Στο κοινό επίσης βλέπουμε πάρα πολλά ζευγάρια που μπορεί και να μην έχουν παιδιά. Νομίζει σαν κείμενο μάς αγγίζει όλους γιατί αφορά και σαν προβληματισμό στη σχέση που έχουμε με το παιδί μας, ή με τους γονείς μας, η με την οικογένειά του και τους ανθρώπους μας. Φωτίζονται τα “λάθη” όλων των πλευρών. Και είναι ωραίο να έχουμε κάνει λάθη και που το έργο μας βάζει σε μια διαδικασία να τα σκεφτούμε και να συγκινούμαστε.
Είναι ένα έργο που συγκινεί. Εμένα μου αρέσει να συγκινούμαι, μου αρέσει και να κλαίω. Και στη ζωή (κλαίω) και στο θέατρο όταν έχει πόνο. Και μου αρέσει. Το θεωρώ ένα κομμάτι απελευθέρωσης το να αφήνει κανείς τον εαυτό του ελεύθερο σε συναισθήματα.»
Οι ηθοποιοί ήταν η πρώτη σας επιλογή για τους ρόλους;
«Όταν διαλέγεις ένα έργο προσπαθείς να σκεφτείς ανθρώπους που νιώθεις ότι θα ταίριαζαν σε αυτό. Πάντα απευθύνομαι στους ηθοποιούς που θέλω, αλλά μπορεί να έχουν μια άλλη δουλειά. Ποτέ δεν κάνω μια διπλή σκέψη. Και αν λάβω “όχι” τότε σκέφτομαι τη δεύτερη επιλογή (δεύτερη με πολύ καλή έννοια, όχι υποτιμητικά). Και θα θέλω να σκεφτώ πάλι, διαβάζοντας το έργο εκ νέου, με αυτό το νέο πρόσωπο κατά νου. Γιατί όταν τον ξέρω τον ηθοποιό, έχω και την εικόνα του διαβάζοντας τον ρόλο του. Με αυτόν τον τρόπο δουλεύω ως προς τις επιλογές μου, ακόμα και στους άλλους συντελεστές… Με κάποιους βέβαια τα τελευταία χρόνια έχω μια πιο σταθερή συνεργασία: Είναι η Σεσίλ Μικρούτσικου στην κίνηση, ο Σταύρος Γασπαράτος στη μουσική στο μεγαλύτερο ποσοστό των έργων που κάνω και ο Σάκης Μπιρμπίλης στα φώτα.
Θεωρώ πολύ βασικό ο ηθοποιός να συναντιέται με έναν ρόλο και όχι να τον κατασκευάζει. Να βρίσκει δικά του στοιχεία του σε αυτόν, έστω και κάτι ελάχιστο. “Καραδοκώ” στις πρόβες, ιδίως στο πρώτο 20ήμερο, να βρω αυτά τα σημεία συνάντησης, ακόμα και ένα μικρό ήχο ψάχνω. Θα πω “να αυτός ο ήχος που έβγαλες, αυτό το βλέμμα που πήρες, αυτή η κίνηση που έκανες είναι ο ρόλος.” Εκεί θα γίνει ένα πάντρεμα ώστε να υπάρχει ο ηθοποιός μέσα στον ρόλο. Δεν είναι επίδειξη αλλαγών και μεταμφιέσεων το θέατρο: Είναι πόσο βαθύτερα μπαίνεις μέσα στα πράγματα. Πώς μπαίνεις εσύ, ως προσωπικότητα.»
Από τους ρόλους που έχετε αναλάβει στη ζωή σας – ηθοποιός, σκηνοθέτης, σύζυγος, πατέρας, παππούς, διευθυντής του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου- ποιος σας δυσκόλεψε περισσότερο;
«Δεν θα έλεγα περισσότερο γιατί παντού υπάρχουν επιμέρους δυσκολίες. Θα μπορούσα να πω ότι στο Φεστιβάλ υπήρξαν δυσκολίες, δεδομένου ότι δεν ήταν μια προσωπική σχέση (κι εγώ στο θέατρο λειτουργώ μέσα από πιο άμεσες και προσωπικές σχέσεις). Όταν μπαίνεις σε έναν δημόσιο οργανισμό θα φέρεις κάποιους ανθρώπους για να δημιουργήσεις μια καλλιτεχνική ομάδα και σχέσεις με ανθρώπους μέσα από το φεστιβάλ,. Αυτό δεν είναι πάντα εφικτό είτε γιατί δεν ταιριάζουν τα μυαλά, είτε γιατί δεν ενδιαφέρονται για κάτι τέτοιο. Υπάρχουν πάντα σε ένα φεστιβάλ σε ένα δημόσιο οργανισμό τρεις κατηγορίες ατόμων: Αυτοί που κάνουν τη δουλειά τους και την κάνουν καλά (και δεν είναι λίγοι), αυτοί που δεν θέλουν να δουλεύουν και δεν δουλεύουν και μια τρίτη και χειρότερη κατηγορία: αυτοί που δουλεύουν πάρα πολύ φέρνοντας συνεχώς εμπόδια για να μη γίνει τίποτα.
Για εμένα το Φεστιβάλ ήταν τεράστια εμπειρία. Διοχέτευσα σε αυτό όσες γνώσεις και εμπειρία κουβαλάω από τη “μικρογραφία” του Νέου Κόσμου και έμαθα πολλά – πώς να αντιμετωπίζεις το θέατρο, τους ανθρώπους, τη διοίκηση κτλ. Από αυτά που καλείσαι να επεξεργαστείς, κινητοποιείται το μυαλό σου. Από τα ταξίδια που κάνεις, από τους ανθρώπους που γνωρίζεις, και δε μιλώ για εκπροσώπους του ελληνικού θεάτρου ή του χορού αλλά και για τους ξένους. Παρακολουθείς πώς γίνονται τα πράγματα έξω, “μετακινείται” το μυαλό σου.
Δεν φταίει μόνο σώνει και καλά ο Φαμπρ για ό, τι έγινε. Φταίει πρώτα πρώτα το Υπουργείο, φταίμε κι εμείς οι Έλληνες συνάδελφοι, οι οποίοι δεν δείξαμε καμία ελαστικότητα
Όμως δε φάνηκε να “μετακινηθήκαμε” με τον Γιαν Φαμπρ.
«Ναι, δυστυχώς με τον Φαμπρ δεν προλάβαμε να δούμε κάτι. Εγώ είδα πολλά πηγαίνοντας στο δικό του θέατρο, είδα τον κόσμο του και είναι ωραίος. Εδώ δεν πιάσαμε καν την κουβέντα αυτή. Δεν φταίει μόνο σώνει και καλά ο Φαμπρ για ό, τι έγινε. Φταίει πρώτα πρώτα το Υπουργείο, φταίμε κι εμείς οι Έλληνες συνάδελφοι, οι οποίοι δεν δείξαμε καμία ελαστικότητα. Βγάζω βέβαια τον εαυτό μου απέξω γιατί ήμουν αντιπολίτευση στις συνελεύσεις που κάναμε και που τάχθηκα απέναντι στο “να φύγει ο ξένος”. Εμένα μια ζωή με ενδιέφερε να μιλήσω για τους ξένους.
Χωρά στον πολιτισμό η ατάκα “να φύγει ο “ξένος”;
«Δεν θα έπρεπε, όμως ίσως να φοβάται κανείς ακόμα και στον πολιτισμό ότι ο “ξένος” θα του φάει τη δουλειά. Για να το εξηγήσω καλύτερα θα δώσω ένα παράδειγμα: Εάν έπαιρναν έναν Έλληνα σκηνοθέτη -έστω εμένα – για διευθυντή στο Φεστιβάλ του Βερολίνου και είχα μπροστά μου μόλις δυο-τρεις μήνες για να σχεδιάσω το πρόγραμμα, θα αποφάσιζα να κάνω το φεστιβάλ “ελληνικό”. Να φέρω δηλαδή πράγματα από την Ελλάδα και για να δείξω και την ταυτότητά μου ως Έλληνας αλλά και γιατί δεν ξέρω την πραγματικότητα της Γερμανίας, ώστε να δουλέψω πάνω σε αυτή. Και πιστεύω στα γερμανικά μέσα θα έγραφαν ότι είναι σπουδαίο που έκανα “ελληνικό” το φεστιβάλ.
Αντίστροφα, αυτό έγινε και με τον Φαμπρ. Ήρθε και σε τρεις μήνες είπε: “το ελληνικό κομμάτι θα πρέπει να το κάνουν Έλληνες κι εγώ θα φέρω το διεθνές γιατί αυτό ξέρω να κάνω. Και σιγά σιγά θα μπω στο παιχνίδι το τι σημαίνει Ελλάδα”. Νομίζω πολλοί ένιωσαν μια ανασφάλεια ότι ίσως χάσουν δουλειές. Είναι επικίνδυνο καλλιτέχνης να αναφέρεται σε συνάδελφό του με τη φράση “η παράσταση με τα παλλόμενα πέη”. Μια φράση που πήραν οι φυλλάδες και έγινε ό,τι έγινε.
Θεωρώ ότι ο διευθυντής ενός φεστιβάλ είναι κρίκος μιας αλυσίδας. Και για αυτό και στην πρώτη συνέντευξη Τύπου που έδωσα είχα πει “βρήκα τη σκυτάλη στο πάτωμα. Εγώ θα την παραδώσω”. Και την παρέδωσα. Είμαστε καλλιτέχνες, πρέπει να στηρίζουμε τη συνέχεια του επαγγέλματός μας. Νιώθω περήφανος που παρέδωσα και για τον τρόπο που παρέδωσα. Στη διάδοχό μου Κατερίνα Ευαγγελάτου μετέφερα όποιες σκέψεις είχα και γνώσεις είχα, παρέδωσα μέχρι και το προσωπικό e-mall του καλλιτεχνικού διευθυντή του φεστιβάλ της χωρίς να σβήσω την αλληλογραφία που είχα ανταλλάξει στη θητεία μου.»
Οι θεματικές μας είχαν έντονο κοινωνικό και πολιτικό χαρακτήρα, με αποτέλεσμα να μην γίνουμε απαραίτητα “συμπαθείς” πολιτικά
Τι σας ενδιέφερε προσωπικά στο Φεστιβάλ;
«Πιστεύω πρέπει να υπάρχει συνέχεια – κάποια πράγματα πρέπει να συνεχίζονται, όπως το Λύκειο Επιδαύρου. Όχι γιατί το έκανα εγώ αλλά γιατί επιτέλους έγινε κι έπρεπε να υπάρχει στο Φεστιβάλ και στην Επίδαυρο σχολείο για το αρχαίο δράμα. Από εκεί και πέρα μπορεί να το βελτιώσεις, ή να αλλάξεις πράγματα, ή να αλλάξεις την κατεύθυνση.
Εμένα με ενδιέφερε στο Φεστιβάλ ο χαρακτήρας που έπρεπε να έχει ο κάθε χώρος. Ο διεθνής χαρακτήρας επίσης, και στην Επίδαυρο. Χαίρομαι πάρα πολύ που την τελευταία μου χρονιά είχε δύο από τα μεγαλύτερα ονόματα του κόσμου: Τον Μπομπ Γουίλσον και τον Ίβο βαν Χόφε. Και ότι σιγά σιγά η Επίδαυρος πήρε εντελώς καλλιτεχνικό χαρακτήρα, ασχέτως εάν είχε καλές ή λιγότερο καλές παραστάσεις. Σιγά σιγά πάλεψα προς αυτή την κατεύθυνση και έτσι δημιούργησα και κάποιους εχθρούς. Δεν πειράζει.»
Νομίζω καταφέραμε να υπάρχει μια πλήρης αντιμετώπιση και αντίληψη του τι πρέπει να είναι ένα Φεστιβάλ Επιδαύρου. Δεν είναι μόνο οι παραστάσεις στους τρεις χώρους (Μεγάλη Επίδαυρος, Μικρή Επίδαυρος και Λύκεια Επιδαύρου), είναι και το άνοιγμα στην τοπική κοινωνία, όχι μόνο του Λυγουριού αλλά της Αργολίδας. Κάναμε εργαστήρια στο Ναύπλιο, συζητήσεις, ομιλίες..
Το ίδιο και στην Αθήνα μέσω του Ανοίγματος στην Πόλη. Στόχος δεν είναι να φέρεις απλώς μια συναυλία -που μπορεί να την κάνει και ο Δήμος – σε μια πλατεία. Αλλά να κάνεις δράσεις που αφορούν την πόλη, τη γειτονιά, που σχετίζονται με έναν χώρο, ένα ιστορικό γεγονός, ένα πρόσωπο σύγχρονο ή από την ιστορία της πόλης, με δομές της πόλης. Πώς δηλαδή σιγά σιγά το φεστιβάλ θα αφορά τους θεατές και θα το θεωρούν κάτι δικό τους. Θα αφορά τη γειτονιά τους.
Και βέβαια οι θεματικές μας είχαν έντονο κοινωνικό και πολιτικό χαρακτήρα, με αποτέλεσμα να μην γίνουμε απαραίτητα “συμπαθείς” πολιτικά. Τη μία χρονιά το Φεστιβάλ είναι αφιερωμένο στον Ξένο και την επόμενη η θεματική ήταν η διαφορετικότητα και η αφίσα και το εξώφυλλο είναι ένας ερμαφρόδιτος με τα χρώματα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας.»
Γιατί όμως να μην είστε συμπαθής πολιτικά; Η κυβέρνηση τότε ήταν αριστερή.
«Η Αριστερά γενικά ναι είναι υπέρ του ξένου. Όμως από τους τρεις υπουργούς που ανέλαβαν κατά τη θητεία μου, με δύο ήρθα σε πολλή μεγάλη σύγκρουση.»
Η σύγκρουση δεν ήταν λόγω της παθογένειας του Δημοσίου που συναντήσατε;
«Όλα μαζί. Πέρα από τις ευθύνες που έχει μια κυβέρνηση, ευθύνες έχουν και τα πρόσωπα, δηλαδή οι υπουργοί. Δυστυχώς ούτε επί ΣΥΡΙΖΑ ευτύχησε ο πολιτισμός.»
Υπήρξαν ιδεολογικές διαφορές άρα;
«Το ιδεολογικό δεν έχει να κάνει ούτε με ένα κόμμα ούτε με μια δράση. Εμένα ξέρουν ποια είναι η στάση μου και δεν αναφέρομαι στο τι ψηφίζω, που δεν το έχω κρύψει. Εννοώ ποια είναι η θέση του Θεάτρου του Νέου Κόσμου. Φαίνεται από τα έργα που διαλέγω. Ξεκίνησα με έργα για πρόσφυγες, συνέχισα με αντιφασιστικά κείμενα (που έχουν να κάνουν και με το πώς υπάρχουν φασιστικές συμπεριφορές ακόμα και μέσα σε ένα σπίτι). Είναι μια θέση. Για εμένα στην ίδια κατεύθυνση είναι και το φετινό έργο. Γιατί ο “Γιος” μιλά για τη σχέση των ανθρώπων, τις σχέσεις και τις συμπεριφορές μέσα σε μια οικογένεια.»
Θα επιστρέφατε στη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή αν μελλοντικά σας γινόταν ξανά η πρόταση;
««Όχι, Έκλεισε για μένα αυτός ο κύκλος. Θα έπρεπε να ξεκινήσω από το μηδέν και δεν έχω αυτή τη διάθεση. Μου κόπηκε η φόρα. Επέστρεψα στο θέατρό μου με πάρα πολύ κέφι και χαρά. Βρήκα ανθρώπους που μοιραζόμαστε με χαρά αυτό που κάνουμε. Περάσαμε ωραία στην πρόβα και ίσως για αυτό είναι και καλή η παράσταση. Και το διασκεδάσαμε πολύ, δεν κλαίγαμε, δεν κάναμε ομαδική “δακρυοθεραπεία”. Στις πρόβες βέβαια στις δύο τελευταίες σκηνές πάντα βούρκωνα. Από την πρεμιέρα και μετά δεν ξέρω τι έπαθα, σταμάτησα.
Δε θέλω να πιστεύω ότι συνήθισα γιατί δεν θέλω να συνηθίζω. Στη ζωή μας δεν πρέπει να συνηθίζουμε τίποτα, ούτε αυτό που κάνουμε, ούτε τη σχέση που έχουμε με έναν άνθρωπο. Η σχέση μας πρέπει να είναι χωρίς ενοχές και να την τροφοδοτούμε διαρκώς. Να επιστρέφουμε στο σπίτι μας σαν να έχουμε ραντεβού και ας είμαστε μαζί 10, 20, 30, 40 χρόνια μαζί. Να νιώθουμε ότι θέλουμε να επιστρέψουμε σπίτι, να δούμε τον άνθρωπό μας, να φάμε παρέα μαζί του, να ελέγξουμε τους εαυτούς μας και να μην του μεταφέρουμε την κούρασή μας. Δεν είναι εύκολα πράγματα, είναι πολύ δύσκολο.»
Τα social media πιστεύετε καθορίζουν πλέον την επικοινωνία των ανθρώπων; Φλερτάρουμε πιο πολύ μέσω διαδικτύου;
«Δεν πιστεύω ότι μειώνει η τεχνολογία την ανθρώπινη ανάγκη του έρωτα. Σε μια νέα σχέση δεν νομίζω ότι επιθυμεί κανείς τη σαρκική επικοινωνία μέσω διαδικτύου, νομίζω είναι μια μειοψηφία.»
Είχα διαβάσει σε μια συνέντευξή σας ότι η πρώτη σας επαφή με το θέατρο έγινε μέσω ενός αστυνομικού, ο οποίος όταν ήσασταν μικρός σας έδωσε θεατρικές προσκλήσεις και έτσι είδατε τις πρώτες σας παραστάσεις.
«Ναι ένας φίλος του πατέρα μου. Ο πατέρας μου ήταν ΚΚΕ και ο φίλος του δεξιός. Χάρη σε αυτόν ξεκίνησα να πηγαίνω στο θέατρο.»
Η σχέση σας με την αστυνομία;
«Με αφορά πάρα πολύ ο δρόμος. Οι διαδηλώσεις και πορείες. Ήμουν τυχερός όμως, δεν έχω συλληφθεί ποτέ. Και στο Πολυτεχνείο τα χαράματα την ώρα που αποχωρούσαμε, μας χτυπούσαν οι αστυνομικοί με ρόπαλα αλλά εγώ κατάφερα να ξεφύγω χωρίς να φάω μία.»
Σκέφτομαι ότι εσάς κάποτε ένας αστυνομικός σας βοήθησε να πάτε στο θέατρο και σήμερα η αστυνομία “διώχνει” έφηβους από τους κινηματογράφους.
«Θεωρώ ότι δεν τηρεί καθόλου τους κανόνες κανόνες. Και όλη αυτή η πρόσφατη ιστορία με τον Ινδαρέ με προβλημάτισε πολύ. Το δικαίωμα που σου παρέχει ο νόμος για την οικογενειακή σου ειρήνη δεν μπορεί να στο διαταράξει κανείς με τον τσαμπουκά της εξουσίας. Δεν μπορεί κανείς να σταματά μια παρεΐτσα και να την ξεβρακώνει για να δει αν κρύβουν στα εσώρουχα μολότοφ. Άλλο ένα παράδειγμα συνύπαρξης της εξουσίας με τη βία.
Θεωρώ ότι αυτά είναι πάρα πολύ επικίνδυνα πράγματα για τη Δημοκρατία. Δε λέω ότι δεν πρέπει να υπάρχει αστυνομία, αλλά πρέπει να υπάρχουν κανόνες. Ούτε πρέπει το παράδειγμά μας να είναι με ποια ευκολία σηκώνει ο Αμερικάνος μπάτσος το περίστροφό του και σκοτώνει κάποιον γιατί πήγε να βγάλει από την τσέπη του το διαβατήριό του για να το δείξει. Ή γιατί πολύ απλά είναι μαύρος.
Με ενοχλεί επίσης ο ταπεινωτικός τρόπος που αντιμετωπίζεται ένα πρεζάκι ή μια πόρνη. Ένας “ξένος”. Από πού κι ως πού είναι σωστό να τους μιλά κανείς στον ενικό επειδή είναι ξένος ή επειδή δεν έχει χαρτιά; Είναι σιχαμένο όταν κάποιος “γλύφει” με τα λόγια από πάνω μέχρι κάτω αν δει ένα καλό ρούχο ή ένα αξίωμα και σε έναν απλό πολίτη που ζει μέσα στη δυστυχία του είναι περιφρονητικός. Αυτά ακριβώς πρέπει να υπερασπίζεται το Δημόσιο και τα όργανά του. Η αστυνομία θα έπρεπε να είναι όργανο της Δημοκρατίας.»
Εγείρεται ζήτημα εκπαίδευσης ή παιδείας;
«Βεβαίως είναι θέμα παιδείας. Αλλά όχι γενικά και αόριστα: Πρέπει να δούμε τι κανόνες μπαίνουν στην καθημερινότητάς μας. Ο υπουργός πρέπει να προάγει και να εκπροσωπεί την Παιδεία. Για ποια αριστεία μιλάμε; Η αριστεία είναι και στους υπουργούς. Την έχουμε άραγε την αριστεία, ώστε να φέρνουμε το καλό παράδειγμα;»
Πείτε μου μια είδηση που σας τράβηξε την προσοχή πρόσφατα.
«Με συγκλονίζει όταν βλέπω νεκρό ένα παιδί. Όταν βλέπω τη βία που αντιμετωπίζει ένας πρόσφυγας ή ένα τσιγγανάκι. Ή τον τρόμο στα μάτια ενός παιδιού όταν χτυπάνε τον πατέρα του. Τη βία μέσα στην οικογένεια. Είμαι κατά της βίας και όσων την εκφράζουν.»
Η τηλεόραση πλέον σε κάνει να φοβάσαι τον διπλανό σου, σε μια χώρα που ήταν περήφανη για τη φιλοξενία της
Η ταχύτητα που μεταδίδονται σήμερα οι ειδήσεις μας έχουν καταστήσει πιο μουδιασμένους απέναντι στη βία;
«Ναι, είναι τέτοιος ο βομβαρδισμός των μέσων που τα πράγματα τα συνηθίζουμε και ο κόσμος οδηγείται σε πολύ συντηρητικές αντιλήψεις. Παίζουν πολύ μεγάλο ρόλο τα ΜΜΕ. Η τηλεόραση πλέον σε κάνει να φοβάσαι τον διπλανό σου, σε μια χώρα που ήταν περήφανη για τη φιλοξενία της. Από τον Ξένιο Δία της αρχαιότητας μέχρι τη σύγχρονη οικογένεια στο νησί. Μέχρι πριν μερικά χρόνια κόβαμε από τη βασιλόπιτα κομμάτι για τον ξένο, τον επισκέπτη, τον φτωχό που πεινάει. Όλοι αυτοί είναι “ξένοι”.»
Για το ελληνικό θέατρο του σήμερα, μετά την κρίση ένα σχόλιο. Είστε αισιόδοξος;
«Είμαι γιατί υπάρχουν νέοι άνθρωποι, οι οποίοι έχουν καλύτερη παιδεία από εμάς, τους παλαιότερους. Είναι πιο μορφωμένα τα παιδιά που θέλουν να ασχοληθούν με το θέατρο σήμερα, στο μεγαλύτερο ποσοστό τους. Θεωρώ πάντα είναι καλύτερο το επόμενο από το προηγούμενο. Αυτό που ακούμε ανέκαθεν ότι “παλιά ήταν καλύτερα” νομίζω δεν ισχύει και υπάρχει από την αρχαιότητα κιόλας. Φαντάζεσαι μέσα σε αυτούς τους αιώνες κάθε γενιά να είναι χειρότερη από την επόμενη; Τι τέρατα θα ήμασταν σήμερα. Ο άνθρωπος καθώς μεγαλώνει θέλει να υπερασπίζεται τον εαυτό του και την κυριαρχία του. Οπότε το κέντρο του είναι το “εγώ” και πιστεύει ότι οι επόμενοι δεν είναι καλύτεροι από εκείνον. Και όμως είναι.
Έχουμε ταλέντα στο θέατρο, έχουμε πολύ καλούς ηθοποιούς. Αυτό που ίσως να μπερδεύει είναι ο τόσος αριθμός παραστάσεων, δραματικών σχολών. Σκορπίζονται οι δυνάμεις. Από την άλλη δεν γίνεται να υπάρχει περιορισμός, πρέπει να υπάρχει ελευθερία έκφρασης.
Ευτυχώς όμως στο θέατρο υπάρχει ακόμα, παρά τις νέες τεχνολογίες, ο τηλέγραφος. Η διάδοση από στόμα σε στόμα μιας παράστασης. Το βλέπω: αν μια παράσταση είναι καλή, η μια νεανική ομάδα είναι καλή ή ένας νέος σκηνοθέτης, θα διαδοθεί. Ακόμα και αν είναι σε μπαρ. Θα μαθευτεί. “Ο Κοινός Λόγος”, η πρώτη μου παράσταση στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, έγινε sold out μέσα σε μία εβδομάδα και παιζόταν συνεχόμενα για μια τετραετία και μετά. Από αυτήν την παράσταση χτίστηκε ένα θέατρο. Και η επιτυχία της οφείλεται στο από στόμα σε στόμα.»
Με τις κριτικές πώς τα πάτε; Σας μένουν οι καλές ή οι κακές;
«Δε μένει τίποτα. Μένει εκείνη τη στιγμή που τη διαβάζω ή και ότι μετά ίσως να αποθηκεύεται κάποια εντύπωση. Όχι μια συγκεκριμένη φράση. Δε λέω ότι δε με αφορά η κριτική, βεβαίως και με αφορά και αυτή και η προβολή της παράστασης. Αλλά αν μέσα από την κριτική υπάρχουν εμπάθειες, δεν με αφορούν. Ο καθένας έχει τα δικά του προσωπικά γούστα, τις δικές του παρέες. Ανθρώπινα είναι αυτά, δεν πειράζει. Τις διαβάζω. Και καμιά φορά λέω σε σημεία “γαμώτο έχει δίκιο εδώ”. Και αν στο σύνολο της μια κριτική από ανθρώπους που σε εκτιμούν μέσα στον χρόνο, είναι μαγκωμένη, διστακτική ή αρνητική, μπορείς να βγάλεις ένα συμπέρασμα. Ότι κάτι δεν πάει καλά. Δεν φταίνε μόνο οι άλλοι.
Με ενδιαφέρει η κριτική. Και με ενδιαφέρει η δικιά μου ματιά πάνω στην κριτική. Δεν μπορεί όλοι να γράφουν πολύ καλά. Βεβαίως όταν γίνεται το χαίρομαι. Όταν τα σχόλια συγκλίνουν σε μεγάλο ποσοστό, κάτι καθρεφτίζουν από την παράσταση, και στο θετικό της και στο αρνητικό της.
Όπως και το να μην έχεις κόσμο. Δεν είναι δικαιολογία ότι τα φώτα και το χρήμα είναι στους μεγάλους φορείς, άρα μόνο αυτοί έχουν προβολή. Αυτά δεν είναι αλήθεια, είναι οι μιζέριες μας. Εγώ δεν το πιστεύω. Βεβαίως μπορεί κάποιος να κάνει καλύτερη διαφήμιση γιατί έχει περισσότερα χρήματα, είτε γιατί είναι στρατηγική του η διαφήμιση. Είμαστε όμως σε άλλη εποχή και το λέω εγώ που ασχολούμαι ελάχιστα με τα social media. Μπορούμε να επικοινωνήσουμε μια παράσταση, είτε είναι στη Στέγη είτε σε ένα μπαρ.»
Θυμάμαι που σηκώναν το αμάξι του Ηλιόπουλου και του Φωτόπουλου στα χέρια για να παίξουν
Έχετε μια μακροχρόνια πορεία στον χώρο. Ξεκινήσατε ως ηθοποιός και έχετε συνεργαστεί με θρυλικά ονόματα όπως η Βασίλης Διαμαντόπουλος, ο Μίμης Φωτόπουλος, η Τζένη Καρέζη. Μοιραστείτε μια μνήμη σας από αυτούς.
«Όταν έπαιζα με τη Νόνικα Γαληνέα στο “Μερικοί το προτιμούν καυτό” ήταν ένας θίασος με βαρβάτα ονόματα: Αλεξανδράκης, Ηλιόπουλος… Εγώ έκανα παρέα με τον Μίμη Φωτόπουλο. Ήμουν στο καμαρίνι του και μου άρεσε η ηρεμία που είχε ως άνθρωπος. Έκανε κολλάζ με γραμματόσημα. Όταν σου έλεγε κάτι για τον εαυτό του, άκουγες ωραίες σκέψεις και μια ωραία στάση σε ανθρώπινο και καλλιτεχνικό επίπεδο. Μου άρεσε σαν προσωπικότητα.
Θυμάμαι μια ιστορία που μου είχε πει ο Μίμης Φωτόπουλος για την εποχή που ήταν στα πάνω του το ελληνικό σινεμά, τη δεκαετία του ’60. Στο πλαίσιο μιας περιοδείας τους βρέθηκαν στη Λάρισα. Μαζί του ήταν και ο Ντίνος Ηλιόπουλος. Και όταν έφτασαν στην είσοδο της πόλης, καμιά δεκαριά άντρες σήκωσαν στους ώμους το αυτοκίνητο που τους μετέφερε και τους πήγαν πορεία-διαδήλωση μέχρι το θέατρο που ήταν στο κέντρο της πόλης. Τι σημαντικό ήταν τότε για τους ανθρώπους το θέατρο, το σινεμά, η Τέχνη. Ήταν επιλογή τότε να πας σινεμά ή θέατρο. Δεν υπήρχε το “βουλιάζεις στην καρέκλα και ό,τι δεις στην τηλεόραση”.
Θεατρικό σχολείο για μένα ήταν και ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος. Συμμετείχα σε μια παράστασή του στο θέατρο που είναι σήμερα το θέατρο Πορεία. Ήμουν τρίτο έτος στη δραματική σχολή. Έπαιζαν ο Μιχαλακόπουλος, ο Βασίλης Διαμαντόπουλος και ο Μίμης Χρυσομάλλης. Η επικοινωνία μεταξύ τους, από το χιούμορ μέχρι το πώς έπαιζαν ήταν συγκλονιστική. Ήμουν στα παρασκήνια και μου είχε πέσει το στόμα. Δεν έλειψα ούτε δευτερόλεπτο από τις πρόβες τους, ούτε για τσιγάρο. Το τι έλεγαν, το τι σκεφτόντουσαν… Μέσα στα χρόνια που ακολούθησαν έγιναν πολύ καλοί φίλοι μου.»
Όσο για την Καρέζη με γοήτευε. Και σαν ηθοποιός και σαν γυναίκα και σαν προσωπικότητα. Ήταν πολύ αυθεντική και ταλαντούχα – ειδικά στην κωμωδία. Έτυχε να παίξω μαζί της σε μπουλβάρ που ήταν κυριολεκτικά το γήπεδό της. Δεν θα ξεχάσω μια φορά που συνεργαστήκαμε (ήμουν νέος ηθοποιός τότε) και της είχα πει τη γνώμη μου για μια σκηνή. Ενώ θα μπορούσε να με διορθώσει ή να με αγνοήσει, στάθηκε, με άκουσε με μεγάλη προσοχή και στο τέλος αναγνώρισε ότι έχω δίκιο.»
Τι σας ενοχλεί;
«Η αγένεια.»
Και τι σας αρέσει;
«Μου αρέσει πάρα πολύ το κολύμπι.»
“Ο Γιος” του Φλοριάν Ζελλέρ
Ο 17χρονος Νικολά περνάει μια δύσκολη φάση ύστερα από το χωρισμό των γονιών του. Είναι αδιάφορος, έχει παρατήσει το σχολείο, λέει ψέματα. Η μητέρα του έχει σηκώσει τα χέρια ψηλά, κι ο Νικολά σκέφτεται πως θα ήταν καλύτερα να πάει να μείνει με τον πατέρα του, που ζει με την καινούρια του σύντροφο και το μωράκι που έχουν αποκτήσει πρόσφατα. Όμως, παρ’ όλες τις προσπάθειες του πατέρα, ανάμεικτες με τις ενοχές του, ο οποίος θέλει να βοηθήσει με κάθε τρόπο το γιο του, και παρ’ όλες τις ελπίδες που γεννάει η καινούρια αυτή αρχή, το πείραμα δεν πετυχαίνει. Όπως πέφτει στο κενό και η προοπτική της ψυχιατρικής βοήθειας.
Ο άλλος, ο έφηβος, με όση φροντίδα κι αν περιβάλλεται, παραμένει ένας άγνωστος, ένα άλυτο αίνιγμα, και η αγάπη δεν μπορεί να κάνει το θαύμα της.
Στο έργο του ο πολυβραβευμένος Φλοριάν Ζελλέρ ανατέμνει τις δυναμικές της σύγχρονης οικογένειας, δίνοντάς μας ένα έργο με απρόβλεπτο φινάλε, που μιλάει κατευθείαν στην καρδιά των θεατών.
Συντελεστές
Σκηνοθεσία: Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος
Μετάφραση: Κοραλία Σωτηριάδου
Σκηνικά: Ευαγγελία Θεριανού
Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα
Μουσική: Σταύρος Γασπαράτος
Σχεδιασμός φωτισμών: Σάκης Μπιρμπίλης
Επιμέλεια κίνησης: Σεσίλ Μικρούτσικου
Παίζουν: Λάζαρος Γεωργακόπουλος, Δέσποινα Κούρτη, Άννα Καλαϊτζίδου, Δημήτρης Κίτσος, Γιώργος Μακρής
Πληροφορίες
Θέατρο του Νέου Κόσμου (Κεντρική Σκηνή)
Αντισθένους 7 & Θαρύπου, Νέος Κόσμος. Τηλ : 2109212900
Παραστάσεις : Πέμ., Σάβ. 9.15 μ.μ., Κυρ. 6.30 μ.μ., Τετ. 9.15 μ.μ.
Τιμή : € 20-12. Ισχύουν ειδικές τιμές.
Μέχρι 12/4
*Φωτογραφίες: Ανδρέας Παπακωνσταντίνου / Tourette Photography