Δημοσιονομικό συμβούλιο: Εφικτός ο ρυθμός ανάπτυξης 2% για φέτος και 2,8% του ΑΕΠ για το 2020
Οι δύο συνιστώσες του ΑΕΠ που θα καθορίσουν την τελική διαμόρφωση του ρυθμού μεγέθυνσης για το 2020 είναι η ιδιωτική κατανάλωση και οι επενδύσεις.
- 07 Οκτωβρίου 2019 11:34
Εφικτό θεωρεί το δημοσιονομικό συμβούλιο το σενάριο για ανάπτυξη 2% του ΑΕΠ για το 2019 και 2,8% το 2020 στο οποίο βασίζεται το προσχέδιο του Προϋπολογισμού που κατατίθεται σήμερα στην Βουλή.
Συγκεκριμένα το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο στο σχόλιο για τα πρώτα μεγέθη του προσχεδίου του προϋπολογισμού του 2020 θεωρεί πως ο στόχος για ρυθμό μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ κατά 2,0% το 2019 εμπίπτει εντός του εύρους των προβλέψεών του και θεωρείται αισιόδοξος αλλά εφικτός. Υπό την προϋπόθεση ότι επιτυγχάνεται το +2,0% για το 2019, ο στόχος για αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,8% το 2020 θεωρείται μεν ιδιαίτερα απαιτητικός, αλλά με αφετηρία τον θετικό αντίκτυπο του 2019, είναι υπό προϋποθέσεις επιτεύξιμος.
Οι δύο συνιστώσες του ΑΕΠ που θα καθορίσουν την τελική διαμόρφωση του ρυθμού μεγέθυνσης για το 2020 είναι η ιδιωτική κατανάλωση και οι επενδύσεις. Ιδιαίτερη βαρύτητα πρέπει να δοθεί στην αντιμετώπιση των ανασχετικών παραγόντων της πιστωτικής επέκτασης, στην διασφάλιση του στόχου των δημοσίων επενδύσεων και στην ενίσχυση των ιδιωτικών.
Σε σχόλιο που κάνει, το συμβούλιο αναλύει και τους επιμέρους προβλέψεις διαμόρφωσης του ΑΕΠ που περιλαμβάνονται στον προϋπολογισμό που θα καταλήξουν σε αυτές τις επιδόσεις συγκεκριμένα:
1. Η αύξησή της που αναμένεται ότι θα είναι 1,8% το 2020, σημαντικά υψηλότερη σε σχέση με τους στόχους του Προγράμματος Σταθερότητας 2019–2022 θεωρείται πολύ αισιόδοξη, λαμβανομένου υπόψη ότι το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους η ιδιωτική κατανάλωση βρίσκεται σε ελαφρά κάμψη (0,4%), σε σχέση με το αντίστοιχο εξάμηνο του 2018. Ωστόσο η περαιτέρω αποκλιμάκωση της ανεργίας και η ενδεχόμενη βελτίωση του οικονομικού κλίματος μπορεί να οδηγήσει σε τόνωση της ιδιωτικής κατανάλωσης. Ακόμη, η αύξηση του κατώτατου μισθού και τα επεκτατικά δημοσιονομικά μέτρα που έχουν ψηφισθεί εντός του 2019 (χορήγηση «13ης σύνταξης», αναπροσαρμογές στις συντάξεις χηρείας, μειώσεις των συντελεστών ΦΠΑ, διεύρυνση μειώσεων ΕΝΦΙΑ), είναι αναμενόμενο να παράσχουν επιπρόσθετη υποστήριξη στην ιδιωτική κατανάλωση, εφόσον δεν αποδυναμωθούν από κάποιο νέο περιοριστικό μέτρο στις συντάξεις, τις αντικειμενικές αξίες υπολογισμού του ΕΝΦΙΑ ή το ύψος του αφορολόγητου. Ο σημαντικότερος παράγοντας ο οποίος θα μπορούσε να επιδράσει καταλυτικά στην αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης είναι η πιστωτική επέκταση η οποία εξακολουθεί να παραμένει σε αρνητικό έδαφος. Η σταδιακή υποχώρηση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα διευκολύνει τις εμπορικές τράπεζες ώστε να αυξήσουν τις χορηγήσεις δανείων, με άμεσα θετικό αντίκτυπο στην ιδιωτική κατανάλωση.
2. Η εκτίμηση για αύξηση της τάξης του 0,6% κρίνεται ως ρεαλιστική και ευθυγραμμίζεται πλήρως με την πρόβλεψη του Προγράμματος Σταθερότητας 2019-2022. Αποτελεί μέγεθος το οποίο τα τελευταία έτη, στο πλαίσιο των προγραμμάτων προσαρμογής, ήταν ουσιαστικά απόλυτα ελεγχόμενο.
3. Η πρόβλεψη για επενδύσεις (ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου) σε σχέση με το Πρόγραμμα Σταθερότητας 2019-2022 την ήδη αρκετά αισιόδοξη πρόβλεψη για τις επενδύσεις. Η εκτίμηση για σημαντική αύξηση των επενδύσεων το 2020 στηρίζεται κυρίως στη συμβολή του ιδιωτικού τομέα (+15,8%), ενώ και για τις δημόσιες επενδύσεις εκτιμάται ότι θα συνεχιστεί η ανάκαμψη και το 2020 με ρυθμό της τάξης του 7,6%. Η αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων το 2020 αφορά σε όλες τις κατηγορίες επενδύσεων (εξοπλισμός, κατασκευές, κατοικίες κλπ). Το σενάριο του Υπουργείου Οικονομικών για τις πάγιες επενδύσεις θεωρείται αισιόδοξο, ωστόσο υπάρχουν πιθανότητες επίτευξης του στόχου λόγω των ευνοϊκότερων πιθανόν πιστωτικών συνθηκών, του περιορισμού της οικονομικής αβεβαιότητας μετά την πάροδο ενός εκλογικού έτους και της ενδεχόμενης βελτίωσης του οικονομικού κλίματος.
4. Εισαγωγές – Εξαγωγές: Οι προβλέψεις για το 2020 αναθεωρούν προς τα κάτω το σενάριο του Προγράμματος Σταθερότητας, τόσο για τις εξαγωγές (0,3 εκατοστιαίες μονάδες) όσο και για τις εισαγωγές (0,5 εκατοστιαίες μονάδες). Η αναθεώρηση ως προς τις εξαγωγές αξιολογείται ως ρεαλιστική, ενδεχομένως και συντηρητική, λόγω της μείωσης της ζήτησης που αναμένεται στις χώρες της ευρωζώνης, του «διεθνούς εμπορικού πολέμου» ο οποίος μαίνεται και της ανάκαμψης ανταγωνιστικών ως προς τον τουρισμό αγορών (π.χ. Τουρκία). Η επιβράδυνση της αύξησης των εισαγωγών με παράλληλη αύξηση του εισοδήματος είναι λιγότερο ρεαλιστική λαμβάνοντας υπόψη τη θετική σχέση μεταξύ αύξησης του εισοδήματος και αύξησης των εισαγωγών καθώς και την πιθανή άνοδο των τιμών του πετρελαίου. Αποτελεί δύσκολα επιτεύξιμο σενάριο, χωρίς σημαντική βελτίωση της θέσης της χώρας στο διεθνή ανταγωνισμό,