ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ 2021 : ΑΝΟΔΟΣ ΤΩΝ ΒΑΣΕΩΝ ΚΑΙ ΑΘΕΑΤΟΙ ΚΟΦΤΕΣ ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ
Μια διεξοδική ματιά στις συνθήκες και στους όρους εισαγωγής στις φετινές εξετάσεις φανερώνει ότι το υπουργείο Παιδείας έχει στήσει έναν πολυπλόκαμο μηχανισμό αναχαίτισης των υποψηφίων.
Αν η επιβολή της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής, ως δρεπανηφόρο άρμα, θα κόψει την είσοδο σε χιλιάδες υποψηφίους, ένας άλλος αθέατος κόφτης, στήθηκε: Η παγίδα της ανακατανομής των θέσεων εισακτέων.
Να το πούμε καθαρά: Φέτος, για πρώτη φορά αλλάζει η έννοια του αριθμού των εισακτέων. Δεν δείχνει ποια πόσοι θα εισαχθούν, αλλά πόσες θέσεις προσφέρονται στα Πανεπιστήμια. Αυτό το παράδοξο είναι αποτέλεσμα της καθιέρωσης της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής (ΕΒΕ), κοντολογίς, μιας άλλης μορφής της «βάσης του 10» που ντρέπεται να πει το όνομά της λόγω… πρότερου «ανέντιμου βίου»!
Παράλληλα η μείωση των θέσεων εισακτέων σε Αθήνα – Θεσσαλονίκη όπου κατοικοεδρεύει η πλειονότητα των υποψηφίων σε συνδυασμό με το υψηλό, στη χώρα μας, ιδιωτικό κόστος σπουδών για τους σπουδαστές εκτός τόπου μόνιμης κατοικίας, εισάγει έντεχνα και ύπουλα στους τελευταίους και στις οικογένειές τους ένα κεντρικό δίλημμα: Ή να σπουδάσει το παιδί σε σχολή εκτός τόπου μόνιμης κατοικίας που συνήθως δεν είναι και της επιλογής του και να κοστίσει 7-8.000 ετησίως ή να απευθυνθεί στα κολέγια που το ΥΠΑΙΘ φρόντισε το πτυχίο τους να έχει πλέον τα ίδια εκπαιδευτικά και επαγγελματικά δικαιώματα, που θα κάνουν τις «σπουδές» της επιλογής τους, που θα ολοκληρώσουν τις «σπουδές» τους νωρίτερα και απλά θα χρεωθούν κάτι παραπάνω.
Η Ελαχιστη Βαση Εισαγωγης
Ακόμη και στην υποθετική περίπτωση που οι «τροχονόμοι» που καθορίζουν την κίνηση των βάσεων εισαγωγής (βαθμός δυσκολίας/ευκολίας των θεμάτων, αντιστοιχία αριθμού υποψηφίων και αριθμού εισακτέων, ένταση ζήτησης τμημάτων) είναι ίδιοι με πέρσι, θα έχουμε δεκάδες τμήματα με άνοδο των βάσεων εισαγωγής τους φέτος λόγω της καθιέρωσης Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής.
Βεβαίως η «πονηρή» ανακατανομή των θέσεων εισακτέων που έκανε φέτος το Υπουργείο Παιδείας μεταφέροντας θέσεις στα περιφερειακά Πανεπιστήμια και αφαιρώντας πάνω από 1200 θέσεις από τα ΑΕΙ Αθήνας και Θεσσαλονίκης σίγουρα θα περιορίσει τις ανοδικές τάσεις των βάσεων στα χαμηλόβαθμα τμήματα των περιφερειακών ΑΕΙ, ωστόσο δεν θα τις εξαφανίσουν.
Από την άλλη η αφαίρεση θέσεων στα ΑΕΙ Αθήνας Θεσσαλονίκης είναι σίγουρο ότι θα σπρώξει τις βάσεις στα τμήματα αυτά προς τα πάνω.
Στο πλαίσιο αυτό αναμένουμε αφενός μια ομάδα σχολών της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης και αφετέρου ένα τμήμα των χαμηλόβαθμων τμημάτων (περισσότερο από το 2ο, το 4ο και λιγότερο το 1ο Επιστημονικό Πεδίο) να έχουν άνοδο των βάσεων τους αυξάνοντας τον αριθμό των υποψηφίων που δεν θα πετύχουν την είσοδό τους σε αυτά.
Παράλληλα θα αυξηθεί ο αριθμός των υποψηφίων που θα πετύχουν μεν την είσοδό τους σε τμήματα εκτός τόπου μόνιμης κατοικίας και δεν θα μπορέσουν να φοιτήσουν σε αυτά καθώς, απουσία κρατικής φοιτητικής μέριμνας, δεν θα μπορέσουν να αντιμετωπίσουν το κόστος των σπουδών.
Ζητηση για τμηματα
Η επιμονή μεγάλου τμήματος των υποψηφίων σε σχολές της περιοχής όπου κατοικοεδρεύουν (λόγω της οικονομικής κρίσης θα συνεχιστεί και φέτος, ενώ από την άλλη όλα τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας φανερώνουν ότι δεν έχει αναδειχτεί καμιά σχολή ή ομάδα σχολών στις οποίες να επικεντρώνεται το ενδιαφέρον των υποψηφίων με διαφορετικούς όρους σε σχέση με πέρσι.
Ιατρικές, Πολυτεχνικές, Νομικές και Στρατιωτικές, μαζί με συγκεκριμένα οικονομικά τμήματα, τμήματα Ψυχολογίας και το τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού της Αθήνας θα τρυγήσουν και φέτος την αφρόκρεμα των πρώτων προτιμήσεων των υποψηφίων.
Ο «αγνωστος Χ»: ο βαθμος δυσκολιας/ευκολιας των θεματων
Προφανώς αυτή τη στιγμή δεν μπορεί κανείς να εκτιμήσει τον φετινό βαθμό δυσκολίας/ευκολίας των θεμάτων. Η γενική εκτίμηση είναι ότι ο βαθμός δυσκολίας/ευκολίας των θεμάτων δεν μπορεί να διαφέρει σημαντικά από πέρσι και αυτό κυρίως διότι τα τελευταία χρόνια με τα λεγόμενα διαβαθμισμένα θέματα (απλά, εύκολα, δύσκολα, δυσκολότερα), έχει βρεθεί ένας τρόπος βαθμολογικής διασποράς και κατανομής των υποψηφίων, κοντολογίς μια «στρατηγική διαχείρισης» του πληθυσμού των υποψηφίων.
Κι αν ένα μάθημα έχει πιο αυξημένο βαθμό δυσκολίας από πέρσι, ένα άλλο θα έχει σίγουρα μικρότερο, με αποτέλεσμα να έχουμε ένα στατιστικό ισοδύναμο.
Ωστόσο η «λειτουργία» της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής φέτος δίνει μια διαφορετική διάσταση σ’ αυτόν τον βαθμό. Κάτι να ξεφύγει προς το ευκολότερο ή προς το δυσκολότερο από πέρσι μπορεί να δημιουργήσει, ανάλογα, εκατόμβες αποκλεισμένων ή στρατιές υψηλόβαθμων που δεν θα χωράνε στις απογειωμένες βάσεις, π.χ. των Ιατρικών Σχολών, των Νομικών ή των Πολυτεχνικών.