Βασίλης Βαρβαρέσος: “Η σχέση Ευρώπης – ΗΠΑ είναι σαδομαζοχιστική – Υιοθετούμε τα χειρότερα”

Βασίλης Βαρβαρέσος: “Η σχέση Ευρώπης – ΗΠΑ είναι σαδομαζοχιστική – Υιοθετούμε τα χειρότερα”
Γιάννης Γούτμαν/Κρατική Ορχήστρα Αθηνών

Ο καταξιωμένος σολίστ με αφορμή τη σύμπραξή του με την ΚΟΑ την ερχόμενη Παρασκευή 11/2 μιλά στο NEWS 24/7 για τις επιρροές του από τις ΗΠΑ, τα χαρακτηριστικά της κουλτούρας τους που θα μπορούσαμε να υιοθετήσουμε, τη σχέση του με τον κινηματογράφο και τους αγαπημένους του συνθέτες.

Ο εκίνησε σπουδές Πιάνου σε ηλικία μόλις 5 ετών. Στα 13 του χρόνια εμφανίστηκε στο Monte Carlo ως ένας εκ των 11 καλύτερων μικρών βιρτουόζων του κόσμου (“Piccoli Mozart”), ενώ στα 14 του κέρδισε το πρώτο βραβείο στον Διεθνή Διαγωνισμό της Young Concert Artists (Νέα Υόρκη), μεταξύ 407 υποψηφίων από 41 χώρες του κόσμου. Ακολούθησαν εντυπωσιακές σπουδές σε ΗΠΑ και Γαλλία και επιτυχημένες συναυλίες, ρεσιτάλ και κονσέρτα σε δεκάδες χώρες. Ο πιανίστας Βασίλης Βαρβαρέσος είναι σίγουρα στην καλύτερη φάση της καριέρας του και το αθηναϊκό κοινό θα έχει την ευκαρία να εκτιμήσει το ταλέντο του στη σύμπραξή του με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών για το αφιέρωμα 60 χρόνων από τον θάνατο του Μανώλη Καλομοίρη μεθαύριο, Παρασκευή 11 Φεβρουαρίου, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.

Στην εν λόγω συναυλία με τίτλο «Με Πάθος» ο Βασίλης Βαρβαρέσος θα ερμηνεύσει το Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα του Έντβαρντ Γκρηγκ.

Ο 38χρονος σολίστ μιλά στο NEWS 24/7 για τη ζωή του και τις επιρροές του από την Αμερική, τα χαρακτηριστικά της κουλτούρας της που θα μπορούσαμε να υιοθετήσουμε, τη σχέση του με τον κινηματογράφο και τους αγαπημένους του συνθέτες.

Ποιες ήταν οι εντυπώσεις που αποκομίσατε από την πολύχρονη διαμονή σας στην Αμερική, λόγω σπουδών; Ποιες θεωρείτε ότι είναι οι βασικές διαφορές στον τρόπο ζωής σε σύγκριση με τις χώρες της Ευρώπης;

«Όποιος και όποια έχει περάσει τα φοιτητικά του χρόνια κάπου ξέρει πως η πόλη στην οποία πέρασε εκείνες τις σημαντικές στιγμές της ζωής του τον σημαδεύουν για πάντα. Οι ΗΠΑ με άλλαξαν και με έκαναν τον άνθρωπο που είμαι τώρα. Αυτό που αποκόμισα, αυτό που έχει μείνει μετά από όλα τα χρόνια, είναι ορισμένα χαρακτηριστικά της αμερικανικής κοινωνίας που ειλικρινά πιστεύω ότι, αν στην Ελλάδα και στην Ευρώπη τα υιοθετούσαμε χωρίς ερωτήσεις, θα απελευθερωνόμασταν από τόσες αγκυλώσεις του παρελθόντος.

Αισθάνομαι ότι η σχέση της Ευρώπης (και κατ’ επέκταση) της Ελλάδας με τις ΗΠΑ είναι σαδομαζοχιστική. Υιοθετούμε τα χειρότερα χαρακτηριστικά αυτής της μεριάς του κόσμου, εκθειάζοντάς τα ως μεγαλειώδη τόσο όσο μας βολεύει, και τα καταβαραθρώνουμε όταν σταματάει να μας βολεύει. Όμως η αμερικανική κοινωνία, όπως κάθε κοινωνία, είναι πολυσχιδής, πολύπλοκη, καλειδοσκοπική, έχει τα καλά της και τα κακά της.

Voilà λοιπόν τα καλά, όπως τα έζησα εντονότατα τη δεκαετία που σπούδασα εκεί. Η απερίγραπτη ανοιχτωσιά της κοινωνίας. Κανένας δε ρώτησε ποτέ ούτε εμένα ούτε κανέναν άλλον από πού προέρχομαι, ώστε να βγάλει μία a priori κρίση για τα πιστεύω μου ή το ποιος είμαι σαν άνθρωπος. Αυτή η ανοιχτωσιά, στα υψηλά Πανεπιστήμια και Κονσερβατόρια σήμαινε και ελευθερία έκφρασης αλλά και ένα ανοιχτό πνεύμα, διψασμένο για γνώση. Μόνο όταν έφυγα από το Τζούλιαρντ κατάλαβα τι προνόμιο είναι να βρίσκεσαι ολημερίς με συνανθρώπους σου που έχουν ξεκάθαρα την ίδια ακριβώς τρέλα με σένα, που θέλουν να ανακαλύψουν για ποιο λόγο οι οκτάβες σε αυτό το πασάζ του Λιστ είναι τόσο δύσκολες, και να βρουν τις πραγματικές αντιστικτικές δυνάμεις πίσω από μία σονάτα του Σούμπερτ. Ήταν λίγο όπως το Χόγκουαρτς με άλλα λόγια.

Δεν ενδιέφερε από πού είσαι, τίνος είσαι, κτλ. Ενδιέφερε ένα πράγμα: παίζεις καλά; τέλεια. Τώρα συζητάμε.

Δε θέλω να εξωραΐσω την κατάσταση στις Η.Π.Α, σε καμία περίπτωση. Ο πρώτος που μπορεί να συζητήσει ανοιχτά και έξω από τα δόντια τα κακώς κείμενα της χώρας είμαι εγώ. Παρόλα αυτά, το γεγονός ότι μου επιτρεπόταν να συζητήσω τελείως ελεύθερα τα κακώς κείμενα του χώρου στον οποίο βρίσκομαι, χωρίς αυτό σε καμία περίπτωση να γίνεται αφορμή για να ξεχάσω τον παράδεισο που μου ανοίγεται μπροστά μου (ποιος μουσικός δε θα ήθελε να έχει για δάσκαλο τον άνθρωπο που έδωσε την αμερικανική πρώτη του 2ου Κοντσέρτου του Προκόφιεφ υπό τη διεύθυνση του Eugene Ormandy, και να συζητάει μαζί του για το τι του είπε ο Alfred Cortot στο Παρίσι τη δεκαετία του ‘40), είναι ένα καθαρά (κατά την άποψή μου) αμερικανικό επίτευγμα: η δυνατότητα που σου δίνεται να κυνηγήσεις αυτό που αγαπάς στο έπακρο, μη φοβούμενος να καείς.

Την υπόλοιπη ζωή μου την πέρασα στο Παρίσι. Για να μην πλατειάσω, στο Παρίσι κατάλαβα πως ό,τι και να κάνεις, οι ρίζες, οι παραδόσεις, η ιστορία, παίζουν έναν τόσο σημαντικό ρόλο στη ζωή του καθενός. Αλλά είναι προσωπική επιλογή του πώς θα διαχειριστούμε αυτή την ιστορία. Για άλλους η παράδοση γίνεται βάρος, γίνεται δυνάστης, γίνεται ο αποτρεπτικός γονιός, γίνεται η δικαιολογία για να βγάλει κανείς τις πιο σκοτεινές πλευρές της ψυχής του. Για άλλους γίνεται εφαλτήριο για νέες ανακαλύψεις, γίνεται βατήρας για να πηδήξει ακόμη πιο ψηλά.»

Εκτός της σολιστικής σας πορείας, έχετε συνθέσει μουσική και για τον κινηματογράφο. Ποια είναι η σχέση σας με την έβδομη τέχνη;

«Λατρεύω τη μουσική για κινηματογράφο σχεδόν τόσο όσο λατρεύω το πιάνο, και αυτό γιατί από μικρός ξέρω ότι το βασικό μου ενδιαφέρον σε ό,τι και να έκανα ήταν η διήγηση. Με τον ίδιο τον κινηματογράφο η σχέση είναι συμβιωτική. Βλέπω πάρα πολλές ταινίες. Παρόλα αυτά, θα πρέπει να ομολογήσω ότι το γούστο μου στην έβδομη τέχνη δεν έχει κάτι το εκλεπτυσμένο – μου αρέσει η ποπ κουλτούρα ανερυθρίαστα και πολλές φορές θα προτιμήσω να δω Spiderman – No Way Home, παρά μία ταινία που θα με κάνει να σκεφτώ για τις κοινωνικοπολιτικές ανισότητες στον πλανήτη. Αυτό νομίζω συμβαίνει για τρεις λόγους: ο πρώτος γιατί κάπως πρέπει να ξεσκάσει ο άνθρωπος, και για μένα αυτή η απόδραση βρίσκεται στις ταινίες. Ο δεύτερος, γιατί είμαι βαθιά φορμαλιστής: με ενδιαφέρει να ανακαλύψω γιατί κάτι έχει τόση απήχηση σε τόσο μεγάλο κοινό – δεν μπορεί, κάτι θα κάνουν σωστά. Και αυτό που γίνεται σωστά είναι το tempo της ταινίας, ο ρυθμός της διηγηματικότητάς της. Και τρίτον, απεχθάνομαι το διδακτισμό. Οποιαδήποτε ταινία καταλαβαίνω ότι έχει γίνει όχι επειδή υπάρχει αγάπη για το χαρακτήρα, την πλοκή, ή το θεατή, αλλά έχει γίνει για να μου διδάξει ένα μήνυμα, ακόμη κι αν αυτό είναι το καλύτερο μήνυμα στον κόσμο, με κάνει να κλειδώνω γιατί αισθάνομαι ότι μου είπε ψέματα.»

Γιάννης Γούτμαν/Κρατική Ορχήστρα Αθηνών

Υπάρχουν συνθέτες που ταιριάζουν στην ιδιοσυγκρασία σας; Ποιος συνθέτης ή ποιο έργο σας εκφράζει και γιατί;

«Η ιδιοσυγκρασία του καθενός μας είναι σαν το νερό του ποταμού. Όλοι ξέρουμε ότι είναι ποτάμι και δεν είναι π.χ. λίμνη, αλλά την ίδια στιγμή τα νερά του αλλάζουν διαρκώς. Έτσι, στη φάση που βρίσκομαι τώρα έχω ξεκάθαρα κάποιους συνθέτες και (για την ώρα) μία συνθέτρια που ταιριάζουν πολύ στην ιδιοσυγκρασία μου. Σίγουρα σε πέντε χρόνια θα έχει αλλάξει το roster – κάποιοι όμως μένουν σταθεροί, οπότε ας μιλήσω πρώτα για τις νέες αφίξεις και μετά για τους σταθερούς.

Η μεγάλη νέα άφιξη είναι η Dora Pejacevic – συνθέτρια στις αρχές του 20ού αιώνα Κροατικής καταγωγής, η οποία έχει ένα χαρακτηριστικό που, όσο περνάει ο καιρός, καταλαβαίνω ότι με αγγίζει πολύ βαθιά: έχει το χάρισμα της μελωδίας. Είναι, πιστεύω, δώρο από το Θεό να μπορείς και να γράφεις μελωδίες – μελωδίες αβίαστες, εύκολες, όμορφες και θελκτικές. Η Pejacevic μιλάει τόσο αβίαστα, αλλά με μία πικάντικη αίσθηση της αρμονίας που μου ταιριάζει πολύ.

Στην ιδιοσυγκρασία μου ταιριάζουν οι Ρώσοι: Ραχμάνινοφ, Σκριάμπιν, Προκόφιεφ. Αισθάνομαι πολύ οικεία τη φλόγα που έχουν στην ψυχή τους αυτοί οι άνθρωποι. Οι σταθερές μεταβλητές, συνθέτες των οποίων η μουσική με συνταράσσει διαρκώς, είναι λίγες: Μπαχ, Μότσαρτ, Σούμπερτ, Σούμαν, Βάγκνερ, Προκόφιεφ.

Αλλά, αν θα έπρεπε να διαλέξω έναν και μόνο συνθέτη (πράγμα που δεν το ρωτάτε, οπότε ρωτάω τον εαυτό μου), υπάρχει ένας στον οποίο από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου ξαναγυρνάω χωρίς δεύτερη σκέψη. Κι αυτός είναι ο Μπραμς.

Αυτό συμβαίνει, νομίζω, γιατί αισθάνομαι πως τον καταλαβαίνω πολύ καλά σαν άνθρωπο. Και αυτό που με ελκύει περισσότερο από όλα στη μουσική του είναι το πόσο ευγενική είναι. Ο Μπραμς ποτέ δε θα σε βαρέσει στο κεφάλι και να σου πει “κοίτα με πώς πονάω” ή “κοίτα με πόσο χαρούμενος είμαι” ή “για δες πόσο ωραία μελωδία είναι αυτή”. Ο πραγματικός του εαυτός βρίσκεται πίσω από το ταλέντο του (το οποίο, κατά την άποψή μου, έχει μπερδέψει ακόμη και τους μεγαλύτερους μουσικολόγους, θεωρώντας τη μουσική του ένα αρχιτεκτονικό αριστούργημα πρώτα, και μια συναισθηματική πανδαισία δευτερευόντως) – βρίσκεται και πίσω από την ευγένειά του. Για να καταλάβεις τον Μπραμς, νομίζω, πρέπει να σε ελκύσει εκείνος ο συμμαθητής στο σχολείο που, για παράδειγμα, δε μιλούσε ποτέ πολύ, αλλά αισθανόταν πολύ βαθιά, και τελικά ήταν πάντα εκεί. Ή εκείνος ο συγγενής ο οποίος ήταν πάντα σταθερός ή σταθερή στη ζωή σου, χωρίς πολλά-πολλά – αλλά σε αγαπούσε. Αυτός είναι ο Μπραμς, και γι’ αυτό νομίζω τείνω διαρκώς προς τη μουσική του.»

Γιάννης Γούτμαν/Κρατική Ορχήστρα Αθηνών

INFO

«Με πάθος» – 60 χρόνια από τον θάνατο του Μανώλη Καλομοίρη

Παρασκευή 11 Φεβρουαρίου στις 20:30 στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης)

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

– ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΑΛΟΜΟΙΡΗΣ (1883–1962)

Συμφωνική Φαντασία από τον «Πρωτομάστορα»

– ΕΝΤΒΑΡΝΤ ΓΚΡΗΓΚ (1843-1907)

Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα σε λα ελάσσονα, έργο 16

– ΑΝΤΟΝΙΝ ΝΤΒΟΡΖΑΚ (1841–1904)

Συμφωνία αρ. 9 σε μι ελάσσονα, έργο 95 «του Νέου Κόσμου»

Σολίστ: Βασίλης Βαρβαρέσος, πιάνο

Μουσική διεύθυνση: Γεώργιος Μπαλατσινός

Θα προηγηθεί στις 19:30 δωρεάν εισαγωγική ομιλία από τον Νίκο Λαάρη για τους κατόχους εισιτηρίων.

Περισσότερα εδώ

Online αγορά εδώ

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα