1821: O Μωχάμετ Άλυ και ο μύθος ότι ο Ιμπραήμ κατέστειλε την Επανάσταση
Ο Διδάκτωρ Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών Πανεπιστημίου Γενεύης Μελέτης Μελετόπουλος γράφει το News 24/7 για τον Μωχάμετ Άλυ, τον Ιμπραήμ και την παγκόσμια σκακιέρα του 19ου αι.
- 06 Φεβρουαρίου 2021 10:06
Ο κυβερνήτης της Αιγύπτου Μωχάμετ Άλυ (1770-1849) είχε γεννηθεί στην Καβάλα της Ανατολικής Μακεδονίας, όπου σώζεται μέχρι σήμερα η οικία του. Ήταν γόνος ισχυρής οικογένειας τοπικών αξιωματούχων. Μεγάλωσε σε ελληνικό περιβάλλον, γεγονός που προσδιόρισε την βαθειά του εκτίμηση για τους Έλληνες, τον δυναμισμό τους, τις ναυτικές τους ικανότητες και το εμπορικό τους δαιμόνιο. Πολέμησε ως αξιωματικός του οθωμανικού στρατού εναντίον των Γάλλων στην Αίγυπτο και το 1805 ορίστηκε από τον σουλτάνο κυβερνήτης της χώρας του Νείλου. Αποδύθηκε στην συνέχεια στον εκσυγχρονισμό της αιγυπτιακής οικονομίας, προσκαλώντας Έλληνες οι οποίοι συνέβαλαν στην οικονομική, γεωργική, βιομηχανική και τραπεζοπιστωτική ανάπτυξη της Αιγύπτου. Οι Έλληνες μετανάστες πρωταγωνίστησαν στις βαμβακοκαλλιέργειες, στον τραπεζικό τομέα, στην ναυσιπλοία του Νείλου, στο εμπόριο και στην εκπαίδευση. Σύντομα δημιουργήθηκε μεγάλη και ισχυρή ελληνική παροικία, που επεβίωσε μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα. Ταυτόχρονα, προσέλαβε Γάλλους αξιωματικούς που είχαν μείνει άνεργοι μετά το τέλος των Ναπολεοντείων Πολέμων και συγκρότησε σύγχρονο για τα δεδομένα της εποχής του τακτικό στρατό. Κατέστησε έτσι κατ’ουσίαν την Αίγυπτο κράτος εν κράτει στο εσωτερικό της αχανούς οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Ο Μωχάμετ Άλυ έτρεφε μεγάλες φιλοδοξίες πολύ πέραν της Αιγύπτου. Χρησιμοποιώντας τον ισχυρό στρατό του επεξέτεινε την κυριαρχία του στην Συρία, την Αραβία και την Λιβύη. Ήταν φανερό ότι ο σκοπός του ήταν να αντικαταστήσει τον σουλτάνο Μαχμούτ και να αναδιοργανώσει εκ βάθρων την Οθωμανική αυτοκρατορία. Οι μεταρρυθμίσεις που πραγματοποίησε στην Αίγυπτο έδειχναν ότι είχε αντιληφθεί ότι προϋπόθεση γεωπολιτικής ισχύος ήταν ο οικονομικός και διοικητικός εκσυγχρονισμός. Μία τέτοια προοπτική ασφαλώς θα ανέτρεπε τις ισορροπίες και θα καθιστούσε την Οθωμανική αυτοκρατορία ισχυρό παγκόσμιο παίκτη. Η αντίθεση των ισχυρών βιομηχανικών αποικιοκρατικών κρατών, δηλαδή των Μεγάλων Δυνάμεων, ήταν δεδομένη.
Ο Μωχάμετ Άλυ δεν προθυμοποιήθηκε να αποστείλει στρατεύματα στην Πελοπόννησο το 1825 από ανιδιοτελή αφοσίωση στον σουλτάνο. Άλλωστε κατά την προεπαναστατική περίοδο είχε επιτρέψει την εγκατάσταση στην Αίγυπτο μυστικών ελληνικών επαναστατικών πυρήνων και μετά την έκρηξη της Επανάστασης είχε προστατεύσει τους Έλληνες υπηκόους του από αντίποινα και αντεκδικήσεις, όπως αυτά που εκδηλώθηκαν σε άλλες περιοχές της οθωμανικής επικράτειας. Στόχος του Μωχάμετ Άλυ ήταν διασώζοντας την οθωμανική αυτοκρατορία από τον διαμελισμό να καταστεί σωτήρας της, νικητής των απίστων (γαζή) και αδιαμφισβήτητος ηγεμόνας της. Αποστέλλοντας ισχυρά στρατεύματα στον Μοριά με επικεφαλής τον υιό από πρώτο γάμο της Ελληνίδας συζύγου του, τον Ιμπραήμ, αποσκοπούσε την προώθηση του τελευταίου μέσω Ελλάδος στην Κωνσταντινούπολη και στην κατάληψη της αρχής.
Ο Ιμπραήμ δεν ήταν τυχαίο πρόσωπο. Ήταν επικεφαλής του αιγυπτιακού στρατού. Το 1818 συνέτριψε τους Άραβες Ουαχαμπίτες, οπότε ο σουλτάνος του απένειμε τον ανώτατο στρατιωτικό βαθμό του πασά τριών ιππουρίδων. Το 1821-2 εξεστράτευσε στο Σουδάν. Είχε μεγάλες στρατηγικές ικανότητες, ανασυγκρότησε τον αιγυπτιακό στρατό και είχε συγκροτήσει επιτελείο από Γάλλους αξιωματικούς. Ήταν ο κατάλληλος στρατιωτικός μοχλός για την επίτευξη των σχεδίων του θετού πατέρα του.
Αυτήν την προοπτική εκμηδένισαν οι τρεις Μεγάλες Δυνάμεις στο Ναυαρίνο. Απολύτως ενδεικτικό των προθέσεων του Μωχάμετ Άλυ είναι το γεγονός ότι μόλις τέσσερα χρόνια μετά το Ναυαρίνο, το 1831, ο Ιμπραήμ εξεστράτευσε εναντίον του σουλτάνου, κατέλαβε πόλεις της Συρίας, συνέτριψε τον οθωμανικό στρατό στο Ικόνιο και τελικώς αναχαιτίστηκε στην Προύσσα, λίγα χιλιόμετρα έξω από την Κωνσταντινούπολη από γαλλικά, αγγλικά και ρωσσικά στρατεύματα (η σύνθεση του Ναυαρίνου). Το 1839 πραγματοποιήθηκε νέα σύρραξη μεταξύ Αιγύπτου και Οθωμανικής αυτοκρατορίας, κατά την οποία ο Ιμπραήμ συνέτριψε στο Νεζίπ της νοτιανατολικής Μικράς Ασίας τα οθωμανικά στρατεύματα, τα οποία συνδιοικούσε ο γερμανός στρατάρχης φον Μόλτκε.
Από όλα αυτά συνάγεται εύκολα το συμπέρασμα ότι επίμονος στόχος του Μωχάμετ Άλυ ήταν η υφαρπαγή της εξουσίας από τον σουλτάνο, η οποία δεν κατέστη εφικτή λόγω της αντίδρασης των Μεγάλων Δυνάμεων.
Αυτό αποτελούσε ασφαλώς ικανό παράγοντα κινητοποίησης των διπλωματικών και στρατιωτικών μηχανισμών των Μεγάλων Δυνάμεων. Αλλά δεν ήταν ο μόνος. Οι προθέσεις του Μωχάμετ Άλυ προσέκρουαν και σε ένα πιό αθέατο αλλά μείζον διακύβευμα της αγγλικής πολιτικής. Και αυτό ήταν οι μακροχρόνιοι γεωπολιτικοί σχεδιασμοί του Λονδίνου. Σε αυτούς κεντρική θέση κατείχε ο δρόμος προς την Ινδία. Η αγγλική παρουσία στην ινδική υποήπειρο χρονολογείται από τον 16ο αιώνα. Το 1600 ιδρύθηκε η Βρεταννική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών με χορήγηση βασιλικών προνομίων από το αγγλικό στέμμα. Οι εμπορικές συναλλαγές μεταξύ Ινδικής υποηπείρου και Αγγλίας διεξάγονταν μέσω του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας. Η δραστική μείωση του κόστους μεταφοράς και του επιχειρηματικού κινδύνου προϋπέθετε την διάνοιξη νέων συγκοινωνιακών οδών. Η συντομότερη ήταν η ναυτική οδός Γιβραλτάρ-Μάλτα-Κρήτη- Κύπρος-Σουέζ-Ερυθρά θάλασσα-Υεμένη-Ινδικός Ωκεανός.
Η Βιομηχανική Επανάσταση, σύμφωνα με τον Σουηδό ιστορικό της Οικονομίας Gunder Frank, και η εκπληκτική οικονομική ανάπτυξη της Ευρώπης από τον 17ο αιώνα και μετά, βασίστηκε στην διάνοιξη εμπορικών οδών και σύναψη εμπορικών ανταλλαγών με την Άπω Ανατολή. Ειδικά η μετατροπή της Αγγλίας σε παγκόσμιο οικονομικό κέντρο δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς την αποικιοποίηση της Ινδικής υποηπείρου. Η πρόσβαση του αγγλικού βρετανικού ναυτικού στον Ινδικό Ωκεανό ήταν εφικτή είτε με τον δαπανηρό, χρονοβόρο και επικίνδυνο περίπλου της Αφρικής μέσω του ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας είτε μέσω του Σουέζ, σταθμού μεταφόρτωσης εμπορευμάτων από την Μεσόγειο στην Ερυθρά Θάλασσα και από εκεί στον Ινδικό Ωκεανό. Ήδη από τον 18ο αιώνα είχε εκδηλωθεί βρεταννικό και γαλλικό ενδιαφέρον γιά διάνοιξη διώρυγος. Σύμφωνα με τον καθηγητή Χριστοδουλίδη, ο Μωχάμετ Άλυ είχε διαβλέψει ότι η διάνοιξη διώρυγος θα προσείλκυε το παγκόσμιο ενδιαφέρον. Η Γαλλία είχε διεισδύσει στην Αίγυπτο του Μωχάμετ Άλυ μέσω διαφόρων συμβούλων και εμπορικών αντιπροσώπων, γεγονός πού είχε θορυβήσει την Αγγλία. Ασφαλώς και η Γαλλία δεν επιθυμούσε την ισχυροποίηση του Μωχάμετ Άλυ, διότι ήθελε την Αίγυπτο περιχαρακωμένη και ελεγχόμενη από την ίδια.
Η Αγγλία ήθελε να αποκτήσει πρόσβαση στο Σουέζ αποκτώντας επιρροή στην Αίγυπτο, αλλά δεν ήλεγχε τον Μωχάμετ Άλυ. Φοβόταν εξ άλλου ότι ο ηγεμόνας της Αιγύπτου επεδίωκε να ανοίξει δίοδο στον Ινδικό Ωκεανό ελέγχοντας την Παλαιστίνη-Συρία-Αραβική Χερσόνησο. Ανησυχούσε ασφαλώς και για το ενδεχόμενο ο Μωχάμετ Άλυ να αποκτήσει τον έλεγχο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, κάτι που θα έθετε τέρμα στις αποικιακού τύπου εμπορικές σχέσεις μεταξύ Αγγλίας και Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η Αγγλία φοβόταν ότι, σε μία τέτοια περίπτωση, ο Μωχάμετ Άλυ θα επέβαλε σε όλη την Οθωμανική αυτοκρατορία κρατικό μονοπώλιο όπως είχε κάνει και στην Αίγυπτο, κάτι που θα έπληττε τις βρεταννικές εξαγωγές.
Τέλος, και η Ρωσσία δεν επιθυμούσε την ισχυροποίηση της Αιγύπτου και μέσω αυτής την αναζωογόνηση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, την στιγμή που σταθερή ρωσσική πολιτική ήταν ο διαμελισμός της.
Επομένως οι επιδιώξεις των Μεγάλων Δυνάμεων συνέκλιναν, αν και γιά διαφορετικούς λόγους, στον στόχο της αποδυνάμωσης του Μωχάμετ Άλυ και του ελέγχου της αιγυπτιακής επικράτειας.
Μύθος οτι ο Ιμπράημ κατέστειλε την Επανάσταση
Προσφιλής αστικός μύθος όσων προσεγγίζουν το 1821 ιδεολογικά και όχι μέσα από τα γεγονότα, είναι ότι η Επανάσταση ηττήθηκε στρατιωτικά από τον Ιμπραήμ και διασώθηκε χάρις στην παρέμβαση των τριών στόλων στο Ναυαρίνο. Τα γεγονότα όμως διαψεύδουν κατηγορηματικά αυτό το μηχανικά επαναλαμβανόμενο αλλά παραπλανητικό αφήγημα.
Ο αρχικός σχεδιασμός του Ιμπραήμ προσέκρουσε σέ δύο θεμελιώδεις παράγοντες: ο ένας ήταν η λυσσαλέα αντίσταση που αντέταξαν οι Έλληνες και κυρίως ο Κολοκοτρώνης και ο άλλος ήταν οι Μεγάλες Δυνάμεις.
Η άφιξη του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο τον Ιανουάριο του 1825 επικεφαλής σύγχρονου στρατού με Γάλλους αξιωματικούς (βετεράνους του Ναπολέοντος) βρίσκει τους Έλληνες εξαντλημένους από μακροχρόνιο εμφύλιο και λυσσαλέο πόλεμο. Η αρχική πορεία του Ιμπραήμ υπήρξε νικηφόρα: παρά την λυσσαλέα αντίσταση στο Μανιάκι κατέλαβε την Τρίπολη. Αλλά η προσπάθειά του να καταλάβει στην συνέχεια το Ναύπλιο, δηλαδή το ισχυρότερο φρούριο της Πελοποννήσου, απέτυχε. Στις 13 Ιουνίου ο στρατός του συνετρίβη στους Μύλους από τις ελάχιστες αλλά αποφασισμένες δυνάμεις του Υψηλάντη. Έτσι το Ναύπλιο, βασικός λιμένας και στρατηγικό σημείο της Πελοποννήσου, δεν έπεσε ποτέ στα χέρια του Ιμπραήμ.
Δεύτερη αποτυχία του Ιμπραήμ ήταν η ήττα του στην Μάνη. Τον Ιούνιο του 1826 ο Αιγύπτιος αρχιστράτηγος προσπάθησε να εισελάσει από την Μεσσηνία στην Μάνη, αλλά ηττήθηκε στην μάχη της Βέργας (22-26 Ιουνίου 1826) από δυνάμεις πολύ λιγώτερες από τις δικιές του. Ο Ιμπραήμ συνέχισε την προσπάθεια αλλά δύο μέρες μετά ταπεινώθηκε ξανά στο Δυρό, όπου πρωταγωνίστησαν οι γυναίκες της Μάνης. Στις 28 Αυγούστου ηττήθηκε γιά άλλη μιά φορά στον Πολυάραβο και έκτοτε εγκατέλειψε τις προσπάθειές του. Η Μάνη παρέμεινε απρόσβλητη. Την ίδια χρονιά, σε κυκλωτική του κίνηση από τον ανατολικό Πάρνωνα, ο Ιμπραήμ αντιμετώπισε σφοδρή αντίσταση των Τσακώνων όταν επιχείρησε να καταλάβει την Καστάνιτσα και αναγκάστηκε να την προσπελάσει αφήνοντάς την άθικτη.
Οι δύο μεγαλύτερες, όμως, στρατηγικού χαρακτήρα αποτυχίες του Ιμπραήμ ήταν (α) η αποτυχία του να εξοντώσει τον Κολοκοτρώνη. Η επιβίωση του αρχιστράτηγου και η αδιάλλακτη στάση του διατήρησαν ενεργό τον πυρήνα και τον στρατηγικό εγκέφαλο της Επανάστασης και στέρησαν τον Ιμπραήμ από μία νικηφόρα έκβαση και την δυνατότητα να διακηρύξει την νίκη του. Και (β) η αποτυχία της επιχείρησης «προσκύνημα», η οποία θα επανέφερε την Πελοπόννησο στην οθωμανική κυριαρχία με την μέθοδο των ατομικών δηλώσεων υποταγής των Ελλήνων. Και αυτό το εγχείρημα του Ιμπραήμ απέτυχε λόγω του εξαιρετικά βίαιου αλλά σωτήριου συνθήματος του Κολοκοτρώνη «Φωτιά και Τσεκούρι στους προσκυνημένους».
Συμπέρασμα: όταν τον Οκτώβριο του 1827 έφτασαν οι τρεις στόλοι στο Ναυαρίνο, ο Ιμπραήμ είχε απειλήσει σοβαρά αλλά είχε αποτύχει να καταστείλει την Επανάσταση. Στην ουσία το Ναυαρίνο προσέφερε στον Ιμπραήμ μία εύσχημη διέξοδο. Η αποχώρησή του από την Ελλάδα πραγματοποιήθηκε λόγω της ήττας του από τις τρεις Μεγάλες Δυνάμεις, άρα ήταν λιγώτερο ταπεινωτική από μία εκκένωση της περιοχής λόγω στρατηγικού αδιεξόδου.
- Ο Μελέτης Η. Μελετόπουλος είναι Διδάκτωρ Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών Πανεπιστημίου Γενεύης και Λυκειάρχης Ιονίου Σχολής