Bild: Ο Γιούλιαν Λάιχερτ έκανε ό,τι ήθελε όσο τα αίσχη του ήταν εσωτερικό μυστικό

Bild: Ο Γιούλιαν Λάιχερτ έκανε ό,τι ήθελε όσο τα αίσχη του ήταν εσωτερικό μυστικό
O Julian Reichelt, στο στούντιο του τηλεοπτικού καναλιού της Bild, στις 16/8 του 2021. Jörg Carstensen/DPA/AFP

Η "Bild" δεν έδινε σημασία για χρόνια, στα όσα έκανε (και καταγγέλονταν) ο Γιούλιαν Λάιχερτ, ώσπου τα έμαθε όλος ο κόσμος. Η αδιαφορία, η εντολή για έρευνα και η απόλυση του διευθυντή που έκανε κατάχρηση εξουσίας.

H “Βild” είναι η δεύτερη σε πωλήσεις, καθημερινή tabloid εφημερίδα της Ευρώπης, μετά τη βρετανική “The Sun”. Στοιχίζει ένα ευρώ και στο δεύτερο εξάμηνο του 2021 (έως τώρα) έχει πουλήσει 1.236.208 φύλλα.

Φημίζεται για την εμμονή της να σκέφτεται ‘έξω από το κουτί’ και όπως μπορείτε να διαβάσετε στην ιστοσελίδα της “στόχος μας είναι να μην εγκαταλείπουμε ποτέ την προσπάθεια να μάθουμε όσα ενδιαφέρουν πραγματικά τους Γερμανούς. Γράφουμε με πάθος και δεν θα κάναμε κάτι άλλο. Βάζουμε το αίμα, τον ιδρώτα και τα δάκρυα μας σε αυτό που κάνουμε. Δίνουμε γεγονότα, με ανθρώπινη μορφή. Η καλή δημοσιογραφία δεν έχει επιφυλάξεις”.

Όπως αποδείχθηκε, μπροστά στο αποτέλεσμα, οι ιθύνοντες έκαναν τα στραβά μάτια στις μεθόδους που χρησιμοποιούσε ο τύπος που είχε επιλεγεί για επικεφαλής και έκανε κατάχρηση εξουσίας, σε όλα τα επίπεδα, για τουλάχιστον μια πενταετία. Ώσπου το κοινό μυστικό το έμαθε όλος ο ντουνιάς και ο Julian Reichelt απολύθηκε.

Θα θέλαμε ωστόσο, να δείτε τι ακριβώς έκανε για χρόνια αυτός ο άνθρωπος και έκρυβαν αυτοί που παίρνουν τις αποφάσεις, κάτω από το χαλάκι.

Στο μυαλό του, ο Reichelt ήταν ροκ σταρ

Το “θα κάνετε ό,τι σας λέω, αλλιώς θα απολυθείτε” ήταν η κύρια οδηγία προς τους υφισταμένους του, από όταν ήταν αρχισυντάκτης -με τη συνθήκη να τερματίζει από το 2017 που έγινε το απόλυτο αφεντικό. Συνήθιζε να τους απευθύνεται με τον πλέον προσβλητικό τρόπο και από ένα σημείο κι έπειτα (όσο έμενε ατιμώρητος) δεν κρατούσε καν τα προσχήματα. Ο φόβος για τις συνέπειες που είχε ‘εγκαταστήσει’ με μεγάλη μαεστρία, απέτρεπε τα θύματα του από το να κάνουν καταγγελίες. Όταν γίνονταν αυτές, ήταν ανώνυμες και χωρίς πολλές λεπτομέρειες -για να μην αποκαλυφθεί η ταυτότητα και γνωρίσουν την οργή του. Ως προς αυτό, έπαιξε ρόλο κάτι ακόμα.

Τα στοιχεία που συγκέντρωσε η Spiegel -από όταν έμαθε πως ο Reichelt είναι αντικείμενο έρευνας- καταστούν σαφές πως όλοι (από την κορυφή έως τον πάτο της πυραμίδας της Springer) είχαν γνώση επί της προβληματικής  συμπεριφοράς του διευθυντή.

Κανείς όμως, εξ αυτών που είχαν δύναμη, τον σταμάτησε, καθώς ο Reichelt είχε την στήριξη του CEO, Mathias Döpfner. Βλέπετε, ο Reichelt έκανε την πρακτική του στην Bild (2002-03) και μετά ‘έβγαλε’ την Axel-Springer-Akademie. Δηλαδή, ήταν παιδί του ομίλου. Πρώτα έγινε πολεμικός ανταποκριτής, μετά πήρε επ ώμου τα της γαστρονομίας και το Φλεβάρη του 2014 έγινε αρχισυντάκτης της digital έκδοσης. Τρία χρόνια μετά ήταν διευθυντής όλων των εκδόσεων. Ως επικεφαλής, κατηγορήθηκε για τη μονόπλευρη κάλυψη πτυχών της μεταναστευτικής κοινωνίας και τη δημοσίευση ανακριβών στοιχείων ως προς την επέμβαση του ρωσικού στρατού στη Συρία, το 2016. Κρατήστε ωστόσο, πως είχε πάρει με το μέρος του το αφεντικό που δήλωνε εντυπωσιασμένος με το ατρόμητο του διευθυντή της εφημερίδας και τη διάθεση του να αποκαλύψει αλήθειες, ανεξάρτητα από το κόστος. Προφανώς και γνώριζε για τις αμφιλεγόμενες συμπεριφορές του. Απαντούσε με τον εξής τρόπο.

“Το να σε μισούν είναι μέρος της δουλειάς όποιου είναι αφεντικό”.

Αυτό που συνήθιζε να κάνει ο Reichelt και αποκαλύφθηκε στην κόντρα που είχε ανοίξει το Μάιο του 2020 εναντίον του επιδημιολόγου Christian Drosten, ήταν να βάζει το ‘στρατό’ που είχε δημιουργήσει -με νέους, φιλόδοξους και χειραγωγήσιμους συντάκτες- να εξαπολύουν επιθέσεις “σε όποιον δεν συμφωνούσε μαζί του”, για τον όποιο λόγο. Στις αρμοδιότητες τους ήταν να πιέζουν όσους ένιωθαν προσβεβλημένοι από τις πρακτικές του αφεντικού, να μην αντιδράσουν -με θεμιτούς και αθέμιτους τρόπους. Το ‘ξεχυθείτε’ το διέταζε εκείνος, με μήνυμα στο Slack. Έτσι, διασφάλιζε πως όλα τα μέλη της συντακτικής ομάδας θα κάνουν ό,τι θέλει.  Όποιος είχε ενστάσεις και τις διατράνωνε, απομακρυνόταν -ώσπου από ένα σημείο κι έπειτα δεν μιλούσε κανείς εκ των αντιρρησιών.

Όταν δημοσιεύτηκαν όλα αυτά στην Spiegel, η Alex Springer (όπου ανήκει η Bild) σχολίασε μέσω του εκπροσώπου Τύπου πως “σε τέτοιου είδους καταστάσεις, πρέπει να γίνεται θεμελιώδης διάκριση μεταξύ φημών, ενδείξεων και αποδεικτικών στοιχείων. Εάν οι ενδείξεις γίνουν αποδείξεις από τους καταγγέλλοντες, θα αρχίσουμε αμέσως το εκπαιδευτικό μας έργο και το ΔΣ θα αναλάβει δράση. Δεν είναι μέρος ωστόσο, της εταιρικής μας κουλτούρας να ξεκινήσουμε προκαταρκτική εξέταση, βασιζόμενοι σε φήμες”.

Υπάρχουν στοιχεία που αποδεικνύουν πως υπήρχαν αρκετοί αξιωματούχοι της Bild που είχαν ενημερώσει τα μέλη του ΔΣ, Stephanie Caspar και Jan Bayer για τον ταπεινωτικό στιλ management που είχε ο  Reichelt. Σε όλες τις ‘προειδοποιήσεις’ αναφερόταν πως η συμπεριφορά του προς τις γυναίκες ήταν απαράδεκτη (επισήμως ο mediaκος κολοσσός είχε πει “δεν υπάρχουν αποδείξεις σεξουαλικής παρενόχλησης ή εξαναγκασμού”). Όλα αυτά έφτασαν έως τον Döpfner, που έκρινε ότι δεν υπήρχαν αποδείξεις.

Οι “διαδικασίες συμμόρφωσης”

Ώσπου το 2018 τα κρίματα είχαν μαζευτεί και διατάχθηκε διαδικασία συμμόρφωσης (περισσότερο επρόκειτο για σύσταση που αφορούσε και τα μάτια του κόσμου). Είχε κατηγορηθεί πως παρείχε σε εταιρία PR (δημοσίων σχέσεων) δουλειές και φιλικά άρθρα, γιατί είχε σχέσεις με συνεργάτη της. Η εφημερίδα Handelsblatt είχε ετοιμάσει σχετικό άρθρο. Είχε για τίτλο “Where love falls”. Δεν δημοσιεύτηκε ποτέ, κατόπιν παρέμβασης του Reichelt που έθεσε θέμα ιδιωτικότητας -ενώ η Springer είχε χαρακτηρίσει τη διαδικασία ως απρόσκοπτη.

Ακολούθησε άλλη διαδικασία συμμόρφωσης που διατάχθηκε από τους εργοδότες του Reichelt. Αφορούσε καταγγελία που τον ήθελε να κάνει χρήση κοκαΐνης. Την έκανε μέλος του ΔΣ στο πρόσωπο του διευθυντή. Εκείνος απάντησε πως “δεν έχω να σου αποδείξω τίποτα”.

Τον Ιούνιο του 2019 δεν υπήρχε πια η παραμικρή αμφιβολία πως ο Reichelt ήταν σε ξεκάθαρο power trip -ένιωθε πως μπορούσε να κάνει τα πάντα, χωρίς να ‘πληρώσει’ για τίποτα. Κατά την παρουσία του σε podcast, ως καλεσμένος δύο αστυνομικών ρεπόρτερ της Bild, υποτίθεται πως θα απαντούσε σε ερωτήσεις που αφορούσαν φήμες που είχαν κυκλοφορήσει για το εγκληματικό του παρελθόν. Αφού έκανε πλάκα, είπε πως είχε κλέψει κάτι Playmobil ως παιδί. Όταν οι παρουσιαστές τον ρώτησαν “δεν θα φοβόσασταν να πέσετε πάνω σε dealers, όπως ερευνούσατε μια πληροφορία;”, απάντησε “όχι”. Στην επισήμανση “πολλοί λένε πως μπορούν να εξηγήσουν τις πολιτικές σας απόψεις, μόνο μέσω ναρκωτικών”, σχολίασε “μπορείς να το κάνεις και χωρίς αυτά”.

Πάμε τώρα και στο πώς συμπεριφερόταν στις γυναίκες

Το σύστημα του Reichelt, που αφορούσε τις νεαρές που εμφανίζονταν στην Bild ως εθελόντριες ή για να κάνουν την πρακτική τους, είχε και όνομα: το Vögeln, fördern, feuern. Δηλαδή, όλα ξεκινούσαν με πρόσκληση σε δείπνο που έστελνε, μέσω του Instagram, σε νεαρές γυναίκες που εμφανίζονταν στο μέσο ως εθελόντριες ή έκαναν την πρακτική τους. Όσες δέχονταν να γίνουν ερωμένες του, έπαιρναν προαγωγή. Όταν έβρισκε άλλο ‘στόχο’, τις απέλυε και άρχιζε την ιστορία από την αρχή. Ο ίδιος εξακολουθεί να αρνείται πως οι όποιες επαγγελματικές αποφάσεις επηρεάστηκαν από προσωπικές σχέσεις. Τονίζει πως όλες οι προσωπικές αποφάσεις και εκτιμήσεις των συνεργατών του, έγιναν με αντικειμενικότητα.

Ατυχώς για εκείνον, επιβεβαίωσε τις μέχρι τώρα, φήμες ο μέχρι πρότινος ευεργέτης του, μέσω email. Είχε μεσολαβήσει η αποκάλυψη του ντοκουμέντου των New York Times κατά την οποία το Νοέμβριο του 2016 είχε πει σε γυναίκα υπάλληλο πως “αν μαθευτεί πως έχω σχέση με εκπαιδευόμενη, θα χάσω τη δουλειά μου”. Εκείνος ήταν 36 και η γυναίκα 25.

Η καταγγέλλουσα πρόσθεσε ότι η σχέση συνεχίστηκε, αφότου ο Reichelt έγινε επικεφαλής του newsroom το 2017 -έγινε πρόεδρος των συντακτικών γραφείων της Bild στην έντυπη και την digital μορφή. Μόλις άλλαξε πόστο, έδωσε προαγωγή στην ερωμένη του (“μου έδωσε θέση για την οποία δεν αισθανόμουν έτοιμη” δήλωσε χαρακτηριστικά στην κατάθεση της) και συνέχισε να της ζητά να συναντιούνται σε δωμάτια ξενοδοχείων, κοντά στα γραφεία της Springer στο Βερολίνο. Η γυναίκα τόνισε πως “συνήθως έτσι λειτουργούν τα πράγματα στην Bild. Όσες κοιμούνται με το αφεντικό, παίρνουν καλύτερη δουλειά”. Όποια τον ενημέρωνε πως θα αποκαλύψει τα αίσχη του, συνήθως έπαιρνε χρήματα για να μη μιλήσει ποτέ σε κανέναν.

Στο τέλος της ημέρας, ο Reichelt έκανε πάντα ό,τι ήθελε. Το ίδιο πίστευε πως θα συμβεί και φέτος, επιμένοντας πως πρόκειται για συνωμοσία και ότι κίνητρο είναι η εκδίκηση. Τώρα που κατάλαβε ότι είναι αργά, ζήτησε συγγνώμη “για τους ανθρώπους που πλήγωσα ενώ ήμουν επικεφαλής τους”.

Τώρα ζητάει συγγνώμη

Οι λεπτομέρειες που δημοσίευσαν οι Times ανήκουν στην έρευνα που διατάχθηκε τον περασμένο Μάρτιο από την Springer, προφανώς γιατί οι ενδείξεις είχαν γίνει πια, αποδείξεις και επειδή τα εκ των έσω είχαν κυκλοφορήσει παντού. Φρόντισε για αυτό ο κωμικός Jan Böhmermann που έκανε σόου τις συμπεριφορές του Reichelt. Σε πρώτη φάση, οι εργοδότες του επιχείρησαν να λάβουν τα μηνύματα από το Whatsapp και το Instagram, ενώ κάποιες γυναίκες εργαζόμενες προσέλαβαν δικηγόρους.

Σε επίσημη ανακοίνωση που υπάρχει πια, και στην ιστοσελίδα του κολοσσού των media αναφέρεται πως “το Εκτελεστικό Συμβούλιο έμαθε πως ο Julian Reichelt δεν διαχώρισε την προσωπική από την επαγγελματική του ζωή, ούτε με το πέρας της διαδικασίας συμμόρφωσης, την άνοιξη του 2021 και συνέχισε να λέει ψέματα στο Συμβούλιο”. Ως προς την κατάθεση που διαβάσατε από πάνω, η Springer υποστήριξε πως “υπάρχουν κάποια ανακριβή στοιχεία” χωρίς να πει ποια είναι αυτά.

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα