Η ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ ΤΟΥ ’87 ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΠΟΛΙΤΗ
Τριάντα πέντε χρόνια μετά, το Ευρωμπάσκετ 87 παραμένει το ορόσημο της έκρηξης του ελληνικού αθλητισμού. Ο Γιάννης Φιλέρης παρουσιάζει σήμερα μια ιστορική συνέντευξη-παρακαταθήκη του Κώστα Πολίτη, που είχε πάρει για τις ανάγκες του βιβλίου του. Ο αείμνηστος Ευρωκόουτς εξιστορούσε πως σχεδιάστηκε εκείνη η Εθνική Ομάδα, μιλώντας για όλα.
Ήταν Οκτώβριος του 2016, όταν συνάντησα τον Κώστα Πολίτη στην αγαπημένη του καφετέρια στην Γλυφάδα. Κάτσαμε μαζί δυο ώρες και βάλε. Όσα δεν είπαμε τότε, τα προσθέσαμε σε μια ακόμη συνάντηση στο Γραφείο του, στην οδό Δαμάρεως, στο Παγκράτι. Ετοίμαζα τότε το βιβλίο “87 Τίποτα δεν μας σταμάτησε” και οι δικές του μαρτυρίες για το θαύμα του Ευρωμπάσκετ ήταν, φυσικά, πολύτιμες.
Αυτές οι συζητήσεις -για τις ανάγκες της αφήγησης του ιστορικού αθλου- αποτυπώθηκαν σε μια συνέντευξη, αν όχι την τελευταία, σίγουρα μια από τις τελευταίες της ζωής του για την μεγάλη ομάδα που δημιούργησε ο ίδιος το 1987. Τον Ιούλιου του 2017, μου έκανε την τιμή να μιλήσει στην παρουσίαση του βιβλίου από τον Δήμο Βύρωνα, στο θέατρο “Αννα Συνοδινού”, ψηλά στους Βράχους. Σχεδόν ένα χρόνο μετά, ο Ευρωκόουτς έφευγε από τη ζωή σε ηλικία 76 ετών, έχοντας αντιμετωπίσει σοβαρά προβλήματα υγείας.
Είναι αλήθεια ότι ο ρόλος του στην ανασυγκρότηση, τη δημιουργία και την ιδανική λειτουργία (λέξη που του άρεσε πολύ να χρησιμοποιεί) μιας ανεπανάληπτης Εθνικής Ομάδας δεν αποδόθηκε στο έπακρο, τουλάχιστον στα πρώτα χρόνια μετά τον θρίαμβο -όταν και ο ίδιος συνέχισε να εργάζεται επιστρέφοντας στην προπονητική επί συλλογικού επιπέδου, όπου η λογική φθορά στις όποιες αγωνιστικές συγκρούσεις, απώλεσε το αστραφτερό περιτύλιγμα της αρχικής του αίγλης.
Στη διαδρομή του χρόνου, ωστόσο, αναγνωρίστηκε η πολύ μεγάλη συμβολή του και η στρατηγική που χάραξε το 1982 όταν ο Γιώργος Βασιλακόπουλος του εμπιστευόταν τη θέση του ομοσπονδιακού προπονητή.
Μια τολμηρή, όσο και πρωτοποριακή, πολιτική εφαρμόστηκε με χειρουργική ακρίβεια, ώστε το ελληνικό μπάσκετ να εκμεταλλευτεί όλες τις συγκυρίες και να φτάσει το βράδυ της 14ης Ιουνίου του 1987 στην κορυφή της Ευρώπης. Ναι, ήταν ένα έπος, ένα θαύμα, που 35 χρόνια μετά εξακολουθεί να είναι κάτι σαν ορόσημο της σύγχρονης εποχής του ελληνικού αθλητισμού, υπήρξε ωστόσο μια προεργασία πέντε ετών, με κινήσεις που κυριολεκτικά άλλαξαν τον χάρτη.
Ο Πολίτης, κεντρική φυσιογνωμία αυτών των νεωτερισμών που εφαρμόστηκαν τότε. Αν ρωτήσετε τώρα τους πρωταγωνιστές του ’87 και όχι μόνο, θα τους ακούσετε να παραδέχονται τον ουσιαστικό ρόλο ενός κόουτς που έβλεπε μπροστά από την εποχή του, ήξερε να κάνει τομές, αδιαφορούσε για τις κριτικές, έδινε το παρών σχεδόν παντού, έχοντας μια πλήρη εικόνα και γνώση για το υλικό του μπάσκετ. Όταν κλήθηκε να φτιάξει την ομάδα του 87, ήξερε απόλυτα πως έπρεπε να βάλει τα κομμάτια του παζλ, ένα προς ένα.
Κι εκείνη η συζήτηση μαζί του, πριν από έξι χρόνια, (και όχι μόνο για τον άθλο του Ευρωμπάσκετ, αλλά με αναφορές σε πολλά θέματα από τον Νικο Γκάλη μέχρι τον Γιάννη Αντετοκούνμπο) μοιάζει με την παρακαταθήκη του για το μέλλον. Σήμερα, ανήμερα της επετείου του 87, την μεταφέρουμε λέξη προς λέξη. Είναι και ένα χέρος στη μνήμη του μεγάλου προπονητή-οραματιστή, με εξαιρετικές σκέψεις για το μπάσκετ, πολύ μπροστά από την εποχή του.
Η σύλληψη μιας “‘άλλης Εθνικής”
Το 1987, είχατε συμπληρώσει πέντε χρόνια στην Εθνική Ομάδα. Ποια ήταν η κεντρική ιδέα για το χτίσιμο της ομάδας που θα αγωνιζόταν στο Ευρωμπάσκετ της Αθήνας;
Μετά την αποτυχία μας να προκριθούμε στο Ευρωπαϊκό του 1985, όταν δεν πήγαμε καλά, υπήρξε ένας προβληματισμός. Ποιοί είμαστε, τι έπρεπε να κάνουμε, ποιους έπρεπε να αντιγράψουμε, βάζοντας μέσα και τα δικά μας στοιχεία.
Κι έτσι έγινε η «σύλληψη» μιας άλλης ομάδας. Ανανεωμένης και σίγουρα πιο ψηλής, στα πρότυπα της εποχής, που είχαν χαράξει οι Γιουγκοσλάβοι, ή οι Σοβιετικοί. Βλέπαμε τα ψηλά κορμιά των αντιπάλων και τρομάζαμε. Θα μου πεις, εμείς δεν είχαμε πέντε παίκτες των 2.10, προφανώς δεν μπορούσαμε να έχουμε αυτά τα ύψη. Προσαρμοστήκαμε όμως στα δικά μας δεδομένα. Ξεκίνησα να χτίζω μια ομάδα με συγκεκριμένη φιλοσοφία.
Στη θέση “3” που μέχρι το 1983 έπαιζε ο Γιαννάκης, στο σχήμα με τους τρεις κοντούς και δίπλα σε Γκάλη που ήταν ο σούτινγκ γκαρντ και ο Κορωναίος ο πλέι-μέικερ, έβαλα τον Ανδρίτσο, μετά τον Ρωμανίδη, μέχρι που ήρθε ο Φάνης. Ήθελα να ψηλώσω τα σχήματα δε γινόταν διαφορετικά, εκεί οδηγούταν πλέον το μπάσκετ, δεν μπορούσαμε να μείνουμε πίσω. Είχαμε αποτυχίες και έπρεπε να αλλάξουμε τα πράγματα. Φυσικά ένας σχεδιασμός δεν φτάνει να υπάρχει μόνο στα χαρτιά. Πρέπει να κινητοποιείς όλους τους μηχανισμούς για την εφαρμογή του. Πήγαμε σε πολλά τουρνουά, δοκιμάζοντας νέους παίκτες οι οποίοι αποκόμιζαν εμπειρίες και βέβαια μας βοήθησε πάρα πολύ η πρόκρισή μας στο Παγκόσμιο του 1986. Ματς σταθμός για να πάμε στην Ισπανία ήταν ο αγώνας στο Εκκεντρεβίλ με τη Γαλλία. Βλέποντας τους νέους να ανταπκρίνονται, είδαμε ότι εν όψει 1987, υπήρχαν οι προϋποθέσεις για κάτι καλύτερο από το παρελθόν.
Δίπλα στα μεγάλα όπλα, Γκάλη και Γιαννάκη, προστέθηκε μια νέα γενιά παικτών διψασμένων να πετύχουν. Επικεφαλής ο Φάνης με το αστείρευτο ταλέντο. Επέστρεψε επίσης ο Φασούλας από την Αμερική και έτσι είχαμε κατασταλάξει σε ένα σχέδιο. Το πιο σημαντικό απ’ όλα ήταν ότι χτίσαμε μια ομάδα με ρόλους. Ξέραμε τι έπρεπε να γίνει, ανά πάσα στιγμή, οι αλλαγές ήταν καθορισμένες, έβγαινε ας πούμε ο Φάνης και έμπαινε ο Ανδρίτσος. . Από την στιγμή, άλλωστε, που ήταν ξεκάθαρο ότι ο Γκάλης ήταν ο σκόρερ και ο Γιαννάκης ο οργανωτής, προσθέταμε ένα-ένα τα κομμάτια…
Η περίφημη ανανέωση δεν έγινε εύκολα. Θυμάμαι σε πολλές περιπτώσεις υπήρχε μέχρι και έντονη δυσφορία
Υπήρχε κριτική, ειδικά όταν έπαιρνα νέα παιδιά. Κάποια τουρνουά στη Θεσσαλονίκη ή επιλογές για το βαλκανικό πρωτάθλημα. Ακόμη και η δωδεκάδα που διάλεξα για το Παγκόσμιο αμφισβητήθηκε. Μόνο ντομάτες δεν μου είχαν πετάξει. Στην καριέρα μου, όμως έμαθα κάτι. Πρέπει να ρισκάρεις. Η συντήρηση δεν οδηγεί πουθενά. Το ρίσκο, αντιθέτως δίνει λύσεις και προοπτικές, αρκεί να το πιστέψεις. Εγώ είχα τη φιλοσοφία, ότι έπρεπε να παλέψουμε με νέα παιδιά…
Υπήρχε και μια τεχνογνωσία πρωταθλητισμού, με τους τίτλους που είχατε κατακτήσει από τον Παναθηναϊκό…
Τρία πρωταθλήματα είχα πάρει. Στο μυαλό μου, όμως, βρισκόταν η εικόνα των τοπ-εθνικών ομάδων της εποχής. Ο Κορωναίος ήταν παιδί μου. Τον είχα από παιδί στον Παναθηναϊκό, αλλά δεν μπορούσαμε να επιμείνουμε στο σχήμα, με τους τρεις κοντούς.Αυτό ήταν καλό να κερδίζουμε τα προκριματικά στην Τουρκία και να πανηγυρίζουμε. Μετά όμως άρχιζαν τα προβλήματα. Η πρώτη επιλογή ήταν να πάει στον άσο ο Γιαννάκης. Ο Γκάλης θα ήταν πάντα ο σούτινγκ-γκαρντ (σ.σ Το 1987 ο Πολίτης έκανε πρόταση στον Τάκη Κορωναίο να επιστρέψει στην Εθνική ως μπακ-απ του Γιαννάκη, όμως ο διεθνής άσος που τότε είχε κάνει μια εξαιρετική χρονιά με τον Πανιώνιο αρνήθηκε το ρόλο ενός “αναπληρωματικού” με αποτέλεσμα να κληθεί ο Μέμος Ιωάννου. Αργότερα ο Κορωναίος αναγνώρισε αυτό το όχι, ως το μεγάλο λάθος της καριέρας του αφού έχασε την ευκαιρία να κατακτήσει το χρυσό μετάλλιο του Ευρωμπάσκετ)
Η προσαρμογή του Γιαννάκη
Πόσο εύκολη ήταν η σύζευξη Γκάλη-Γιαννάκη;
Δεν ήταν. Ο Γιαννάκης είχε το ταλέντο της επίθεσης. Στον Ιωνικό, έβαζε 60 πόντους, είχε όμως και το κορμί να παίξει άμυνα. Ο Γκάλης, ήταν αλλιώς. Του άρεσε περισσότερο η επίθεση, όπου είχε τρομερό χάρισμα.
Έπρεπε, λοιπόν, να αναμορφώσουμε τον Γιαννάκη. Ο Παναγιώτης έκανε μεγάλη προσπάθεια και προσαρμόστηκε στο ρόλο, που πράγματι του ταίριαζε, ξεχνώντας τον τρόπο με τον οποίο αγωνιζόταν στη Νίκαια, όταν περνούσε το κέντρο του γηπέδου και … έκανε σουτ. Τώρα, έπαιζε καλή άμυνα, έδινε ασίστ, έβαζε και πόντους όταν έπρεπε. Νομίζω ότι βοήθησε πολύ και η μεταγραφή του στον Άρη. Έδεσε το δίδυμο. Ήταν σπουδαία υπόθεση, γιατί αν ο Γιαννάκης πήγαινε, ας πούμε, στον Παναθηναϊκό και ο Γκάλης έμενε στον Άρη, δεν θα είχαμε αυτή τη συνεργασία σε καθημερινή βάση. Ξεκίνησε σαν πείραμα στην Εθνική, συνεχίστηκε στον Άρη…
Βλέπατε ότι η Εθνική θα γινόταν ομάδα εφάμιλλη των κορυφαίων της εποχής;
Σίγουρα, δεν πίστευα ότι θα φτάσουμε στο επίπεδο των ξένων. Ήμουν όμως αισιόδοξος, γιατί ακολουθούσαν παίκτες, από πίσω. Συνδετικός κρίκος ήταν ο Φάνης Χριστοδούλου. Πήγαμε στο Βαλκανικό και παίξαμε με ομάδες που είχαν προκριθεί στο Ευρωμπάσκετ και τους κοντράραμε, με κορυφαίο παίκτη τον Φάνη. Είδαμε ζωντανή την ελπίδα. Το είδαν και οι παίκτες, το είδαμε κι εμείς. Το παζλ, πλέον, συμπληρωνόταν με τα κομμάτια να μπαίνουν ένα προς ένα
Ο Γιαννάκης ανέβηκε στον «άσο», ο Φασούλας επέστρεψε έχοντας την εμπειρία της Αμερικής, ο Φάνης καθιερώθηκε στο «3», ο Γκάλης είχε βρει το ρόλο του αρχισκόρερ, συν τα νέα παιδιά, είχαμε μια καλή μαγιά στα χέρια μας.
Μια πρώτη γεύση για τις ικανότητες της ομάδας, την πήραμε από τα τουρνουά προετοιμασίας. Δυσκολεύαμε ομάδες, που δεν είχαμε κερδίσει ποτέ. Όπως την Ιταλία, που τη νικήσαμε εκτός έδρας. Δώσαμε πολλά παιχνίδια και κάναμε, μάλιστα, κάτι πρωτοποριακό. Με το που τελείωσε το «Ακρόπολις», το ίδιο βράδυ κιόλας, φύγαμε για τη Γερμανία για να παίξουμε άλλους τρεις αγώνες…
Υπήρχε, αν δεν κάνω λάθος και μια ιδανική ομάδα συνεργατών στο πλευρό σας
Οι συνεργάτες παίζουν μεγάλο ρόλο, το επιτελείο ήταν άριστο. Η ομάδα λειτουργούσε και έξω από το γήπεδο. Ήταν μια καλή παρέα, πολύ σημαντικό γεγονός. Αυτά ήταν τα στοιχεία, που μας έφεραν τον θρίαμβο, Αυτά και ο κόσμος. Ήταν απίστευτη η βοήθεια των φιλάθλων. Όλη αυτή η συμπαράσταση, είτε στο γήπεδο, είτε στη διαδρομή του πούλμαν μέχρι το ΣΕΦ, έκανε τους παίκτες να αισθάνονται όπως ο σούπερμαν. Έμπαιναν στο γήπεδο και πετούσαν. Ρωτούσαν τον Γκάλη αν είναι μεγάλη η νίκη και έλεγε ναι, μέχρι την επόμενη. Η αυτοπεποίθηση ανέβαινε στα ύψη. Η ψυχολογία μετράει πάρα πολύ στο άθλημά μας.
Μη ξεχνάμε ότι είχαμε πέσει σε ένα πολύ δύσκολο όμιλο. Είχαμε Σοβιετική Ένωση, Γιουγκοσλαβία, Ισπανία και Γαλλία. Κινδυνεύαμε να μείνουμε εκτός τετράδας και να αποτύχουμε παταγωδώς, πηγαίνοντας για τις θέσεις 9-12. Από την άλλη, όμως, εφόσον παίρναμε την πρόκριση, άνοιγε ο δρόμος στα νοκ-άουτ παιχνίδια. Από τον άλλο όμιλο, ο πιο δύσκολος αντίπαλος ήταν η Ιταλία. Βέβαια, για μας ήταν ένα φόβητρο, λόγω του ότι δεν την είχαμε νικήσει ποτέ. Αλλά σε εκείνο το ματς, παίξαμε καταπληκτικά. Θυμάμαι τον Καμπούρη να καρφώνει με μανία και το γήπεδο να παραληρεί…
– Κι όλα αυτά μετά από ένα σοβαρό τραυματισμό στην πρεμιέρα του τουρνουά
Είχαμε μεγάλη απώλεια με τον τραυματισμό του Φιλίππου, γιατί ο Νίκος ήταν βασικό στέλεχος. Πενταδάτος. Δεν είχαμε επιλογές, πολλές. Μετρημένες ήταν. Δεν μπορούσαμε να αλλάξουμε ξαφνικά, όσα είχαμε σχεδιάσει με τους ρόλους. Στη θέση του Γιαννάκη έμπαινε ο Ιωάννου, τον Φάνη αντικαθιστούσε ο Ανδρίτσος. Έτσι και ο Καμπούρης, θα έμπαινε αντί του Φιλίππου. Κανείς, βέβαια, δεν περίμενε ότι θα παίξει τόσο καλά. Έδεσε με όλη την ομάδα. Ήταν αυτός που έσπρωχνε, κάτι που δεν μπορούσε να κάνει ο Φασούλας ο οποίος ήταν εξαιρετικός στην άμυνα πάνω από το στεφάνι. Ο Αργύρης έβαζε με δύναμη το κορμί του, τον βοήθησε η ομάδα, ήταν μια αποκάλυψη για μένα…
Πολλές φορές οι μάχες των ψηλών έμοιαζαν με άνιση μάχη, που στο τέλος όμως τις κερδίζαμε κατά κράτος
Ο Φασούλας ήταν στυλοβάτης στην άμυνα. Στο ημίχρονο κάθε αγώνα, πηγαίναμε στο βοηθητικό και συζητάγαμε τι πρέπει να κάνουμε στο δεύτερο. Με τη Γιουγκοσλαβία στον ημιτελικό, ο Παναγιώτης ξάπλωσε στις εξέδρες και μου λέει «κόουτς δεν μπορώ να ανέβω, δεν αντέχω άλλο». Του λέω «έλα Παναγιώτη, ένα ημίχρονο μένει…»
Εδώ, που τα λέμε ήταν μόνος του απέναντι σε όλα τα θηρία. Έβλεπες τους Γιουγκοσλάβους να αλλάζουν τους ψηλούς, χωρίς πρόβλημα. Η Ρωσία είχε γίγαντες. Κι αυτός ήταν μόνος του. Πάλι καλά, που άντεξε μέχρι το τέλος και έκανε ένα τόσο μεγάλο τουρνουά.
Υπήρξαν κάποια τρικ, πριν ή μετά το τουρνουά;
Στο Ακρόπολις χάσαμε από τη Γιουγκοσλαβία με 20 πόντους. Έρχεται, λοιπόν, στο ξενοδοχείο ο δημοσιογράφος Γιάννης Αντωνόπουλος και με ρωτάει, κόουτς πως τα βλέπεις κλπ, κλπ.
Του λέω, μη κοιτάς το αποτέλεσμα. Είναι μεγάλη ομάδα η Γιουγκοσλαβία, αλλά κι εμείς δεν παίξαμε όπως μπορούμε. Έκρυψα κάποια πράγματα, απ’ αυτά που πράγματι θα κάνουμε στο Ευρωμπάσκετ.
Τι εννοούσα. Αυτό που κάναμε στα επίσημα ματς. Δίναμε βοήθειες στα μαρκαρίσματα, με αποτέλεσμα οι Γιουγκοσλάβοι να βγάζουν την μπάλα έξω, για να σουτάρουν ελεύθερο τρίποντο. Αποφασίσαμε να μην αλλάζουν οι τρεις περιφερειακοί παίκτη, η βοήθεια να έρχεται από μέσα και έτσι τους μπλοκάραμε και στους δυο αγώνες.
Ο Φάνης τα έκανε όλα
Δώσατε όμως και την μπάλα στον Γκάλη από την αρχή της επίθεσης
Πηγαίνοντας στη Γερμανία σκεφτόμουν πως θα αξιοποιούσαμε ακόμη περισσότερο τον Γκάλη και το τρομερό του ταλέντο να βάζει την μπάλα στο καλάθι, με οποιονδήποτε τρόπο. Οι περισσότερες άμυνες ήθελαν να τον περιορίσουν σε μια από τις δυο πλευρές της ρακέτας, ώστε να μη του δώσουν πολύ χώρο να ελιχθεί. Σκέφτηκα να τον ανεβάσω στην κορυφή και έτσι φτιάξαμε το σύστημα “1”, με τον Γιαννάκη να δίνει την μπάλα στον Γκάλη, που είχε πλέον όλο το πεδίο μπροστά του, είτε να δράσει στο ένας εναντίον ενός … ή όλων, δεν είχε πρόβλημα, ή να πασάρει στον Φασούλα όταν έβγαιναν για βοήθειες οι αντίπαλοι ψηλοί. Η κλάση των Γκάλη-Γιαννάκη, τα τεράστια προσόντα του Φασούλα, ήταν δεδομένα. Αλλά κλειδί για όλα ήταν ο Φάνης…”
Πώς ακριβώς;
Είχε ένα πολυδιάστατο ρόλο. Έπαιζε άμυνα πάνω στον καλύτερο επιθετικό των αντιπάλων, μπορούσε να κατεβάσει την μπάλα αν χρειαζόταν και βέβαια είχε καλό μακρινό σουτ. Στον ημιτελικό με τη Γιουγκοσλαβία, ξεκίνησε έχοντας 3/3 τρίποντα. Πιστεύω ότι ήταν ο πιο προικισμένος αθλητής απ’ όλους όσους έχουν περάσει από το ελληνικό μπάσκετ, με βάση τι μπορούσε να κάνει μέσα στο γήπεδο. Γέμιζε την στατιστική του, με πόντους, ριμπάουντ, ασίστ και έκανε ανθρώπους όπως ο Στάνκοβιτς να τον θαυμάζουν απεριόριστα. Σίγουρα θα ήταν ακόμη καλύτερος αν έπαιζε σε ομάδες υψηλού πρωταθλητισμού, γιατί θα αναγκαζόταν να δουλέψει περισσότερο. Είχε τεράστια προσόντα. Πηγαίναμε στο Πέζαρο, για τουρνουά, και τον έβαλα πλέι-μέικερ. Ήταν καταπληκτικός. Σε ένα άλλο παιχνίδι, είχαμε αντίπαλο την Κορέα. Ήταν όλοι κοντοί. Βλέποντας την εξέλιξη του ματς, παίρνω την απόφαση και λέω «ο Φάνης πεντάρι». Τους διαλύσαμε. Αυτός ήταν ο Χριστοδούλου. Ένας μπασκετμπολίστας, με όλη τη σημασία της έννοιας…
Με ποια αίσθηση μπήκατε στο ΣΕΦ για την εξέλιξη του τουρνουά;
Η εικόνα, που είχαμε από τα φιλικά ήταν ελπιδοφόρα. Κοντράραμε μεγάλες ομάδες, πανεπιστήμια όπως το Πρόβιντενς με προπονητή τον Ρικ Πιτίνο. Πίστευα ότι θα πηγαίναμε καλά, μπαίνοντας στην οκτάδα. Ούτε καν περνούσε από το μυαλό κάτι περισσότερο, αλλά με την εξέλιξη των αγώνων μεγαλώναμε σαν ομάδα, μαζί και οι στόχοι μας.
Σε ποιο ματς είχατε το περισσότερο άγχος;
Με τη Γαλλία. Με ήττα μέναμε έξω από τους στόχους μας. Υπήρχε πολύ άγχος, ειδικά στο πρώτο ημίχρονο όπου δεν είχαμε ξεφύγει στο σκορ. Για πρώτη φορά, μάλιστα, στην καριέρα μου είχα πάρει δυο ασπιρίνες, πριν από το ματς, ώστε να κοουτσάρω ήρεμος. Ήταν ματς-κλειδί για τη συνέχεια. Και για τη ψυχολογία μας και για ό,τι επακολούθησε. Αν χάναμε από τη Γαλλία, κανείς δεν θυμόταν ότι είχαμε νικήσει τη Γιουγκοσλαβία ή ότι είχαμε κοντράρει τη Σοβιετική Ένωση. Θα παίζαμε για τις θέσεις 9-12 και όλα θα ξεχνιόντουσαν γρήγορα.
Το μεγάλο παιχνίδι, βεβαια, ήταν ο τελικός. Τρομερή δωδεκάδα. Έμπαιναν-έβγαιναν και ήταν το ίδιο. Εμείς δεν είχαμε τέτοια όπλα, εκτός από τον κόσμο που μας έσπρωχνε σχεδόν μεταφυσικά σε κάθε φάση του αγώνα.
Ο Γιάννης Λάτσης, που είχε ενθουσιαστεί από την πορεία της Εθνικής, μου ζήτησε τη βιντεοκασέτα του τελικού. Έκανα ένα αντίγραφο και του την έδωσα, ρωτώντας τι τη θέλει. Μου απάντησε: «Θέλω να τη στείλω στον βασιλιά της Σ.Αραβίας, γιατί δεν μπορεί να καταλάβει πως τα δέκα εκατομμύρια, νίκησαν τα διακόσια. Του είπα, βέβαια, ότι δεν ήταν πόλεμος, αλλά ένας αγώνας μπάσκετ».
Ο Γκομέλσκι ήταν ένας έξοχος αντίπαλος, πολύ ενεργητικός στο κοουτσάρισμα, δοκίμαζε διάφορα σχήματα για να σε εκπλήξει…
Απίθανο να βλέπεις τον Γιάννη
Τι μας έδωσε εν τέλει το Ευρωμπάσκετ;
Μπήκαν οι βάσεις. Φάνηκε από τις επιτυχίες που ακολούθησαν. Πήραμε πολλά πράγματα. Σε όλα τα επίπεδα. Δεν ήταν ένα πυροτέχνημα. Εμφανίστηκαν παράγοντες, επένδυσαν, ανέβηκαν τα μπάτζετ. Ήρθαν επίσης τίτλοι, που έλειπαν. Μπήκαμε σε μια άλλη εποχή, όπου αγγίξαμε και ξεπεράσαμε τους ξένους. Όχι μόνο η γενιά του 87 αλλά και οι επόμενες που ακολούθησαν. Ο σπόρος φυτεύτηκε, οι καρποί άνθισαν. Ακόμη και τώρα, που έχουμε δυσκολίες.
Υπήρξε μια συνέχεια. Μοιάζει να τη χάνουμε τα τελευταία χρόνια, εμφανίστηκε όμως ο Αντετοκούνμπο για να ανάψει ξανά τη φλόγα. Είναι ευτύχημα που ταυτό το παιδί βρίσκεται στην Αμερική, όπου η δουλειά πάνω του γίνεται με επιστημονικό τρόπο. Απίθανο να τον βλέπεις όταν παίρνει το ριμπάουντ και με δυο-τρεις δρασκελιές έχει διασχίσει το γήπεδο, έτοιμος να καρφώσει. Πρέπει να φτιάξουμε μια ομάδα γύρω από το ταλέντο του, από τα πρσόντα του…”
Κι εδώ στην Ελλάδα; Τα εγχώρια ταλέντα;
Ο προπονητής πρέπει να βλέπει μπροστά και να φαντάζεται την πραγματική θέση του ταλαντούχου παίκτη. Να, δείτε τον Χαραλαμπόπουλο. Θα έπρεπε να ξεκινήσει από γκαρντ, ώστε να έχει στο μυαλό του και τη δημιουργία και να μην περιμένει στη γωνία μια πάσα, για να σουτάρει. Τον θυμάμαι μικρό, σώμα λαμπάδα, θα μπορούσε να διαπρέψει. Τώρα, έχει βαρύνει αρκετά.
Ο Ρογκαβόπουλος, κατά τη γνώμη μου, που παίζει στον Δούκα (σ.σ το 2016) είναι μια εξαιρετική περίπτωση. Ταλέντα βγαίνουν, αλλά δεν τους αξιοποιούμε όπως θα’ πρεπε
Από παλιά, είχα την απορία γιατί οι Γιουγκοσλάβοι έβαζαν τον Κούκοτς με ύψος 2.07 να παίζει στα πλάγια και εμείς, ούτε καν το σκεφτόμασταν. Ίσως επειδή στις μικρές εθνικές ομάδες, επικρατούσε η λογική της νίκης, ενώ κανείς δεν έπαιρνε ρίσκο. Τους αρκούσε μια αξιοπρεπής ήττα. Μη χάσουμε με πολλά και «εκτεθούμε». Αν δεν σπάσεις αυγά, όμως, δεν έχει και ομελέτα. Πήρα στην Εθνική τον Καρατζά από το Παγκράτι, τον Ελληνιάδη από τον Πειραϊκό, τον Πεδουλάκη από το Περιστέρι. Και ο Παταβούκας έπαιζε στον Αστέρα Εξαρχείων. Το 87 πήραμε το ρίσκο. Κι εμείς και η ομοσπονδία. Το 85, αποφασίσαμε να τα αλλάξουμε όλα. Ανανεώσαμε το υλικό, δώσαμε εμπιστοσύνη στα νέα παιδιά, κάναμε επιστημονική προετοιμασία. Θυμάμαι ότι ο Φασούλας, που βρισκόταν σε μια κόντρα τότε με τον ΠΑΟΚ, μου έλεγε «δεν μπορώ άλλο». Του εξήγησα ότι ήταν η ευκαιρία του. Να παίξει με την Εθνική και να αναγκάσει την ομάδα του να τον δει με άλλο μάτι.
Ο Γκάλης ζούσε για να παίζει μπάσκετ
Ο Γκάλης ήταν ένα παίκτης φαινόμενο. Στο Ευρωμπάσκετ φτάσατε μαζί στην κορυφή, λίγα χρόνια μετά ήσασταν ο προπονητής στο ματς που αποδείχθηκε το τελευταίο στην καριέρα του…
Ο Ιωαννίδης με ρωτούσε, πως καταφέρνεις να βγάζεις τον Γκάλη από το παιχνίδι, χωρίς να … φωνάζει. Δεν ήθελε να βγαίνει, είναι αλήθεια. Έβλεπε ας πούμε το ματς να ξεφεύγει στους 20 πόντους, πλησίαζε προς τον πάγκο και ψιθύριζε «κόουτς, άσε με λίγο ακόμη να ρολάρω». Ήξερε ότι θα τον βγάλω. Το παιχνίδι για τον Γκάλη, ήταν η ζωή του. Εκεί κανείς δεν μπορούσε να τον συγκρατήσει. Μαζί με την αδρεναλίνη, ανέβαινε και η αυτοπεποίθησή του. Κι ενώ στην προπόνηση έκανε λίγα σουτ και έδινε περισσότερες ασίστ, στο παιχνίδι έκανε τα ακριβώς αντίθετα.
Στον Παναθηναϊκό, σκέφτηκα ότι σε ορισμένα παιχνίδια θα μπορούσε να ξεκουράζεται, για να είναι φρέσκος στα πιο δύσκολα ματς. Είχαν περάσει πια τα χρόνια και γι αυτόν και για τον Γιαννάκη. Είπα και στους δυο ότι θα κάθονταν στον πάγκο. Ο Γιαννάκης το δέχθηκε, ο Γκάλης όχι και έγινε ό,τι έγινε…
Το Ευρωμπάσκετ 87 δεν ήταν μόνο μια μεγάλη αθλητική επιτυχία
Αποτέλεσε, για την εποχή, ένα τεράστιο κοινωνικό γεγονός. Ένας πολιτικός μου είχε πει τότε «15 μέρες δεν ασχολήθηκε κανείς μαζί μας». Έδειξε επίσης, όλη αυτή η ιστορία, ότι οι Έλληνες έχουμε δυνατότητες, εφόσον είμαστε ενωμένοι. Μόνο, που δεν ενωνόμαστε ποτέ. Τα εγώ, μας εμποδίζουν…
Το μπάσκετ ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία μας, γιατί έχουμε την ικανότητα να σκεφτόμαστε και να αντιδρούμε μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα. Μη μας βάλεις σε πρόγραμμα. Όσο πιο γρήγορα, τόσο το καλύτερο. Γι αυτό πετύχαμε στο μπάσκετ. Κι αν κάποτε ο χρόνος επίθεσης πέσει στα 20’’, θα είμαστε ακόμη καλύτεροι!
Υπομονή δεν έχουμε, μπορούμε όμως να πάρουμε τις αστραπιαίες αποφάσεις, να πάρουμε πρωτοβουλίες σε μικρό χώρο και ελάχιστο χρόνο στη διάθεσή μας.
Οι επιτυχίες φέρνουν και μαζικότητα. Μεγάλωσε ο σωματότυπος των παιδιών με την πάροδο των ετών και βέβαια είχαμε ένα πολύ μεγάλο εύρος επιλογών. Πηγαίναμε από τη Βόρειο Ελλάδα στην Κρήτη για να βρούμε τα ταλέντα, χάρη στο αναπτυξιακό πρόγραμμα της ομοσπονδίας. Πρωτοποριακό, για την εποχή του. Σταμάτησε πρόσφατα, λόγω της κρίσης. Υπήρχαν, πλέον, και τα πρότυπα της Εθνικής Ομάδας, ενώ λίγο αργότερα προστέθηκε και το οικονομικό κίνητρο”
Κι από εκείνη την εποχή τι έμεινε;
Διαχρονικα, η αγάπη του κόσμου. Να θέλουν όλοι να σου σφίξουν το χέρι. Ακόμη και τώρα 30χρόνια μετά, έρχονται κοντά σου να σε χαιρετήσουν. Οι τότε δεκαπεντάρηδες-εικοσάρηδες, είναι πλέον 45-50 ετών. Λογικό είναι να μη ξεχνάνε τι συνέβη.
Η πιο έντονη ανάμνηση από τα πανηγύρια;
Όταν τελείωσε ο τελικός, οι απονομές, οι συνεντεύξεις και λοιπά, έψαχνα να βρω την ομάδα! Δεν έβρισκα κανέναν. Είχαν τρελαθεί όλοι. Ε, δεν βλέπω κανέναν, παίρνω τη γυναίκα μου, μπαίνουμε στο πρώτο ταξί και έτσι γύρισα στο ξενοδοχείο.
Θυμάμαι και την μητέρα σας να σας κάνει έκπληξη
Στον ημιτελικό. Δεν το περίμενα, γιατί είχε πάθει ένα βαρύ διάστρεμμα και δεν μπορούσε να περπατήσει. Ξαφνικά την είδα μπροστά μου και … τρελάθηκα. Το ζούσε, όλο αυτό, με τον τρόπο της. Είχε το ραδιάκι και άκουγε τη μετάδοση.
– Όλος ο κόσμος ήθελε να έρθει στο ξενοδοχείο…
Άρχισε να συρρέει με τις νίκες. Οι παίκτες δεν ήταν τόσο συνηθισμένοι. Ο Γκάλης, μάλιστα, που στον Άρη είχε άλλου είδους πρότυπα, μου λέει «έχει φασαρία κόουτς». Αλλά, εγώ σκεφτόμουν αλλιώς. Η ομάδα είχε ξεφύγει από τα στενά πλαίσια του μπάσκετ. Την αγκάλιαζαν χιλιάδες άνθρωποι. Δεν μπορούσες ξαφνικά να τους κλείσεις τις πόρτες. «Νίκο, λέω στον Γκάλη, πρέπει να το συνηθίσουμε. Ο κόσμος και τα αυτόγραφα, θα είναι μέρος της δουλειάς σου. Δεν βοηθάει η απομόνωση». Κι έτσι έγινε. Το ξενοδοχείο ήταν ανοιχτό, αλλά όταν έπρεπε είχαμε ησυχία.
Όχι στην ανακύκλωση των παικτών
Τι εμποδίζει πλέον την ανάπτυξη του μπάσκετ;
Χρειάζεται προώθηση των Ελλήνων παικτών, σε όλα τα επίπεδα. Και στις μικρομεσαίες ομάδες και στην Α2 και στις επόμενες. Να μην ανακυκλώνονται οι παίκτες, κατεβαίνοντας από κατηγορία σε κατηγορία. Δεν γίνεται να κόβουμε το δρόμο στους νέους. Πρέπει να μπουν κανόνες και όρια ηλικίας, αλλά χρειάζεται και όραμα. Να βλέπεις το μέλλον. Λέω στους προπονητές το 87 οι γκαρντ που είχαμε ήταν πάνω από 1.90, αμέσως μετά έπεσε λίγο το ύψος και ξαναβρήκαμε την επιτυχία όταν ήρθαν Παπαλουκάς και Διαμαντίδης στην περιφέρεια.
Αυτό προϋποθέτει, όμως, έναν εθνικό προπονητή που συνεργάζεται με τους υπόλοιπους ομοσπονδιακούς, σε ενιαία γραμμή. Λένε ότι το πρόβλημα είναι οικονομικό. Σίγουρα, παίζει ρόλο αλλά δεν είναι το βασικό εμπόδιο. Το όραμα λείπει. Η Εθνική δεν τα καταφέρνει, οι άλλες ομάδες πέφτουν κατηγορία, κι ενώ βγαίνουν ταλέντα, έχουμε παίκτες, κάτι δεν πάει καλά. Πρέπει να γίνει κάτι ανάλογο, με τη γενιά του 90, που προωθήθηκε γρήγορα”
Πως βλέπετε τους νέους προπονητές;
Έχουμε καλούς κόουτς. Στροφάρει το μυαλό. Ειδικά τις αποφάσεις μέσα στο παιχνίδι, που απαιτούν γρήγορη σκέψη, τις παίρνουμε πιο εύκολα. Γι αυτό το λόγο, οι Έλληνες προπονητές έχουν βγει, πλέον, μπροστά και τα καταφέρνουν μια χαρά. Καλό είναι να ακους τους συνεργάτες σου. Εγώ έλεγα ότι μπορώ να πάρω κάτι ακόμη και από τον παράγοντα. Άλλο δυο μάτια κι άλλο τέσσερα. Γι αυτό, είχα πάντα μέλημα να πάρω τους καλύτερους συνεργάτες.Ο Ευθύμης ήταν έτοιμος να αναλάβει. Ο Μάκης Δενδρινός, ο Πετρόπουλος, ο Ιορδανίδης δούλευαν μαζί μου…”
Πόσο έχει αλλάξει το μπάσκετ από το 87 και μετά…
Πάρα πολύ. Έγινε πιο αθλητικό. Στη δεκαετία του 80 παιζόταν μέσα στη ρακέτα. Τώρα, οι ψηλοί είναι βοηθητικοι. Οι κοντοί κρατάνε την μπάλα και αποφασίζουν αυτοί, τι θα γίνει. Οι σέντερ είναι αθλητικοί, αναλώσιμοι, θα πάρουν ριμπάουντ και θα … σκοράρουν από τις ασίστ
Το 88 -μετά το προολυμπιακό τουρνουά-αποφασίσατε να φύγετε από την Εθνική…
Ήμουν πάντα ανήσυχος. Δεν καθόμουν πολύ σε μια ομάδα. Δεν το άντεχα. Στην Εθνική ήταν οι συνθήκες που με ανάγκασαν να φύγω, μετά το προολυμπιακό. Ήταν μια άλλη ομάδα, που είχε προετοιμαστεί διαφορετικά. Ο Στεργάκος ήταν μαζί μας. Ο Φασούλας έβαζε 25-30 πόντους, αλλά ξαφνικά τέθηκε το θέμα να ενσωματωθεί ο Γκάλης στην ομάδα, ενώ δεν είχε πάρει μέρος στην προετοιμασία. Αποτέλεσμα να αλλάξουμε πρόσωπο και να μην τα καταφέρουμε. Οι βάσεις, όμως, είχαν μπει γιατί και τα 89 πήραμε το αργυρό μετάλλιο…”
Ποιο είναι το μπασκετικό μάθημα της ιστορίας του 87;
Μια ομάδα να έχει καλή λειτουργία, με ρόλους, για να βγει η εικόνα μέσα στο γήπεδο. Οι παίκτες να σέβονται τον προπονητή και το αντίθετο”