Θωμάς Μοσχόπουλος: “Δεν μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο, αν δε θέλει να αλλάξει”

Θωμάς Μοσχόπουλος: “Δεν μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο, αν δε θέλει να αλλάξει”
Andreas Simopoulos

Ο Θωμάς Μοσχόπουλος σε μία εφ όλης της ύλης συνέντευξη στο NEWS 24/7.

Μία συζήτηση με τον Θωμά Μοσχόπουλο, την “ψυχή” του θεάτρου Πόρτα, δύσκολα μπορεί να περιοριστεί στα τυπικά, δηλαδή σε όσα μόνο αφορούν στις παραστάσεις του. Και αυτό γιατί είναι ένας άνθρωπος που τον ενδιαφέρει το θέατρο και η πολιτιστική ζωή της χώρας συνολικά και είναι έτοιμος να στήσει ακόμη και τον εαυτό του στον τοίχο για να του ασκήσει κριτική. Γι΄ αυτό άλλωστε και το μότο στο φετινό του σημείωμα για τον νέο προγραμματισμό του θεάτρου Πόρτα ήταν το “Ας μην ξαναπούμε τα γνωστά”. Δεν έχει την ψευδαίσθηση πως το θέατρο και η Τέχνη μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, από τη στιγμή που ο κόσμος ο ίδιος δε θέλει να αλλάξει και επιχειρηματολογεί πολύ πειστικά επ’ αυτού. Όπως επίσης έχει μία πολύ εμπεριστατωμένη άποψη για τις κρατικές επιχορηγήσεις των θεατρικών σχημάτων που δίνονται από το Υπουργείο Πολιτισμού, αλλά και για όλο αυτόν τον πληθωρισμό θεατρικών ομάδων και παραστάσεων που έχουν κάνει απόβαση στη θεατρική Αθήνα.

Όπως ο ίδιος αναφέρει “Αισθάνομαι πως όλοι κυνηγάμε την ουρά μας εδώ και πάρα πολύ καιρό.Το μόνο που κάνουμε είναι δηλώσεις. Και ναι μεν αυτές μπορεί να αποκαλύπτουν μία διάθεση, αλλά αυτή δεν αντιστοιχεί με το τελικό αποτύπωμα.

Και εγώ αυτήν τη συγκεκριμένη χρονιά κάνω δύο παραστάσεις, ενώ πριν από μερικά χρόνια υποστήριζα να μην κάνουμε τόσα πολλά πράγματα, αλλά λίγα και καλύτερα. Αναγκάζομαι, ωστόσο, λόγω των συνθηκών και των επιχορηγήσεων να το κάνω… Άρα το να ξαναπώ κάτι που πιστεύω, όταν δεν μπορώ να το υποστηρίξω, μου φαίνεται και λίγο φαιδρό.

Επίσης, το “ας μην ξαναπούμε τα γνωστά” αναφέρεται στο τι ξαναλέμε στην πράξη και τι προτείνουμε. Βλέπουμε τα ίδια έργα, τις ίδιες παραστάσεις, με τους ίδιους ανθρώπους, έχουμε τις ίδιες αναμενόμενες αντιδράσεις. Αυτό νομίζω πως σκοτώνει την ουσία που έχει το θέατρο στο να σε μετακινεί σε άλλες διαστάσεις. Αυτή η μετακίνηση ήταν αυτή που συνέδεσε κι εμένα με το θέατρο. Αυτήν την έχουμε αποστερήσει και από τους εαυτούς μας και από το κοινό προτείνοντας πάντα το ασφαλές”.

Τι μπορεί να αλλάξει ώστε να γίνει αυτή η μετακίνηση;

Θα ήθελα να υπάρχει περισσότερο διάθεση για δουλειά και λιγότερη αγωνία για το αποτέλεσμα. Να αφοσιωνόμαστε σε αυτό λίγο περισσότερο και να έχουμε τη δυνατότητα να το κάνουμε και να μη βαλτώνουμε στα προβλήματα που είναι εκεί χωρίς λύση για πολλές δεκαετίες. Αυτό αφορά και εμάς που κάνουμε τη δουλειά, αλλά και το Υπουργείο Πολιτισμού. Έχει αποδειχθεί πως δεν οδηγεί πουθενά ο τρόπος που έχουμε μάθει τον τελευταίο καιρό να δουλεύουμε. Ακολουθήσαμε μία φυσική ανάγκη, γιατί δεν μπορούσαμε να τα βγάλουμε πέρα διαφορετικά, αλλά το θέατρο έχει χειροτερέψει κατά τη γνώμη μου. Πρέπει να θυμηθούμε γιατί κάνουμε αυτή τη δουλειά.

Πώς θα το θυμηθούμε αυτό; Πώς μπορούμε να γυρίσουμε στις καλές εποχές θεάτρων όπως το Αμόρε;

Στις εποχές του Αμόρε, για να το βάλουμε λίγο στη κοινωνικοπολιτική του βάση, επικρατούσε ένα τελείως άλλο σύστημα επιχορηγήσεων. Όχι αυτό το ψιλολοϊδι που έχουμε σήμερα. Δηλαδή το Αμόρε είχε μία γενναία επιχορήγηση και μπορούσε να μη στηριχτεί στο εισιτήριο. Είχε και ανθρώπους που είχαν διάθεση να ενωθούν κι έναν κεντρικό άνθρωπο που είχε αποδεδειγμένα την ικανότητα να ενώνει τους ανθρώπους γύρω του. Αυτός ήταν ο Γιάννης ο Χουβαρδας.

Επίσης, δεν υπήρχε τότε αυτός πληθωρισμός των παραστάσεων. Ήταν η αρχή του, διαφαινόταν στον οριζοντα πως κάτι θα οδηγούσε σε αυτόν, αλλά δεν υπήρχε το σημερινό φαινόμενο που η κάθε ομαδούλα των πέντε ανθρώπων θα είχε να προτείνει και μία παράσταση. Υπήρχαν κριτήρια και μία δυσκολία. Δεν ευαγγελίζομαι τη δυσκολία, αλλά τα κριτήρια.

Αν θέλουμε να είμαστε ωμά ειλικρινείς, οι περισσότεροι άνθρωποι που αυτοχρήζονται ικανοί να κάνουν μία παράσταση, δεν είναι.

Σήμερα συμβαίνει αυτό που βλέπουμε και στα social media. Ο καθένας βγαίνει και θεωρεί τον εαυτό του δημόσιο πρόσωπο σχολιάζοντας. Έτσι συμβαίνει και με το θέατρο. Αν θέλουμε να είμαστε ωμά ειλικρινείς, οι περισσότεροι άνθρωποι που αυτοχρήζονται ικανοί να κάνουν μία παράσταση, δεν είναι. Δεν έχουν την παιδεία, την τριβή, τον επαγγελματισμό. Αυτός ο τελευταίος δε βλέπω να έχει αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια. Ίσα ισα βλέπω πολύ κακό ερασιτεχνισμό. Βλέπω να εισάγονται στις δραματικές σχολές άτομα που ούτε για αστείο δε θα έπρεπε να είναι εκεί. Αλλά επειδή στις ιδιωτικές σχολές πληρώνει κάποιος, δημιουργείται και η αίσθηση πως τελείωσαν τη σχολή, άρα είναι ηθοποιοί ή σκηνοθέτες. Δεν είναι όμως έτσι.

Θα επιστρέψω σ΄αυτό που είπατε για το θέατρο Αμόρε. Γιατί δε βγαίνει κάποιος σήμερα προς τα έξω με ενωτικές διαθέσεις, όπως ο Χουβαρδάς;

Κι εγώ ξεκίνησα έτσι. Απλώς είδα να με συνθλίβει η πραγματικότητα και παράλληλα δεν μπορώ να είμαι μέντορας ανθρώπων που δε θέλω να συνεργαστώ. Επιμένω στο κομμάτι των επιχορηγήσεων, γιατί δεν μπορώ να επιβιώσω σαν θέατρο και πρέπει να βάλω χρήματα από την τσέπη μου. Αυτά παλιά ήταν λυμμένα από τις επιχορηγήσεις που ήταν λιγότερες μεν, με μεγαλύτερα ποσά δε και ανά θέατρο. Εμείς φέτος πέσαμε στην παγίδα. Μας ζητήθηκε να καταθέσουμε προγραμματισμό διετίας και βρεθήκαμε να παίρνουμε λιγότερα λεφτά από τους μονοετείς. Και όταν ρώτησα ανθρώπους της επιτροπής να μου εξηγήσουν το κριτήριο που έγιναν όλα αυτά, μου είπαν πως κάποια στιγμή επενέβησαν από το ΥΠΠΟΑ και είπαν “κόψτε από εκεί και δώστε στους άλλους”. Οπότε είμαι αυτή τη στιγμή υποχρεωμένος να κάνω δύο παραγωγές για να πάρω το χαρτζιλίκι που δίνει το υπουργείο, ενώ θα με συνέφερε κανονικά να έχω κάνει πρόταση για ένα έργο.

Δε λέω πως ήταν ιδανικά τα όσα γίνονταν με τις επιχορηγήσεις παλιά, αλλά καταλάβαινες κάπως ποια ήταν τα κριτήρια. Τώρα δεν υπάρχει κριτήριο. Κοιτάμε απλώς να μην υπάρχει δυσαρεστημένος και να βουλώνουμε στόματα. Το θέμα του πληθωρισμού ή θα λήξει μόνο του και θα μείνουν όσοι μπορούν να επιβιώσουν ή πρέπει να επέμβει το κράτος πιο συντονισμένα με άσκηση πολιτιστικής πολιτικής. Ας πάρει το ρίσκο να μην επιχορηγήσει κάποιους. Επειδή αυτό δε συμβαίνει, ας μην κραυγάζουμε πως είμαστε ανεξάρτητοι. Με τρελαίνει που βλέπω φωνές αντισυστημικού τύπου που εντάσσονται στα πιο συστημικά πλαίσια. Ας είμαστε λίγο σεμνοί τουλάχιστον. Δεν έχω τίποτα απέναντι στους ανθρώπους που έχουν συνείδηση πως για να επιβιώσουν πρέπει να κάνουν τηλεόραση να παίξουν σε μία εμπορική σειρά. Έχω πρόβλημα με τα μουζαβέζικα πράγματα που λέμε στη Θεσσαλονίκη. Αυτό που άλλο είμαι, άλλο δείχνω και τελικά είμαι στη μέση και τα έχω με όλους καλά.

Είχα την αντιμετώπιση από καλλιτέχνες πως εγώ πρέπει να τους καλύπτω λες και είμαι το Εθνικό. Μα δεν είμαι το Εθνικό. Ένα ιδιωτικό θέατρο είμαι, που προσπαθώ να μην αισχροκερδίσω, αλλά να επιβιώσω.

Γιατί λοιπόν να βάλω το κεφάλι μου στον ντορβα και να βάλω ανθρώπους υπό τη σκέπη μου; Στην αρχή το έκανα και βρέθηκα και κερατάς και δαρμένος, γιατί ελάχιστοι άνθρωποι φάνηκαν να καταλαβαινουν τους όρους. Τους εξηγούσα πως δεν είμαι παραγωγός και πως έχω μια στέγη την οποία θα τη διαθέσω με τη λογική, πως θα πάρω ένα μικρό ποσοστό που θα αφορά τη λειτουργία του χώρου και τίποτα άλλο… Η αίσθηση, ωστόσο, που έχει επικρατήσει στις νέες ομάδες είναι πως “πληρώνω ενοίκιο άρα υπάρχω”. Είχα την αντιμετώπιση από καλλιτέχνες πως εγώ πρέπει να τους καλύπτω λες και είμαι το Εθνικό. Μα δεν είμαι το Εθνικό. Ένα ιδιωτικό θέατρο είμαι, που προσπαθώ να μην αισχροκερδίσω, αλλά να επιβιώσω.

Λέω “ναι” και “όχι” σε όσους ζητούν να φιλοξενηθούν και να μπουν σε μια λογική ενοικίου ανάλογα με τις επιλογές που έχουν κάνει. Δηλαδή, ο Παντελής ο Φλατσούτσης που θα παρουσιάσει την παράστασή του φέτος, ήταν προσωπικός μου βοηθός και ξέρω πως αυτό που θα δείξει θα είναι κάτι που δε θα ντρέπομαι γι’ αυτό. Γιατί υπάρχουν περιπτώσεις που ο άλλος έρχεται να νοικιάσει το θέατρο και ντρέπεσαι γι’ αυτό το οποίο δείχνει.

Αυτή είναι η μόνη ασπίδα ασφαλείας που μπορώ να θέσω και το κάνω όσο μπορώ και με τους ηθοποιούς αυτό. Φέτος όλοι οι ηθοποιοί εκτός από κάποιες εξαιρέσεις είναι πολύ νέοι, μπορεί και πρωτοεμφανιζόμενοι. Ρισκάρω, παίρνω νέους ηθοποιούς, αλλά είναι υπό την εποπτεία μου και μπορώ να μειώσω τα ατοπήματα της απειρίας τους. Αλλά δεν μπορώ να πάρω στο θέατρό μου μία ομάδα που δεν έχω δει δουλειά της.

Πόσο κοστίζει να ζεις σήμερα που οι αυξήσεις παντού είναι σχεδόν… πρωτόγνωρες; Γιατί επιλέξατε το έργο αυτό;

Καταρχάς διαβάζω συνέχεια και επιλέγω τα έργα που θα ανεβάσω ανάλογα με το τι μου αρέσει και τι με δονεί. Μετά ακολουθεί το κατά πόσο είναι πραγματοποιήσιμο κάτι και το τι επιρροή θα έχει.

Το Πόσο κοστίζει να ζεις” της Μαρτίνα Μαγιόκ είχε και άλλο χαρακτήρα. Όταν ήμασταν σε συνθήκες εγκλεισμού είπα πως με αυτό το έργο μπορώ να κάνω πρόβα εξ αποστάσεως γιατί έχει να κάνει με ανθρώπους που είτε είναι σε αναπηρικά αμαξίδια είτε καθηλωμένοι απέναντι τους. Ήταν μία λύση για να βγούμε από το τέλμα… Υπολογιζαμε βέβαια πως θα ανέβει η παράσταση την άνοιξη που χρονικά υποτίθεται θα άνοιγαν τα θέατρα. Τελικά, είναι η παράσταση που έχω δουλέψει περισσότερο από κάθε άλλη στη ζωή μου, γιατί τη δουλεύω από πέρσι το Νοέμβριο.

Φωτογραφία από το έργο "Πόσο κοστίζει να ζεις;" Πάτροκλος Σκαφιδας

Το έργο αυτό είναι ένα πολύ ιδιαίτερο κράμα αμερικάνικου ρεαλιστικού θεάτρου. Όμως επειδή η συγγραφέας είναι Πολωνή και μεγάλωσε και σπούδασε στην Αμερική κουβαλά και όλη την ευαισθησία και τον προβληματισμό ενός κεντροευρωπαίου συγγραφέα και δημιουργεί ένα πολύ ιδιαίτερο και οικείο γλωσσικό και θεατρικό ιδίωμα που αφορά γενικότερα τις αναπηρίες που έχουμε σαν κοινωνία. Έχει επίσης να κάνει με τις ταξικές διαφοροποιήσεις και με το πόσο επηρεάζει η ανάγκη κάποιες επιλογές. Ζούμε ελεύθεροι επιλογών ή είμαστε όλοι εγκλωβισμένοι σε πολύ στενά περιθώρια ελευθερίας και μέσα σ΄αυτά τι κάνουμε για να έρθουμε σε επαφή με την ανάγκη του άλλου και πόσο καθηλωνόμαστε στο εγώ μας;

Προσωπικά δεν έχω εμπιστοσύνη στην καθαρότητα των συναισθημάτων, περισσότερο έχω εμπιστοσύνη σε μία αισθητική πλευρά της ανθρωπιάς, ότι δηλαδή νοιάζεσαι και σέβεσαι την υπόσταση του άλλου χωρίς να ταυτίζεσαι μαζί του.

Για παράδειγμα δουλεύεις τελικά για να πληρώνεις τους λογαριασμούς που σε βοηθούν να δουλεύεις για να πληρώνεις κάτι άλλο. Γι΄ αυτόν τον φαύλο κύκλο μιλά το έργο με αφορμή δύο ζευγάρια που αποτελούνται από έναν ανάπηρο και έναν φροντιστή και κινούνται παράλληλα και μετά ενώνονται με κάποιον τρόπο. Οπότε πιάνει ένα μεγαλύτερο εύρος κοινωνικής αποτύπωσης. Στην ουσία βλέπει τον άνθρωπο πίσω και όχι ταυτόχρονα από το τι του ορίζει η κοινωνική του θέση. Είναι έργο σκληρό, με χιούμορ και ταυτόχρονα και αισιόδοξο, αλλά όχι αμερικανιά του τύπου όλα τακτοποιούνται στο τέλος. Απλώς αφήνει περιθώρια ότι στο μεγάλο σκοτάδι, κάποια στιγμή βρίσκεις μία εσώτερη λύση που είναι τελικά αυτό που μπορείς να κάνεις. Αυτό με συγκίνησε πολύ την περίοδο ειδικά που διανύουμε. Πως υπάρχουν κάποιοι υπεράνω δεσμοί. Νιώθω πως ρωτά τι είναι ανθρωπιά σημερα.

Φωτογραφία από το έργο "Πόσο κοστίζει να ζεις;" Πάτροκλος Σκαφιδας


Προσωπικά δεν έχω εμπιστοσύνη στην καθαρότητα των συναισθημάτων, περισσότερο έχω εμπιστοσύνη σε μία αισθητική πλευρά της ανθρωπιάς, ότι δηλαδή νοιάζεσαι και σέβεσαι την υπόσταση του άλλου χωρίς να ταυτίζεσαι μαζί του. Σέβεσαι ακόμη και τα λάθη του. Έχουμε περάσει σε μία εποχή που είμαστε έτοιμοι να καταδικάσουμε τον άλλο πάρα πολύ εύκολα, πρέπει να βρούμε κακούς, στήνουμε λαϊκά δικαστήρια.

Δεύτερη παραγωγή, “Ο γιατρός της τιμής του” του Πέδρο Καλντερόν ντε λα Μπάρκα…

Πρόκειται για ένα αριστούργημα του Χρυσού Αιώνα της Ισπανίας που αγνοούμε παντελώς στην Ελλάδα. Ξέρουμε ελάχιστα έργα της εποχή. Ούτε τον Καλντερόν ξέρουμε αρκετά. Ξέρουμε από τα βιβλία της ιστορίας πως είναι σημαντικοί συγγραφείς, αλλά δεν ξέρουμε το γιατί. Γιατί όλη η Ευρώπη έχει υποστεί τη βικτωριανή επιβολή του Σαίξπηρ σε όλες τις σκηνές. Δηλαδή, επειδή ο αγγλόφωνος κόσμος κυριάρχησε σε επίπεδο κουλτούρας, το μονοπώλιο του θεάτρου της αναγέννησης και του μπαρόκ το έχει καταλάβει ο Σαίξπηρ. Και αυτό δεν αφήνει το περιθώριο να γνωρίσουμε πολύ σημαντικά έργα που έχουν και πολλές ομοιότητες με εμάς. Για παράδειγμα τα έργα της ισπανικης αναγέννησης ήταν λέει σχετικά σύντομα γιατί οι Ισπανοί δεν αντέχουν να δουν πολλή ώρα θεατρο, ήθελαν να τελειώσουν σε δύο ώρες. Ενώ αντίστοιχα ο Αμλετ μπορεί να κρατά και 4 ώρες!

Είναι έργα γρήγορα, έντονα, με πολύ θερμή εναλλαγή μεταξύ κωμικού και σοβαρού και σαρκαστικού και μελοδραματικού. Εχουν έντονη θεατρικότητα και ωραία γλώσσα και είναι πολύ βαθιά φιλοσοφημένα με έναν τρόπο λιγότερο σχετικιστικό από αυτόν του Σαίξπηρ. Ο Σαίξπηρ ανοίγει τόσα πολλά θέματα που πολλές φορές χάνεσαι και είναι πιο εύκολο να διαβάσεις το έργο παρά να το παρακολουθήσεις. Αυτά είναι πολύ φιλικά έργα προς τον άνθρωπο με μία ορμή που με συναρπάζει και θεωρώ πως πρέπει να ασχοληθώ πιο συστηματικά με τη δραματουργία αυτή.

Ο “Γιατρός της Τιμής του” είναι ένα από τα κορυφαία έργα του Καλντερόν και δεν έχει παιχτεί ποτέ στην Ελλάδα. Η υπόθεσή του σχετίζεται με ένα ερωτικό τρίγωνο και την αυλή που διαμορφώνεται γύρω από αυτό και έχει να κάνει με τον έλεγχο που όλοι επιβάλλουμε στον εαυτό μας και στους άλλους. Έλεγχο που τελικά εγκλωβίζει και τον ίδιο μας τον εαυτό σε μία σειρά από λάθη.

Πάτροκλος Σκαφιδας

Είναι ένα έργο που ξέρω σχεδόν 20 χρόνια, αλλά τώρα δημιουργήθηκε ένα κριτήριο επιλογής ερήμην μου. Το ξαναδιαβάζεις και λες “ώπα, τώρα αυτό μου λέει κάτι διαφορετικό από αυτό που μου έλεγε 20 χρονια πριν”. Και αν το δεις και επικαιρικά, έχει θέμα μία γυναικοκτονία. Και δεν είναι πως το επέλεξα λόγω της συγκυρίας των γυναικοκτονιών στην Ελλάδα, αλλά γιατί σε αυτό ξαφνικά μία γυναικοκτονία γίνεται αυτό το παιχνίδι του ελέγχου που μια πατριαρχική κοινωνία επιβάλλει.

Το έργο αυτό το μεταφέρετε στο σήμερα;

Όχι, δε χρειάζεται καν επικαιροποίηση. Το θέατρο του μπαρόκ έχει ένα στοιχείο φανταστικό από μόνο του, δηλαδή ενώ βασίζεται και παίρνει αφορμή από ένα πραγματικό ιστορικό γεγονός που έγινε το 1350 περιπου, ο ίδιος ο Καλντερόν το έχει μεταφέρει σαν ύφος στην εποχή του 300 χρόνια μετα. Οποτε η αντίστοιχη μεταφορά στο σήμερα δε θέλει κόπο, ίσα ίσα κρατάμε μία μεταφορά υφολογική των στοιχείων του μπαρόκ σ΄ ένα φανταστικό κόσμο του σήμερα. Δηλαδη δεν είναι ένας εκμοντερνισμός, είναι περισσότερο μία αισθητική τοποθετηση σ’ έναν κόσμο που να μοιάζει με μάνγκα, με μία έντονη μπαρόκ υφολογια που μπορεί να συναντήσει κανείς στα κόμικς. Αυτό δε σημαίνει πως δούμε ήρωες μάνγκα, θα δουμε πλάσματα που είναι με το ένα πόδι στη φαντασία και το άλλο στην πραγματικότητα. Αυτό αποτελεί βασική θεματική του Καλντερόν: το τι είναι πραγματικό και τι είναι φανταστικό. Το πραγματικό όμως δεν είναι σύγχρονο, είναι πραγματικό που έχει συνείδηση της θεατρικότητάς του. Κρατήσαμε την αίσθηση της απόστασης του μύθου και την ενδυναμώσαμε. Είναι πιο κοντά σ΄ έναν φανταστικό κόσμο που προσπαθήσαμε να αποδώσουμε. Γι΄αυτό και η απόδοση είναι έμμετρη, όπως και στο πρωτότυπο. Αυτό δημιουργεί μία άλλη θεατρικότητα και απόσταση. Είναι ο αντίποδας του έργου της Μαγιόκ…

Το έργο συνομιλεί αυτόματα και μόνο που υπάρχει το θέμα. Δε χρειάζεται να επικαιροποιήσουμε κάτι, η ανθρώπινη φύση με κάποιο τρόπο έτσι ήταν, έτσι είναι έτσι και έτσι θα είναι για πολύ καιρό ακόμα. Η ένταση και η καθαρότητα της γλώσσας δίνουν φωνή σε πράγματα που δε χρειάζεται να τραβήξεις από τα μαλλιά.

Γιατί πιστεύετε πως μέσα σε ένα χρόνο είχαμε 16 γυναικοκτονίες;

Γιατί νομίζω πως έχουμε χάσει εντελώς τον έλεγχο που θέλουμε να διατηρήσουμε και τον επιβάλλουμε με κάποιον τρόπο εκεί που θέλουμε να αναγνωριστεί αυτή η εξουσία μας. Νομίζω πως οι άνθρωποι έχουν αρχίσει και είναι πιο κακοποιητικοί από ποτέ. Όχι μόνο προς τις γυναίκες, προς όλους. Σχέσεις επαγγελματικές, φιλικές οικογενειακές έχουν φτάσει στα όρια. Συναντάς ανθρώπους στον δρόμο θυμωμένους, γιατί συνειδητοποίησαν το περατό της ύπαρξής τους. Απλώς οι γυναίκες – σ΄αυτα τα πλαίσια που έγιναν αυτοί οι φόνοι- ήταν οι πιο αδύναμοι κρίκοι του περιβάλλοντος.

Συναντάς ανθρώπους στον δρόμο θυμωμένους γιατί συνειδητοποίησαν το περατό της ύπαρξής τους.

Και αυτό δεν έχει κάνει μονο με την πανδημία, αλλά με έναν κόσμο που καταρρέει συνολικά. Ξεκίνησε από την οικονομική κρίση που στην ουσία ήταν πιο πολύ κρίση αξιών και κορυφώθηκε με την πανδημία που απλώς έθεσε κάποιους όρους ζωής και θανάτου. Και επίσης μιλάμε για το ξεφούσκωμα ενός κόσμου που σου υπόσχεται ευκολία και αναγνώριση με ελάχιστο κόπο.

Φως βλέπετε σε όλο αυτό;

Πάντα βλέπεις φως. Αναγκαστικά γιατί τα πράγματα πάντα κάνουν κύκλους, το θέμα είναι πόσο αυτοί κρατούν. Αυτό που πιστεύω υπαρξιστικά είναι πως κάποιος πρέπει να προσπαθήσει χωρίς μεγαλοστομίες να κρατήσει τις αξίες του όσο μπορεί ανέπαφες. Και με το ανέπαφες δεν εννοώ να μην είναι σε επαφή με την πραγματικότητα, εννοώ να μη χάσει το κέντρο του, να μην παρασυρθεί από το τσουνάμι, δηλαδή να συνδεθεί με ένα αξιακό σύστημα που ακόμα μπορεί να ισχύει.

Ας πούμε συμβολικά η επιστροφή σε ένα κλασικό έργο είναι μία αξιακή σύνδεση. Και αυτό γιατί σε κάνει να βλέπεις πως αυτές οι δυστυχίες και οι εντάσεις δεν έχουν να κάνουν με εσένα προσωπικά. Είναι κάτι που έχει ξανασυμβεί.

Είναι τραγικά ναρκισιστικό να θεωρούμε ότι όλα αυτά που συνέβησαν, συνέβησαν σε εμάς προσωπικά. Δε μάς συνέβη η πανδημία, συνέβη στον πλανήτη

Αυτή η κυκλικότητα του χρόνου για μένα είναι πολύ πιο σημαντική. Δηλαδή πολλές φορές για να ανακουφιστώ από τα άγχη μου σκέφτομαι τη γιαγιά μου που έζησε παγκόσμιους και βαλκανικούς πολέμους, βίωσε την απώλεια κοντινών της προσώπων από φυματιώσεις και άλλες πανδημίες. Παρόλα αυτά εγώ θυμάμαι έναν άνθρωπο πάντα γελαστό και αισιόδοξο. Δεν έβλεπα έναν καταθλιπτικό και συντετριμμένο άνθρωπο, αλλά ένα άτομο που επιβίωσε και εξαιτίας της υπάρχω. Αυτη η ανάγκη της συνέχειας πρέπει να μας κάνει πιο δυνατούς και πιο δραστικούς.

Είναι τραγικά ναρκισιστικό να θεωρούμε ότι όλα αυτά που συνέβησαν, συνέβησαν σε εμάς προσωπικά. Δε μας συνέβη η πανδημία, συνέβη στον πλανήτη. Το ίδιο και η οικονομική κρίση. Γιατί βλέπω τους ανθρώπους να πιστεύουν αυτό ή να πιστεύουν πως κάποιος θέλει να χαλάσει το dna τους και πως υπάρχει μία συνωμοσία που θέλει να τους καταστρέψει προσωπικά. Αυτό συμβαίνει γιατί είμαστε βαθιά ανώριμοι.

Έχουμε στρέψει την οθόνη προς τα εμάς. Φτιάχνουμε εκεί το δικό μας έργο στο οποίο βάζουμε τις φωτογραφίες μας και πρωταγωνιστούμε και το βλέπουν μόνο οι φίλοι μας. Είναι σαν να κάνω εγώ παραστάσεις για να τις βλέπουν οι φίλοι μου, που μετά κάνουν άλλες παραστάσεις και πηγαίνω εγώ να δω τις δικές τους. Αυτό κινδυνεύει να συμβεί. Όμως αυτό δεν είναι θέατρο, δεν είναι πια δημόσιος λόγος.

Είμαστε τόσο αποκομμένοι από την πραγματικότητα της ζωής και ζούμε σ΄έναν κόσμο που ενδυναμώνει πάρα πολύ την αυταρέσκεια. Το παράθυρό μας για τον κόσμο ήταν μία μικρή και τώρα είναι μία μικρότερη οθόνη. Και δε βλέπουμε δίπλα μας, δεν ξέρουμε τι κάνει ο γείτονάς μας. Έχουμε φίλους μόνο από το facebook. Έχουμε στρέψει την οθόνη προς τα εμάς. Φτιάχνουμε εκεί το δικό μας έργο στο οποίο βάζουμε τις φωτογραφίες μας και πρωταγωνιστούμε και το βλέπουν μόνο οι φίλοι μας. Είναι σαν να κάνω εγώ παραστάσεις για να τις βλέπουν οι φίλοι μου, που μετά κάνουν άλλες παραστάσεις και πηγαίνω εγώ να δω τις δικές τους. Αυτό κινδυνεύει να συμβεί, όμως αυτό δεν είναι θέατρο, δεν είναι πια δημόσιος λόγος. Δημόσιος λόγος έχει γίνει μία κραυγαλέα συνθηματολογια.

Η Τέχνη μπορεί να λειτουργήσει ενωτικά;

Μπορεί σ΄έναν πολύ λεπτεπίλεπτό βαθμό. Η Τέχνη για μένα αντανακλά μία πραγματικότητα που ορίζεται από άλλα πράγματα. Δεν μπορείς να έχεις καλλιτεχνική άνθηση σ΄έναν κόσμο που δεν ανθεί οικονομικά ή πολιτικά ή ιδεολογικά. Όταν τα πράγματα είναι ασταθή -και το βλέπεις αυτό που συνέβη σε όλη τη διάρκεια ύπαρξης του ανθρώπου- πάντα έπεται η Τέχνη. Είναι το αποκύημα μίας αλλαγής, δεν μπορεί να επιφέρει η ίδια την αλλαγή. Απλώς την αντανακλά και αφήνει μία παρακαταθήκη στη μνήμη.

Το θέατρο δεν μπορεί να κάνει καν αυτό γιατί είναι εφήμερο. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να ασκήσει μόνο τον ανθρωπισμό σου. Αν σκεφτείς το Αρχαίο Δράμα εμφανίζεται σε μία εποχή φοβερής άνθησης, αλλά μίας άνθησης που επέτρεπε τον προβληματισμό, αποτέλεσε απλώς ένα εργαλείο σε μία συνολικότερη φάση αλλαγής.

Δεν έχω την ψευδαίσθηση πως μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο, από τη στιγμή που ο κόσμος δε θέλει να αλλάξει.

Σήμερα δεν μπορεί ένας κούκος να φέρει την άνοιξη. Σιγουρα, όμως, αντανακλά το πώς είναι τα πράγματα γύρω. Αυτό που μπορεί κάποιος να κάνει, είναι να κρατήσει την εσωτερική ευγένεια που έχει αυτή η δουλειά, έτσι ώστε να μαλακώνει λίγο με μία μορφή παραμυθίας τις ψυχές των ανθρώπων. Να έχει παρηγορητικό λόγο. Αυτή η παρηγορητική τέχνη του θεάτρου δε σταμάτησε ποτέ. Εκεί βλέπεις πως υπάρχει κάτι που διαπερνά τις μπόρες και καταιγίδες της πραγματικότητας και παραμένει κάτι που αξίζει να στρέφεται κανείς σ΄αυτό. Γι’ αυτό με θυμώνει η σύνδεση του θεάτρου με την ευτέλεια.

Δεν έχω την ψευδαίσθηση πως μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο, από τη στιγμή που ο κόσμος δε θέλει να αλλάξει. Ειδικά το θέατρο που είναι συλλογική Τέχνη, είναι πολύ βραδυφλεγής. Είναι πολύ πιο εύκολο να μετακινηθεί ένας άνθρωπος μέσα από ένα γραπτό, παρά μια συλλογικότητα που χρειάζεται πολλοί άνθρωποι να συντονιστούν και να μετακινηθούν. Κάποια πράγματα θέλουν χρόνο και ωρίμαση.

Πιστεύω σε μία δημιουργική απαισιοδοξία, πιστεύω σε μία πεποιθηση πως μπορεί τα πράγματα να είναι άσχημα, αλλά θα κάνουμε ότι μπορούμε για να είναι λιγότερο άσχημα. Η αισιοδοξία πως θα έρθει ένα θαύμα από κάπου να μας σώσει, είναι φενάκη. Εμένα η αδράνεια της αισιοδοξίας δε με ευαισθητοποιεί. Εκεί με κάποιον τρόπο παίρνω την ευθύνη μου. Γι΄αυτό είχα κάνει και το “Καντιντ”, είναι σαν να υπάρχεις σε μία παραιτηση και λες έλα μωρέ κάτι θα γίνει. Αλλά εσύ που θα είσαι σε όλο αυτό;

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα