ΠΕΜΗ ΖΟΥΝΗ: “ΓΙΝΕΤΑΙ ΞΕΚΑΘΑΡΙΣΜΑ ΓΙΑ ΤΟ ΠΟΙΟΙ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΣΟΥ ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΠΟΝΑΕΙ”
Η Πέμη Ζούνη σε μία εφ όλης της ύλης συνέντευξη στο MAGAZINE με αφορμή τον μουσικοθεατρικό "Επιτάφιο" του Γιάννη Ρίτσου.
Η φωνή της είναι μία από τις πιο γνώριμες και ζεστές φωνές που έχεις ακούσει. Και την ξέρεις σίγουρα μέσα από τις εκφωνήσεις της στο ραδιόφωνο, την τηλεόραση, αλλά και από διαφημίσεις. Η θεατρική της παρουσία είναι στιβαρή και εξαιρετικά προσεγμένη, ενώ έχει γράψει τη δική της ιστορία και στο τηλεοπτικό τοπίο, χωρίς ποτέ να αναλωθεί.
Ο λόγος για την κυρία Πέμη Ζούνη, μία ηθοποιό που δηλώνει διαρκώς “παρούσα” και το φετινό καλοκαίρι επιστρέφει με δύο ιδιαίτερες προτάσεις. Τον μουσικοθεατρικό Επιτάφιο του Γιάννη Ρίτσου και την παράσταση “Στου Μποχώρη” για τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Συναντηθήκαμε ένα ζεστό μεσημέρι στο Ψυχικό και η συζήτησή μας τα συμπεριέλαβε όλα. Τα πρώτα χρόνια της ζωής της, το ξεκίνημά της, τις μεγάλες “συναντήσεις” που είχε με ανθρώπους του θεάτρου, τις στιγμές της θεατρικής και τηλεοπτικής της επιτυχίας, το πέρασμά της από την πολιτική, αλλά και τη μεγάλη “σφαλιάρα” που έφαγε όταν βρέθηκε ξαφνικά στο κέντρο της δημοσιότητας με την υποτιθέμενη συνεργασία με τον Ανγκ Λι και όλη την ιστορία με την πρώην συνεργάτιδά της.
Ας ξεκινήσουμε λίγο από τα παλιά. Διάβασα πως ο πατέρας σας ήταν κονφερασιέ… Ήσασταν άρα από μικρή μέσα στον κόσμο του θεάτρου και της μουσικής;
Ναι, η πρώτη μου γνωριμία με τον κόσμο ήταν οι πρόβες. Τα κοστούμια, τα φώτα, οι μουσικές. Είχα τρέλα με τον φωτισμό σαν παιδάκι. Ο πατέρας μου ήταν ταυτόχρονα και επιχειρηματίας, ανέβαζε κάθε 2 εβδομάδες και άλλη παράσταση, επιθεωρήσεις τύπου βαριετέ, με χορευτές, μίμους, τραγουδιστές, πολιτικά κείμενα… Και αυτός τα συνέδεε μεταξύ τους σαν κονφερασιέ που ήταν. Συνέθετε επιτόπου, σχεδόν αυτόματα, στο πακέτο των τσιγάρων του τα περίφημα ομοιοκατάληκτα οκτάστιχά του και έβγαζε κάποιο θέμα, πολιτικό συνήθως. Έπαιρνε μία παύση, περίπου 30 δευτερόλεπτα, και έλεγε το ποίημα. Και αυτό δεν μπορούσε να το κάνει κανείς τόσο γρήγορα. Ήταν μία στιγμή με φοβερή ένταση, είχα μέχρι κι εγώ αγωνία να ακούσω τι έγραψε. Φαντάσου πως άλλοι κονφερασιέ το προσπαθούσαν πολύ πιο πολύ, στο τέλος της παράστασης ή στο διάλειμμα.
Λέω συχνά πως το θέατρο δεν το είχα μυθοποιημένο, ήταν σαν μία διαδικασία φυσική. Θυμάμαι να κρίνω μέσα μου αν μου άρεσε το κείμενο ή οι ηθοποιοί.
Στις παραστάσεις αυτές έχω μνήμες με τον Χάρρυ Κλυνν πιτσιρίκι, πριν καν φύγει για Αμερική, θυμάμαι την Κωχ νεαρή με κοντά μαλλιά τότε, τη Μάγια Μελάγια, τις αδελφές Στρατηγού – η Αλέκα τότε που ήταν παντρεμένη με τον Τόλη Βοσκόπουλο και ήταν επίσης πιτσιρίκια.
Στα ακούσματα των νεανικών μου χρόνων έχω έντονα χαραγμένο στη μνήμη μου το ποδόσφαιρο. Όταν γυρνούσαμε την Κυριακή από την βόλτα και την ταβέρνα, ο πατέρας μου και ο παππούς μου ακούγανε στο αυτοκίνητο ποδόσφαιρο. Εγώ νύσταζα τόσο πολύ, αλλά αυτός ο Δομάζος ήταν μέσα στα αυτιά μου. Ορκισμένοι Παναθηναϊκοί, γιατί μέναμε κοντά στο γήπεδο στην Αλεξάνδρας. Και είμαι και Παναθηναικός γιατί δε γίνεται και αλλιώς, είναι στο “αίμα” μας. Και μετά θυμάμαι τα λαϊκά της εποχής. Άκουγα και τα δυτικότροπα γιατί στις παραστάσεις του μπαμπά υπήρχε και ζωντανή ορχήστρα που έπαιζε τα ξένα σουξέ της εποχής…
Όλες αυτές οι μνήμες μέχρι τα 11 μου χρόνια, που έφυγε από τη ζωή ο πατέρας μου ξαφνικά στα 46 του χρόνια, με καθόρισαν. Μετά βάλαμε οικογενειακώς ένα μεγάλο x στο κομμάτι του θεάτρου και της Τέχνης. Άλλαξαν τα πάντα, μείναμε όλοι μαζί με τη γιαγιά μου και τον παππού μου. Η μαμά μου βυθίστηκε για αρκετό καιρό στη θλίψη, είχαν βλέπεις έναν πολύ μεγάλο έρωτα με τον πατέρα μου. Εμένα το αποκούμπι μου ήταν το σχολείο και οι φίλες μου. Στις διακοπές βαριόμουνα, ήθελα να έρθει η ώρα να γυρίσω σχολείο. Πήγαινα στο Αρσάκειο Αθήνας, στο αυστηρό. Έβλεπα σινεμά κυρίως, θέατρο καθόλου, δεν ξέρω γιατί. Από αντίδραση, άμυνα;
Αποκόπηκα τελείως, τελείωσα το σχολείο και πέρασα στο Πανεπιστήμιο, στη Φιλοσοφική. Ωστόσο κάπου στο Λύκειο μού δημιουργήθηκε η ανάγκη να κάνω χορό. Αφού πιεσα τους δικούς μου, ξεκίνησα να χορεύω. Εκτονωμόμουν εκεί, μου άρεσε πολύ σαν έκφραση.
Με συγκινεί πολυ το ταλέντο και η αγωνία των παιδιών να υπάρξουν. Και θέλω κάπως να βρουν ένα βήμα και όταν αυτό πετυχαίνει είμαι ευτυχισμένη. Ας πούμε ο Βασίλης ο Μπισμπίκης λέει πως μου χρωστά, γιατί κάναμε μαζί το “Λεωφορείο ο Πόθος”
Στο πανεπιστήμιο μέσα, στο τρίτο έτος, τελείωσα με τις σπουδές μου στον χορό και ήρθα σε επαφή με τον Μίμη Πλέσσα που θα ανέβαζε στο Φεστιβάλ το “Λουκιανού Νεκρικοί Διάλογοι”. Με πήρε στην παράσταση ως χορεύτρια. Εκεί ένιωσα πρώτη φορά την επιθυμία να δοκιμάσω να γίνω ηθοποιός-δεν είχα δικαίωμα να μιλάω ακόμη, δεν είχα άδεια ηθοποιού. Αποφάσισα να δώσω στη σχολή του Εθνικού, δεν είχα και οικονομική δυνατότητα να δώσω αλλού. Είχα και άλλοθι πως μπορούσα να ζήσω και σαν φιλολογος από τα μαθήματα, οπότε έδωσα και πέρασα χωρίς βιοποριστικό άγχος.
Και πότε πενθήσατε την απώλεια του πατέρα;
Πολύ μετά. Όταν πεθύμησα να μπορούσε να με δει σε κάποια παράσταση. Γιατί πια είχα βεβαιωθεί πως ναι, μπορεί και να ήταν υπερήφανος.
Θεατρική… επανεκκίνηση
Στη σχολή μπήκα με τα μπούνια. Άρχισα να καταβροχθίζω ό,τι είχα χάσει, να ανακαλύπτω ποιοι παίζανε, να καλύπτω το μεγάλο κενό του θεάτρου. Ευτύχησα να συναντήσω σπουδαίους δασκάλους και επειδή είχα από τη φιλοσοφική μία βάση ισχυρή που μου είχε οργανώσει την κριτική σκέψη, απορροφούσα πιο σωστά τα πράγματα.
Πώς να ξεχάσω την Καρέζη με την οποία βρεθήκαμε στην Επίδαυρο; Είχε έναν σπάνιο και γενναιόδωρο χαρακτήρα, πεισματάρικο και ανδρικό μαζί.
Κοντά στο πτυχίο, τα παιδιά της τάξης μου έτρεχαν να δουν τι θα κάνουν, εγώ είχα μια περίεργη απάθεια και έλλειψη ανησυχίας. Δεν ήμουν σίγουρη αν με χρειάζεται το θέατρο, ήμουν έτοιμη να ξαναγυρίσω στα ιδιαίτερα που έκανα στα φιλολογικά.
Και η ευκαιρία ήρθε πολύ γενναιόδωρα με την οντισιόν του Σπύρου Ευαγγελάτου για τον Οθέλλο. Την οποία και εγώ αγνοούσα, παρά το γεγονός πως γινόταν στο Εθνικό Θέατρο. Με ειδοποίησε ο γραμματέας της σχολής: “Ζούνη, πρέπει να πας στην οντισιόν”, μου είπε. Και πήγα, χωρίς βέβαια να έχω στο μυαλό μου πως θα έπαιρνα κάποιο σοβαρό ρόλο. Και ήρθε το σοκ, καθώς πήρα τον ρόλο της Δυσδαιμόνας. Σπουδαία εμπειρία.
Μιλώντας για μύθους, συναντήθηκα με τον Μίμη Φωτόπουλο στο θέατρο της Δευτέρας. Στο θέατρο έπαιξα με τον Ντίνο Ηλιόπουλο, την Τζένη Καρέζη, τον Αλέκο Αλεξανδράκη, άνθρωποι που τώρα λείπουν πολύ σήμερα και λες γιατί;
Πώς να ξεχάσω την Καρέζη με την οποία βρεθήκαμε στην Επίδαυρο που έκανε την Ηλέκτρα και εγώ τη Χρυσόθεμη (σκην. Ρόπερτ Στούρουα); Είχε έναν σπάνιο και γενναιόδωρο χαρακτήρα, πεισματάρικο και ανδρικό μαζί. Ή τον Αλεξανδράκη με τη διαθεσιμότητα και την απλότητά του που η πρώτη μας εμπειρία ήταν να του δώσω μία χαστούκα και να γυρίσει ανάποδα σε μία παρασταση του Νόελ Κάουαρντ;
Εγώ σας πρωτοείδα στην Μικρή μας Πόλη…
Ναι, σπουδαία δουλειά αυτή του Βολανάκη. Στη δουλειά μου είμαι κομμάτια αυτών των δασκάλων μου. Ο Βολανάκης, ο Ντασέν με την “Όπερα της Πεντάρας”, ο Στούρουα ήταν μία μεγάλη συνάντηση, ο Λεβάν Τσουλάντζε, ο Ανδρέας Βουτσινάς… Έμαθα πολλά και από τον Σταμάτη Φασουλή, από τον Γρηγόρη Βαλτινό. Και μετά το “Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ, στα χρόνια της ωριμότητάς μου η Μαργαρίτα Γκωτιέ του Άκη Δήμου με τον Καλογρίδη και το “Λεωφορείο ο Πόθος”. Είμαι από τους ανθρώπους που ευτυχώς χορτάσανε.
Η τηλεόραση;
Είμαι πολύ περήφανη για την τηλεόραση, γιατί αντιστάθηκα πολύ. Οχι επίτηδες. Ξεκίνησα με το υπέροχο “Γιάννης και Μαρία”. Με τη σειρά αυτή βίωσα κανονικό προσκύνημα στον δρόμο. Γιατί δεν υπήρχαν άλλα κανάλια τότε και την έβλεπαν όλοι. Περιττό να πω πως με φώναζαν όλοι Μαρία. Γι’ αυτό και εγώ είπα “όχι άλλο Μαρία, θα το αλλάξω”. Και άργησα πολύ να ξανακάνω τηλεόραση. Έγινα πρώτα από το θέατρο Πέμυ Ζούνη και μετά πάλι επέστρεψα στην τηλεόραση. Ήρθαν πολύ ωραίες προτάσεις και διάλεξα τις “Γυναίκες” με τη Θέμιδα Μπαζάκα, τον “Βαμμένο Ήλιο” με τον Γιάννη Φέρτη και την “Πρόβα Νυφικού” με τον Κώστα Κουτσομύτη.
Η αλήθεια είναι πως η τηλεόραση μου έδωσε την εμπειρία του κινηματογράφου. Γιατί εμείς κάναμε μονοκάμερο με πολλές μέρες γύρισμα. Ήταν κανονική μελέτη. Μου έδωσε επίσης το διαβατήριο της γρήγορης αναγνωρισιμότητας γιατί αν έχεις κάνει μία καλή δουλειά στην τηλεόραση βοηθάει και στα θεατρικά…
Είμαι πολύ περήφανη για την τηλεόραση, γιατί αντιστάθηκα πολύ. Οχι επίτηδες.
Και μετά ήρθε ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης με το “Κλείσε τα μάτια”. Και έκτοτε ερχόντουσαν ίδιες προτάσεις διαρκώς. Γι’ αυτό και έκανα παύση 15 ετών. Και ακολούθησε η καραντίνα και η πρόταση του Ανδρέα Γεωργίου για τις “8 λέξεις”. Και μπορεί να ακολουθήσει πάλι μεγάλη παύση και μετά να κάνω τη γιαγιά σε κάποιο σίριαλ.
Πάντως, η αλήθεια είναι πως τόσα χρόνια ήταν σαν να είχατε ένα “φωτοστέφανο” από πάνω σας, σαν να ήσασταν στο απυρόβλητο
Ήμουν πάντα διακριτική και δεν κάνω ποτέ κάτι που δε θα ήθελα να μου κάνουν. Επίσης αγαπώ τους συναδέλφους και τον χώρο, δεν ήμουν ανταγωνιστική ποτέ. Αγαπώ πολύ τους νέους ηθοποιούς. Είμαι βαθιά μέσα μου δασκάλα. Με συγκινεί πολυ το ταλέντο και η αγωνία των παιδιών να υπάρξουν. Και θέλω κάπως να βρουν ένα βήμα και όταν αυτό πετυχαίνει είμαι ευτυχισμένη. Ας πούμε ο Βασίλης ο Μπισμπίκης λέει πως μου χρωστά, γιατί κάναμε μαζί το “Λεωφορείο ο Πόθος”. Αλλα ήταν θέμα χρόνου να γίνει γνωστός. Είναι αυτονόητο όταν υπάρχει αυτό το ταλέντο.
Και μετά ήρθε η “σφαλιάρα”. Η ιστορία με την παράσταση στο Ίδρυμα Κακογιάννη, η υποτιθέμενη συνεργασία με τον Ανγκ Λι και όλη η ιστορία με την πρώην συνεργάτιδά σας…
Ναι, αυτή είναι μία από τις πιο σκοτεινές περιόδους της ζωής μου. Δεν θέλω να πω πολλά γιατί εκκρεμεί η δίκη. Όμως το γεγονός πως ήδη το άτομο αυτό παραπέμφθηκε για δύο κακουργήματα και η δίκη πλησιάζει, είναι μία δικαίωση.
Αυτό που ήταν πολύ οδυνηρό είναι η στάση του χώρου. Με κάποιες συγκινητικές εξαιρέσεις, έγινε ένα πανηγύρι εκδίκασης ότι φταίω, άρα είμαι γελοία και ανόητη και αποφάσισα να αυτοκτονήσω καλλιτεχνικά.
Μέσα σε όλο αυτό συνέβησαν δύο πράγματα. Στον κόσμο μου, στην επαφή μου με το κοινό είναι σαν να μην έγραψε η ιστορία αυτή και αυτό μου έδωσε τρομερό κουράγιο. Η σχέση μου στον δρόμο με τους ανθρώπους και στο θέατρο δεν κλονίστηκε στο ελάχιστο. Είχα στο πλευρό μου και τους δικούς μου ανθρώπους που στάθηκαν κοντά.
Αυτό που ήταν πολύ οδυνηρό είναι η στάση του χώρου. Με κάποιες συγκινητικές εξαιρέσεις, έγινε ένα πανηγύρι εκδίκασης ότι φταίω, άρα είμαι γελοία και ανόητη και αποφάσισα να αυτοκτονήσω καλλιτεχνικά. Με πείραξε πολύ η συμπεριφορά 2-3 κοντινών ανθρώπων που είχαμε ζήσει πολύ κοντά, εκεί ήταν επώδυνη η αλήθεια. Γιατί ξέρεις κάτι, αυτό που λένε, “έλα μωρέ, γινεται ξεκαθάρισμα για το ποιοι είναι φιλοι σου”, πονάει. Θα προτιμούσα να μην έχει γίνει το ξεκαθάρισμα και να ήμουν στον κόσμο μου. Ευτυχώς, πάντως είχα ανθρώπους να με στηρίξουν και δεν αυτοκτόνησα.
Σας έμαθε κάτι όλος αυτός ο κανιβαλισμός;
Υποθέτω πως είχα επιλέξει να είμαι λίγο έξω από την καχυποψία αυτή πάντα. Ήμουν ανοιχτή, χαρούμενη και τώρα απλώς η αλήθεια ήρθε μπροστά μου και με ωρίμασε…
Και ακολούθησε το περιστατικό με το πρόβλημα υγείας της κόρης σας;
Αυτό ήταν το δεύτερο και πιο ουσιαστικό μάθημα που χρειαζόταν μεγαλύτερη ανάρρωση από το προηγούμενο. Ήταν μία σφαλιάρα τύπου “έλα τώρα να δεις ποια είναι τα σημαντικά”.
Αρα σε εσάς δε χρειάστηκε ο κόβιντ ή η καραντίνα για να επαναπροσδιοριστείτε ή να μετακινηθείτε…
Όχι, ήμουν ήδη στο μεταπτυχιακό εγώ…
Σας φοβίζει ο θάνατος;
Ήταν η βασική υπαρξιακή μου αγωνία ο θάνατος. Από τη στιγμή όμως που γέννησα, άρχισα να το βλέπω αλλιώς, πως εγώ τώρα θα μπορούσα και να πεθάνω για το παιδί μου. Όταν όμως το παιδί απειλείται, εκεί λίγο νομίζω θέλει ειδική διαχείριση. Ενδέχεται να αναπτυχθούν διάφορες φοβίες και φόβοι που πρέπει να τους αντιμετωπίσεις. Θέλει πολλή δουλειά μετά. Εγώ ακόμη δεν έχω τελειώσει με αυτό…
Ο έρωτας τι θέση έχει πλέον στη ζωή σας;
“Μόνο μια εκκωφαντική σιωπή ταιριάζει στην απόλυτη φύση ενός τέτοιου δώρου” λέει ο Άκης Δήμου. Τον έρωτα τον παθαίνεις και μετά παίρνεις ότι είσαι ικανός να πάρεις από αυτόν. Είναι σπουδαία υπόθεση, δίνει έμπνευση, φλόγα, λάμψη, πόνο, αλλά νομίζω πως στα νιάτα μας τον υπερεκτιμούμε λίγο…. Και λίγο αν φύγεις από αυτήν την περιοχή, βλέπεις πως όντως είναι λίγο υπερεκτιμημένος… Και εγώ νομίζω πως πλέον έχω πάρει μία ικανή απόσταση από αυτόν.
Προτάσεις από μεγάλους κρατικούς οργανισμούς είχατε;
Άρχισα τη θεατρική διαδρομή μου από το Εθνικό Θέατρο (Κεντρική Σκηνή και Επίδαυρος). Συνεργάστηκα ως ηθοποιός, αλλά και σκηνοθέτης με το ΚΘΒΕ. Το γεγονός ότι δεν συνεργάζομαι τα τελευταία χρόνια μπορώ να το αποδώσω σε διάφορους λόγους, που τους βρίσκω όλους δυσάρεστους.
Το αισθάνεστε σαν τιμωρία το γεγονός πως δεν έχετε κάποια πρόταση;
Πιθανόν. Κι αν είναι έτσι, θέλω να το λέω πρώτη. Για να κοιτάζω τα πράγματα στην πιο σκληρή τους εκδοχή και να τελειωνω. Δεν μπορώ τις δικαιολογίες καθόλου. Προσπαθώ να το φιλοσοφώ. Εξάλλου φιλοσοφία εστί μελέτη θανάτου. Η νταρκιά προσωποποιημένη δηλαδή
Μετά από πανδημίες, επιστρέφετε με τον Επιτάφιο…Περίεργη θεματολογική επιλογή θα έλεγε κάποιος…
Ακόμη και ένα τέτοιο θέμα μέσα από την Τέχνη ξορκίζεται και το έχουμε ανάγκη να ξορκιστεί. Ξορκίζεται με την ομορφιά του κειμένου, με την ομορφιά της μουσικής, με τη συνάντηση του Ρίτσου με τον Θεοδωράκη. Ο Θεοδωράκης εξάλλου έχει βάλει πολλή αισιοδοξία στη μουσική του σε αυτά τα σκοτεινά λόγια του πόνου. Όταν ο θρήνος γίνεται τέχνη, είναι τόσο πιο δημιουργικός… Άρα, μένει η γεύση της ομορφιάς του κειμένου και της μουσικής. Με τον Ιάκωβο Κολανιάν -που είναι ένας εξαιρετικός καλλιτέχνης και κιθαρίστας και κουβαλάει και αυτός όλες τις ιστορίες των Αρμενίων – είδαμε με έκπληξη πως αυτό το κείμενο μπορεί να συνομιλήσει με κλασικά μουσικά κομμάτια από όλο τον κόσμο. Ο Μίκης Θεοδωράκης έχει μελοποιήσει αποσπάσματα από 8 ποιήματα και τα άλλα 12 συνομιλούν με κλασικές μουσικές. Το κάναμε στην αρχή σαν πείραμα και είναι συγκινητικό το αποτέλεσμα.
Αυτό το κείμενο που νομίζουμε πως το ξέρουμε, περνάει από όλες τις φάσεις του πένθους: από τον θυμό, την κατάρα, την αισιοδοξία και την περιγραφή της ομορφιάς του νεκρού μέχρι το φως. Γιατί μετά είναι το φως. Τελευταία έτσι νομίζω. Οπότε ναι, η παράσταση είναι για όσους αγαπούν την ποίηση και τη μουσική.
Παράλληλα, και για λίγες παραστάσεις κάνουμε το “Στου Μποχώρη”. Είναι μία ιστορία που έχει γραφτεί από τον Μηνά Βιντιάδη, τη σκηνοθετεί η Βάνα Πεφάνη. Παίζουμε με τον Κώστα Αρζόγλου, τον Βασίλη τον Ευταξόπουλο και τρεις υπέροχους μουσικούς. Η ιστορία τριών ανθρώπων που ήρθαν από τη Σμύρνη και προσπαθούν να στήσουν ένα μαγαζάκι, “Στου Μποχώρη”. Και υπάρχει μουσική και τραγούδια και οι σκληρές μνήμες και οι τρυφερές στιγμές αυτών που προσπαθούν να συνεχίσουν τη ζωή τους.
Όλο αυτό με την καταστροφή πώς αντηχεί στο σήμερα;
Είναι σαν ιστορικό σπιράλ, τώρα ειδικά με τον Πόλεμο στην Ουκρανία, το βλέπουμε πολύ έντονα, είναι σαν μακάβρια σύμπτωση.
Πώς βλέπετε σήμερα την ελληνική κοινωνία; Είναι ανοιχτή σε ό,τι το διαφορετικό;
Νομίζω πως προχωράμε με μικρά βήματα, αλλά προχωράμε. Αν θυμηθώ την παιδική μου ηλικία και τον συντηρητισμό τότε, σήμερα έχουμε κάνει εντυπωσιακή πρόοδο. Υπάρχει βέβαια ακόμη η γειτονιά του ‘50 δίπλα μας, μπορώ να το αναγνωρίσω, αλλά τουλάχιστον το καλό σύμπτωμα είναι πως πολλοί αρχίζουν να ντρέπονται να εκφραστούν ενάντια στη διαφορετικότητα. Γίνεται μία διαχείριση αυτών των θεμάτων. Κάτι αρχίζει να μετακινείται…
Έχετε περάσει από την πολιτική. Πώς κρίνετε αυτά τα ανοίγματα που κατά καιρούς κάνουν οι κυβερνήσεις στη διαφορετικότητα;
Μερικές φορές μοιάζει σαν σχέδιο των επικοινωνιολόγων που πρέπει να ακολουθηθεί. Σαν να μην είναι βαθιά χωνεμένη η άποψη. Το καλό είναι πως εκφράζεται τουλάχιστον μια στήριξη της διαφορετικότητας. Δε μου αρέσει να ισοπεδώνω τους πάντες ωστόσο. Παρατηρώ τα πάντα στους πολιτικούς και τα καλά και τις γκάφες. Και βλέπω πως το παλεύουν κάπως. Όμως, όπως στην Τέχνη δεν υπάρχουν μύθοι, έτσι και στην πολιτική δεν υπάρχουν πια μεγάλοι ηγέτες. Και οι καιροί είναι πολύ ταραγμένοι για να μην υπάρχουν ηγέτες, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε παγκόσμιο επίπεδο.
Το μετανιώσατε που ασχοληθήκατε με την πολιτική;
‘Οχι δε μετανιώνω, γιατι το έκανα συνειδητα. Δύσκολη εμπειρία, μου έμαθε πολλά, γιατί ήταν από τα πολύ ταραγμένα χρόνια. Υπό κανονικές συνθήκες, μπορεί κάποιος να κάνει πράγματα για τον χώρο του και για την ειδίκευσή του, υπάρχει ελπίδα να παλέψει για κάτι. Εγώ έδωσα τον φόρο μου στα κοινά. Έδωσα την κούραση, το τρέξιμο, πήρα την απαξίωση και το βρίσιμο. Ασχολήθηκα. Δε θα το ξανάκανα, όχι γιατί φείδομαι κόπου και γενναιότητας, αλλά επειδή τώρα βλέπω καλύτερα τι συμβαίνει.