Κωνσταντίνος Φίλης για έρευνα 20/20: Η Χάγη δεν θα δικαιώσει 100% τις ελληνικές θέσεις
Ο διακεκριμένος διεθνολόγος Κωνσταντίνος Φίλης αναλύει τα ευρήματα της έρευνας της aboutpeople για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και θέτει τα πράγματα στην απολύτως ρεαλιστική βάση τους.
- 02 Φεβρουαρίου 2021 11:33
H εξαιρετικά ενδιαφέρουσα έρευνα που πραγματοποίησε η aboutpeople για λογαριασμό του 20/20 του News24/7 αποκάλυψε μπροστά στα μάτια μας μια εικόνα της κοινής γνώμης για τα λεγόμενα εθνικά θέματα σαφώς διαφορετική από αυτή που είχαμε συνηθίσει.
Παρά το γεγονός ότι οι σχέσεις της χώρας με την Τουρκία δοκιμάστηκαν πολύ σκληρά τη χρονιά που έφυγε, οι Ελληνες πιστεύουν ότι ο διάλογος με τη γείτονα χώρα έχει αξία και ότι ακόμη και η επιλογή της προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης είναι μία από τις εναλλακτικές που πρέπει να εξεταστούν έτσι ώστε να εντοπιστούν οι απαραίτητες λύσεις.
Ζητήσαμε από το διακεκριμένο διεθνολόγο Κωνσταντίνο Φίλη να διατυπώσει τις σκέψεις του για τα ευρήματα της έρευνας. Η καταγραφή αυτή γρήγορα εξελίχθηκε σε μία συμπαγή ανάλυση για τις εξελίξεις που πιθανώς να προκύψουν στις ελληνοτουρκικές σχέσεις αλλά για τις συνέπειες της Συμφωνίας των Πρεσπών η οποία, αν και πριν από δύο χρόνια αντιμετωπίστηκε αρνητικά από την πλειοψηφία του κόσμου, γίνεται πλέον αποδεκτή με μεγαλύτερη ωριμότητα.
“Το ποσοστό όσων αρνούνται το διάλογο θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερο”
Ο κ.Φίλης άρχισε την προσέγγισή του από την καταγραφή του ποσοστούν όσων δηλώνουν διάφορων ειδών αρνήσεις για τις σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας: “Διαπιστώνουμε ότι υπάρχει ένα ποσοστό που κυμαίνεται από το 26% και μπορεί να φτάσει το 38% ανθρώπων που παρουσιάζονται αρνητικοί στο ζήτημα του διαλόγου με την Τουρκία.
Το 26% είναι εναντίον της πιθανότητας προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, το 32% είναι υπέρ των δηλώσεων Σαμαρά και των 38% κατά των διευρευνητικών εντολών.
Κατά μέσο όρο δηλαδή υφίσταται ένα 30% το οποίο, όπως φαίνεται, τίθεται εναντίον του διαλόγου με την Τουρκία. Δεν μπορεί να θεωρηθεί αμελητέο αυτό το ποσοστό.
Από την άλλη πλευρά, δεδομένων και όσων συνέβησαν με ευθύνη της Τουρκίας τους τελευταίους μήνες και ιδιαίτερα από τις 7 Αυγούστου μέχρι τις 27 Νοεμβρίου ίσως να είναι και μικρό αυτό το ποσοστό.
Σε ανάλογη συνέντευξη πριν από μερικούς μήνες είχαμε πει ότι η ελληνική κοινή γνώμη δείχνει μια ωριμότητα. Μπορούμε να το ισχυριστούμε και τώρα, παρά το γεγονός ότι “βομβαρδίζεται” με ειδήσεις για την Τουρκία που έχουν αρνητικό πρόσημα (αυτό είναι βέβαια και ευθύνη των ΜΜΕ που δεν βάζουν φίλτρο στην πληροφορία ή διότι δίνουν υπερβολική σημασία σε δηλώσεις συμβούλων). Το ποσοστό όσων λένε όχι στο διάλογο θα μπορούσε να είναι και μεγαλύτερο.
Μέχρι τον περασμένο Αύγουστο φοβόμασταν ένα θερμό επεισόδιο ή μία άλλη επιθετική κίνηση. Ο φόβος όμως βρισκόταν μόνο στο θεωρητικό πεδίο. Στο πρακτικό μπήκαμε όταν άρχισαν οι σεισμικές έρευνες του Ορουτς Ρέις, αυτή είναι η καμπή. Και φυσικά όταν έλαβαν χώρα γεγονότα όπως η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί ή η προσπάθεια μαζικής εισόδου προσφύγων στη χώρα από τον Εβρο τον περασμένο Μάρτιο”.
“Ο Ερντογάν έχει μάθει να επιβιώνει”
Ο γνωστός διεθνολόγος υπογραμμίζει εν συνεχεία ότι “το 2020 ήταν επίσης μία χρονιά διαπιστώσεων σε ότι αφορά το τουρκικό δόγμα της γαλάζιας πατρίδας. Πρόκειται, έτσι και αλλιώς, για κάτι σχετικά πρόσφατο, από το 2017 άρχισε να γίνεται η τουρκική θεωρία που τελικά υιοθέτησε ο Ερντογάν. Ισως βέβαια να την πίστευε πάντα ως επιλογή αλλά θεώρησε ότι τότε ήταν η κατάλληλη στιγμή, όταν πατούσε καλύτερα στα πόδια του μετά το πραξικόπημα του 2016.
Υπάρχει όμως και η διάσταση της οικονομίας. Ο Ερντογάν είναι πολιτικός που έχει μάθει να επιβιώνει. Παρατηρώντας ότι η οικονομία γύριζε μπούμεραγκ, υιοθέτησε πιο εύκολα το δόγμα της γαλάζιας πατρίδας και άρχισε να ταϊζει τον κόσμο εθνικισμό. Υπάρχει, τέλος, και η παράμετρος της πολιτικής σύμπραξης με το κόμμα του Μπαχτσελί. Η επιλογή της γαλάζιας πατρίδας “τάισε” και αυτό το ακροδεξιό κοινό.
Για το κομμάτι του Ελλήνων πολιτών που δεν πιστεύει στο διάλογο με τη γείτονα λόγο μπαίνει πάντα ένα στοιχείο προβληματισμού, το στοιχείο της εναλλακτικής. Κανείς νοήμων δεν επιθυμεί τον πόλεμο αλλά η εναλλακτική για το διάλογο ποιοα είναι; Προφανώς μέσα σ’ αυτό το 30% υπάρχουν άνθρωποι που λένε “δεν επιθυμώ κανένα διάλογο, η Τουρκία είναι εχθρική χώρα”. Δίαυλοι επικοινωνίας όμως πάντα πρέπει να υπάρχουν, ακόμα και οι Ναζί με τους συμμάχους στο Β’ Παγκόσμιο πόλεμο είχαν.
Υπάρχει επίσης μία μερίδα ανθρώπων που πιστεύει ότι οι όροι του διαλόγου δεν είναι κατάλληλοι, ότι δεν υφίστανται τα προτάγματα, χωρίς τα οποία δεν μπορούμε να μπούμε σε μία διαδικασία διαλόγου. Πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι η Τουρκία από τη δική της πλευρά δεν μπορεί να δεχθεί τα πάντα, υψηλές ελληνικές αξιώσεις όπως ας πούμε την απόσυρση του δόγματος της γαλάζιας πατρίδας. Αυτό δεν θα γινόταν δεκτό ότι μετά από μία πιθανή ελληνική νίκη σε πολεμική σύγκρουση”.
“Από την Χάγη δεν θα είναι προκύψει απόφαση 100-0 για τα ελληνικά συμφέροντα”
Ο κ. Φίλης επιχείρησε να αποτυπώσει τις επι μέρους ομαδοποιήσεις όσων εκφράζονται θετικά για το διάλογο των δύο χωρών: “Μιλώντας γι’ αυτούς που παρουσιάζονται διαλλακτικοί στην προοπτική προσφυγής των δύο χωρών στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης μπορούσε να τους χωρίσουμε, κατά τη γνώμη μου, σε δύο υποομάδες.
Η πρώτη από αυτές κατανοεί ότι για να προκύψει οριστική διευθέτηση των διαφορών με την Τουρκία υπάρχουν δύο τρόποι. Η διάλογος ή προσφυγή στη Χάγη. Ξέροντας όμως ότι είναι μάλλον απίθανο να βρεθεί λύσει μέσα από διάλογο, επιλέγεται η Χάγη έτσι ώστε να κλείσει η εκκρεμμότητα, όχι βέβαια με κάθε τρόπο. Η σκέψη είναι αφού δεν μπορούν να εντοπιστούν λύσεις με τον τουρκικό μαξιμαλισμό που ζητά πχ αποστρατικοποίηση των νησιών καλύτερη επιλογή είναι το Διεθνές Δικαστήριο για τη ρύθμιση του ζητήματος των θαλάσσιων ζωνών.
Η δεύτερη υποομάδα θεωρεί ότι εάν το δικαστήριο κρίνει με βάση αυτό που η ελληνική κοινή γνώμη ονομάζει δίκιο της Ελλάδας, η απόφαση θα είναι υπέρ των ελληνικών συμφέροντων στο 100-0 κατά το κοινώς λεγόμενο. Τα ελληνικά νησιά, ας πούμε, στο σύνολο τους θα πάρουν επήρρεια 100% και ότι θα υπάρξει ολική δικαίωση των ελληνικών θέσεων. Εδώ μπορούμε να κάνουμε την εξής παρατήρηση: το ελληνικό πολιτικό σύστημα δεν έχει μιλήσει με ειλικρίνεια στην ελληνική κοινωνία για το τι ακριβώς με βάση το διεθνές δίκαιο και βάσει της νομολογίας μπορούσε να μας ανήκει. Το πολιτικό σύστημα έχει αφήσει να πλανάται, προφανώς κατ’ επιλογήν, μία εικόνα από την οποία μπορεί να προκύψει 100% δικαίωση των ελληνικών θέσεων.
Υπάρχει, τέλος και μία τρίτη υποομάδα που σχετίζεται με την πρώτη και που θεωρεί ότι μας ανήκουν πράγματα τα οποία αυτή τη στιγμή όμως δεν τα έχουμε. Γιατί δεν υπάρχει διμερής συμφωνία ή απόφαση δικαστηρίου. Με την Αίγυπτο, ας πούμε, συμφωνήσαμε διμερώς. Στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο δεν υπάρχει όμως συμφωνία ούτε δικαστική απόφαση. Αρα αν προσφύγουμε στη Χάγη και δεν δικαιωθούν στο 100% οι θέσεις μας είμαστε χαμένοι ή κερδισμένοι; Αν η απόφαση δώσει σ’ ένα νησί 85% επήρρεια και όχι 100% είμαστε χαμένοι ή κερδισμένοι; Κατά τη γνώμη μου θα είμαστε κερδισμένοι. Τώρα έχουμε 0% και το 100% είναι ευσεβής πόθος.
Τι χρειάζεται να γίνει; Πρώτα από όλα να αλλάξει η πρόσληψη του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τις εξελίξεις στην Τουρκία, να μπουν φίλτρα αξιοπιστίας σ’ αυτά που μαθαίνουμε και διαβάζουμε για τη γειτονική χώρα. Το δεύτερο έχει να κάνει με την προσήλωση στις λύσεις που μπορούν να έχουν οι διαφορές μας με την Τουρκία. Η εικόνα που έχει ο μέσος πολίτης γι’ αυτές δεν είναι ολοκληρωμένη και αυτό αποτελεί ευθύνη όλων μας και δική μου φυσικά. Η ελληνική κοινωνία πρέπει να μάθει για τους τρόπους διευθέτησης, για τις διαδικασίες. Να μάθει επίσης ότι οι διευρευνητικές επαφές δεν συνιστούν καν διάλογο”.
“Πρέσπες: Είναι συμφωνία ωφέλιμη, κάποιοι καπηλεύτηκαν το λαϊκό συναίσθημα”
Για το τέλος οι σκέψεις του κ. Φίλη για το αποτύπωμα που έχει πια στην ελληνική κοινωνία η Συμφωνία των Πρεσπών, πάντα σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας της aboutpeople. Σκέψεις που καταλήγουν και πάλι στις ελληνοτουρκικές διαφορές και στη μέθοδο επίλυσής τους: “Οταν το θέμα ακόμα “έκαιγε” πριν από δύο χρόνια, οι δημοσκοπήσεις εμφάνιζαν αρνητικά ποσοστά της τάξης του 70%. Πλέον αρνητικοί είναι ένας στους δύο. Αυτό σημαίνει ότι σιγά-σιγά έχει καταλαγιάσει το αρνητικό συναίσθημα και το παιχνίδι που έκαναν διάφοροι με το συγκεκριμένο συναίσθημα. Εγιναν προσπάθειας καπηλείας για πολιτικούς λόγους.
Από την άλλη πλευρά βέβαια εξακολουθεί να υπάρχει ένας προβληματισμός για το αν η συμφωνία ήταν στη σωστή ή λάθος κατεύθυνση. Αν το ερώτημα ήταν “η συμφωνία ήταν τελικά εθνικά επωφελής ή επιζήμια” τότε το αρνητικό ποσοστό θα ήταν ακόμη χαμηλότερο. Για μένα η Συμφωνία των Πρεσπών, που ήταν προϊόν συμβιβασμού, είχε προβληματικά σημεία, οπωσδήποτε όμως μακροπρόθεσμα θα είναι ωφέλιμη για τη χώρα, άργησε μάλιστα πολλά χρόνια.
Οταν ως κοινωνία θα έχουμε πλήρη εικόνα για τη διαδικασία της επίλυσης των διαφορών μας με την Τουρκία, για τα βήματα που πρέπει να γίνουν, θα έχει ενδιαφέρον να διαπιστώσουμε αν επιθυμούμε τη λύση που προφανώς θα είναι συμβιβαστική. Θα είναι ένας επωφελής ή επιζήμιος συμβιβασμός. Με την Αίγυπτο συμβιβαστήκαμε. Και κάναμε καλά παρά τα προβληματικά κομμάτια της συμφωνίας. Συμφωνήσαμε με την Ιταλία, κάνοντας παραχωρήσεις. Συμφωνήσαμε να πάμε στη Χάγη με την Αλβανία και φτάσαμε στη Συμφωνία των Πρεσπών με τη Βόρεια Μακεδονία.
Το ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: Οι συμβιβασμοί αυτοί μας ισχυροποίησαν ή μας έκαναν πιο αδύναμους; Κατά την άποψή μου μας έχουν ισχυροποιήσει. Αρα γιατί να μην είμαστε θετικοί στο να εξεταστεί και μία συμβιβαστική λύση με την Τουρκία με την προϋπόθεση βέβαια ότι ο συμβιβασμός δεν θα θέσει σε κίνδυνο ούτε κατ’ ελάχιστον την κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο, το δίκιο της θάλασσας και τη σχετική νομολογία; Πρέπει όμως να δοθεί ένα τέλος στους εθνικούς μύθους και τις κατασκευές”.
Ο Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων και αναλυτής διεθνών θεμάτων στον Aντέννα.