Ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης μάς πηγαίνει ένα ταξίδι στον κόσμο του ρεμπέτικου
Ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης μιλά στο NEWS 24/7 με αφορμή το "Μινόρε" που μεταφέρεται από το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά στο θέατρο Ιλίσια.
- 04 Φεβρουαρίου 2022 15:14
Ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης είναι λάτρης του ρεμπέρικου τραγουδιού. Είναι όπως λέει και ο ίδιος ένας “ερασιτέχνης ρεμπετολόγος”.
Το 1983, όταν έκανε πρεμιέρα στην ΕΡΤ η θρυλική τηλεοπτική σειρά «Το Μινόρε της Αυγής» των Βαγγέλη Γκούφα και Φώτη Μεσθεναίου, αυτός ήταν έφηβος. Αυτή του η επαφή με το ρεμπέτικο τραγούδι ήταν καθοριστική, καθώς άνοιξε μπροστά του ένας κόσμος μαγικός που τον καθόρισε μουσικά.
Κεντρικό θέμα της σειράς ήταν η ιστορία του ρεμπέτικου τραγουδιού μέσα από τη δημιουργία και δράση της θρυλικής ρεμπέτικης τετράδας του Πειραιά, η οποία ξεκίνησε το 1934 και την αποτελούσαν οι Μάρκος Βαμβακάρης, Γιώργος Μπάτης, Ανέστης Δελιάς και Στράτος Παγιουμτζής.
Έτσι όταν προέκυψε η ιδέα να αναπαρασταθεί όλος αυτός ο κόσμος θεατρικά, έχοντας ως πρώτη ύλη το σενάριο της θρυλικής σειράς, ενθουσιάστηκε. «Το Μινόρε της Αυγής» έγινε θεατρικό σε σκηνοθεσία Τάκη Τζαμαργιά υπό τον τίτλο «Το Μινόρε» και περισσότεροι από 30.000 άνθρωποι την παρακολούθησαν στην Κεντρική Σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά. Εξαιτίας αυτής της δημοφιλίας της από σήμερα, Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου, η παράσταση μεταφέρεται στο θέατρο Ιλίσια προσδοκώντας να συστήσει τον μαγικό κόσμο του ρεμπέτικου σε ακόμη περισσότερο κόσμο.
Στην υπόθεση του έργου, ένας νεαρός, με μόνη περιουσία ένα «ζητιανόξυλο», το μπουζούκι του, φτάνει φυγάς από τη Σύρο στον Πειραιά. Ο ρεμπέτης ξάδερφός του και η κομπανία του τον υποδέχονται. Μια δυναμική Σμυρνιά κι ο τεκές της τον αγκαλιάζουν. Ένα μουσικοθεατρικό οδοιπορικό μέσα στα σκοτάδια και τους καπνούς του Πειραιά του ‘30, για τους ρεμπέτες, τους ανυπότακτους, τους ανθρώπους του περιθωρίου, που λυτρώθηκαν μέσα από τη μουσική τους και την έφεραν από «την υπόγεια την ταβέρνα» στα σαλόνια, στις καρδιές και τα χείλη μας.
Εμείς είχαμε με τον Ιεροκλή Μιχαηλίδη μία μεγάλη συζήτηση για το ρεμπέτικο τραγούδι, αλλά και για το πώς η επιτυχημένη τηλεοπτική σειρά προσεγγίστηκε θεατρικά στην παράσταση που παρουσιάζεται στο θέατρο Ιλίσια.
“Με γοήτευσε καταρχάς το θέμα της παράστασης. Στα εφηβικά μου χρόνια είχα δει τη θρυλική σειρά την τηλεόραση. Αυτή ήταν και η εποχή που ανακάλυψα τον κόσμο του ρεμπέτικου. Είναι η εποχή που σημειώθηκε μια επαναφορά ενός παλαιού είδους που γίνεται πιο κλασικό. Έτσι, έζησα όλη αυτή την ανασύστασή του και σταδιακά και ως ακροατής και ως μουσικός παρέα με ανθρώπους που ασχολούνται βαθιά με αυτό το είδος, ακολούθησα το μουσικό πλαίσιο του ρεμπέτικου. Είμαι, θα έλεγα σήμερα, ένας ερασιτέχνης ρεμπετολόγος. Όποτε, όταν προέκυψε η ιδέα να έρθει όλος αυτός ο κόσμος στη θεατρική σκηνή με το σενάριο της θρυλικής σειράς ως πρώτη ύλη, μου φάνηκε εξαιρετικά ενδιαφέρον ως εγχείρημα… Γιατί η σχέση μου με το ρεμπέτικο μπορεί να είναι έμμεση, είναι όμως και βιωματική” αναφέρει στο NEWS 24/7 ο Ιεροκλης Μιχαηλίδης.
Παράσταση αμιγώς θεατρική…
“Η παράσταση είναι αμιγώς θεατρική” τονίζει. “Ουσιαστικά πρόκειται για ένα απάνθισμα του σίριαλ, απλώς είναι κυρίαρχη η μουσική, γιατι οι ήρωες είναι μουσικοί και βλέπουμε τη ζωή τους. Μυθοπλασία για πώς δημιουργήθηκαν αυτά τα τραγούδια, αυτός ο κόσμος. Μιλάμε για έρωτες, φιλίες, τους καημούς τους και τα πράγματα που τους ενέπνευσαν να γράψουν αυτά τα τραγούδια”.
Δύο εποχές που γίνονται μία
“Η παράσταση είναι ένα ταξίδι στον χρόνο για κάτι που έχει χαθεί, για μια άλλη ζωή. Επικοινωνεί με το σήμερα λοιπόν, όπως όλα τα έργα εποχής, γιατί πάντα στο παρελθόν βρίσκουμε δικά μας κομμάτα. Τώρα, μιλάμε για τις απαρχές της λαϊκής μουσικής με τη μορφή που τη γνωρίσαμε εμείς στη μετεξελιξη της. Έχουμε μία γονιδιακή σχέση μαζί της. Η ελληνική μουσική έχει άμεση σχέση με τη βυζαντινή και με τη μουσική της ανατολής και εμπεριέχεται στο dna μας, πάντα, όση εξέλιξη και να υπάρχει. Γι αυτό και υπάρχουν πολλοί νεότεροι υπάρχουν άνθρωποι που ακούνε ρεμπέτικο. Είμαστε από τις λίγες χώρες που στον 20ο αιώνα ξεκίνησαν ένα είδος που έγινε παράδοσή τους.
Σκεφτείτε πως αυτό ξεκίνησε από το περιθώριο και την παρανομία, από ανθρώπους απελπισμένους, ίσως και λούμπεν, που είχαν όμως μία ποιητική φλέβα, όραμα και ταλέντο. Τα τραγούδια αυτά ακουγόντουσαν στους τεκέδες ή σε κακόφημα μαγαζιά. Δεν μπορούσε να μπει σε αυτά ο μέσος αστός, έμπαιναν πολύ συγκεκριμένες κοινωνικές τάξεις.
Είμαστε από τις λίγες χώρες που στον 20ο αιώνα ξεκίνησαν ένα είδος που έγινε παράδοσή τους.
Μιλάμε για ανθρώπους που δεν ήταν κατ ανάγκην παραβατικοί, αλλά είχαν αρχές, ηθικούς κώδικες, ειλικρίνεια και μαγκιά, με την έννοια της καθαρότητας και της συνέπειας λόγου και πράξεων. Ίσως γι αυτό μας γοητεύει αυτή η εποχή σήμερα. Στην κοινωνία του ρεμπέτικου υπήρχε μεγάλη σκληρότητα, οι άνθρωποι είναι όλοι απελπισμένοι, ζει ο ένας από τις σάρκες του άλλου. Βέβαια πρόκειται για μία Ελλάδα που έχει βγει από έναν παγκόσμια πόλεμο και βιώνει μία μετακίνηση πληθυσμών πρωτοφανή στην ιστορία. Και αυτό δημιουργεί πέρα από το οικονομικό πρόβλημα, κοινωνική αναταραχή καθώς “εισβάλλει” μία διαφορετική κουλτούρα που κατορθώνει να συνυπάρξει και πολλές φορές να επιβληθεί στην κουλτούρα των ντόπιων. Μιλάμε για μία Ελλάδα που πλέον συνίσταται και από έναν νέο κόσμο και αυτή είναι που μπολιάζει και το ρεμπέτικο. Η μουσική παράδοση της Σμύρνης έρχεται και δημιουργεί αυτήν την έκρηξη για να φτάσουμε στο ηπειρώτικο ρεμπέτικο.
Είναι περίεργοι οι ήχοι του και αφορούν ίσως εμάς και τους πιο ανατολικούς από εμάς. Μιλάμε πλέον για λαϊκούς δρόμους και κλίμακες που δεν υπάρχουν στη δυτική μουσική. Ο ήχος τους είναι βασανισμένος, μοιάζει με χαρμολύπη κι ένα είδος περίεργου κλάματος και αμανέ. Κυριαρχεί η έντονη εσωστρέφεια.
Είναι φυσιολογική η αντανάκλαση της μίας εποχής στην άλλη, ακόμη και σήμερα που η αξιακή μας κλίμακα έχει μετατοπιστεί, έχει ανέβει το βιοτικό μας επίπεδο, κυριαρχεί η κατανάλωση και το υλικό κομμάτι. Αν σε όλα αυτά προσθέσει κανείς τα κοινωνικά δίκτυα και το διαδίκτυο, γίνεται ακόμη περισσότερο ορατή η διαφορά. Μιλάμε για ένα πολύπλοκο πλαίσιο, στο οποίο οι νεότεροι κυρίως θέλουν πιο ελαφριά και καθαρά διονυσιακά ακούσματα”.
Το κοινό και η συγκίνηση
Αυτό που προξενεί ιδιαίτερη εντύπωση στον Ιεροκλή Μιχαηλίδη είναι το κοινό: “Στην πλειοψηφία του ήταν μεγαλύτεροι άνθρωποι, αλλά υπήρχαν και νέοι άνθρωποι που μας αγκάλιασαν με τρομερά μεγάλη συγκίνηση. Αυτό που είναι διακριτό στα χείλη όλων, είναι η αυτή η συγκίνηση. Και αυτό νομίζω γιατί είναι μία τίμια μεταφορά που δε λαϊκίζει, δεν προσπαθεί να πάρει το κοινό μαζί της χρησιμοποιώντας επικοινωνιακά στοιχεία του γλεντιού. Έχει απόσταση, αυστηρότητα και λιτότητα σαν παράσταση και αυτό είναι μάλλον που συγκινεί τους θεατές”.
Δε μιλάμε με τραγούδια, αλλά με συνθέτες…
“Στο ρεμπετικο δεν μπορούμε να μιλήσουμε με τραγούδια,αλλά με συνθέτες. Ο Μάρκος Βαμβακάρης είναι ο γεννήτορας του, αυτός που το φτάνει σε άλλα ύψη μεταγενέστερα είναι ο Τσιτσάνης. Αλλά και ο Χατζηχρήστος, ο Παπαϊωάννου, ο Χιώτης, πραγματικά η λίστα είναι μεγάλη, δεν ξέρεις που να σταματήσεις. Βλέπεις μάλιστα πως μερικοί συνθέτες με μικρότερη δισκογραφία και λιγότερα τραγούδια είναι πραγματικά τεράστιοι. Ο Γιοβάν Τσαούς που έχω βάλει και ένα τραγούδι του, πολυοργανίστας που παίξει όλα τα έγχορδα, έχει γράψει 11 τραγούδια όλα κι όλα, αυτά τουλάχιστον έχουν διασωθεί, και είναι έξοχα τραγούδια, αριστουργήματα. Και δυστυχώς πέθανε νέος μέσα στην Κατοχή με τη γυναίκα του μαζί από δηλητηρίαση. Μιλάμε για τρομακτικές μορφές. Ο Μπαγιαντέρας τυφλώνεται, ο Δελιάς πεθαίνει νεότατος από την πρέζα”.
Η γυναικεία παρουσία...
“Οι γυναίκες εκείνη την περίοδο είναι εκτός κοινωνικής διαδικασίας. Δεν ψηφίζουν ακόμη. Και στην παράσταση ακούμε ένα νόμο πως για πρώτη φορά θα ψηφίσουν αυτές που έχουν τελειώσει το δημοτικό. Είναι μονίμως στη σκιά του άνδρα. Παρόλα αυτά το εργο έχει νύξεις για το γυναικείο ζήτημα και τον φεμινισμό. Το ρεμπέτικο τραγούδι είχε θέση για τη γυναίκα όσο και η κοινωνία της εποχής. Δεν υπάρχει θέση για γυναίκα στα πάλκα. Υπάρχουν γυναίκες στους δίσκους (έχουμε την Παπαγκίκα με τις αμερικάνικες ηχογραφήσεις, τη Ρόζα Εσκενάζυ, τη Μαρίκα Νίνου), αλλά στο παλκο δεν ανεβαίνουν. Αργότερα μπαίνουν σ΄αυτό”.
Και το ζητιανόξυλο
“Το μπουζούκι ήταν τελείως παρεξηγημένο σαν όργανο. Τότε ήταν σχεδόν ντροπή να παίζεις μπουζούκι, ήταν υπό διωγμό. Για πολιτικούς λόγους στη δικτατορία υπάρχει λογοκρισία και ένα είδος μαζικής επίθεσης σε ότι αφορά το λαϊκό και ρεμπέτικο τραγούδι. Πολλοί από τους ανθρώπους που ακούνε ρεμπέτικο είναι και τρόφιμοι φυλακών. Τότε στα κελιά μπαίνει ο μπαγλαμάς. Και επικρίνεται και αυτός. Αυτό δεν έχει να κάνει με την αξία του ως μουσικό όργανο. Αλλά και με την κοινωνία. Και στις ορχήστρες δεν υπήρχαν μπουζούκια, υπήρχαν σαντούρια και βιολιά. Με το ρεμπέτικο μπαίνει σιγά σιγά και μικροαστικοποιείται, μπαίνει στα επίσημα μαγαζιά, γίνεται τετράχορδο και έρχεται κοντά στην “αστική” κοινωνία. Βεβαια στα δικά μας χρόνια έχει εκφυλιστεί. Λέμε μπουζούκια και παίζουμε ποπ”.
Σκηνοθεσία: Τάκης Τζαμαργιάς/Θεατρική Μεταφορά: Δημήτρης Χαλιώτης/Υπεύθυνη Δραματουργίας: Κατερίνα Διακουμοπούλου/Σκηνικά-Κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου/Επιμέλεια Κίνησης: Αμαλία Μπένετ/Μουσική Επιμέλεια: Ιεροκλής Μιχαηλίδης/Μουσική Διδασκαλία: Αντώνης & Θοδωρής Ξηντάρης/Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου/Βοηθός Σκηνοθέτη: Γιάννης Σαβουιδάκης/Βοηθός Σκηνογράφου – Ενδυματολόγου: Έμιλυ Κουκουτσάκη/Βίντεο παράστασης: Παντελής Μάκκας/Ζωγραφική σκηνικών: Στέλιος Κουτρούλης/Promo video: Θωμάς Παλυβός/Φωτογραφίες: Σταύρος Χαμπάκης/Παίζουν: Ιεροκλής Μιχαηλίδης, Γεράσιμος Σκιαδαρέσης, Σταύρος Σβήγκος, Χριστίνα Μαξούρη, Μαρία Παπαφωτίου, Μαρία Τσιμά, Κώστας Κοράκης, Κατερίνα Παπανδρέου, Κυριάκος Σαλής, Όλγα Σκιαδαρέση, Άρης Αντωνόπουλος, Γιάννης Εγγλέζος/Μουσικοί επί σκηνής: Αντώνης & Θοδωρής Ξηντάρης
Από 4 Φεβρουαρίου στο Θέατρο Ιλίσια/Κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή/ΗΜΕΡΕΣ ΚΑΙ ΩΡΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ: Παρασκευή: 21.00, Σάββατο & Κυριακή 18.00 & 21.00/ ΤΙΜΕΣ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ: Διακεκριμένη ζώνη: 30€ / Μειωμένο: 25€, Α’ ζώνη: 25€ / Μειωμένο: 20€, Β’ ζώνη: 20€ / Μειωμένο: 15€, Γ’ ζώνη: 15€ / Μειωμένο: 10€/ Πωλήσεις εισιτηρίων: VIVA.GR – ARTINFO.GR -210 9213310/https://www.viva.gr/tickets/festival/theater/to-minore/
Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις