Η Νεκταρία Γιαννουδάκη δεν είναι μόνο μια “κομπογιαννίτισσα επιστήμονας”
Η Νεκταρία Γιαννουδάκη μιλά στο News 24/7 για την πορεία της στο θέατρο, την Κρήτη, τον κορονοϊό, τις μάσκες-αλεξίπτωτα και τη δύναμη της ίασης.
- 27 Σεπτεμβρίου 2020 07:41
Αν κάτι τη χαρακτηριζει ως άνθρωπο είναι η λέξη πληθωρικότητα. Νομίζω δεν γίνεται να χωρέσουν σε λέξεις ο χαρακτήρας της, η ακεραιότητά του, η “τρέλα” της για τη ζωή και το γάργαρο γέλιο της. Για εμένα είναι μια φίλη από παλιά που έχω την τιμή να αποκαλώ δασκάλα (χάρη σε εκείνη έμαθα να αρθρώνω σωστά τις λέξεις). Για τους περισσότερους όμως που την έχουν δει επί σκηνής στη μακροχρόνια πορεία της, η Νεκταρία Γιαννουδάκη είναι μια αρχοντική ντάμα με φλογερό ταμπεραμέντο, μια “Χανιώτισσα Κάθριν Ζέτα Τζόουνς” όπως είχα ακούσει κάποτε να τη χαρακτηρίζουν.
Τη συνάντησα σε ένα καφέ στο Κολωνάκι και τη ρώτησα το κλισέ “τι σημαίνει ηθοποιός”: «Σε ένα σεμινάριο ο Μιχαήλ Μαρμαρινός είχε πει το εξής σοφό: “Ο ηθοποιός είναι ο επιστήμων κομπογιαννίτης”. Έχω σπουδάσει την τέχνη μου, έχω κάνει τα σεμινάρια και τα διαβάσματα και την έρευνά μου αλλά ταυτόχρονα είμαι οι εμπειρίες μου, η αισθητική μου, τα κόμπλεξ μου, οι αδυναμίες μου. Νομίζω για τις ελλείψεις μας γινόμαστε ηθοποιοί, όχι για την πληρότητά μας. Κάτι μου έλειπε και ήθελα να το εκφράσω. Οπότε θα ανέβω στη σκηνή, θα μεταμορφωθώ, θα αγγίξω αν το καταφέρω καλύτερα υποκριτικά επίπεδα αλλά θα παραμείνω το συγκεκριμένο κορμάκι με το συγκεκριμένο ηχόχρωμα» μού απαντά.
Η Νεκταρία Γιαννουδάκη μιλά στο News 24/7 για τη ζωή της, την πορεία της στην υποκριτική και τη διδασκαλία, την Κρήτη, τον κορονοϊό, τις μάσκες-αλεξίπτωτα και τη δύναμη της ίασης:
Τα παιδικά χρόνια πίσω από την τζαμαρία
«Μεγάλωσα στα Χανιά περίπου 200-300 μέτρα έξω από την Παλιά Πόλη. Ήμουν το τρίτο παιδί της οικογένειας. Γεννήθηκα με μεγάλη διαφορά ηλικίας από τους δύο αδερφούς μου. Μικρή ήμουν πολύ ήσυχη και χαμογελαστή. Τα παιδικά μου χρόνια τα θυμάμαι να μεγαλώνω πίσω από τα τζάμια του εμποροραφείου του πατέρα μου και να χαιρετάω τον κόσμο που περνούσε. Ήταν σε πολύ κεντρικό σημείο το μαγαζί και από πάνω το σπίτι μας. Η μαμά μου μπορούσε να μου πει “κάτσε εδώ” και εγώ υπάκουα, θα μπορούσα να καθόμουν εκεί τρεις ώρες ακίνητη. “Ψάρωνα” πολύ εύκολα, ό,τι μου έλεγαν το πίστευα, όπως ότι υπάρχει μπαμπούλας.
Δεν είχα φίλους ή παρέες, δεν ήμουν δημοφιλής. Στην Α’ Δημοτικού είχα μια πολύ σκληρή δασκάλα, η οποία είπε στη μαμά μου “Μην περιμένεις το παιδί σου να σπουδάσει, δεν είναι για γράμματα”. Μας έδερνε με βέργα κανονικά, μιλάμε για την Κρήτη 40 χρόνια πίσω. Στη Β’ Δημοτικού είχαμε επίσης έναν κακό δάσκαλο που μου έβαζε κακούς βαθμούς γιατί νόμιζε ότι η οικογένειά μου υποστήριζε διαφοτερικό κόμμα από το δικό του (το αστείο είναι ότι ψήφιζαν το ίδιο). Η μητέρα μου πήγε στη διευθύντρια του σχολείου και με άλλαξε τμήμα και τότε “άνθισα” σαν μαθήτρια, απέκτησα φιλίες, έγινα μέχρι και σημαιοφόρος. Αλλά ποτέ δεν ήμουν το “φυτό”, διάβαζα περισσότερο αυτά που αγαπούσα».
Μικρή ήθελα να γίνω δικαστής για να σώσω τον κόσμο και να φέρω δικαιοσύνη. Δεν ήξερα ότι είναι τυφλή η Δικαιοσύνη
«Η απόφαση για την υποκριτική ήρθε στο Γυμνάσιο. Θυμάμαι να μπαίνει στην τάξη η φιλόλογός μας, μια πολύ όμορφη γυναίκα που μύριζε πούδρα από τα 10 μέτρα. Ανοίγει την Οδύσσεια και αρχίζει να περπατά ανάμεσα στα θρανία με έναν ρυθμό και απαγγέλει τους στίχους με έναν υπέροχο τρόπο. Ανατρίχιασα και είπα “αυτό θέλω να κάνω”. Όχι με την έννοια της διδασκαλίας αλλά με αυτή της απαγγελίας, γιατί δεν βλέπαμε θέατρο στα Χανιά. Ήξερα ότι για να σπουδάσω ηθοποιός- επειδή οι γονείς μου ήταν αντίθετοι – έπρεπε να φύγω από τα Χανιά, να έρθω στην Αθήνα, το κέντρο των εξελίξεων. Όπως και έγινε. Πέρασα Γαλλική Φιλολογία και λίγο πιο μετά έδωσα εξετάσεις για το Ωδείο Αθηνών. Εκεί νομίζω ότι βρήκα τον εαυτό μου.»
Η συζήτηση αναπόφευκτα πάει στο φως και το σκοτάδι που διακρίνει στο επάγγελμα που διάλεξε: «Με εξιτάρει στη δουλειά μου το νέο, το καινούριο, είτε αυτό είναι ρόλος, είτε είναι συνάδελφοι, είτε ακόμα και σκηνή. Διατηρεί την παιδικότητά μου η επαφή με το νέο.
Ταυτόχρονα βέβαια αυτή η συχνή αλλαγή είναι και αυτό που με ταλαιπωρεί: Συνεχώς περνάμε από εξετάσεις, συνεχώς είμαστε εκτεθειμένοι. Στην Ελλάδα πρέπει να είμαστε εκτός από ηθοποιοί και οι μάνατζερ του εαυτού μας. Είναι ένα κομμάτι που δεν το έχω και πάρα πολύ. Ενώ θα έπρεπε να ασχολούμαι με την άσκηση της φωνής μου, της ορθοφωνίας και των εκφραστικών μου μέσων, καλούμαι να με μανατζάρω και να τρώω χρόνο για αυτό.
Μετά την κρίση ειδικά, οι ηθοποιοί και οι καλλιτέχνες είμαστε ο τελευταίος τροχός της αμάξης. Θεωρώ ότι όλοι στον χώρο μας νιώθουμε αδικημένοι. Ακόμα και αν ρωτήσεις έναν πρωταγωνιστή ας πούμε που έχει καθιερωθεί, θα σου πει ότι νιώθει αδικημένος. Κι έχουμε απόλυτο δίκιο να νιώθουμε αδικημένοι οι ηθοποιοί όσον αφορά στα εργασιακά δικαιώματα.»
Οι καλλιτέχνες έχουμε απόλυτο δίκιο να νιώθουμε αδικημένοι όσον αφορά στα εργασιακά δικαιώματα
«Θεωρώ ότι βοήθησε που ανανεώθηκε το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών και που με την πανδημία έγινε το Support Art Workers. Έπρεπε να ακουστούν και άλλες φωνές (όχι ότι δεν υπήρχαν αξιόλογοι άνθρωποι και “παλιές καραβάνες” όπως είναι ο τωρινός πρόεδρος Σπύρος Μπιμπίλας), να εκφραστεί το νέο. Ήρθαν πολύ δυναμικά άτομα να συμπληρώσουν τα κενά, άνθρωποι καλλιεργημένοι, ευγενικοί, με φρέσκο λόγο και όχι χρωματισμένοι. Εμένα αυτό με αφορά πάρα πολύ, για αυτό και φέτος πήγα τρέχοντας να ψηφίσω. Νομίζω αυτό το πάντρεμα των παλιών με τους νέους θα φέρει καλά αποτελέσματα».
Λόρκα και Ραχιμί
Πηγαίνω την κουβέντα στους ρόλους της, τι αξία έχουν για εκείνη. Πρώτα ρωτάω πώς τους επιλέγει: «Το κείμενο είναι από τους πολύ βασικούς παράγοντες. Εξετάζω ποιος είναι ο σκηνοθέτης και αν μέσα από αυτήν τη διαδικασία θα βγω καλύτερη, θα πάρω κάτι. Έχω πει “όχι” σε προτάσεις χωρίς να έχω την πολυτέλεια να τα πω και χωρίς να ανήκω σε κάποια καλλιτεχνική παρέα. Θεωρώ βέβαια τη φράση “με τα όχι χτίζονται καριέρες” τρομερά ελιτίστικη στις εποχές που ζούμε, σίγουρα όμως όσο μεγαλώνεις και αλλάζουν οι αντοχές σου δεν μπορείς να πηγαίνεις προς τα πίσω. Θέλεις να ανεβαίνεις έστω κι ένα μικρό σκαλοπατάκι κάθε φορά.»
«Υπάρχουν λιγότεροι ρόλοι για τις γυναίκες και είμαστε αριθμητικά περισσότερες. Άρα τα αγόρια είναι σε προνομιακότερη θέση. Δεν νομίζω πάντως ότι είναι τόσο αντροκρατούμενος ο χώρος όσο μπορεί να ήταν παλαιότερα. Σιγά σιγά, με αργά βήματα, αλλάζουν τα πράγματα στην Ελλάδα, πάει βελτιωτικά. Αλλά βλέπει κανείς ότι και στο εξωτερικό υπάρχουν ζητήματα με τους γυναικείους ρόλους. Ακόμα και στο Χόλιγουντ. Έχει γίνει μεγάλη συζήτηση τελευταία και χαίρομαι πολύ για αυτό.»
Ως προς δυο στιγμές της που ξεχωρίζει αυτές είναι ο Φρεντερίκο Γκαρθία Λόρκα και ο Ατίκ Ραχιμί:«Σίγουρα θα ξεχωρίσω τη Μάνα στον “Ματωμένο Γάμο” που μου εμπιστεύτηκε ο Κώστας Τσιάνος. Ο μονόλογός της μου είχε δοθεί και στο πρώτο έτος στο Ωδείο, ήταν μια πρώτη εξάσκηση πάνω στον ποιητικό λόγο του Λόρκα. Τον είχα αγαπήσει σαν πρωτοετής και είχα ευχηθεί να τον παίξω κάποια στιγμή επί σκηνής. Αυτό ήρθε και με συνάντησε πάρα πολύ νωρίς με έναν πολύ σπουδαίο σκηνοθέτη που άφησε το αποτύπωμά του. Δυσκολεύτηκα μεν αλλά τα έδωσα όλα, ήξερα ότι μου έλειπε το ηλικιακό και η ωριμότητα του ρόλου και έτσι προσπάθησα να το “κερδίσω” μέσα από μνήμες, από κρητικές βεντέτες. Η Κρήτη βοηθάει σε ό,τι έχει να κάνει με το πένθος, με τα ήθη και τα έθιμα. Τα βιώνουμε εκεί τα πράγματα πολύ πιο έντονα, βαριά και απόλυτα. Είμαι από μια οικογένεια που κρατούσε τις παραδόσεις. Η μαμά μου και η γιαγιά μου έχουν ζήσει βεντέτες και έχουν περάσει πολύ δύσκολα. Αυτές τις ιστορίες θελω κάποια στιγμή να τις πω επί σκηνής.»
Η Κρήτη με βοηθά σε ό,τι έχει να κάνει με το πένθος. Τα βιώνουμε εκεί τα πράγματα πολύ πιο “βαριά” και απόλυτα
«Και μια άλλη στιγμή μου είναι ο πρώτος μου μονόλογος με την “Πέτρα της Υπομονής” του Ατίκ Ραχιμί σε σκηνοθεσία Γιώργου Νανούρη. Είναι πολύ δύσκολη ιστορία να παίζεις μόνος σου μπάλα και να μην έχεις να “ακουμπήσεις” σε έναν παρτενέρ.»
Παρά τη μακροχόνια καριέρα στο θέατρο, στην τηλεόραση έχει λιγοστές εμφανίσεις και θέλησα να μάθω το γιατί: «Δεν την κυνήγησα ποτέ την τηλεόραση αν και ομολογώ τον τελευταίο καιρό έχει αρχίσει και με απασχολεί. Νομίζω κάτι πάει να γίνει στο τηλεοπτικό πεδίο και θα πω το “ναι” αν έρθει ένας ρόλος που θα έχει ενδιαφέρον. Είχα περάσει πολύ ωραία στις “Μάγισσες της Σμύρνης” με τον δάσκαλό μου, τον Κώστα Κουτσομύτη, οπότε δεν είμαι αρνητική. Θα ήθελα να έρθουν ωραίες δουλειές με καλούς συνεργάτες και ανθρώπινες οικονομικές συνθήκες.
Επίσης τα τελευταία χρόνια διακρίνω μια κινηματογραφική δύναμη η οποία με ενδιαφέρει πάρα πολύ. Συμμετείχα στην ταινία μικρού μήκους του Γιάννη Κωσταβάρα “Μητέρες”, η οποία πάει πολύ καλά στα φεστιβάλ του εξωτερικού. Και βλέπω σκηνοθετικές δουλειές αξιόλογες από τον Αργύρη Παπαδημητρόπουλο, τον Γιώργο Ζώη, τον Σύλλα Τζουμέρκα, τον Βαρδή Μαρινάκη και άλλους».
Διδασκαλία
«Η διδασκαλία ήρθε και με βρήκε. Η δασκάλα ορθοφωνίας που είχα στο Ωδείο, Ντίνα Βερυκίου, μου πρότεινε να διδάξω, το οποίο είναι οξύμωρο δεδομένου ότι είχα μεγάλα θέματα στην ορθοφωνία μου αρχικά. Όταν τη ρώτησα “γιατί εγώ” μου απάντησε “αφού έμαθες τον εαυτό σου, μπορείς να μάθεις τον οποιοδήποτε”. Το φοβήθηκα στην αρχή γιατί η πρόταση ήρθε σε αρκετά νεαρή ηλικία. Αλλά γρήγορα το αγάπησα και πλέον δεν μπορώ μόνο να διδάσκω ή μόνο να παίζω. Θέλω και τα δύο.
Γίνομαι καλύτερη διδάσκοντας. Αυτή η ανταλλαγή και η συνδιαλλαγή με τους μαθητές μου είναι ένα ελιξήριο νεότητας. Με συγκινούν τα παιδιά που έρχονται με απόφαση να σπουδάσουν και προσπαθούν τόσο πολύ ενώ ξέρουν τις δυσκολίες και τα ποσοστά ανεργίας. Βέβαια, κάθε χρόνο στο τμήμα θα συναντήσω τον “τουρίστα”και αυτόν που θέλει απλά να γίνει διάσημος με όποιον τρόπο μπορέσει. Αν κάτι με ενοχλεί δεν είναι η έλλειψη ταλέντου, αλλά η νωχελικότητα μαζί με την αυθάδεια, το “δεν θέλω να αλλάξω τίποτα, δεν με ενδιαφέρει τίποτα”. Αλλά θα έρθει και το παιδί που αγαπά την Τέχνη του θεάτρου. Ακόμα και σήμερα συναντώ πολύ ταλαντούχα παιδιά με απίστευτες ποιότητες.»
Είναι αστείο να κάνει κανείς εθελοντισμό στη δουλειά του
Τη ρωτώ αν μπορεί να βιοποριστεί ένας νέος ηθοποιός σήμερα και η απάντησή της είναι αποστομωτική: «Δεν είναι εύκολο, δεν ήταν όμως και ποτέ εύκολο. Ακόμη και όταν τα ΔΗΠΕΘΕ ήταν στα καλύτερά τους, ακόμη και όταν υπήρχε πληρότητα, ακόμα και όταν υπήρχαν συμβάσεις δεν ήταν εύκολο. Πάντα οι ηθοποιοί ήταν πολύ περισσότεροι από τις θέσεις εργασίας. Κάποια στιγμή αρχίσαμε να έχουμε τις άπειρες παραστάσεις σε άπειρες σκηνές προκειμένου οι ηθοποιοί να εκφραστούν. Σταμάτησαν να πληρώνονται οι πρόβες, ξεκίνησαν τα μεροκάματα πείνας και η κατάσταση με τα ποσοστά. Έπρεπε να κάνεις άλλη δουλειά για να μπορείς να παίζεις στο θέατρο. Είναι αστείο να κάνει κανείς εθελοντισμό στη δουλειά του».
Κορονοϊός και επόμενη μέρα
«Το lockdown με βρήκε να προετοιμάζουμε με δύο συναδέλφους το έργο “Τα κορίτσια δεν πρέπει να παίζουν ποδόσφαιρο” της ισπανίδας συγγραφέως Μάρτα Μπουτσάκα, το οποίο τελικά ακυρώθηκε. Ήμουν παράλληλα σε ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα με το Εθνικό Θέατρο και δίδασκα στη δραματική σχολή του Ιάσμου. Κατά την καραντίνα πέρασα πολύ χρόνο με την οικογένειά μου. Οργανώθηκα, έφτιαξα τα βιβλία μου, το σπίτι μου. Έπαιξα πολύ με τα παιδιά μου, τούς έμαθα Γαλλικά. Ήμουν από αυτούς που βρήκαν απόλαυση σε αυτόν τον εγκλεισμό, μου έκανε καλό. Δεν πανικοβλήθηκα αλλά δεν θέλω και να ξαναέρθει».
«Η επόμενη μέρα με βρίσκει στην παράσταση “Τρωίλος και Χρυσηίδα” σε σκηνοθεσία του Αλέξανδρου Κοέν. Πρόκειται για ένα ελάχιστα παιγμένο έργο στην Ελλάδα, το οποίο καλώς εχόντων των πραγμάτων θα το ανεβάσουμε στις αρχές του 2021».
Έχω θέμα με το δίκιο και το άδικο, ακόμα και σε μικρά πράγματα. Κάποια στιγμή μία ψυχολόγος μού είπε “θέλεις να έχεις δίκιο ή θες να περνάς καλά;” Τεράστια κουβέντα.
Ως προς την ανησυχία που επικρατεί για τα θέατρα (ειδικά τα μικρομεσαία) και το κατά πόσο θα κατάφερουν να ανοίξουν με τα νέα μέτρα, σχολιάζει: «Είναι απόλυτα φυσιολογική η αγωνία. Όταν σε ένα θέατρο χωρούν 70 άτομα και πρέπει να μπουν 25-30 πώς θα πληρωθούν οι εργαζόμενοι, ειδικά σε μια συνθήκη ποσοστού; Είναι πολύ δύσκολα τα πράγματα. Άκουσα ότι γίνονται παραστάσεις σε μεγάλα θέατρα με σπουδαίους ηθοποιούς και μισθούς των 500 ευρώ. Αν αυτοί οι άνθρωποι έχουν ενοίκιο, τι θα κάνουν; Πρέπει μόνο οι πλούσιοι να παίζουν θέατρο; Στη σχολή μού είπε ένας μαθητής μου, ο οποίος είναι μισός Βρετανός, ότι στο Λονδίνο είναι ξεκάθαρο ότι πρέπει να είσαι πάρα πολύ πλούσιος για να κάνεις θέατρο».
Οι μάσκες-αλεξίπτωτα και η δύναμη της ίασης
Στο τελευταίο μέρος της συνέντευξης, ήθελα να κάνω ερωτήσεις τύπου “Amelie” όπως τις αποκαλώ, και αφορούν στις συνήθειες, τα γούστα και τις ενοχικές απολαύσεις μας, αυτά που μας ενοχλούν και μας αρέσουν. Ξεκινώ ζητώντας να μου πει μια είδηση που ξεχώρισε: «Με σόκαρε όταν πήγα να πάρω τα παιδιά από το σχολείο και είδα τις μάσκες. Αντί να βάζουν 15 παιδιά στην τάξη, στοιβάζονται πάνω από 25. Αντί να υπάρχουν στις τάξεις διαδραστικοί πίνακες, αντί να υπάρχουν καθαριστές να καθαρίσουν σχολεία, αντί να είναι τοποθετημένοι όλοι οι καθηγητές στη θέση τους και να γίνουν τα πράγματα έτσι όπως πρέπει, μοιράζουν παγουρίνο και μάσκες-αλεξίπτωτα… Υπάρχουν δημοτικά σχολεία που τα καθάρισαν οι ίδιοι οι γονείς. Πήγαν Σαββατοκύριακα και ξεκρέμασαν τις κουρτίνες, τις έπλυναν και τις ξαναέβαλαν στη θέση τους. Νιώθω ότι υποτιμούν τη νοημοσύνη μας. Όχι άλλη στάχτη στα μάτια, χρειάζεται παραπάνω μέριμνα στην Παιδεία».
Υπάρχουν δημοτικά που τα καθάρισαν οι ίδιοι οι γονείς. Αντί να είναι τοποθετημένοι όλοι οι καθηγητές στη θέση τους και να γίνουν τα πράγματα όπως πρέπει, μοιράζουν παγουρίνο και μάσκες-αλεξίπτωτα
Η σχέση με τον έρωτα: «Είναι κινητήρια δύναμη. Δεν μιλώ μόνο για τον έρωτα απέναντι σε ένα πρόσωπο αλλά να είσαι ερωτευμένος με τη δουλειά σου, με έναν ρόλο, με τη ζωή».
Ο ρόλος της μητέρας: «Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου ήθελα να γίνω μαμά. Νόμιζα ότι αν αυτό καλύπτονταν, δεν θα με ενδιέφερε τίποτα άλλο. Όταν ήρθε, είδα ότι αντιμετωπίζω με τελείως διαφορετικό πρίσμα τα πράγματα. Δεν τα μεγενθύνω και τους δίνω τη θέση που τους αξίζουν. Νιώθω ότι έχω μια μεγαλύτερη ευθύνη ως άνθρωπος. Τα παιδιά δεν καταλαβαίνουν από τα λόγια αλλά από τις πράξεις. Το να νουθετείς ένα παιδί και εσύ να κάνεις τα αντίθετα, δεν έχει κανένα νόημα. Πάλι λάθη θα κάνουμε ως γονείς, αλλά τουλάχιστον να μην κάνουμε τα λάθη των δικών μας γονιών».
Μια αστεία backstage σκηνή: «Συμμετείχα το 2004 στην παιδική παράσταση της Κάρμεν Ρουγγέρη “Οι άθλοι του Ηρακλή” για τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Υποδυόμουν τη θεά Αθηνά. Οι ηθοποιοί που υποδυόμασταν το Δωδεκάθεο ήμασταν έτοιμοι να βγούμε στη σκηνή όταν ένας εξ ημών άναψε τσιγάρο κοντά στην περούκα ενός άλλου, τη στιγμή που ο δεύτερος έβαζε λακ. Κοντέψαμε να γίνουμε στάχτη και μπούρμπερη».
Ποια υπερδύναμη θα ήθελε να έχει: «Δεν θα απαντήσω την πτήση γιατί είναι μια δύναμη που ονειρεύομαι ότι την έχω ήδη. Θα ήθελα την ίαση, να έχω ένα μαγικό ραβδάκι και όταν έρχονται αρρώστιες ο άλλος να μην πονάει, να θεραπεύεται, να κράτα το ροδαλό του χρώμα και την υγεία του. Υποτίθεται ότι επιλέγουμε τι θα μας συμβεί αλλά δεν ξέρω κατά πόσο ισχύει».
Τι την ενοχλεί: «Η αυθάδεια και η ανεντιμότητα, το ψέμα».
Τι της αρέσει: «Μου αρέσει το πάντρεμα της παράδοσης, του παλιού με το νέο στη νέα γενιά. Και σε δημιουργικό επίπεδο και σε επίπεδο ανθρώπων. Μου αρέσουν οι άνθρωποι που μιλούν τη γλώσσα της εποχής τους αλλά ξέρουν και το παρελθόν τους. Το να ξέρουμε ποιοι είμαστε αλλά να μαθαίνουμε τις ρίζες μας το θεωρώ κάτι πάρα πολύ σημαντικό στο να ορίσει το τι είμαστε τώρα και το τι θα γίνουμε αργότερα».
Τι την εμπνέει: «Η εντιμότητα, η ευρηματικότητα και η εγρήγορση».
Διαβάστε τις Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο, με την αξιοπιστία και την εγκυρότητα του News247.gr.