Μπερτολούτσι: Ο βιασμός της Σνάιντερ και τα λεπτά όρια μιας διάνοιας

Μπερτολούτσι: Ο βιασμός της Σνάιντερ και τα λεπτά όρια μιας διάνοιας
Ο Ιταλός σκηνοθέτης Μπερνάρντο Μπερτολούτσι AP

Ποιητής, παραγωγός, σκηνοθέτης βραβευμένων ταινιών και ντοκιμαντέρ, υπήρξε ένας άνθρωπος που επηρέασε, με την παρουσία, τη δημιουργικότητα αλλά και τις ηθικά αμφιλεγόμενες επιλογές του την ιταλική και ευρωπαϊκή πραγματικότητα.

«Πιστεύω ότι μετά από κάθε ταινία υπάρχει ένα είδος τέλους, σχεδόν ένα είδος θανάτου, και μετά η επόμενη ταινία είναι μια ανάσταση. Λέω ότι πρόκειται για ένα είδος θανάτου με την έννοια ότι όταν δεν γυρίζω ταινίες αισθάνομαι να ανήκω στον κόσμο των φυτών μάλλον παρά στον κόσμο των ανθρώπων. Τα δύο στοιχεία που κατά τη γνώμη μου είναι τα πιο ποιητικά, συγκινητικά, ουσιαστικά για τον κινηματογράφο, είναι ο χρόνος και το φως (…) Κάθε ταινία έχει τη δική της ιδιαίτερη ατμόσφαιρα. Ο θεατής θυμάται πάντα την ατμόσφαιρα

Με αυτά τα λόγια ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, ένας από τους πιο αξιόλογους ιταλούς σκηνοθέτες εξηγούσε τη σκοπιά υπό την οποία αντιμετώπιζε τις ταινίες του. Η “ματιά” του βραβεύτηκε με τιμητικό Χρυσό Φοίνικα, αν και από πολύ νωρίς στην καριέρα του, τού είχε χαρίσει διεθνή αναγνωρισιμότητα. Κι αυτό γιατί οι ταινίες του διακατέχονταν από έντονη ποιητικότητα, υπαρξιακή αγωνία, αισθαντικότητα και ερωτισμό.

Ο Μπερτολούτσι άλλωστε ήθελε μεγαλώνοντας να γίνει ποιητής – όπως και ο πατέρας του – όμως στην πορεία βρέθηκε κάτω από την ομπρέλα του Παζολίνι και σιγά σιγά αναθεώρησε. Διακρίθηκε μάλιστα με αρκετά βραβεία λογοτεχνίας πριν αποφασίσει ότι ήθελε να ακολουθήσει κινηματογραφική πορεία.

Ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι έζησε, κατά κύριο λόγο, στην Αιώνια Πόλη και στο Λονδίνο. Με έντονη ευαισθησία και ενδιαφέρον για όλη την ευρωπαϊκή πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα. Και για τον λόγο αυτό, ήταν από τους πιο ένθερμους και ειλικρινείς υποστηρικτές των Ελλήνων που βρήκαν καταφύγιο στην Ιταλία αντιστεκόμενοι στην στρατιωτική δικτατορία.

Τα πρώτα βήματα

Γεννήθηκε στην Πάρμα της τότε φασιστικής Ιταλίας στις 16 Μαρτίου του 1940. Ο πατέρας του ήταν ο ποιητής Τζοζέπε Μπερτολούτσι και τού μετέδωσε από πολύ νωρίς το πάθος για την Τέχνη.

Στα 20 του γίνεται βοηθός σκηνοθέτης του κορυφαίου σκηνοθέτη – δημιουργού Πιερ Πάολο Παζολίνι στην ταινία “Accatone” και η εμπειρία αυτή είναι που θα τον οδηγήσει στον κόσμο του φιλμ. Έναν χρόνο χρόνο ο Μπερτουλούτσι καλείται να σκηνοθετήσει ένα παλιό σχέδιο του Παζολίνι, το “La commare Secca”. Η ταινία διαγωνίζεται στο Φεστιβάλ της Βενετίας το 1962 και τυγχάνει πολύ αυστηρής αντιμετώπισης από τους κριτικούς κινηματογράφου, οι οποίοι λίγο πολύ τον κατηγορούν ότι κοπιάρει τον Παζολίνι. Τα πικρόχολα σχόλια τον οδηγούν στην ποίηση και στην κυκλοφορία της πρώτης και μοναδικής του ποιητικής συλλογής με τίτλο “Σε αναζήτηση του μυστηρίου” (In cerca del mistero), η οποία κερδίζει το λογοτεχνικό βραβείο “Premio Viarggio”.

Το 1964 σε ηλικία 23 χρόνων θα ξανακαθίσει πίσω από τις κάμερες και θα δώσει ίσως την πιο προσωπική (και αυτοβιογραφική) ταινία του: Το “Πριν από την επανάσταση” (Prima della rivoluzione) εξωτερικεύει όλες τις κοινωνικοπολιτικές σκέψεις και υπαρξιακές αναζητήσεις του και σαν φιλμ φέρει μια ξεκάθαρη δική του ταυτότητα, μακριά από τον ιταλικό νεορεαλισμό. Η ταινία παρόλο που κάνει τον κάνει διάσημο στη διεθνή σκηνή – ακόμα και στις ΗΠΑ – στην πατρίδα του αγνοείται. Ακολουθούν περιστασιακές συνεργασίες πάνω σε ντοκιμαντέρ, θέατρο και συγγραφή σεναρίου.

Το σινεμά του ονείρου και της ψυχανάλυσης

Το 1968 μέσα στην αναταραχή του Παρισινού Μάη θα γυρίσει το “Partner” μια ταινία που σηματοδοτεί την έναρξη της “βύθισής” του στην ψυχανάλυση καθώς επικεντρώνεται στην προβληματική του για το “εγώ” και το υπέρ-εγώ” ατόμου.

Ακολουθεί η “Στρατηγική της αράχνης” (La strategia del ragno), βασισμένη στο διήγημα του Μπόρχες “Το θέμα του ήρωα και του προδότη” και το 1970 “Ο Κομφορμίστας” (Il conformista), ένα από τα σημαντικότερα έργα του μεταπολεμικού ευρωπαϊκού σινεμά, δομημένο από τα υλικά που είναι φτιαγμένα τα αριστουργήματα. Πρόκειται για ένα επικό, αντιφασιστικό φιλμ, που διακατέχεται από την σπουδαία ερμηνεία του εξαιρετικού, Ζαν Λουί Τρεντινιάν, και θα γαλουχήσει τη νέα γενιά αμερικανών σκηνοθετών των αρχών της δεκαετίας του ’70 (Κόπολα, Σκορσέζε, Ντε Πάλμα κ.ά.).

Η κινηματογράφηση ενός βιασμού

Το 1972 το “Τελευταίο ταγκό στο Παρίσι”(Ultimo tango a Parigi), εκτός του ότι σαρώνει τα ταμεία σ’ όλο το κόσμο, δημιουργεί ένα τεράστιο σκάνδαλο λόγω των τολμηρών του ερωτικών σκηνών, που σκιάζουν την πραγματική αξία της ταινίας.

Η πρώτη σκηνή από το Τελευταίο Ταγνκό στο Παρίσι:

Η περίφημη σκηνή με τον Μάρλον Μπράντο, της 19χρονης τότε Μαρία Σνάιντερ και το βούτυρο έμελε να συνταράξει συθέμελα τον κόσμο του σινεμά. Η ταινία θα ξεσηκώσει χιονοστιβάδα καταγγελιών, κατασχέσεων, μηνύσεων, απαγορεύσεων και ο σκηνοθέτης της θα κινδυνεύσει να “καεί στην πυρά” μαζί της ενώ θα χάσει τα πολιτικά του δικαιώματα για 5 χρόνια.

Το “Τανγκό” θα επανέλθει στο προσκήνιο αρκετά χρόνια αργότερα όταν ο σκηνοθέτης αποκάλυψε ότι γύρισε την επίμαχη σκηνή χωρίς τη συγκατάθεση (ή και τη γνώση του τι ακριβώς θα εξελιχθεί) της νεαρής ηθοποιού, η οποία τραυματίστηκε ψυχολογικά από την εμπειρία.

«Η σκηνή με το βούτυρο είναι μία ιδέα που είχαμε με τον Μπράντο, το πρωί πριν το γύρισμα», είχε πει ο Μπερτολούτσι σε συνέντευξη που έδωσε το 2013. «Ήμουν, με κάποιον τρόπο, τραγικός προς την Μαρία, γιατί δεν της είπα τι πρόκειται να συμβεί. Ήθελα την αντίδρασή της ως κορίτσι και όχι ως ηθοποιό. Ήθελα να αντιδράσει ταπεινωμένη. Νομίζω μίσησε και εμένα και τον Μάρλον επειδή δεν της το είπαμε», τόνισε. Στην συνέχεια ανέφερε ότι ένιωθε ενοχές, αλλά τελικά δεν μετανιώνει την απόφαση που πήρε τότε.

Πριν τον θάνατό της το 2011, η Σνάιντερ είχε αποκαλύψει ότι εκείνη η σκηνή την είχε κάνει να νιώσει ταπεινωμένη, βιασμένη και όπως είχε αναφέρει δεν ήταν στο σενάριο. Ούτε ο Μπερτολούτσι, ούτε ο Μπράντο απολογήθηκαν ποτέ σε εκείνη για τον τρόπο που διαχειρίστηκαν την κατάσταση.

1900

Ο Μπερτολούτσι βασισμένος στο σούσουρο που προκάλεσε το “Τανγκό” επιχειρεί ένα υπέρμετρο φιλόδοξο σχέδιο: Το “1900” έχει ως στόχο να “παγιδεύσει” το ιστορικό γίγνεσθαι και να αφηγηθεί την γέννηση των σοσιαλιστικών ιδεών και της επαναστατικής ουτοπίας, από τις αρχές του αιώνα μέχρι και την πτώση του φασισμού. Η ταινία θα προβληθεί σε 2 μέρη λόγω της μεγάλης του διάρκειας, γεγονός που θα δημιουργήσει προβλήματα στην εμπορική της απήχηση.

Με την ταινία “Το Φεγγάρι” (La Luna) ο Μπερτολούτσι βυθίζεται ολοκληρωτικά στα βάθη της ψυχαναλυτικής αντιμετωπίζοντας ένα πρόβλημα που το είχε υπαινιχθεί πολλές φορές -χωρίς ποτέ να το καταγράψει: αυτό του Οιδιπόδειου συμπλέγματος και της αιμομιξίας.

Με την “Τραγωδία ενός γελοίου ανθρώπου” (La tragedia di un uomo ridicolo) ξαφνιάζει, μπερδεύοντας ακόμα περισσότερο το κοινό του γιατί η ταινία είναι εξαιρετικά ασαφής, μπερδεμένη στην πλοκή της, υπαινικτική, γεμάτη σκοτεινές και ανεξήγητες περιοχές, παίζοντας συνεχώς με το διφορούμενο, αφού κινείται ανάμεσα σε ό,τι βλέπουμε και σε ό,τι διαφεύγει της προσοχής μας.

Αυτοκράτορας, Βούδας και… Τσάι

Το 1987 ο Μπερτολούτσι καταφέρνει να κερδίσει οκτώ Όσκαρ με τον «Τελευταίο Αυτοκράτορα», ένα έργο που του ανοίγει τις πύλες τις Κίνας και τον επιβάλλει στο διεθνές στερέωμα. Είναι η πρώτη ταινία στην ιστορία του κινηματογράφου που κερδίζει όλα τα Οσκαρ για τα οποία είναι υποψήφια.

Ο επόμενος σταθμός του είναι το περίφημο “Τσάι στη Σαχάρα” που έχει ως κεντρικό θέμα και πάλι την κρίση ενός ζευγαριού, που φθάνει στο Μαρόκο από την Αμερική, προσπαθώντας να σώσει το γάμο του και να ξεφύγει από τις φθαρμένες αξίες του Δυτικού πολιτισμού.

Ακολουθεί ο “Μικρός Βούδας” (Little Buddha), ο οποίος με διάθεση παραμυθιού κι ένα παράλληλο μοντάζ αφηγείται απ’ τη μία μεριά την ιστορία του πρίγκιπα Σιντάρτα και από την άλλη τη σύγχρονη ιστορία μετενσάρκωσης ενός βουδιστή δασκάλου. Το “μήνυμα” του “Μικρού Βούδα” είναι πως η κάθε επανάσταση θα πρέπει να γεννηθεί στην καρδιά του ανθρώπου, για να μπορέσει αυτός να κατακτήσει την εσωτερική γαλήνη. Η ταινία θα “αναγκάσει” τον Δαλάι Λάμα να πάει για πρώτη φορά στην ζωή του σινεμά, στην απογευματινή παγκόσμια πρώτη προβολή της ταινίας…

Το 1995 ο Μπερτολούτσι επιστρέφει με την “Κλεμμένη ομορφιά” (Stealing Beauty), μια μικρή τρυφερή και συναισθηματική ταινία που λάμπει από την ομορφιά του τοπίου και της κεντρικής ηρωίδας της (Λιβ Τάιλερ).

Το 2003 με το “Οι Ονειροπόλοι” ο Μπερτολούτσι «επιστρέφει» στο 1968, αλλά σε μια εντελώς ιδιωτική διάσταση με τρεις νέους, οι οποίοι, ενώ το Παρίσι φλέγεται, ανακαλύπτουν την σεξουαλική τους ταυτότητα. Το 2012, ο μεγάλος ιταλός σκηνοθέτης γυρίζει το τελευταίο του έργο στην Ρώμη, «Εγώ και εσύ», έναν έντονο διάλογο μεταξύ δυο αδελφών.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα