ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΟΥ ΧΕΙΡΟΥΡΓΟΥΝ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΒΟΜΒΕΣ
Τρεις Έλληνες από τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα μοιράζονται τις πιο δύσκολες στιγμές των αποστολών τους.
Συρία, 2013. Eίχε προηγηθεί η απαγωγή του Μοχάμεντ, ορθοπεδικού των Γιατρών Χωρίς Σύνορα μέσα από το νοσοκομείο. Συνεχείς βομβαρδισμοί ακόμη και στα 3,5 χιλιόμετρα από το νοσοκομείο με δεκάδες τραυματίες. Ο χειρουργός των Γιατρών Χωρίς Σύνορα, Δημήτρης Γιαννούσης, βρισκόταν εκεί. «Ένα βράδυ ακούσαμε μια τεράστια έκρηξη πολύ κοντά σε εμάς, χτύπημα με πύραυλο. Γύρω μας η περιοχή γεμάτη θραύσματα. Ευτυχώς από την ομάδα δεν τραυματίστηκε κανένας. Δυο μέρες μετά ενώ είχαμε μείνει μόνο πέντε άτομα, έρχεται μία δεύτερη επίθεση στα 800 μέτρα. Όλα πια έδειχναν πως είχαμε γίνει στόχος. Παράξενα συναισθήματα, παγωμάρα, προσπάθεια για λογικές σκέψεις, προσπάθεια να μην μισήσεις αυτούς που πατάνε το κουμπί».
Οι δομές υγείας γίνονται διαρκώς στόχοι στο πεδίο της μάχης, με αποτέλεσμα να χάνουν τη ζωή τους ασθενείς, γιατροί και νοσηλευτές. Από το 2015, 23 εργαζόμενοι των Γιατρών Χωρίς Σύνορα έχουν χάσει τη ζωή τους σε εννέα περιστατικά, που περιλάμβαναν εισβολές σε νοσοκομεία και βομβαρδισμούς. Τα τελευταία έξι χρόνια, έχουν χάσει τη ζωή τους εργαζόμενοι στο Αφγανιστάν, το Νότιο Σουδάν, τη Συρία, την Υεμένη, τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό και την Κεντροαφρικανική Δημοκρατία.
Ένα καθοριστικό συμβάν ήταν η καταστροφή του νοσοκομείου τραύματος των Γιατρών Χωρίς Σύνορα στην Κουντούζ του Αφγανιστάν σε αεροπορική επιδρομή των ΗΠΑ τον Οκτώβριο του 2015. Σκοτώθηκαν 42 άνθρωποι, συμπεριλαμβανομένων 14 εργαζομένων. Στην πρωτεύουσα του Αφγανιστάν, την Καμπούλ, τον Απρίλιο του 2020, ένοπλοι εισέβαλαν στη μαιευτική πτέρυγα στο νοσοκομείο του Νταστ-ε-Μπαρτσί, σκοτώνοντας 16 γυναίκες και μία μαία των Γιατρών Χωρίς Σύνορα. Στη Συρία, τα νοσοκομεία και οι κλινικές που υποστηρίζει η οργάνωση βομβαρδίζονται τακτικά.
Στην πρόσφατη κρίση του Τιγκράι στην Αιθιοπία, δομές υγείας σε ολόκληρη την περιοχή λεηλατήθηκαν, βανδαλίστηκαν και καταστράφηκαν σε μια σκόπιμη και εκτεταμένη επίθεση κατά της υγειονομικής περίθαλψης. Από τις 106 δομές υγείας που επισκέφθηκαν οι ομάδες των Γιατρών Χωρίς Σύνορα από τα μέσα Δεκεμβρίου έως τις αρχές Μαρτίου, σχεδόν το 70% είχε λεηλατηθεί, περισσότερο από το 30% είχε υποστεί ζημιές και μόλις το 13% λειτουργούσε κανονικά.
Στα πρόσφατα, επίσης, τραγικά γεγονότα στη Γάζα, η κλινική των Γιατρών Χωρίς Σύνορα καταστράφηκε μερικώς από βομβαρδισμό που έγινε πολύ κοντά.
Τέλος, τον Φεβρουάριο του 2020, επιθέσεις εναντίον προσωπικού της οργάνωσης είχαν σημειωθεί και στη Λέσβο. Πιο συγκεκριμένα εργαζόμενοι των Γιατρών Χωρίς Σύνορα, είχαν προπηλακιστεί και δεχτεί απειλές από μικρή ομάδα κατοίκων. Οι εργαζόμενοί ανέφεραν ότι δέχτηκαν επίθεση εξαιτίας της υποστήριξης που παρείχαν στους αιτούντες άσυλο που ζούσαν στον καταυλισμό της Μόριας προτού καταστραφεί από τις φωτιές.
Όχι μόνο στρατιωτικές επιθέσεις
Ωστόσο, οι επιθέσεις στην υγεία δεν γίνονται μόνο από στρατιωτικές δυνάμεις. Συχνά οι εργαζόμενοι υγείας και οι άμαχοι γίνονται θύματα τυφλής βίας από ένοπλες ομάδες.
Πολλές φορές τα τελευταία χρόνια οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα αναγκάστηκαν να σταματήσουν την παροχή ιατρικής φροντίδας και απέσυραν τις ομάδες τους σε διάφορες χώρες εξαιτίας των εισβολών υπό την απειλή όπλων στα νοσοκομεία. Τον Δεκέμβριο του 2020, έπειτα από μια σειρά βίαιων περιστατικών τερμάτισαν τις δράσεις τους στην επαρχία Φίζι, στη βορειοανατολική Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό.
Δυστυχώς, κάποιοι από τους ασθενείς και από το προσωπικό επίσης έχουν σκοτωθεί ή τραυματιστεί. Τον περασμένο Μάρτιο, επίσης, στην κρίση του Τιγκράι, Αιθίοπες στρατιώτες σταμάτησαν αυτοκίνητο των Γιατρών Χωρίς Σύνορα που έφερε τα χαρακτηριστικά της οργάνωσης και δύο μικρά λεωφορεία δημόσιων συγκοινωνιών που ακολουθούσαν. Οι στρατιώτες ανάγκασαν τους επιβάτες των λεωφορείων να βγουν έξω. Χώρισαν τους άνδρες από τις γυναίκες στις οποίες επέτρεψαν να φύγουν. Λίγο αργότερα, πυροβόλησαν τους άνδρες μπροστά στα μάτια της ομάδας των Γιατρών Χωρίς Σύνορα.
Το 2017 στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, άνθρωποι που αναζητούσαν καταφύγιο στο νοσοκομείο των Γιατρών Χωρίς Σύνορα στο Μπατανγκάφο για να γλιτώσουν από τη βία μέσα στην κοινότητα δέχθηκαν επίθεση από ενόπλους. Σε ένα άλλο συμβάν στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, ένα βρέφος σκοτώθηκε από σφαίρα στην αγκαλιά της μητέρας του μπροστά σε εργαζομένους των Γιατρών Χωρίς Σύνορα, ενώ η μητέρα του αναζητούσε καταφύγιο στο νοσοκομείο στο Ζέμιο.
Mία τέτοια εισβολή ενόπλων σε δομή υγείας έχει ζήσει και ο Τίμος Χαλιαμάλιας, νοσηλευτής και πρόεδρος των Γιατρών Χωρίς Σύνορα στην αποστολή του στο Νότιο Σουδάν το 2015.
«Η έκρηξη βίας και η έναρξη συμπλοκών έξω από το νοσοκομείο στον καταυλισμό των εκτοπισμένων πληθυσμών στο Νότιο Σουδάν είναι μια κατάσταση χαραγμένη για πάντα στο μυαλό μου. Η ομάδα (γιατροί και νοσηλευτές) βρίσκεται στο νοσοκομείο, για τη συνέχιση της φροντίδας των ασθενών μας. Η κατάσταση δυναμιτίζεται από την παρουσία ενόπλων δυνάμεων και ξεφεύγει από τον έλεγχο. Πυροβολισμοί, αέρια περικυκλώνουν το νοσοκομείο κι ο φόβος με πλησιάζει. Όμως, η επιτακτική ανάγκη να προστατεύσουμε τους ασθενείς μας, τα παιδιά που νοσηλεύονται αντιμάχεται κι υπερνικά τον φόβο. Άμεσα παίρνουμε αγκαλιά τα μικρά παιδιά και βοηθάμε τους μεγαλύτερους να μας ακολουθήσουν στο πίσω μέρος του νοσοκομείου (μιας μεγάλης τέντας), για να είμαστε πιο ασφαλείς. Γρήγορα αναζητούμε τρόπους για να προστατευθούμε από τα αέρια που μας έχουν περικυκλώσει (χρήση διαλυμάτων γλυκόζης, πανιά για το πρόσωπο), ενώ παραμένουμε στο έδαφος, μιας κι ακούγονται ακόμα πυροβολισμοί. Η κατάσταση ομαλοποιείται και τραυματίες από τις συμπλοκές φθάνουν κι αρχίζουμε άμεσα την περιποίηση των τραυμάτων τους. Η μέρα τελειώνει και η ομάδα επιστρέφει στη βάση της. Συζητάμε για όλα όσα είχαν συμβεί ώρες νωρίτερα και είναι σίγουρο ότι ο φόβος όλων τις δύσκολες στιγμές είχε νικηθεί από την ανάγκη παροχής βοήθειας στην υπόλοιπη ομάδα, όπου ομάδα είναι και οι ασθενείς μας και οι συνάδελφοί μας».
Ένοπλοι, επίσης, έχουν σταματήσει ασθενοφόρα στον δρόμο και απειλώντας με όπλα τους εργαζομένους έχουν βγάλει τον ασθενή από το ασθενοφόρο, στερώντας του την ιατρική φροντίδα. Τον Ιανουάριο του 2021, ένα ασθενοφόρο των Γιατρών Χωρίς Σύνορα με ευδιάκριτη σήμανση το οποίο μετέφερε ασθενείς από το Ντουέντζα στο Σεβαρέ στο κεντρικό Μάλι, δέχθηκε επίθεση από μια ομάδα ενόπλων. Το ασθενοφόρο και οι επιβαίνοντες –οι ασθενείς, ο οδηγός και το ιατρικό προσωπικό– κρατήθηκαν για πολλές ώρες, με αποτέλεσμα να πεθάνει ένας από τους ασθενείς.
Ο Νικόλας Παπαχρυσοστόμου που βρέθηκε το 2019 στο Καμερούν, ως επικεφαλής της αποστολής των Γιατρών Χωρίς Σύνορα έχει μία παρόμοια εμπειρία. «Είχα λάβει μια κλήση προκειμένου να στείλω ένα ασθενοφόρο μας για να παραλάβει έναν νεαρό που έχει δεχθεί σφαίρα στο στήθος, καθημερινή υπόθεση στην περιοχή μας. Δεν ρώτησα αν ήταν αντάρτης, αγρότης, πλούσιος ή φτωχός. Δεν ρώτησα αν ήταν οπλισμένος ή αν πυροβολήθηκε ανυποψίαστος από αδέσποτη σφαίρα. Όποιος κι αν ήταν, μετά τον πυροβολισμό του ήταν σίγουρα ένας πληγωμένος άνθρωπος που είχε το δικαίωμα να μεταφερθεί στο νοσοκομείο στην ευάλωτη κατάσταση που βρισκόταν. Είναι το γνωστό δικαίωμα όλων στην πρόσβαση σε ιατρική φροντίδα.
Ο άνδρας αυτός δεν έφθασε στο νοσοκομείο παρά πολλές ώρες μετά την παραλαβή του γιατί το ασθενοφόρο μας κατασχέθηκε από τη χωροφυλακή που μας κατηγόρησε ότι προσπαθούμε να σώσουμε έναν αντάρτη και άρα υποστηρίζουμε την εξέγερση και άρα λειτουργούμε εγκληματικά κατά της πολιτείας. Ο άνδρας αυτός υπέστη σοβαρή κακοποίηση καθ’όλη τη διάρκεια της παράνομης κράτησης του ασθενοφόρου. Οι στρατιώτες τον χτυπούσαν συνεχώς με ένα πλαστικό μπιτόνι βενζίνης στο στήθος εκεί όπου ήταν το ανοικτό τραύμα του, ουρλιάζοντάς του να ομολογήσει ότι ήταν αντάρτης. Αντί να βρίσκεται στο νοσοκομείο ο άνδρας αυτός πέρασε ώρες στο αρχηγείο της χωροφυλακής, όπου το μαρτύριό του συνεχιζόταν ατέρμονα. Κι αν τελικά κατέληξε στο νοσοκομείο σε μια τελευταία «υποχώρηση» των αρχών μετά από έντονες διαπραγματεύσεις που είχα με τον διοικητή της χωροφυλακής, περιφρουρήθηκε κατά παράβαση κάθε ανθρωπιστικού νόμου κατά τη διάρκεια της επέμβασης στην οποία υπεβλήθη και λίγες μέρες μετά «εξαφανίσθηκε» από το νοσοκομείο.
Ο οδηγός μας και η νοσηλεύτριά μας παρέδωσαν τηλέφωνα και ταυτότητες, ανακρίθηκαν επί ώρες, απειλήθηκαν, και τους αρνήθηκαν κάθε επικοινωνία μαζί μας, προκειμένου να τους εκφοβίσουν και να τους απομονώσουν για να αποσπάσουν μαρτυρίες ανυπόστατες υπό την απειλή της βίας. Όταν τους συνάντησα επιτέλους ήταν και οι δύο ωχροί, τρομοκρατημένοι όχι μόνο γι’ αυτό που είχε συμβεί αλλά και για το τι θα συνέβαινε από δω και πέρα σε αυτούς και στις οικογένειές τους.
Από εκείνη τη στιγμή, οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα στιγματιστήκαμε: τα ασθενοφόρα μας ανακόπτονταν και οι επιβαίνοντας ανακρίνονταν παντού, η πρόσβασή μας σε ασθενείς περιοριζόταν κατά βούληση, οι οδηγοί και οι νοσηλευτές μας ζούσαν με την αγωνία για το αν θα επέστρεφαν ή όχι κάθε φορά μετά από μια αποστολή ασθενοφόρου και απειλούνταν συνεχώς. Αργότερα είχαμε περιστατικά κατά τα οποία μέχρι και πυροβολισμοί διατάχθηκαν κατά ασθενοφόρου. Τέλος ξεκίνησαν εμπρησμοί νοσοκομείων και εκκενώσεις ασθενών».
Απόφαση 2286 του Συμβουλίου Ασφαλείας
«2016, Υεμένη Σανάα και οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα εκεί, η μοναδική οργάνωση που έμεινε. Ακόμα και ο Ερυθρός Σταυρός έφυγε για λόγους ασφαλείας. Θυμάμαι συνεχείς ανελέητους βομβαρδισμούς με αμέτρητα θύματα, μεταξύ των οποίων πολλά παιδιά. Τα χειρουργεία ασταμάτητα. Μάθαμε για ένα άλλο νοσοκομείο μας, που βομβαρδίστηκε. Αλλά πιστεύαμε ότι δεν θα χτυπήσουν και εμάς που ήμασταν το μεγαλύτερο νοσοκομείο στην περιοχή. Μα λίγες μέρες μετά, βομβαρδίζεται, ενώ υποτίθεται ότι η αεροπορία γνωρίζει τις συντεταγμένες του νοσοκομείου μας. Το κτίριο σείεται συθέμελα, η Ελληνίδα μαία με τεράστια εμπειρία, που έχει σώσει εκατοντάδες γυναίκες, ουρλιάζει… Δυο μέρες μετά ενώ χειρουργούμε, κι άλλη τεράστια έκρηξή δίπλα μας. Πάλι θραύσματα στο νοσοκομείο. Ευτυχώς η αίθουσα έχει θωρακισμένα παράθυρα» θυμάται ο Δημήτρης Γιαννούσης.
Οι τρομερές επιθέσεις σε δομές υγείας στη Συρία και την Υεμένη και η καταστροφή του κέντρου τραύματος στην Κουντούζ του Αφγανιστάν οδήγησαν στην ψήφιση της απόφασης 2286 του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών τον Μάιο του 2016.
Οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα εργάστηκαν σκληρά ασκώντας πίεση, προκειμένου τα κράτη να διασφαλίσουν την προστασία της παροχής ιατρικής φροντίδας και στις δύο πλευρές της πρώτης γραμμής. Η απόφαση ήταν επιβεβλημένη. Ήταν μια πολιτική επαναβεβαίωση της νομιμότητας και του καθεστώτος προστασίας της ανθρωπιστικής ιατρικής δράσης, σε μια περίοδο που η ιατρική φροντίδα δεχόταν φονικές αεροπορικές επιθέσεις από διάφορα κράτη, συμπεριλαμβανομένων των κρατών-μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας ή των συνασπισμών που υποστήριζαν.
Η απόφαση είχε ως στόχο, επίσης, την προστασία της φροντίδας υγείας εν μέσω συγκρούσεων. Επέκτεινε επίσημα την προστασία στο πλαίσιο του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου στο ανθρωπιστικό και ιατρικό προσωπικό που έχει αποκλειστικά ιατρικά καθήκοντα. Αυτό περιλαμβάνει το προσωπικό, τις ιατρικές δραστηριότητες και τις δομές ιδιωτικών ανθρωπιστικών οργανώσεων, όπως των Γιατρών Χωρίς Σύνορα. Ακόμη, αποσαφήνισε και εδραίωσε την προστασία των νοσοκομείων.
Πέντε χρόνια μετά, η ιατρική φροντίδα εξακολουθεί να δέχεται επιθέσεις. Τα νοσοκομεία και το ιατρικό και ανθρωπιστικό προσωπικό εξακολουθούν να απειλούνται και να γίνονται στόχοι εν μέσω συγκρούσεων. Η υιοθέτηση της απόφασης δεν έχει λύσει τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ομάδες στο πεδίο.
«Χρόνια μετά το ψήφισμα 2286 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για το οποίο τόσο πολύ δουλέψαμε οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα, η προστασία βάσει του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου για το ιατρικό προσωπικό και τις ιατρικές μονάδες (κινητές συμπεριλαμβανομένων ασθενοφόρων ή μη) και για τα νοσοκομεία δεν είναι καθόλου δεδομένη. Οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα δυστυχώς το ζούμε αυτό σε κάθε αποστολή, σε κάθε Καμερούν ανά τον κόσμο» τονίζει ο Ν. Παπαχρυσοστόμου.
Τα κράτη θα πρέπει να αποσαφηνίσουν και να επαναβεβαιώσουν τη δέσμευσή τους για προστασία των τραυματιών, των ασθενών και όσων τους φροντίζουν, καθώς η ανθρωπιστική και η ιατρική βοήθεια ποινικοποιούνται όλο και περισσότερο.
«Συχνά πλέον σκέφτομαι ότι ως διεθνής κοινότητα δεν έχουμε επιτύχει ακόμη και δεν κάνουμε αρκετά για να διασφαλίσουμε το σεβασμό προς την αυτονόητη ιατρική ηθική: αν στις ιατρικές δομές έχουμε τα πιο ευάλωτα θύματα μιας σύγκρουσης τότε οι επιθέσεις σε αυτές στερούν υπηρεσίες φροντίδας υγείας σε αυτούς που τη χρειάζονται περισσότερο» τονίζει ο Νικόλας Παπαχρυσοστόμου.
Ιατρική δεοντολογία και διαπραγμάτευση
Σύμφωνα με την ιατρική δεοντολογία, η παροχή κρίσιμης βοήθειας είναι αδιαπραγμάτευτη. Οι ασθενείς που μεταφέρονται στα τμήματα επειγόντων περιστατικών των νοσοκομείων πρέπει να λαμβάνουν ιατρική φροντίδα, ανεξάρτητα από το ποιοι είναι, σε ποια πλευρά ανήκουν ή σε ποια περιοχή τυχαίνει να ζουν.
Δυστυχώς δεν συμμερίζονται όλοι αυτή την άποψη και οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα αγωνίζονται για να αντικρούσουν την «ποινικοποίηση» της ιατρικής φροντίδας στο πεδίο της μάχης. Από τη μια, σύμφωνα με την αντιτρομοκρατική νομοθεσία πολλών κρατών, κάθε βοήθεια που παρέχεται σε περιοχές όπου δρουν αποκαλούμενοι «τρομοκράτες» αποτελεί αιτία δίωξης, και συνήθως είναι πολύ δύσκολη η πρόσβαση σε αυτές τις περιοχές.
Από την άλλη όμως, στις περιπτώσεις όπου υπάρχει πρόσβαση σε δύσκολες περιοχές, γίνονται επιθέσεις, απαγωγές και δολοφονίες ανθρωπιστικού και ιατρικού προσωπικού από ένοπλες ομάδες.
Παρόλο που πρόκειται για δύο διαφορετικές απειλές για τις ιατρικές ανθρωπιστικές οργανώσεις, ο λόγος που οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα προσπαθούν να αποκτήσουν πρόσβαση σε αυτές τις περιοχές είναι ένας: για να προσφέρουν πολύτιμη ιατρική φροντίδα στους κατοίκους. Για τον σκοπό αυτόν, απευθύνονται σε όλες τις εμπόλεμες πλευρές για να τους επιτρέψουν να παρέχουν ιατρική φροντίδα στις εμπόλεμες ζώνες και τις ζώνες συγκρούσεων με ασφάλεια. Επαναβεβαιώνουν σε όλες τις πλευρές ότι μοναδικός σκοπός τους είναι η παροχή φροντίδας στους κατοίκους και όχι η ανάμειξη σε οποιεσδήποτε πολιτικές ή στρατιωτικές επιδιώξεις.
Επίσης, διασφαλίζουν ότι οι δομές και τα οχήματα των Γιατρών Χωρίς Σύνορα/της οργάνωσης φέρουν ευδιάκριτη σήμανση, καθώς και ότι οι εμπόλεμες πλευρές γνωρίζουν ποιοι είναι οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα και πού βρίσκονται. Σε χώρες όπως η Υεμένη και το Αφγανιστάν, το λογότυπό των Γιατρών Χωρίς Σύνορα είναι τοποθετημένο σε πολύ ευδιάκριτο σημείο στα ασθενοφόρα και στη στέγη των νοσοκομείων, ενώ γνωστοποιούνται εκ των προτέρων οι συντεταγμένες των ιατρικών δομών. Αυτές οι διαπραγματεύσεις και οι μηχανισμοί απαιτούν συνεχή προσπάθεια και επαγρύπνηση και διάλογο με τις εμπόλεμες πλευρές.
«Ακόμα και ο πόλεμος κάποτε είχε τους δικούς του κανόνες, τώρα όμως τα πράγματα άλλαξαν. Μα οι άνθρωποι είναι άνθρωποι, και έχουμε χρέος απέναντί τους, στα παιδιά που πεθαίνουν στην Υεμένη από πείνα και βόμβες, στις άγνωστες γενοκτονίες της Αφρικής, μα και στη λύπηση για τον πιλότο που έφτασε στο σημείο να βομβαρδίζει νοσοκομεία. Όσο και να μας βομβαρδίσουν, οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα θα είμαστε εκεί, και όσο υπάρχουν οι ρίζες της ανθρωπιάς το δέντρο θα ανθίζει. Ας τελειώσουμε όλοι μαζί αυτή την κτηνωδία» καταλήγει ο χειρουργός, Δ. Γιαννούσης.