Περνούν τα πανευρωπαϊκά stress tests οι ελληνικές τράπεζες
Διαφορά ασφαλείας 5 ποσοστιαίων μονάδων σε σχέση με την ελάχιστη απαίτηση που ορίζει το stress test, έχει ο βασικός δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας CET1 των ελληνικών τραπεζών. Δεν ανησυχούν οι Έλληνες τραπεζίτες.
- 01 Φεβρουαρίου 2021 06:27
Με ανακούφιση υποδέχθηκαν οι διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών τις βασικές παραμέτρους που θα ισχύσουν κατά τα φετινά πανευρωπαϊκά stress tests που οργανώνει η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή (EBA).
Υψηλόβαθμο τραπεζικό στέλεχος μιλώντας στο news247.gr δεν έκρυψε την ικανοποίηση του για τις βασικές παραμέτρους των φετινών stress tests τονίζοντας χαρακτηριστικά «ότι η ανακοίνωση της EBA το βράδυ της περασμένης Παρασκευής δεν έκρυβε δυσάρεστες εκπλήξεις για τις ελληνικές τράπεζες καθώς ο πήχης για την ελάχιστη κεφαλαιακή επάρκεια έχει τοποθετηθεί αρκετά χαμηλά και πλέον μπορούμε να ισχυριστούμε με μεγάλη ασφάλεια, ότι ενδεχόμενο ενός γύρου υποχρεωτικών Αυξήσεων Μετοχικού Κεφαλαίου στο άμεσο μέλλον δεν τίθεται».
«Παρά το βαρύ φορτίο των κόκκινων δανείων που κουβαλούν οι ελληνικές τράπεζες τα stress tests θα γίνουν με «ευνοϊκότερους όρους» για τις εγχώριες τράπεζες σε σχέση με τις Ευρωπαϊκές, χάρη στις καλύτερες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας» καταλήγει η ίδια πηγή.
Στη σκιά της πανδημίας
Όπως ανακοινώθηκε από την EBA την Παρασκευή, οι έλεγχοι που άρχισαν και θα ολοκληρωθούν στις 31 Ιουλίου, σε δείγμα 50 τραπεζών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που καλύπτουν περίπου 70% του συνολικού ενεργητικού του κλάδου, θα διενεργηθούν με βάση ένα δυσμενές σενάριο, το οποίο αντικατοπτρίζει τις συνεχιζόμενες ανησυχίες σχετικά με την πιθανή εξέλιξη της πανδημίας COVID-19 σε συνδυασμό με πιθανή σοβαρή μείωση της εμπιστοσύνης.
Όπως τονίζει η EBA, μετά την αναβολή της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων του 2020, λόγω της πανδημίας, «η φετινή δοκιμή ακραίων καταστάσεων σε επίπεδο ΕΕ θα παράσχει πολύτιμη συμβολή στην αξιολόγηση της ανθεκτικότητας του ευρωπαϊκού τραπεζικού τομέα.
Επιπλέον, από τα αποτελέσματα των ελέγχων θα λάβουν επαρκή πληροφόρηση οι κεντρικές τράπεζες, ώστε να διαμορφώσουν στρατηγικές εξόδου από τα μέτρα στήριξης που έχουν προσφέρει στις τράπεζες. Όπως αναφέρει η EBA, «το αποτέλεσμα της άσκησης θα μπορούσε επίσης να παράσχει πολύτιμη συμβολή στη λήψη τεκμηριωμένων αποφάσεων σχετικά με πιθανές στρατηγικές εξόδου από τα μέτρα ευελιξίας που χορηγούνται στις τράπεζες λόγω της κρίσης COVID-19 ή την ανάγκη για πρόσθετα μέτρα, σε περίπτωση περαιτέρω επιδείνωσης των οικονομικών συνθηκών».
Το δυσμενές σενάριο που ανακοίνωσε την Παρασκευή η EBA για την Ελλάδα, στη βάση του οποίου θα πραγματοποιηθεί το stress tests των τραπεζικών ισολογισμών, βασίζεται ακριβώς στην ίδια παραδοχή που διέπει το δυσμενές σενάριο συνολικά για την ευρωζώνη, δηλαδή ότι στην τριετία 2021 – 2023 θα υπάρξει μια συρρίκνωση του ΑΕΠ, σωρευτικά, κατά 3,6%.
Επάρκεια κεφαλαίων
Η ελάχιστη απαίτηση για την κεφαλαιακή επάρκεια, την οποία προσδιορίζει για τις τράπεζες της ευρωζώνης ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός της ΕΚΤ (SSM), παραμένει σταθερή για το συνολικό δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας στο 14,1% και μειώνεται, όσον αφορά το βασικό δείκτη CET1 από το 10,6% στο 9,6%.
Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει δώσει στην τελευταία έκθεσή της για τη Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα η Τράπεζα της Ελλάδος, στο 9μηνο του 2020, τα βασικά κεφάλαια (CET1), που αποτελούν και τον κρίσιμο δείκτη για τους ελέγχους, οι ελληνικοί τραπεζικοί όμιλοι έφθαναν το 14,6% τον Σεπτέμβριο, δηλαδή είχαν μια «διαφορά ασφαλείας» από το ελάχιστο όριο 5 ποσοστιαίων μονάδων. Ο συνολικός δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας βρισκόταν στο 16,3%, δηλαδή είχε μια απόσταση μεγαλύτερη των δύο μονάδων από το ελάχιστο όριο.
Και οι τέσσερις συστημικές τράπεζες έχουν αρκετή διαφορά από το ελάχιστο όριο του ελέγχου, σε ό,τι αφορά τον βασικό δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας. Τη μεγαλύτερη κεφαλαιακή άνεση έχει η Alpha Bank, με το CET1 να διαμορφώνεται σε 17,2% και ακολουθούν η Εθνική Τράπεζα, με δείκτη 15,9%, η Τράπεζα Πειραιώς με 14,1% και η Eurobank με 13,2%.
Σχετικά με τις προοπτικές της κεφαλαιακής επάρκειας, η ΤτΕ επισημαίνει δύο προβλήματα, τη δυσκολία εσωτερικού σχηματισμού κεφαλαίου και τη χαμηλή ποιότητα των κεφαλαίων, επειδή ενσωματώνουν μεγάλου ύψους αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις.
Τα δύο σενάρια του τεστ για την Ελλάδα
Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, τα δύο σενάρια της άσκησης έχουν εξής:
Για την ανάπτυξη: Στο βασικό σενάριο προβλέπεται για την Ελλάδα αύξηση του ΑΕΠ κατά 4,2% το 2021, 4,8% το 2022 και 3,7% το 2023. Στο δυσμενές σενάριο προβλέπεται ύφεση την διετία 2021-2022 με ποσοστά μείωσης του ΑΕΠ 1,8% και 2,5% ενώ η οικονομία θα επανέλθει σε ανάπτυξη το 2023 με ρυθμό μόλις 0,7%. Δηλαδή σωρευτικά η οικονομία θα χάσει με βάσει το δυσμενές σενάριο 3,6% του ΑΕΠ. Ακριβώς τόσο προβλέπεται ότι θα είναι και ο μέσος όρος των απωλειών συνολικά στην ευρωζώνη.
Σχετικά με την ανεργία, το σημείο εκκίνησης είναι 16,7% το 2020 και με το βασικό σενάριο μειώνεται σε 16,6% το 2021, 15,6% το 2022 και 13,9% το 2023. Στο δυσμενές σενάριο προβλέπεται μια σωρευτική αύξηση της ανεργίας κατά 5,6% και, ειδικότερα, ότι θα αυξηθεί σε 18,9% το 2021 σε 22,1% το 2022 και 22,2% το 2023.
Σε ό,τι αφορά τα οικιστικά ακίνητα, το 2020 καταγράφεται αύξηση τιμών κατά 3% και με το βασικό σενάριο προβλέπεται μείωση 1,5% το 2021, αύξηση 5,1% το 2022 και 4,3% το 2023. Το δυσμενές σενάριο, όμως, ενσωματώνει μείωση 5,8% το 2021, 3,1% το 2022 και 1,3% το 2023, δηλαδή σωρευτικά μια μείωση κατά 9,9%.
Στα εμπορικά ακίνητα προβλέπεται στο βασικό σενάριο αύξηση τιμών κατά 0,3% ετησίως για όλα τα χρόνια έως το 2023, ενώ στο δυσμενές ενσωματώνεται πρόβλεψη για μείωση 13,4% το 2021, 9,3% το 2022 και 3,4% το 2023. Δηλαδή σωρευτικά μια μείωση κατά 24,2%.
Για τα μακροπρόθεσμα επιτόκια, η πρόβλεψη του βασικού σεναρίου είναι ότι θα μειωθούν από 1,31% σε 0,82% το 2021, 0,90% το 2022 και 0,99% το 2023. Στο δυσμενές σενάριο προβλέπονται πολύ υψηλότερα επιτόκια και, ειδικότερα, 1,82% το 2021, 2,15% το 2022 και επίσης 2,15% το 2023.
Για τα χρηματιστήρια χωρίς να υπάρχει ειδική αναφορά στο ελληνικό, γενικά ενσωματώνονται στο δυσμενές σενάριο προβλέψεις για μεγάλη μείωση την περίοδο 2021-2023. Στην ΕΕ προβλέπεται απόκλιση -50% για το 2021 από το σημείο αφετηρίας του 2020, η οποία θα περιοριστεί σε -45% το 2022 και σε -35% το 2023.
Διαβάστε τις Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο, με την αξιοπιστία και την εγκυρότητα του News247.gr