Η Ηρώ Μπέζου πιστεύει ότι από Δευτέρα αλλάζει η ζωή της
Μια συνέντευξη στο NEWS 24/7, λίγα 24ωρα πριν την πρεμιέρα του πρώτου της θεατρικού έργου.
- 15 Οκτωβρίου 2021 08:09
Συναντηθήκαμε με την Ηρώ Μπέζου ένα απόγευμα Σαββάτου στο κέντρο, για να μιλήσουμε για τους «Ναυαγούς». Το πρώτο της θεατρικό έργο, το οποίο ανεβαίνει την Δευτέρα 18 Οκτωβρίου στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης. Ένα έργο για τρία πρόσωπα που «πραγματεύεται την μοναξιά, την αγάπη, και το τι σημαίνει ενώνομαι». Κατ’ ευθείαν στα βαθιά, τουτέστιν… Α, παρεμπιπτόντως, κανένα από τα τρία αυτά πρόσωπα δεν ενσαρκώνει η ίδια η 32χρονη ηθοποιός. Μόνο (υπο)γράφει. Και συν-σκηνοθετεί.
Φεύγοντας, ελάχιστα λεπτά πριν ανοίξουν οι ουρανοί, δυο πράγματα με είχαν διαποτίσει από την επαφή μαζί της: ένα, πόσο όμορφο κορίτσι είναι, κι ας μην την αφήνει μια κάποια εγγενής αυτοσυγκράτηση, μια ασυνείδητη επιφυλακτικότητα να το διαλαλήσει όσο του πρέπει –«ίσως, τα πρώτα χρόνια που δούλευα, δεν ένιωθα τόσο άνετα να φωταγωγούμαι, να είμαι στο κέντρο,» θα μου εκχωρήσει στην πολύ αρχή της κουβέντας μας.
Οδηγώντας ευθύς στο δεύτερο χαρακτηριστικό της που μου εντυπώθηκε: ο λόγος της, εκτός από εύφορος, πλούσιος και ακριβής, είναι και θαυμαστά συγκροτημένος. Κι ακόμη πιο αξιοθαύμαστα, ειλικρινής. Σπάνια έχω απομαγνητοφωνήσει συνέντευξη, όπου ο συνομιλητής όχι μόνο δεν υπεξέφυγε, όχι μόνο δεν τα μάσησε, αλλά καταδύθηκε με ντομπροσύνη και ψυχαναλυτική φιλοπεριέργεια σε ο,τιδήποτε κι αν του ετέθη.
Εν προκειμένω…
Ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Δεν είχα καμία πρόθεση να γράψω κάτι που «θα είναι καλό», ή που «θα ανέβει», ήθελα απλά να γράψω. Πάντα ήθελα να γράψω, πίστευα μικρή ότι θα μπορούσα να γράψω λογοτεχνία, είχα αυτήν την φαντασίωση. Δεν τα είχα καταφέρει ποτέ. Κι επειδή ως έφηβη δεν διάβαζα τόσο πολύ, πάντα σκουντουφλούσα, δεν υπήρχε υλικό μέσα μου ώστε να βοηθηθώ. Όμως, τα τελευταία χρόνια έχω διαβάσει πολύ, κι έτσι δοκίμασα πριν από τρία χρόνια, σε μια πιεσμένη μου περίοδο, κάπως να το διοχετεύσω στο χαρτί. Αλλά πάντα μου γυρνούσε σε κάτι ημερολογιακού χαρακτήρα, κάτι εξομολογητικό που δεν [το] ήθελα. Ήθελα να δομήσω κάτι, το οποίο να πάρει μια απόσταση από μένα. Και μια μέρα που έγραφα, έγραφα, και το έστριψα σε διάλογο είναι σαν να άνοιξε ένα παράθυρο. Έγινε ένα πράμα το οποίο με αιφνιδίασε πάρα πολύ, κάπως εξέπληξα τον εαυτό μου… Καταλάβαινα ότι γίνεται κάτι που δεν μπορώ να το ελέγξω. Μετά, άρχισα να το διαβάζω και καταλάβαινα ότι έχει ένα ενδιαφέρον, ότι είχε ένα ύφος, το οποίο δεν είναι πολύ χαρακτηριστικό και πρωτότυπο, αλλά δεν είναι και αντιγραφή από κάτι άλλο.. Δοκίμασα κάποια πράματα, μετά έγραψα ένα θεατρικό έργο για μια παράσταση που είχε κάνει ο σύντροφός μου σε ένα σχολείο, στο οποίο έκανε μάθημα σε παιδιά Λυκείου. Και ήταν από τις πιο ηδονικές εμπειρίες της ζωής μου.
Πότε έγινε αυτό;
Πριν δυο χρόνια. Και ήταν συναρπαστικό. Εντάξει, ήταν μια κωμωδία αστυνομική όπως την θέλανε τα παιδιά, αλλά ήταν υπέροχο να τους βλέπεις να το κάνουν. Και μετά έγραψα αυτό το κείμενο, το οποίο ανεβάζουμε τώρα… Επειδή είχα καταλάβει ότι κάπως έχω μια τάση προς το γράψιμο, δοκίμασα να κάνω κάτι άλλο. Ξεκίνησα να ψηλαφήσω ένα αγαπημένο πρόσωπο και άρχισαν πάλι να ξετυλίγονται πράγματα. Έφτιαξα μια πρώτη μορφή του έργου, και την μοιράστηκα με τον Γιάννη τον Παπαδόπουλο, που είναι ο καλύτερός μου φίλος [και συν-σκηνοθέτης της παράστασης]. Ήταν πάρα πολύ θερμός, και μου έκανε και πολύ ουσιαστικές παρατηρήσεις. Με ενθάρρυνε να το εξελίξω, να το ανοίξω κι άλλο, κι άλλο, να μην φοβηθώ να είναι μεγάλο. Και στην δεύτερη εκδοχή του πια, καταλάβαινα ότι είναι… ωραίο [γέλια]. Ότι μ’ αρέσει. Κι ότι έχει μετακινηθεί αρκετά από μένα και είναι κάτι που θα μπορούσε να παιχτεί. Και στην συνέχεια το προχωρήσαμε.
Ομολογώ ότι διαβάζοντας το δελτίο Τύπου μου δημιουργήθηκε η αίσθηση ότι πρόκειται για μια αφαιρετική ιστορία. Ισχύει;
Ενδεχομένως να είναι λίγο παραπλανητικό το δελτίο Τύπου σε αυτό. Γιατί είναι μεν κάτι πιο… ποιητικό αυτό που έγραψα, γιατί αυτό ήθελα να μοιραστώ, αλλά το κείμενο δεν θα έλεγα ότι είναι αφαιρετικό. Ίσα-ίσα, θα τολμούσα να πω ότι, έχει και κάτι χειμαρρώδες στην γραφή του. Έχει πολλά λόγια. Και η βάση του είναι αρκετά ρεαλιστική: τρεις άνθρωποι που συναντιούνται, συνδιαλέγονται, έχουν σχέσεις. Και η δομή του είναι η κλασική θεατρική δομή, το οποίο εμένα μ’ αρέσει πολύ. Και υπάρχει, παρατηρώ, μια μουσικότητα στον λόγο, αλλά είναι πολύ λεπτή, δεν είναι το πρώτο που αντιλαμβάνεται κανείς. Έχει απλά ανθρώπους που μιλάνε ο ένας στον άλλον!
Ποια σχέση έχουν μεταξύ τους οι ήρωες; Κατάλαβα ότι υπάρχει κάτι παρελθοντικό που τους δένει;
Υπάρχει κάτι παρελθοντικό, το οποίο έχει να κάνει με ένα γράμμα που είχε σταλεί κάποια στιγμή από τον νέο ήρωα στον συγγραφέα που τον έχει σημαδέψει, ας πούμε.
Άρα είναι ρεαλιστικό αυτό που συμβαίνει;
Εντελώς! Υπάρχει και μια μεταφυσική χροιά που στην πορεία του έργου [αναδύεται], αυτό που θα λέγαμε «ίσως να έχουμε βρεθεί και σε μια άλλη ζωή», αλλά αυτό είναι ένα κομμάτι. Υπάρχει [όμως] και ρεαλιστικά μια σύνδεση των ηρώων, με έναν τρόπο έχουν επηρεάσει ο ένας την ζωή του άλλου χωρίς να το γνωρίζουν ακριβώς.
Πιστεύεις εσύ σε τέτοιου τύπου μεταφυσικές συνδέσεις;
Χμμμ, ναι, πιστεύω. Δεν έχω κάποια πολύ δομημένη και στέρεα πεποίθηση [επ’ αυτού], αλλά ενώ είμαι ορθολογίστρια πολύ, παρατηρώ ότι έχω δυστυχώς αρκετό ορθολογισμό στον τρόπο που αντιλαμβάνομαι τα πράματα, ξεμυτάνε πολλές στιγμές… πίστης. Και βιώνουμε και πράματα στην σχέση μας και στην σύνδεσή μας με τους ανθρώπους, που μας το επαληθεύουν αυτό. Είναι τόσα πολλά που δεν μπορούμε να αποκωδικοποιήσουμε…
» στο ορθολογίστρια;
Ε, νομίζω ότι δεν μου αρέσει πολύ αυτό το χαρακτηριστικό στον εαυτό μου. Νομίζω ότι θα ήθελα να είμαι λίγο πιο… αλαφροΐσκιωτη, που λένε. Με γοητεύει όταν το βλέπω στους άλλους. [Εγώ] Είμαι αρκετά γειωμένη, μπορώ να πω. Δεν με ενθουσιάζει αυτό, αλλά, εντάξει, δεν πειράζει –αυτό είναι! [γέλια]
Η επιλογή των συνεργατών; Δική σου;
Η Σοφία [Κόκαλη] και ο Μιχάλης [Τιτόπουλος] είναι πάρα πολύ κοντινοί μου άνθρωποι. Πέρα από την εκτίμηση που υπάρχει, συνδεόμαστε καλλιτεχνικά πολύ. Έχουμε δουλέψει μαζί, είμαστε σε έναν διάλογο και στην προσωπική μας ζωή ως προς το τι μας αρέσει, τι μας συγκινεί, πώς δουλεύουμε. Ακόμη κι όταν είμαστε σε άλλες δουλειές πάντα είμαστε σε έναν διάλογο. Και ήθελα πάρα πολύ να είναι μέρος αυτού. Θέλανε κι εκείνοι πάρα πολύ, πάρα πολύ. Δηλαδή, εμείς το ξεκινήσαμε, και αργότερα ψάξαμε το πού, και το πώς [θα παρασταθεί]. Ο Γιάννος [Περλέγκας] ήρθε λίγο αργότερα, ήταν επίσης φίλος, αλλά όχι τόσο στενός τότε ακόμα. Είναι ιδανική η συνθήκη της συνεργασίας. Κάναμε τις πρόβες στις αρχές του χρόνου –επειδή είχαμε πάρει μια επιχορήγηση κι έπρεπε να παραδοθεί ένα βίντεο– και πηγαίναμε, ανοίγαμε το θέατρο, κάναμε τις πρόβες, και μετά βγαίναμε στο απόλυτο σκοτάδι, στο απόλυτο κενό της νύχτας [λόγω περιοριστικών μέτρων], αφού δεν μπορούσαμε να πάμε πουθενά.
Μυσταγωγικό ακούγεται…
Εντελώς! [γέλια]. Εμένα με συγκινούν ούτως ή άλλως πολύ αυτά, αλλά μας έσωσε και μες στην κατάσταση της καραντίνας πάρα πολύ. Οπότε τώρα είναι, δεν ξέρω, λίγο αγχωτικό το να εκτεθεί στον κόσμο κάτι το οποίο έχει γίνει τόσο οικογενειακά. Είναι, φυσικά, αυτό που πραγματικά θέλουμε, αλλά είναι άλμα! Είναι που είναι για μένα πολύ προσωπικό αυτό και μεγάλη ευθύνη, αλλά επειδή ακριβώς έχει γίνει σε ένα πλαίσιο… σχεδόν σπιτιού, το να ανοίξει αυτή η πόρτα είναι ένας φόβος. Αυτό υπάρχει και ως θεματολογία στο έργο: το τι σημαίνει, βγαίνω από το σπίτι. Γιατί η ηρωίδα είναι μια κοπέλα η οποία είναι έφηβη και αρνείται να βγει απ’ το σπίτι… Και μ’ έναν τρόπο κουμπώνει και μια δική μου αντίσταση να εκτεθώ πραγματικά, μια ανάγκη να είμαι σε ένα περιβάλλον ασφάλειας. Που προφανώς θέλω να την ξορκίσω μέσα απ’ αυτήν την παράσταση.
Πώς αυτό; Γιατί αισθάνεσαι έτσι;
Αυτά είναι τα προσωπικά του καθενός… Ήμουν αρκετά μοναχική ως παιδί, γιατί είμαι και μοναχοπαίδι, και γιατί έτσι ήταν η ιδιοσυγκρασία μου. Είμαι κοινωνική, ζω μια χαρά με τους άλλους, απλώς δένομαι πάρα πολύ με τους ανθρώπους που δένομαι. Και ο,τιδήποτε γίνεται πιο προστατευμένα με κάνει κι αισθάνομαι τρομερή οικειότητα. Αισθάνομαι ότι εκεί μπορώ να ανθίσω. Αυτό το άνοιγμα, όμως, είναι κάτι που πρέπει να συμβεί. Γιατί δεν είναι κι αλήθεια ότι αν φύγεις, δεν μπορείς να επιστρέψεις στην βάση σου. Αλλά σαν να μην μπορείς να το αντιληφθείς… Σαν να φοβάσαι ότι θα χαθεί η ρίζα σου, ότι θα χαθεί ο πυρήνας. Το οποίο δεν είναι αλήθεια, φυσικά.
Σίγουρα, σίγουρα. Σκέφτομαι ότι από την Δευτέρα, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, θα αλλάξει η ζωή μου. Έστω και λίγο, δεν μπορεί! Ευχάριστα, δυσάρεστα, αλλά το νιώθω πολύ έντονα αυτό. Αυτό, όμως, που ζήσαμε με τα παιδιά, κι αυτό που ζούμε ακόμα δεν αλλάζει. Δεν μπορεί να μας το πάρει κανείς –είναι τρομερό!
Άρα, το συγγραφικό πεδίον δόξης λαμπρό δεν είναι κάτι που θα το αφήσεις;
Ε, αν δεν μ’ αφήσει κι αυτό… [γέλια] Έχω κάνει κάποιες απόπειρες τους προηγούμενους μήνες, αλλά είναι τόσο έντονο αυτό που συμβαίνει τώρα, ας ολοκληρωθεί πρώτα. [Πάντως] Θα ‘θελα πάρα πολύ να μπορώ να γράφω. Να μην αποδειχθεί ότι ήταν απλά ένα μπαμ! που συνέβη μέσα μου. Ότι είναι κάτι το οποίο μπορώ να το συνεχίσω.
Εκτός από τα δικά σου σώψυχα, τι θα σ’ το επικύρωνε, ότι «όντως, Ηρώ, μπορείς να γράψεις»;
Νομίζω η ίδια η στιγμή της δημιουργίας, δεν έχει να κάνει με ετεροπροσδιορισμό. Αν, την στιγμή που κάθομαι να γράψω, νιώθω ότι κάτι βγαίνει από μέσα μου πηγαία και με αφορά. Ακόμα κι αν η παράσταση δεν πήγαινε καθόλου καλά και δεν επικοινωνούσε με τον κόσμο, εγώ θα ήθελα να διατηρήσω την σχέση μου με την συγγραφή. Ή και το αντίθετο: ακόμη κι αν τους αγγίξει τους ανθρώπους το κείμενο, αν εγώ έχω στερέψει, στέρεψα [γέλια].
Το 2020 παραδόξως ήταν μια πολύ ωραία χρονιά για μένα, για προσωπικούς λόγους. Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορώ να αγνοήσω όλο αυτό που συνέβη. Ήταν εφιαλτικό, ειδικά όλο το πρώτο διάστημα για την πλειοψηφία των ανθρώπων. Και δεν μπορεί να με αφήνει ανεπηρέαστη επί της ουσίας, γιατί μας έχει ποτίσει. Η ένταση που υπάρχει, οι οικονομικές επιπτώσεις, οι απώλειες της ζωής των ανθρώπων, ο τρόμος για την υγεία, ο τρόμος για το άγγιγμα… Σίγουρα θα υπάρχουν και κάποια θετικά στοιχεία, αλλά έτσι και αλλιώς δεν μπορούμε να αποφανθούμε ακόμα, γιατί είμαστε ακόμα μέσα.
Ως θετικό, δηλαδή, τι θα έβλεπες;
Το πρώτο διάστημα, πριν το καλοκαίρι του ’20, ξέρω και από πολλούς άλλους ανθρώπους πέρα από μένα, άνοιξε μέσα τους κάτι σε σχέση με τον χρόνο. Και μπόρεσαν να καλωσορίσουν αυτό το άνοιγμα του χρόνου. Αυτό μπορεί να είναι ένα θετικό σε μια εποχή που οι ρυθμοί είναι αβάσταχτοι. Αβάσταχτοι! Αλλά, σαφέστατα, η παράταση αυτής της κατάστασης [της πανδημίας] ήταν τραυματική… Ειδικά πια όταν μπορούσαμε να δουλεύουμε, αλλά δεν μπορούσαμε να βγαίνουμε έξω, ή μπορούσες να δουλεύεις από το σπίτι ώστε να κινείται στοιχειωδώς η οικονομία, αλλά έπαιρνες λιγότερα χρήματα, και δεν μπορούσες να διασκεδάσεις, δεν μπορούσες να κυκλοφορήσεις την νύχτα… Υπάρχουν ακόμα φορές που πιάνω το κινητό μου να δω αν έχω στείλει εσεμές!
Τι θα συνιστά για σένα επιτυχία;
Επιτυχία θα είναι να υπάρξουν άνθρωποι που θα τους αγγίξει το έργο χωρίς να με γνωρίζουν προσωπικά [γέλια], αυτό θα ήταν πάρα πολύ σημαντικό για μένα. Ε, εντάξει το να έχει πολύ κόσμο δεν είναι απαραίτητα ενδεικτικό, αρκεί να μην παίζουν τα παιδιά σε άδειο θέατρο. Κι αν οι ηθοποιοί βρουν μέσα σ’ αυτό τον δικό τους χώρο, πέρα από τις δικές μας κατευθύνσεις, και το προχωρήσουν, και πάρει [το έργο] τον δικό του δρόμο και φύγει από μας. Αυτό θα είναι ό,τι πιο συγκινητικό.
Οι κριτικές που θα γραφτούν;
Είμαι λίγο σνομπ σ’ αυτό το κομμάτι. Και ξες, και τι μου λείπει εμένα; Μου λείπει κάτι λίγο πιο πνευματικό στα κείμενα. Πέρα από το να κρίνεις, «μ’ άρεσε – δεν μ’ άρεσε», κάτι λίγο πιο βαθύ, πιο λογοτεχνικό. Για να μπορέσω κι εγώ να δω ποιος μιλάει, και άρα να τον εκτιμήσω. Δηλαδή, έχει βαρύτητα η γνώμη κάποιου επειδή έχει εξουσία μέσα από ένα έντυπο, ή επειδή είναι όντως άνθρωπος του θεάτρου; Ή του κινηματογράφου; Πέφτουν στα χέρια μου κριτικές και βλέπω απλά αυτό που θα λέγαμε σε ένα τραπέζι με φίλους –και μην σου πω και λιγότερο, γιατί με τους φίλους μπορεί να μπεις και πιο βαθιά. Εκτός, τι να πω, αν μου διαφεύγει κάποιος, αλλά η πλειοψηφία των δημοσιογράφων που διαβάζω εστιάζουν στο πολύ γρήγορα, να βαθμολογήσω κάτι, «πήγαινε εκεί – μην πας εκεί». Εννοείται πως θα ικανοποιηθώ με μια καλή κριτική, γιατί μπορεί να βοηθήσει την παράσταση και γιατί μπορεί να με κολακέψει, αλλά σε ένα δεύτερο επίπεδο μπορεί και όχι. Θέλω να πω, δεν θα πτοηθώ από κάτι κακό, όσο κι αν μπορεί να πληγώσει τον εγωισμό μου, γιατί πιστεύω πάρα πολύ σε αυτό που έχουμε κάνει.
Πληροφορίες: «Οι ναυαγοί», από 18 Οκτωβρίου Δευτέρες και Τρίτες στις 21:00 στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης (Πεσμαζόγλου 5, 210-3228706). Εισιτήρια 15€, μειωμένο 10€. Σκηνοθεσία: Ηρώ Μπέζου, Γιάννης Παπαδόπουλος / Σκηνικά, κοστούμια: Εύα Γουλάκου / Φωτισμοί: Τάσος Παλαιορούτας / Παίζουν: Σοφία Κόκκαλη, Γιάννος Περλέγκας, Μιχάλης Τιτόπουλος.
Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις