ΒΡΑΒΕΙΑ ΙΡΙΣ 2022: ΑΥΤΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ
Τα φετινά «ελληνικά Όσκαρ» απονέμονται σε λίγες μέρες κι εμείς παρουσιάζουμε τις ταινίες που διεκδικούν το Ίρις Καλύτερης Ταινίας της χρονιάς.
Μετά τον περσινό θρίαμβο του “Digger” τι αναμένεται να συμβεί φέτος στα βραβεία Ίρις; Πέρυσι, σε μια πλούσια χρονιά με καλές ταινίες που το κοινό αγάπησε, και ένα εντυπωσιακό ρόστερ ερμηνευτικών υποψηφιοτήτων, ήταν η ταινία του Τζώρτζη Γρηγοράκη που σάρωσε τα βραβεία, σε έναν θρίαμβο δίχως προηγούμενο.
Φέτος τα πράγματα μοιάζουν πιο ανοιχτά. Όχι μόνο επειδή έχουμε εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους ταινίες να διεκδικούν το μεγάλο βραβείο (άλλες άκρως εμπορικές, άλλες φεστιβαλικές, άλλες ταινίες είδους, άλλες διεθνούς βεληνεκούς, άλλες no budget δόξας), αλλά κι επειδή πολλές εξ αυτών έρχονται από σκηνοθέτες στην πρώτη τους μεγάλου μήκους απόπειρα. Αυτό που τις ενώνει, είναι ότι συνθέτουν το πολυσυλλεκτικό μωσαϊκό άλλης μιας πολύ δυνατής χρονιάς για το ελληνικό σινεμά.
Την ώρα λοιπόν που –ευτυχής συγκυρία, αλλά μάλλον τελικά τίποτα δεν είναι τυχαίο– η Ελλάδα επιστρέφει από το Φεστιβάλ Καννών με μια εντυπωσιακή συγκομιδή (δύο ελληνικές συμπαραγωγές στο Διαγωνιστικό, μια ελληνική ταινία στο επίσημο πρόγραμμα, Χρυσός Φοίνικας γυρισμένος στην Ελλάδα, βραβείο για ελληνική μικρού μήκους), τα βραβεία Ίρις ετοιμάζονται να βάλουν τελεία στην περσινή χρονιά.
Η απονομή γίνεται την Τετάρτη 8 Ιουνίου στο θέατρο Άλσος σε live streaming στο Onassis.org, και για να ξέρετε τι περιμένουμε, παρουσιάζουμε τις ταινίες που θα διεκδικήσουν το Ίρις Καλύτερης Ταινίας.
ΑΓΕΛΗ ΠΡΟΒΑΤΩΝ
Τι είναι: Κάπου έξω από την Τρίπολη, ο Θανάσης (Δημήτρης Λάλος) έχει τη ζωή του, την γυναίκα του και τη δουλειά του, ένα φυτώριο. Όμως ως είθισται, τα πράγματα πίσω από τη βιτρίνα είναι πάντα διαφορετικά. Ο γάμος είναι βουβά διαλυμένος. Η δουλειά υποφέρει, επειδή τα πάντα στην Ελλάδα υποφέρουν. Ο Θανάσης έχει ένα μεγάλο χρέος απέναντι στον τοκογλύφο Στέλιο, ο οποίος του ζητά τα λεφτά κάνοντας επίδειξη δύναμης στον ίδιο τον επαγγελματικό χώρο του Θανάση. Ο Θανάσης σταδιακά συγκεντρώνει μια ομάδα (ναι, μια αγέλη) ανδρών που βρίσκονται στην ίδια θέση με αυτόν. Χρωστάνε, παραπάνω από όσα είναι ενδεχομένως ηθικό, παραπάνω από όσα σίγουρα θα μπορούσαν να αποπληρώσουν. Ισχύς εν τη ενώσει;
Τι γράψαμε: Η ταινία του Δημήτρη Κανελλόπουλου -για χρόνια ηχολήπτη και σκηνοθέτη ταινιών μικρού μήκους που εδώ πραγματοποιεί το μεγάλου μήκους σκηνοθετικό του ντεμπούτο- τοποθετείται σε ένα πλαίσιο σχεδόν αρχετυπικά γουέστερν. Δεν υπάρχουν φυσικά άλογα ή σαλούν ή Ινδιάνοι, όμως η δράση λαμβάνει χώρα σε ένα σκηνικό επαρχίας που μοιάζει με κάποιου είδους σύνορο, έχοντας τη στόφα κάποιας απομονωμένης κωμόπολης της άγριας Δύσης, εκεί που δεν υπάρχει ακριβώς Νόμος, κυριαρχεί η αποκέντρωση, και οι άνθρωποι φυλάνε τα κτήματά τους όποιο κι αν είναι το κόστος.
Ο Κανελλόπουλος αφήνει τόσο το τοπίο να χρωματίσει την ιστορία του, όσο και τους χαρακτήρες του να την αφηγηθούν, ζωντανεύοντας σαν παλπ ανάγνωσμα. Μαζί με τον διευθυντή φωτογραφίας Στέλιο Πίσσα καδράρουν αυτά τα κουρασμένα (από τη ζωή) και απεγνωσμένα (από το κοινωνικό αναπόφευκτο) παλικάρια μπροστά από πυκνές εικόνες ακίνητης επαρχιακής ζωής, σαν πίνακες μια βιομηχανικής επανάστασης που μας άφησε πίσω.
Ο Λάλος περνά όλη την ταινία μοιάζοντας σα να σηκώνει όλο το βάρος και τον θυμό του κόσμου πάνω του. Τα χαρακτηριστικά του μοιάζουν τραχιά, το βλέμμα του συννεφιασμένο. Διαρκώς σκέφτεται, αποφασίζει. Διαπιστώνει πως η ισχύς συγκρούεται μόνο με ισχύ. Κινείται με την ενέργεια ενός ανθρώπου που συνειδητοποιεί με τον πιο αδιέξοδο τρόπο, πώς λειτουργεί στα αλήθεια ο κόσμος. Σε σημεία η ταινία λειτουργεί με ένα τρόπο σχηματικό -που ίσως να μοιάζει με το αρχετυπικό αλλά δεν είναι- όμως η κινηματογραφική και αφηγηματική της αισθητική λειτουργεί απόλυτα, οδηγώντας προς μια εξαιρετική κορύφωση σιωπηλής έντασης και εσωτερικού σασπένς. (Αναλυτική κριτική, από το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης)
Η συνέντευξη: «Κάθε ρόλος είναι μια διαφορετική συναρμολόγηση της ύπαρξής σου. Συναρμολογείς ξανά τον εαυτό σου σε ένα άλλο σημείο. Προσπαθώ να μην επηρεάζομαι κάθε φορά από το ρόλο που παίζω γιατί θα ήμουν ένα καράβι στη φουρτούνα. Ο Μπράντο έλεγε πως η υποκριτική είναι ένας μηχανισμός επιβίωσης. Από τη μέρα που γεννήθηκε η ανθρωπότητα, παίζουμε συνεχώς στη ζωή μας μία περσόνα, έναν χαρακτήρα, ανάλογα με ποιον άνθρωπο είμαστε μαζί. Είναι φυσιολογικό. Κάπως, στη ζωή μας παίζουμε.» – Δημήτρης Λάλος, πρωταγωνιστής (συνέντευξη)
Οι υποψηφιότητες: Συνολικά 10. Ταινία, Σκηνοθεσία, Πρωτομεφανιζόμενου Σκηνοθέτη, Σεναρίου, Α’ Ανδρικού (Λάλος), Β’ Ανδρικού (Σερβετάλης), Φωτογραφία, Μοντάζ, Σκηνογραφία, Ήχος
ΑΓΙΑ ΕΜΥ
Τι είναι: Οι αδερφές Έμυ και Τερέζα ζουν στην κλειστή τους κοινότητα Φιλιππινέζων Χαρισματικών Καθολικών στον Πειραιά, κι όταν η Τερέζα μείνει έγκυος, η Έμυ –που έτσι κι αλλιώς νιώθει σαν ξένη– αρχίζει να ελκύεται από δυνάμεις που βρίσκονται μέσα της. Δυνάμεις που εκφράζονται με σοκαριστικά σωματικό τρόπο, με αποτέλεσμα οι πάντες γύρω της να αντιδρούν διαφορετικά. Φοβισμένα. Διστακτικά. Εκμεταλλευτικά.
Τι γράψαμε: Μια μεταφυσική κοινωνική αλληγορία στην Ελλάδα όπως ποτέ δεν την έχουμε δει να κινηματογραφείται, σαν αιχμηρό, ρεαλιστικό παραμύθι, μέσα από τα μάτια ενός κοριτσιού στο περιθώριο της κοινωνίας. Ταυτόχρονα, μια αφήγηση χειραφέτησης μέσα από σκληρές πινελιές του σινεμά του φανταστικού που αποτελεί μια από τις πιο απρόσμενες ταινίες που μας έχει δώσει εδώ και χρόνια το ελληνικό σινεμά. Κυρίως επειδή εδώ η όποια αλληγορία κι οι όποιες Ιδέες δεν παίρνουν τόσο ασφυκτικά κυρίαρχο ρόλο ώστε να χάνουμε τους χαρακτήρες ή την ιστορία. Παρά το στόρι, η εικονογραφία, οι προβληματικές του φιλμ περνούν αυστηρά μέσα από το βλέμμα, και παράλληλα με τις εμπειρίες της νεαρής πρωταγωνίστριας.
Η Αρασέλη Λαιμού, σε ένα σκηνοθετικό ντεμπούτο εντυπωσιακού στυλιστικού ελέγχου που τιμήθηκε με Ειδική Μνεία για πρώτη σκηνοθετική δουλειά στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο, καταφέρνει να παραδώσει ένα φιλμ που λειτουργεί και ως κοινωνικό δράμα (μέσα από το βλέμμα των νεαρών κοριτσιών μιας κοινότητας που βρίσκεται συνήθως στο περιθώριο) αλλά και στην παράδοση του φανταστικού.
Η συνέντευξη: «Μου άρεσε πολύ η ιδέα να έχει στοιχεία είδους η ταινία, αλλά επειδή έχει πολύ να κάνει με το αίμα η συγκεκριμένη ιστορία, μου άρεσε να δούμε το αίμα με έναν διαφορετικό τρόπο. Ενώ δηλαδή κάνει νεύμα σε ταινίες είδους, τελικά το αίμα συνδέεται πιο πολύ με μια περισσότερο γυναικεία εμπειρία, ακόμα και με την περίοδό της. Μήπως, κάπως, είναι και η δύναμή της. Στο τέλος να είναι και λίγο μέρος της εμπειρίας της. Είναι τα δάκρυά της, είναι το ίδιο της το σώμα. Είναι μια πιο θηλυκή προσέγγιση του αίματος, που συνήθως είναι περισσότερο συνδεδεμένο με τη βία. Ενώ στην ταινία μας δεν είναι και τόσο.» – Αρασέλη Λαιμου, σκηνοθέτης (συνέντευξη από την παγκόσμια πρεμιέρα στο Λοκάρνο)
Οι υποψηφιότητες: Έχει τις περισσότερες από κάθε άλλη ταινία, σύνολο 15. Ταινία, Σκηνοθεσία, Πρωτοεμφανιζόμενου Σκηνοθέτη, Σεναρίου, Α’ Γυναικείου (Αμπιγκέιλ Λομά), Β’ Ανδρικού (Μιχάλης Συριόπουλος), Β’ Γυναικείου (Άσμιν Κιλίπ & Ειρήνη Ιγγλέση), Φωτογραφίας, Μουσικής, Σκηνογραφίας, Ενδυματολογίας, Ήχου, Μακιγιάζ & Κομμώσεων, Ειδικών Εφέ
ΜΑΓΝΗΤΙΚΑ ΠΕΔΙΑ
Τι είναι: Μετά την τυχαία συνάντησή τους καθ’ οδόν σε ένα νησί, μια γυναίκα και ένας άνδρας αποφασίζουν να περιπλανηθούν μαζί σε αναζήτηση του κατάλληλου μέρους να θάψουν ένα μεταλλικό κουτί.
Τι γράψαμε: To μεγάλου μήκους ντεμπούτο του κομίστα Γιώργου Γούση (που προηγουμένως είχε γυρίσει τον θαυμάσιο “Χειροπαλαιστή”, ένα μικρού μήκους ντοκιμαντέρ που τιμήθηκε και με βραβείο Ίρις και γέννησε μια μεγάλου μήκους συνέχεια) είναι ένα εντυπωσιακά lo-fi κομμάτι ρομαντικού σινεμά, με δύο χαμένους ήρωες δίχως προέλευση και κατεύθυνση που περιπλανώνται μέσα σε ένα αναλογικού παστέλ χειροποίητο σύμπαν.
Η Έλενα Τοπαλίδου κι ο Αντώνης Τσιοτσιόπουλος ερμηνεύουν αλλά έχουν credit και στο σενάριο, φανερώνοντας τον αυτοσχεδιαστικό χαρακτήρα του φιλμ το οποίο γυρίστηκε μέσα σε μια εβδομάδα καταφέρνοντας μέσα από τα ελάχιστα δυνατά υλικά να χτίσει ένα ολόκληρο σύμπαν, γλυκόπικρα υπαρξιακής σιωπής αλλά και απολαυστικά ζωντανών περιφερειακών χαρακτήρων. (Τον άντρα που διαπληκτίζεται με τον Τσιοτσιόπουλο στην εκκλησία κι απέναντι από έναν γκρεμό θα τον έβλεπα σε μια δική του ταινία να προσβάλει κόσμο για μιάμιση ώρα.)
Μέσα στο τραχύ ψηφιακό πιξέλιασμα κάθε απρόσμενης στροφής ή κάθε δραματικού ζουμ μπορεί κανείς να δει ένα σινεμά αφτιασίδωτο, αλλά όταν η κάμερα αναζητά την ηρωίδα της εστιάζοντας εν κινήσει, αδιαφορώντας για το αν το μέσο μπορεί να στηρίξει την τεχνική, είναι σα να βουτά βαθιά μες στην ψυχή της με ρομαντική άγνοια κινδύνου. Είναι φτηνό, είναι πανέμορφο.
Η συνέντευξη: «Σκέψου κανείς δεν καταλαβαίνει τι κάνουμε. Ούτε εμείς καταλαβαίνουμε. Όταν το συνεργείο καταλάβει τι συμβαίνει και κάνουμε κάτι που αρέσει σε όλους, τότε οι πάντες αρχίζουν να θυσιάζονται, αλλά εδώ είμαστε στην πρώτη μέρα και δεν ξέρει κανείς τι ακριβώς κάνουμε. Σου λέει ο άλλος, θα πάνε οι δέκα μέρες έτσι; Θα τραβάμε… τι ακριβώς θα τραβάμε; Η σκηνή έχει μια τρομερή αμηχανία κι αυτό γίνεται μέρος της ταινίας.» – Γιώργος Γούσης, σκηνοθέτης
«Μια μέρα πριν πάω στην Κεφαλονιά ρωτάω τον Γιώργο, “και τι θα λέω;;”. Φοβόμουν ότι θα μου μιλάει ο Αντώνης και δε θα του απαντάω τίποτα. “Μπορεί να μην σκεφτώ να πω ΤΙΠΟΤΑ!”. Μου λέει ο Γιώργος, “θα βρεις κάτι να πεις”. Κι άμα δεν βρω;» – Έλενα Τοπαλίδου, πρωταγωνίστρια
(Από το making of της ταινίας, δια στόματος των δημιουργών)
Οι υποψηφιότητες: Συνολικά 7. Ταινίας, Πρωτοεμφανιζόμενου Σκηνοθέτη, Σεναρίου, Α’ Ανδρικού (Αντώνης Τσιοτσιόπουλος), Α’ Γυναικείου (Έλενα Τοπαλίδου), Φωτογραφίας, Μουσικής
ΣΜΥΡΝΗ ΜΟΥ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ
Τι είναι: Μέσα από το τεφτέρι με τις συνταγές της Φιλιώς Μπαλτατζή ακολουθούμε την ιστορία μιας οικογένειας που από τα σαλόνια της υψηλής κοινωνίας της Σμύρνης βρίσκεται κατατρεγμένη μαζί με αμέτρητους κατοίκους της πόλης, κατά τη διάρκεια των συνταρακτικών γεγονότων και τη σφαγή της Μικρασιατικής Καταστροφής.
Τι γράψαμε: Με τις περγαμηνές της παράστασης και με το δεδομένο στάτους της Ντενίση, δε θα περιμέναμε κάτι λιγότερο από μια υπερπαραγωγή, κι αυτό ακριβώς είναι που λαμβάνουμε. Ένα πανάκριβο έπος που απλώνεται σε χρόνια Ιστορίας, σκηνοθετημένο με φροντίδα από τον Γρηγόρη Καραντινάκη, με μια εντυπωσιακά λεπτομερή ανασύσταση τόπου και εποχής και με ένα πολύ δυνατό καστ να ζωντανεύει μικρούς και μεγάλους ρόλους.
Φιλόδοξη κινηματογραφική απόπειρα που, ακόμα κι αν σε αρκετά σημεία δεν ευστοχεί, τιμά σε κάθε περίπτωση τις δημιουργικές προθέσεις των ανθρώπων πίσω από αυτή. Η εξ ανάγκης δραματουργική αποσπασματικότητα του όλου εγχειρήματος (καθώς η ταινία καλύπτει μια απόσταση χρόνων κατά τη διάρκεια των οποίων αλλάζουν όλες οι κοινωνικές ισορροπίες) αφήνει ενδεχομένως τους χαρακτήρες εκτεθειμένους.
Όμως αυτή η προσεγμένη διαδρομή μέσα στην Ιστορία καταφέρνει ακόμα κι έτσι να έχει αποτελέσματα. Ο κόσμος που χτίζει γύρω, ανάμεσα στους διάφορους ήρωες μοιάζει ζωντανός όσο και εύθραυστος, ειδικά όσο προσεγγίζουμε την επικείμενη καταστροφή. Εκεί η ταινία αφήνει πίσω της κάθε προσεκτικό βηματισμό και ορμά σε μια σοκαριστικά ωμή τρίτη πράξη που αποτυπώνει τη θηριωδία χωρίς να φοβάται αυτό που θα αντικρύσει – ή αυτό που κάνει εμάς να αντικρύσουμε. Η ωμότητα και η οργή σε αυτή την κορύφωση του φιλμ τελικά ξεπερνά -χωρίς βέβαια να υπερκαλύπτει- τις αδυναμίες του, δίνοντάς του ντε φάκτο λόγο ύπαρξης. (Αναλυτική κριτική για την ταινία)
Οι υποψηφιότητες: Συνολικά 12. Ταινία, Σκηνοθεσίας, Β’ Γυναικείου (Ταμίλα Κουλίεβα), Β’ Ανδρικού (Γιάννης Βογιατζής), Φωτογραφίας, Μοντάζ, Μουσικής, Σκηνογραφίας, Ενδυματολογίας, Ήχου, Μακιγιάζ & Κομμώσεων, Ειδικών Εφέ
MONDAY
Τι είναι: Δύο Αμερικάνοι γνωρίζονται στην καυτή καλοκαιρινή Αθήνα κι όταν η Κλόι αποφασίζει να αφήσει την καριέρα της στην Αμερική για να ζήσει το πάθος με τον Μίκι στην Ελλάδα, οι δυο τους θα διαπιστώσουν αν η σπίθα του σαββατοκύριακου μπορεί να επιβιώσει όταν έρχεται η αναπόφευκτη Δευτέρα.
Τι γράψαμε: Αγγλόφωνο σκηνοθετικό ντεμπούτο για τον Αργύρη Παπαδημητρόπουλο του “Suntan”, του οποίου η έφεση για βιωματικής υφής ξέφρενο σινεμά χαρακτήρων, είναι και πάλι παρούσα. (Οι σκηνές πάρτυ, είτε στα νησία είτε στην Κυψέλη, είναι αναμφίβολα αξιομνημόνευτες.) Είτε σκηνοθετεί ένα τρομακτικό ψυχολογικό προφίλ με φόντο το Ελληνικό καλοκαίρι, είτε τον κύκλο ωρίμανσης και φθοράς μιας σχέσης σε μια πόλη που βράζει, ο Παπαδημητρόπουλος ξέρει σχεδόν ενστικτωδώς πώς να φέρνει αυτοκαταστροφή και έκσταση μέσα στην ίδια κινηματογραφική ανάσα κι αυτό δε θα επιτρέψει ποτέ στο σινεμά του να είναι κάτι λιγότερο από συναρπαστικό.
Είναι κρίμα που το σενάριο αφήνει αρκετούς ανοιχτούς λογαριασμούς. Ο ανοιχτός δραματουργικός κύκλος που οδηγεί σε μια Δευτέρα που όλο δεν έρχεται, είναι έξυπνη αρχική τοποθέτηση. Όμως καθώς το φιλμ κυλά πάνω στην ορμητική ματιά του σκηνοθέτη και στις ορέξεις των πρωταγωνιστών (με τον μαρβελικό Σεμπάστιαν Σταν να ζει και να αναπνέει κάθε του στιγμή καθώς ο Μίκι ακολουθεί ένα ανορθόδοξο arc), μοιάζει να μην έχει σαφή αίσθηση κατεύθυνσης, με την Κλόι βήμα το βήμα να χάνει όλο και λίγο από το agency της και τους σεναριακοί μηχανισμοί της τρίτης πράξης να φλερτάρουν με την υπερβολή. Η ταινία παραμένει όμως σε κάθε περίπτωση ένα αντισυμβατικά κατασκευασμένο love story που φέρει την χαρακτηριστική υπογραφή του δημιουργού της, όπου η πόλη και η ατμόσφαιρά της είναι κάτι παραπάνω από απλό σκηνικό.
Η συνέντευξη: «Η Ντενίζ κι ο Argy περάσαμε πολύ χρόνο πριν τα γυρίσματα και γίναμε πολύ κοντινοί φίλοι. Κάνεις μια ταινία για σχέσεις και ανθρώπους με πολύ αυτοσχεδιασμό οπότε δεν γίνεται να μην γίνει προσωπικό. Όλοι φέρνουν τις εμπειρίες τους και τα όσα έχουν μάθει, ρωτάμε ο ένας τον άλλον ερωτήσεις, τι νομίζεις για το ένα, αν γίνεται το άλλο. Ήταν πλήρης συνεργασία με αυτό τον τρόπο, και είναι κάτι που βοηθάει την ταινία. Αλλά ο Αργύρης πραγματικά ήθελε να αράξουμε δύο βδομάδες πριν το γύρισμα. Και ξέρω πως το ήθελε και στο Suntan, και τελικά αυτό ήταν κάτι που βοήθησε να χτιστεί η σχέση.» – Σεμπάστιαν Σταν, πρωταγωνιστής (Συνέντευξη από τα γυρίσματα της ταινίας στην Κυψέλη)
Οι υποψηφιότητες: Συνολικά 13. Ταινίας, Σκηνοθεσίας, Σεναρίου, Α’ Ανδρικού (Σεμπάστιαν Σταν), Α’ Γυναικείου (Ντενίζ Γκαφ), Β’ Ανδρικού (Πυρπασόπουλος), Φωτογραφίας, Μοντάζ, Μουσικής, Σκηνογραφίας, Ενδυματολογίας, Ήχου, Μακιγιάζ & Κομμώσεων
ΣΕΛΗΝΗ, 66 ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Εδώ κλέβουμε λίγο. Μαζί με τις 5 παραπάνω, προσθέτουμε και την δική μας «συν μία» ταινία που δεν χώρεσε στην 5άδα της κατηγορίας, που όμως θα αποτελούσε την επιλογή μας αν ήταν υποψήφια. Με διεθνείς φεστιβαλικές αξιώσεις, αλλά και με υποψηφιότητες Ίρις σε άλλες μεγάλες κατηγορίες (ανάμεσά τους και η κατηγορία Σκηνοθεσίας!), η παράλειψη του φιλμ της Ζακλίν Λέντζου από την κατηγορία Καλύτερης Ταινίας είναι μάλλον η πιο αξιοσημείωτη των φετινών Ίρις.
Τι είναι: Η Άρτεμις αφήνει εσπευσμένα τη ζωή της στο εξωτερικό για να επιστρέψει στην Αθήνα ύστερα από τηλεφώνημα της μητέρας της. Ο πατέρας της είναι στο νοσοκομείο ύστερα από επίθεση αυτοάνοσου που τον αφήνει ανήμπορο να επικοινωνήσει με τους γύρω τους ή να φροντίσει τον εαυτό του. Στη διάρκεια ενός συναισθηματικού και αποκαλυπτικού καλοκαιριού που ακολουθεί, η Άρτεμις θα είναι εκείνη, μόνη, που θα του σταθεί παρά το γεγονός πως οι δυο τους ήταν αποξενωμένοι. Όσο τον φροντίζει θα μάθει περισσότερα για τον πατέρα της, θα γεμίσει τα κενά στην προσπάθεια να καταλάβει: Γιατί η σχέση τους δεν ήταν ποτέ αυτή που θα έπρεπε να είναι;
Τι γράψαμε: Μετά από μια αξιοσημείωτη καριέρα ως σκηνοθέτης ταινιών μικρού μήκους, η Ζακλίν Λέντζου (του βραβευμένου στις Κάννες, Έκτορας Μαλό: Η Τελευταία Μέρα της Χρονιάς) πραγματοποιεί το μεγάλου μήκους ντεμπούτο της με μια ταινία σχεδόν αποστομωτικής τόλμης και φορμαλιστικού θάρρους. Αρνούμενη να προσδώσει σε αυτό το συναισθηματικό ταξίδι πατέρα-κόρης το ρυθμό και τη δομή κάποιου ασφαλούς χολιγουντιανού δράματος με αεροστεγείς λύσεις και απαντήσεις, δημιουργεί πεισματικά ένα βουβό, σκληρό, προσγειωμένο αλλά και πανέμορφο, τρυφερό, ειλικρινές πορτρέτο μιας σχέσης θρυμματισμένης – για ανθρώπους που μοιάζουν μετέωροι στο κενό του διαστήματος, κι ας πατούν στη γη.
Η Σοφία Κόκκαλη, η καλύτερη ηθοποιός της γενιάς της, φέρνει στην ηρωίδα της κάτι παραπάνω από μελαγχολία, μοιάζοντας διαρκώς χαμένη υπό το βάρος μιας απορίας που φαίνεται να κουβαλάει χρόνια στο πρόσωπό της. Όλα τα «γιατί» ουρλιάζουν χωρίς να ειπωθεί ούτε μία λέξη. Στο ρόλο του πατέρα ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος σε μια υπομονετική, λεπτοδουλεμένη ερμηνεία. Υπό την καθοδήγηση της Λέντζου, ανάμεσα στους δύο ηθοποιούς γεννιέται ένας μικρός κόσμος, φτιαγμένος από την αρχή. Τόσο ο πατέρας όσο κι η κόρη μαθαίνουν τα πάντα εκ του μηδενός, σε μια αναζήτηση που αποκτά την υφή ενός κολάζ (με εικόνες, λόγια, αναμνήσεις ατάκτως ερριμμένες ανάμεσα στις σιωπές και τις ακινησίες που μοιάζουν να διαρκούν αιώνες) παρά μιας αυστηρής συνταγής.
Οι αποστάσεις εκμηδενίζονται και τα κενά γεμίζουν όχι με τους ήρωες να παίρνουν Σημαντικά Μαθήματα Ζωής αλλά μέσα από μικρές άβολες στιγμές, μέσα από δυσκολίες και αδιέξοδα, μέσα από ατόφια συναισθηματικές συγκρούσεις. Είναι η διαδικασία του να γνωρίζεις τον άλλον -και τον εαυτό σου- μέσα από την τριβή: κουραστική και συναρπαστική την ίδια στιγμή. Πώς αποτυπώνεται κάτι τέτοιο μέσα στον κινηματογραφικό χρόνο; Η “Σελήνη” είναι ένας εσωτερικός μονόλογος φτιαγμένος ως σινεμά: Άτακτο, συνειρμικό, ονειρικό, πληγωμένο. Θαρραλέο.
Η συνέντευξη: «Πώς είναι ένα φωτογραφικό οικογενειακό άλμπουμ από τα παλιά; Ανοίγεις μια σελίδα και μπορεί να έχει φωτογραφία ένα σκέτο μπαλόνι που τυχαία τραβήχτηκε, μετά να έχει κάτι παιδάκια και μετά μια γιαγιά που τρώει μια τούρτα. Κι είναι όλα στην ίδια σελίδα. Μια απλή καθημερινή συνθήκη, αλλά κάθε εικόνα δίνει μια πολύ διαφορετική υφή. Αυτό προσπάθησα να κάνω στην ταινία.» – Ζακλίν Λέντζου, σκηνοθέτης (Από το προφίλ της Λέντζου στο Magazine)