Το πολιτειακό ζήτημα στην Ελλάδα από τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας στην “Αναγέννηση της 15ης Αυγούστου 1909”
Η «Επανάστασις» ή το Κίνημα στο Γουδί το 1909 σημασιοδοτεί για τους περισσότερους μελετητές – σύγχρονους με την εποχή και μεταγενέστερους- το νόμιμο και ενδεδειγμένο σημείο εκκίνησης του ελληνικού εικοστού αιώνα.
- 30 Μαΐου 2021 11:49
Το 1909 δεν αναγνωρίστηκε μόνο ως ένα συμβολικό και πραγματικό ορόσημο της ελληνικής πολιτικής ιστορίας, αλλά και, στην προοπτική ενός γραμμικού, εξελικτικού ερμηνευτικού σχήματος, ως συνέχεια ή «επιστροφή» σε προηγούμενες καθοριστικές τομές και ρήξεις.
Η αφετηρία της αναγνωρίσιμης αυτής ιστορικής διαδρομής τεκμηριωνόταν με ασφάλεια στο ιδρυτικό θεμελιώδες συμβάν της Επανάστασης του 1821, της Παλιγγενεσίας του Έθνους. Από την παραγωγική αυτή μήτρα κυοφορήθηκαν οι εξεγέρσεις/επαναστάσεις του 1843, του 1862 και του 1909 οι οποίες νομιμοποιηθήκαν στο πλαίσιο εκπλήρωσης της εθνικής αποστολής. Εμβληματικές συγκρούσεις που εμπνέονταν από την ανολοκλήρωτη (όπως θεωρήθηκε) Επανάσταση του 1821 και συμπλήρωναν σε πολιτικό, κοινωνικό και συνειδησιακό επίπεδο τη (φαντασιακή) και πραγματική θέσμιση της ελληνικής πολιτείας.
Στο πλαίσιο αυτής της πολιτειακής θέσμισης χρησιμοποιήθηκαν ως δομικά , συγκροτητικά υλικά, με διαφορετικούς όρους και ένταση, το παρελθόν, εθιμικές πρακτικές, μεμονωμένες φυσιογνωμίες και συλλογικότητες, αλλά και (ιδίως) οι «επινοημένες παραδόσεις», αντιπροσωπευτική/δημοκρατική και μοναρχική/αυτοκρατορική, όπως αυτές συναρθρώθηκαν με τη σμίλευση της εθνικής μνήμης του Αγώνα και εμπλουτίστηκαν, από τα μέσα του 19ου αιώνα και μετά, με τη διαμόρφωση και δραστικότητα του μεγάλου εθνικού αφηγήματος.
Η ανοιχτή αυτή ιστορική διαδικασία, άρρηκτα δεμένη και εξαρτώμενη από την πορεία του ελληνικού κοινοβουλευτισμού, την εμπειρία της αντιπροσώπευσης και ευρύτερα του εκδημοκρατισμού της ελληνικής κοινωνίας, προσδιόρισε το δυναμικό περιεχόμενο του ελληνικού «πολιτειακού ζητήματος». Αλλά την ίδια στιγμή και τον τρόπο που το ζήτημα αυτό συνομιλούσε, διασταυρωνόταν και αλληλοτροφοδοτούνταν από την ευρωπαϊκή/ διεθνή πολυσχιδή εμπειρία κατά τον μακρύ 19ο αιώνα. Διαμόρφωσε παράλληλα, στη μεγάλη διάρκεια καθώς και σε επίμαχες συγκυρίες, ένα ευρύ φάσμα στάσεων, συμπεριφορών και πρόσκαιρων ή διαχρονικότερων ταυτοτήτων – παραδείγματος χάριν, φιλομοναρχικοί, αντιδυναστικοί, συνταγματικοί, δημοκρατικοί- από τις οποίες άλλες κωδικοποιήθηκαν και εντάχθηκαν σε κομματικές σημαίες, άλλες παρέμειναν «ανένταχτες», άλλες διαμόρφωσαν ισχυρές δικτυώσεις, εξίσου επιδραστικές για τον καταμερισμό και την άσκηση της εξουσίας. Επιπρόσθετα, το πολιτειακό ζήτημα στον ελληνικό 19ο αιώνα επηρεαζόταν καθοριστικά από το ηγεμονικό εθνικό ζήτημα και, στο χρονικό διάστημα 1870-1910, διασταυρώθηκε και ζυμώθηκε με το ανερχόμενο κοινωνικό ζήτημα.
Το πολιτειακό ζήτημα εμφανίζεται με δύο κυρίως μορφές στον ελληνικό πολιτικό Λόγο, διαστάσεις που συναντούμε αναλογικά, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, και στην ευρωπαϊκή σκηνή.
Η πρώτη εντοπίζεται στο χρονικό διάστημα 1821-1862, συμπεριλαμβάνοντας την επαναστατική αντιπροσωπευτική/συνταγματική εμπειρία, την καποδιστριακή περίοδο, καθώς και το σύνολο της οθωνικής εποχής. Αφορά κυρίως στη θεσμική μορφή του πολιτεύματος, καθώς και στις έριδες γύρω από την ενδεδειγμένη κατανομή εξουσίας μεταξύ των δύο ισχυρότερων πόλων: του στέμματος και των ξενικών κομμάτων καταρχάς, της μοναρχίας και Κοινοβουλίου (το δεύτερο σώμα ήταν η Γερουσία) από το 1843 και μετά. Σε αυτή την πρώτη περίοδο συγκρούονται ιδίως, με έμβλημα τη διεκδίκηση Συντάγματος, η αντιπροσωπευτική (εθιμική) παράδοση, η οποία αντλεί από τα επαναστατικά χρόνια, ωριμάζει και μπολιάζεται από τις νεότερες εξεργεσιακές πρακτικές και την επινοημένη παράδοση δημοκρατικής κουλτούρας που αυτές οι αναμετρήσεις καλλιεργούν παραγωγικά, με την μοναρχική εξουσία και το συμβολικό της κύρος- απολυταρχικής υφής αρχικά, περιορισμένης από το κοινωνικό συμβόλαιο στα χρόνια 1844-1862.
Στα χρόνια αυτά ο δυναστικός θεσμός δεν έχει τη δυνατότητα, όπως συμβαίνει στο μεγαλύτερο κομμάτι της Ευρώπης, να βασιστεί σε εγχώρια, στέρεα ερείσματα. Οφείλει να τα επινοήσει και να τα καλλιεργήσει. Καταρχάς, μέσα από τη συγκρότηση θεσμών του νεότευκτου κράτους δημιουργεί και αξιοποιεί ισχυρούς κύκλους, συνδεδεμένους και εξαρτώμενους από τα συμφέροντα της οθωνικής εξουσίας. Εμπνευσμένος από τα μοναρχικά, ευρωπαϊκά, ιδεώδη αλλά και τις πρακτικές της Παλινόρθωσης, θα στραφεί στο μαζικότερο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας, τους πληθυσμούς της υπαίθρου, και θα υποσχεθεί (εν μέρει και θα δρομολογήσει) μια σειρά από επίμαχες, ζωτικές βελτιώσεις. Μεταρρυθμίσεις που όμως δεν μπορούν να προσφέρουν ερείσματα παρά μόνο σε ένα μεσοπρόθεσμο επίπεδο. Για αυτόν τον λόγο, ο Όθωνας θα ενδυναμώσει το προφίλ του αντλώντας στοιχεία από το οικείο ένδοξο κλασσικό παρελθόν, την επαναστατική μνήμη του 1821, τις επαναλαμβανόμενες συμβολικές τελετουργίες και πρακτικές που εγκαινιάζει από την αρχή της βασιλείας του, τη σταδιακή οικειοποίηση του ελληνικού μεγαλοϊδεατισμού. Ερείσματα όμως ανεπαρκή για να τον διατηρήσουν στον ελληνικό θρόνο, καθοριστικά εν τούτοις για τη θεμελίωση της βασιλείας στην Ελλάδα. Πάνω σε αυτά θα στηριχθεί για να οικοδομήσει πιο στέρεα και αποτελεσματικά τη νομιμοποίηση και μακροημέρευση της δυναστείας του ο Γεώργιος Α΄.
Η δεύτερη μορφή του πολιτειακού ζητήματος – που θα εξετάσουμε στη σύντομη αυτή παρέμβαση- απλώνεται στη χρονική περίοδο 1862-1910. Σε αυτήν την πυκνή διάρκεια εγγράφονται τόσο η προοδευτική θεσμική ολοκλήρωση της πολιτειακής τάξης (Επανάσταση του 1862, εκθρόνιση του Όθωνα, επιλογή του Γεωργίου Α΄ ως νέου βασιλιά, Σύνταγμα του 1864, αρχής της δεδηλωμένης και εδραίωση του δικομματισμού) όσο και η δυναμική αντιπαράθεση γύρω από τη λειτουργία και δραστικότητα των αντιπροσωπευτικών θεσμών· με άλλα λόγια, η κριτική ρητορεία που πραγματεύεται και ελέγχει τον χαρακτήρα του ελληνικού κοινοβουλευτισμού, όπως αυτός προκύπτει από την εφαρμοσμένη εμπειρία, και που συμπεριλαμβάνει μια σειρά από διορθωτικές-βελτιωτικές προτάσεις
Κοινός παρονομαστής του ελληνικού κριτικού Λόγου , που αρθρώνεται με άξονα το πολιτειακό ζήτημα, είναι η σύγκριση με έναν ιδεότυπο: συμψηφιστικά το ευρωπαϊκό κοινοβουλευτικό σύστημα, ειδικότερα το βρετανικό. Στις περισσότερες σύγχρονες αλλά πολύ μεταγενέστερες από την εποχή αναλύσεις το ευρωπαϊκό μοντέλο εκλαμβάνεται ως ενιαίο, εύρυθμο και λειτουργικό, ανεξάρτητα από τις διαφορετικές ευρωπαϊκές εμπειρίες στις οποίες αυτό απαντά. Επομένως, με κριτήριο σύγκρισης το πρότυπο, ο ελληνικός κοινοβουλευτισμός, ως προϊόν εισαγωγής και ιδιοποίησης – όπως συνήθως υπογραμμίζεται – στοιχειοθετεί στην καλύτερη περίπτωση την απόκλιση, στη χειρότερη εκδοχή το κακέκτυπο. Επιστρέφει έτσι στον δημόσιο λόγο , κατά το τελευταίο τέταρτο του ελληνικού 19ου αιώνα, το αρχικό ερώτημα, ελαφρώς παραλλαγμένο: δηλαδή, ποια οφείλει να είναι, όχι μόνον με βάση τη θεωρία αλλά και με γνώμονα την εμπειρία, η ενδεδειγμένη μορφή διακυβέρνησης για την ελληνική περίπτωση; Ας σταθούμε, λοιπόν, λίγο παραπάνω στη δυναμική αυτών των δύο παράλληλων διαδικασιών, που τροφοδοτούν τον λόγο περί πολιτειακού ζητήματος: της θεσμικής ωρίμανσης του ελληνικού κοινοβουλευτισμού αλλά και της δυναμικής που ορίζει η πραγματική λειτουργία του. Διαδικασίες, που όπως γνωρίζουμε από τη σύγχρονη βιβλιογραφία, τέμνουν τις περισσότερες ευρωπαϊκές εμπειρίες, το αντίστοιχο διάστημα, αναδεικνύοντας ομόλογες αντιφάσεις, «παθογένειες», ελλείμματα ή «στρεβλώσεις» του κοινοβουλευτικού συστήματος, της δημοκρατίας στην πράξη.
Το συνταγματικό πλαίσιο δεν αποτελεί παρά μόνο την τυπική μήτρα της πολιτικής διαδικασίας. Η πολιτειακή λειτουργία περνά ουσιαστικά μέσα από την παγίωση μιας συγκεκριμένης πολιτικής πρακτικής, που έμμεσα μόνο συναρτάται από το τυπικό συνταγματικό πλαίσιο. Επομένως, η λειτουργία του ελληνικού κοινοβουλευτισμού, και πιο συγκεκριμένα η προσδοκώμενη, με βάση το ευρωπαϊκό πρότυπο, απόδοση του δικομματισμού ως συντελεστή εύρυθμης και λειτουργικής πολιτικής ζωής, εξαρτιόταν, σε σημαντικό βαθμό, από τις εξής προϋποθέσεις: από τον αριθμό των κομμάτων, τον βαθμό συνοχής τους, καθώς και από το πόσο υπάκουες θα αποδεικνύονταν οι ηγεσίες τους στις νέες συντεταγμένες του πολιτικού βίου· επιπλέον, από τον βαθμό ανυπακοής ή απειθαρχίας του ελληνικού θρόνου· ο οποίος εξαρχής εκλάμβανε το παρόν συμβόλαιο ως περιοριστικό του εξουσιαστικού κύρους και του γοήτρου του μοναρχικού θεσμού. Τέλος, από τον τρόπο που η πλειοψηφία του κοινωνικού σώματος θα υποστήριζε την καθαρότητα και τη σταθερότητα, που απαιτούσε το νέο σύστημα για να λειτουργήσει, μέσα από τη διαδικασία της πολιτικής συμμετοχής.
Οι προϋποθέσεις στις οποίες μόλις αναφερθήκαμε δεν συνέτρεξαν στην εποχή που συζητάμε· τουλάχιστον όχι ως αρχικές συνθήκες. Αντιθέτως, σε διαφορετικό βαθμό και για διαφορετικούς εν τέλει λόγους, το σύνολο των παραγόντων που ρύθμιζαν τον κοινοβουλευτικό βίο τήρησαν αμφίρροπη, επιφυλακτική ή και αρνητική στάση απέναντι στους νέους κανόνες του πολιτικού παιγνίου. Ο κύριος υπονομευτής των θεμελιωδών αρχών της πολιτειακής νομιμότητας ήταν ο βασιλιάς. Το γεγονός ότι η δυσπιστία, η ανυπακοή ή η οριακή εφαρμογή συνιστούν πάγια χαρακτηριστικά της εξουσιαστικής πρακτικής του πιο σεβαστού θεωρητικά θεσμού και προσώπου της εξουσιαστικής πυραμίδας συντελεί στη απαξίωση των κανόνων ως δεσμευτικών όρων ενός συμβολαίου μεταξύ πολιτών/υπηκόων και κράτους. Συμβάλλει, δηλαδή, στην υπό όρους νομιμοφροσύνη απέναντι στους κεντρικούς μηχανισμούς, με επίκεντρο το ίδιο το κράτος. Τέλος, η ίδια αυτή πρακτική συνηγορεί, μεταξύ άλλων παραγόντων, στη δυνατότητα διάτρησης της συναινετικής βάσης που προσφέρει καταρχήν η αντιπροσωπευτική διακυβέρνηση, και πιο συγκεκριμένα η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Το πολιτικά «εμείς» μόνο θεωρητικά/τυπικά, ή υπό συγκεκριμένους όρους πραγματώνεται μέσα από τη λειτουργία του ελληνικού κοινοβουλευτικού πολιτεύματος.
Ο Γεώργιος Α΄ θεμελιώνει επαρκέστερα τα ερείσματα της βασιλείας στην Ελλάδα, σε σύγκριση με τον προκάτοχό του. Χρησιμοποιεί , μόνο όπου του είναι αναγκαίο την επινοημένη παράδοση της οθωνικής βασιλείας, τη συνταιριάζει με νεωτερικά στοιχεία, συστηματικές συμβολικές πρακτικές και στρατηγική σύλληψη. Την μεταρρυθμίζει, την προσαρμόζει στις νέες ανάγκες και στα δεδομένα του εξελισσόμενου εκδημοκρατισμού της ελληνικής κοινωνίας, την εξορθολογεί ως έναν βαθμό, αξιοποιώντας όμως παράλληλα τη μυθολογική διάσταση που πρόσφερε το όνομα του Διαδόχου Κωνσταντίνου, στο χτίσιμο μιας ελληνικής μοναρχικής συνέχειας: όπως αυτή είχε αποκατασταθεί επιστημονικά με τον κρίκο του Βυζαντίου και την «ανακάλυψη»» της αυτοκρατορικής/χριστιανικής παράδοσης.
Στην άλλη πλευρά, οι εκλογικές αναμετρήσεις εθνικής εμβέλειας, η εγρήγορση που απαιτεί ο αποτελεσματικός χειρισμός των βασιλικών αυταρχικών αυθαιρεσιών και πειραματισμών, η ωρίμανση των κοινοβουλευτικών πρακτικών, η χρήση μιας αναδυόμενης, ιδιότυπης κοινωνίας πολιτών, η προοπτική που άνοιγε για το ελληνικό εθνικό ζήτημα μια γενικευμένη πολεμική αναμέτρηση, διαμορφώνουν και νομιμοποιούν μια δημοκρατική, χειραφετική κουλτούρα. Μια κουλτούρα που ακουμπάει στη μνήμη του 1821, στη μνήμη των μεταγενέστερων συγκρούσεων, στην επινοημένη παράδοση της ανολοκλήρωτης Επανάστασης.
Στην απόληξη αυτής της χρονικής περιόδου, και με δεδομένο το πείραμα της εκτροπής που εγκαινιάζει το στρατιωτικό πραξικόπημα στο Γουδί το 1909, το πολιτειακό ζήτημα ανασημασιοδοτείται ως προς τον προτεινόμενο βαθμό αναθεώρησης του πολιτειακού πλαισίου και μετασχηματίζεται σε «καθεστωτικό».
- H Νίκη Μαρωνίτη είναι Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Νεότερης Ιστορίας στο Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών.