Ο ΜΥΘΟΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΠΟΥ “ΕΝΩ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΔΟΥΛΕΙΕΣ, ΕΚΕΙΝΟΙ ΔΕΝ ΤΙΣ ΘΕΛΟΥΝ”
Μια πονηρή ερμηνεία της "Μεγάλης Παραίτησης" ώστε να συνεχίσει το σύστημα που κράσαρε με την Covid-19 να λειτουργεί σαν να μη συνέβη τίποτα.
Δεν το έχω σβήσει ακόμα αυτό το μέιλ.
Ήταν λίγο πριν μας χτυπήσει την πόρτα η πανδημία (τότε που ακόμα η λέξη «παγκολίνος» προκαλούσε γελάκια). Μια πολύ γνωστή εταιρεία στον τομέα των υπηρεσιών διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού μας πληροφορούσε για τα αποτελέσματα της διεθνούς ετήσιας «Έρευνας Έλλειψης Ταλέντου» για το 2019. Βασικό της συμπέρασμα ήταν ότι «3 στους 4 εργοδότες στην Ελλάδα αντιμετωπίζουν δυσκολία στην κάλυψη θέσεων εργασίας», ποσοστό-ρεκόρ 11ετίας (τότε) που έφερνε την Ελλάδα στην 3η θέση της παγκόσμιας κατάταξης. Θα μπορούσε να αποτελέσει τροφή για σκέψη και για κουβέντα, αντιπαραβάλλοντας αντίστοιχες έρευνες π.χ. για την αξιολόγηση των ελλήνων εργοδοτών από τους έλληνες εργαζόμενους, για το που στέκεται η ελληνική κυβέρνηση στον άξονα εργοδοτική vs εργατική προστασία (hint: όχι στο κέντρο), για την απώλεια κεκτημένων δεκαετιών στην αγορά εργασίας μετά το σαρωτικό πέρασμα των μνημονίων. (Μακάρι να την κάνουμε αυτήν την κουβέντα τόσο «καραμέλα», όσο -δίκαια- έχουμε κάνει την αντίστοιχη για «το κράτος που πολεμά με κάθε τρόπο την υγιή επιχειρηματικότητα»). Αλλά, είναι τόσο άτσαλη, τόσο επιθετική κι απόλυτα προσβλητική η διατύπωση που δε φτάνουμε καν εκεί. «Έρευνα έλλειψης ταλέντου» – άλλος ένας υπέροχος νεοφιλελεύθερος νεολογισμός για να μην ξεφύγει ποτέ από τον ισχυρό ο έλεγχος της αφήγησης.
Μόλις χθες διαβάσαμε στην Καθημερινή ένα πολύ ενδιαφέρον ρεπορτάζ με τίτλο: «Θέλει να εργαστεί, αλλά δεν αναζητά δουλειά το 22,5% των Ελλήνων». Συμφωνα με τον σχετικό δείκτη της Eurostat, σχεδόν 1 στους 4 Έλληνες «επιθυμεί με κάποιον τρόπο να εργαστεί, όμως είτε είναι άνεργος, είτε υποαπασχολούμενος, είτε δεν είναι άμεσα διαθέσιμος προς εργασία». Η Ελλάδα είναι τρίτη στην Ευρωζώνη (μόνο Ισπανία 24.1% και Ιταλία 22.8% έχουν υψηλότερο ποσοστό), παρότι ο δείκτης ανεργίας έχει πτωτική τάση. Το ρεπορτάζ συμπεραίνει: «Τα μέτρα προστασίας των εργαζομένων που έλαβε η κυβέρνηση κατά τη διάρκεια των σκληρών lockdowns αλλά και η αλλαγή νοοτροπίας εξηγούν εν μέρει το φαινόμενο».
Ας ξεκινήσουμε από το δεύτερο.
Η πανδημία υπήρξε καταλύτης. Οι άνθρωποι σε όλον τον πλανήτη επαναπροσδιόρισαν σχεδόν τα πάντα που αφορούν τη ζωή τους, ανακάτεψαν την ιεράρχηση των αξιών τους και ίσως ακόμα δεν έχουμε δει τίποτα από τις αλλαγές που έρχονται. Οι millennials (ας πούμε, όσοι είναι 30-40 ετών) ψήθηκαν σε μια αγορά εργασίας με μόνιμη αστάθεια λόγω των διαδοχικών κρίσεων. Εγκατέλειψαν, συνεπώς, γρήγορα το κυνήγι των dream jobs και συνειδητοποίησαν πικρά ότι σε έναν κόσμο που δεν ξέρεις αν σου ξημερώνει οικονομικό κραχ, κορωνοϊός ή πόλεμος, είναι κάπως μάταιο να μιλάς για «καριέρα». Αλλά ακόμα κι εκείνοι κι εκείνες που ακολούθησαν ως καλοί και υπάκουοι καπιταλιστές το ανταγωνιστικό μονοπάτι, έχουν αντιληφθεί ότι είναι υποχρεωμένοι να δουλεύουν (πάρα) πολύ περισσότερο σε σχέση π.χ. με τις αρχές του 21ου αιώνα για να απολαμβάνουν τις αντίστοιχες απολαβές. Κι αυτό γίνεται, όπως κατέδειξε οδυνηρά η πανδημία, με ανυπολόγιστες συνέπειες στην ψυχική υγεία, την προσωπική ζωή, την ισορροπία ανάμεσα στο σπίτι και το γραφείο (καθόλου τυχαίο ότι η it σειρά της εποχής είναι το Severance/Διαχωρισμός στην Apple TV).
Το burnοut, άλλωστε, είναι η καθόλου «σιωπηλη επιδημία» του μεταπανδημικού κόσμου.
Aπό τη μία, λοιπόν, «η Gen Z (ας πούμε, όσοι γύρω στα 25 μπαίνουν τώρα στην αγορά εργασίας) δεν θέλει να δουλέψει για ψίχουλα» κι από την άλλη διαβάζουμε παντού για τη Μεγάλη Παραίτηση (η πρωτοφανής αύξηση του αριθμού των εργαζομένων που παραιτήθηκαν από τη δουλειά τους κατά τη διάρκεια της πανδημίας). Δύο διαδοχικές γενιές, δηλαδή, βρίσκονται στην γραμμή της αφετηρίας. Η μία για να κάνει restart και η άλλη χωρίς να θέλει καν να πατήσει το κουμπί της εκκίνησης.
Το φαινόμενο είναι παγκόσμιο. Δεν είναι μόνο στα ελληνικά νησιά που δεν βρίσκουν σερβιτόρους για να βγει το «ελληνικό καλοκαίρι», το ίδιο συμβαίνει και στην Ισπανία. Είναι εύκολο να το αποδώσει κανείς στην επιδοματική πολιτική της τελευταίας διετίας σε όλη την Ευρώπη, είναι εύκολο να ξαναδούμε τον δείκτη της Eurostat, να προσθέσουμε τους Ιταλούς και να αρχίσουμε πάλι τις δοξασίες για τους «τεμπέληδες του Νότου», αλλά όλα αυτά είναι και λίγο πονηρά. Ή εκ του πονηρού. Για να συνεχίσει το σύστημα που κράσαρε με την Covid-19 να λειτουργεί σαν να μη συνέβη τίποτα.
Ειδικά στη χώρα μας δε, ενισχύουν έναν κοινωνικό αυτοματισμό που όλο και μεγαλώνει εδώ και 15 χρόνια, αποτελώντας τη βάση για κάθε αντιλαϊκή πολιτική που βαφτίζεται «μεταρρύθμιση». Το «υπάρχουν δουλειές, αλλά οι νέοι δεν τις θέλουν» πάει μαζί με τα «η κρίση, κρίση αλλά γεμάτα τα καφέ/ τα μπουζούκια/ τα λούνα παρκ», «όλο κρίση λένε αλλά όλοι iPhone έχουν». Μπαρμπάδικα συμπεράσματα καφενείου από βολεμένες μονάδες και βολεμένες γενιές που «τα κατάφεραν» σε εποχές που δεν είχε το σουβλάκι 3.5 ευρώ, ούτε η βενζίνη 2.5. Ή που δεν «τα κατάφεραν» και πρέπει να κατηγορήσουν γι’ αυτό τον διπλανό τους. Ειδικά αν είναι νεότερος.
Στην Ελλάδα των τελευταίων χρόνων οι νέοι έχουν στοχοποιηθεί επειδή «αράζουν στις πλατείες», επειδή «πηδιούνται στις πυλωτές», επειδή «πηδιούνται γενικά και μεταδίδουν τον ιό». Κι όταν εργαλειοποιούνται για να περάσουν αυταρχικά μέτρα όπως η πανεπιστημιακή αστυνομία, τρώνε κρότου-λάμψης σε ευθεία βολή από τα δύο μέτρα.
Δεν είναι και τόσο παράλογο λοιπόν ότι αρνούνται να δουλέψουν 14ωρα στη γαλέρα των νησιών, στοιβαγμένοι σε κοντέινερ, χωρίς καν να τους καλύπτουν τα τροφεία. Ή ότι λένε όχι σε κακοπληρωμένες δουλειές που δεν ανταποκρίνονται κατ’ ελάχιστο στο βιογραφικό τους, τουλάχιστον όσο κρατάει το «λίπος» που έχουν συγκεντρώσει από διάφορες μεριές για να κάψουν…«κι από Σεπτέμβρη βλέπουμε». Το να δημιουργούμε στην πλάτη τους τον νεοσυντηρητικό «μύθο των κακομαθημένων Ελλήνων δε θέλουν να δουλέψουν» είναι αυτό που λένε οι Βρετανοί add insult to injury. Αυτό κι αν είναι ευκολομετάφραστο…