Γ. Κωνσταντινίδης: Η εκλογική ζήτηση για τον εθνικιστικό λόγο και τη συνωμοσιολογία μοιάζει αυξημένη
Ο Γιάννης Κωνσταντινίδης, αναπληρωτής Καθηγητής εκλογικής συμπεριφοράς στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και Επιστημονικός Διευθυντής της εταιρείας ερευνών κοινής γνώμης Prorata, μιλά στο Νews 24/7 για τις σχέσεις Κράτους - Εκκλησίας και την συμπεριφορά του εκλογικού σώματος, εκτιμώντας πως τα κόμματα του ενδιάμεσου χώρου δεν θα αφανιστούν στις επόμενες εκλογές.
- 18 Νοεμβρίου 2018 10:45
Για το διακύβευμα των επόμενων εκλογών, τα διλήμματα και την ατζέντα της πολιτικής αντιπαράθεσης μιλά στο News 24/7 ο Γιάννης Κωνσταντινίδης, Αναπληρωτής Καθηγητής εκλογικής συμπεριφοράς στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και Επιστημονικός Διευθυντής της εταιρείας ερευνών κοινής γνώμης Prorata.
Διαβάστε ολόκληρη τη συνέντευξη του καθηγητή στο News 24/7:
Η συζήτηση για τη συνταγματική αναθεώρηση ή για τις σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας μπορεί να επηρεάσει την εκλογική συμπεριφορά;
Η θεσμική ατζέντα δεν είναι εύκολο αντικείμενο για τον μέσο ψηφοφόρο. Συνεπώς, δεν πρέπει να περιμένει κανείς ότι η επίδραση της συζήτησης για τη συνταγματική αναθεώρηση θα είναι σημαντική. Πολύ περισσότερο που στα θέματα που έχουν ξεχωρίσει, όπως η θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους ή η απεμπλοκή της εκλογής Προέδρου από τις βουλευτικές εκλογές, η κοινή γνώμη τοποθετείται θετικά και μάλιστα ανεξαρτήτως κομματικής προτίμησης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ήδη πληρώσει το πολιτικό κόστος για τη συμφωνία των Πρεσπών ή θα υπάρξει και νέο κύμα όταν θα έρθει για κύρωση στη Βουλή;
Στο ζήτημα της ονομασίας της πΓΔΜ, ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται αναμφισβήτητα απέναντι σε μια μεγάλη πλειοψηφία. Το ποσοστό των πολιτών που απορρίπτουν τη Συμφωνία των Πρεσπών βρίσκεται πάνω από το 75% σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της επικράτειας. Ωστόσο, δε θα έλεγα ότι η απήχηση του κόμματος έχει περιοριστεί εξαιτίας της Συμφωνίας –ήταν και παραμένει φθίνουσα– και υπό αυτήν την έννοια δεν μπορεί να αντιστοιχηθεί κάποιο πολιτικό κόστος για τον ΣΥΡΙΖΑ στη Συμφωνία. Η διαδικασία της κύρωσης της Συμφωνίας στη Βουλή ενδέχεται να επιφέρει και πρόωρες εκλογές, στις οποίες, μοιραία λόγω της εξέλιξης, η Συμφωνία θα γίνει το επίδικο και τότε όντως το κόστος μπορεί να είναι εμφανέστερο.
Ποιο θα είναι το βασικό διακύβευμα των επόμενων εκλογών;
Αυτό που θα καταφέρει να επιβάλει ο νικητής της καμπάνιας. Η μάχη της προεκλογικής ατζέντας είναι από τους σημαντικότερους παράγοντες διαμόρφωσης των τελικών προτιμήσεων των ψηφοφόρων, ειδικά όταν αυτές είναι ευμετάβλητες και ασθενικές. Και τα δύο μεγάλα κόμματα πάντως επιλέγουν διλήμματα που αφορούν χαρακτήρες και μέσα από αυτά επιχειρούν να καταστήσουν κεντρικό διακύβευμα τον τρόπο άσκησης της διακυβέρνησης: ο ΣΥΡΙΖΑ τον ακροδεξιό βουλευτή της ΝΔ ή τον διεφθαρμένο πρώην υπουργό του ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ τον ανέντιμο Πρωθυπουργό ή τον αναποτελεσματικό και χωρίς προσόντα διοίκησης υπουργό.
Δηλαδή πιστεύετε ότι το βασικό δίλημμα είναι «Τσίπρας ή Μητσοτάκης»;
Δεν θα το έθετα ακριβώς έτσι, κυρίως γιατί και οι δύο πλευρές αντιλαμβάνονται ότι οι αρχηγοί των αντίπαλων κομμάτων έχουν δυνατές συμπάθειες σε σημαντικό τμήμα του εκλογικού ακροατηρίου και συνεπώς αποφεύγουν να θίγουν ευθέως ο ένας τον άλλον. Αρκούνται συνήθως να επιρρίπτουν την ευθύνη κακής επιλογής συνεργατών τους χωρίς να θίγουν τους επικεφαλής. Η αλήθεια είναι ότι οι δύο αρχηγοί εμφανίζονται περίπου ίσοι στις μετρήσεις των κεντρικών ιδιοτήτων τους: στους δείκτες εντιμότητας, προσήνειας, αποτελεσματικότητας σκοράρουν το ίδιο, κάτι που στερεί από τον καθένα τη δυνατότητα να χτυπήσει τον άλλον επί κάποιου χαρακτηριστικού του.
Η ευρωπαϊκή τάση ανόδου της ακροδεξιάς έχει αναλογίες με την κατάσταση στη χώρα μας;
Οι ιστορίες της ευρωπαϊκής και της ελληνικής ακροδεξιάς είναι αρκετά διαφορετικές. Κύρια συστατικά της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς είναι ο αντί-μεταναστευτικός και ο αντί-ευρωπαϊκός λόγος. Αυτό την κάνει ευκολότερα αποδεκτή από το εκλογικό κοινό, αλλά και από τα άλλα κόμματα, κυρίως τα συντηρητικά κόμματα που σε πολλές περιπτώσεις έχουν σχηματίσει μαζί τους κυβερνητικούς συνασπισμούς. Από την άλλη, η ελληνική ακροδεξιά είναι υπέρ-εθνικιστική ως προς τον λόγο της και συνάμα περιθωριακή ως προς τα πρόσωπα και τις τακτικές της. Αυτό την κάνει ένα πιο ειδικό εκλογικό προϊόν, η τοξικότητα του οποίου το κάνει ανεκτό από ένα περιορισμένο κοινό και απολύτως απορριπτέο από τα υπόλοιπα κόμματα.
Συμβαίνουν πράγματα δεξιά της ΝΔ και αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή η κινητικότητα μπορεί να αποτυπωθεί στη σύνθεση της επόμενης βουλής;
Οι μετατοπίσεις των κομμάτων εξουσίας προς το κέντρο αφήνουν πάντα κενό χώρο στην πλάτη τους, δηλαδή στο αριστερό και στο δεξιό άκρο. Τέτοια κενά φιλοδοξούν πάντα να καλύψουν πολλοί και διαφορετικοί παίκτες, κάτι που συχνά οδηγεί το όλο εγχείρημα σε αποτυχία λόγω του κατακερματισμού των δυνάμεων των ακραίων κομμάτων. Στην περίπτωση του αριστερού άκρου σήμερα, η αποτυχία μοιάζει βέβαιη, κυρίως λόγω και της ανάδειξης του αντί-δεξιού επιχειρήματος από τον ΣΥΡΙΖΑ. Στην περίπτωση του δεξιού άκρου και παρόλη την προσπάθεια της ΝΔ να συμπεριλάβει στους κόλπους και στη ρητορική της ακροδεξιά στοιχεία, μοιάζει πολύ πιθανό ότι ένα τουλάχιστον κόμμα θα πετύχει την κοινοβουλευτική εκπροσώπησή του. Η εκλογική ζήτηση για τον εθνικιστικό λόγο και τη συνωμοσιολογία μοιάζει αυξημένη.
Υπάρχει δυνατότητα ανάκαμψης για τον ενδιάμεσο χώρο σε συνθήκες πόλωσης όπως οι σημερινές;
Η πόλωση δεν επηρεάζει μονοσήμαντα την τύχη του ενδιάμεσου χώρου. Ένα τμήμα του εκλογικού σώματος απωθείται από την πόλωση, την οποία χρεώνει στα εκάστοτε δύο μεγάλα κόμματα και στρέφεται αποδεδειγμένα προς μετριοπαθείς δυνάμεις του κέντρου. Είναι μια κλασική συνθήκη στο βρετανικό κομματικό σύστημα, για παράδειγμα. Επίσης, η πόλωση δεν είναι ο μόνος παράγοντας επηρεασμού της τύχης του ενδιάμεσου χώρου. Οι ηγέτες και τα πρόσωπα των κομμάτων του ενδιάμεσου χώρου έχουν δυσανάλογα μεγάλη αξία για την εκλογική απήχηση που θα καταγράψουν τα κόμματα αυτά. Δημοφιλή πρόσωπα του χώρου αυτού προσελκύουν συχνά ψηφοφόρους στα κόμματά τους. Στη σημερινή συγκυρία στην Ελλάδα, εκτιμώ ότι –για τον πρώτο κυρίως λόγο– τα κόμματα του ενδιάμεσου χώρου δε θα αφανιστούν στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση.
Υπονοήσατε προηγουμένως δύο φορές ότι οι ηγεσίες δεν είναι σημαντικές στη σημερινή πολιτική συγκυρία της χώρας μας. Ζούμε σε μια εποχή ελλειμματικών ηγεσιών ή δεν είναι θέμα προσωπικοτήτων η κρίση του πολιτικού συστήματος;
Το επιχείρημα των ελλειμματικών ηγεσιών δε με πείθει. Πιστεύω ότι υπερβάλλουμε στον χαρακτηρισμό παλαιότερων πολιτικών ηγετών ως αναντικατάστατων λόγω της εξιδανίκευσης που φέρνει η χρονική απόσταση από τα γεγονότα. Η κρίση οποιουδήποτε πολιτικού συστήματος είναι κρίση λειτουργίας των θεσμών. Είναι το αμερικανικό πολιτικό σύστημα σε κρίση επειδή εξελέγη Πρόεδρος της χώρας μια εμφανώς προβληματική προσωπικότητα; Όχι, γιατί η θεσμική διαρρύθμιση είναι και στέρεη και λειτουργική.