PAM & TOMMY: ΕΙΔΑΜΕ ΤΗ ΣΕΙΡΑ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΒΟΗΤΗ SEX TAPE
Η πολυαναμενόμενη μίνι σειρά για τη σχέση Πάμελα Άντερσον και Τόμι Λι κάνει πρεμιέρα στις ΗΠΑ την Τετάρτη 2 Φεβρουαρίου.
Το σκέφτομαι κάθε φορά που συζητάμε εκ νέου την ιστορία κάποιας διάσημης γυναίκας pop culture φιγούρας περασμένων (αλλά όχι μακρινών) δεκαετιών. Πόσο πολύ έχει αλλάξει η αντίληψή μας και η οπτική απέναντι στις ζωές και τις προσωπικότητες αυτών των γυναικών, που απλώς και μόνο η στεγνή αφήγηση της ιστορίας τους, μπορεί να μοιάζει με παραδοχή ενοχής.
Ήμουν εκεί στις αρχές των ‘00s και θυμάμαι. Πώς μιλούσαν όλοι για την Μπρίτνεϊ Σπίαρς, πώς είχε γίνει σάκος του μποξ και εύκολο αστείο από τα ίδια μέσα και τους ίδιους ανθρώπους που τώρα πανηγυρίζουν για την ελευθερία της. Πριν 15 χρόνια, η ιστορία της Μπρίτνεϊ ήταν μια γεμάτη δηλητήριο, χοντροκομμένη κωμωδία που τα media και το κοινό αντάλλαζαν μεταξύ τους και το «αφήστε την Μπρίτνεϊ ήσυχη» ήταν το σημείο του σίτκομ που μπαίνουν τα υστερικά γέλια-κονσέρβα.
Σήμερα, η ιστορία της Μπρίτνεϊ (η ίδια ιστορία, εκείνη που ξεκινά από τα τέλη των ‘90s, τίποτα δεν έχει αλλάξει) είναι ένα δράμα με την ίδια ως ηρωίδα που καταφέρνει μετά κόπων και βασάνων να αρπάξει ξανά τον έλεγχο της ζωής της, και το «αφήστε την Μπρίτνεϊ ήσυχη» είναι κραυγή ενδυνάμωσης.
Ο τρόπος που συλλογικά ως κοινωνία, ως θεσμοί, ως media, ως θεατές, ως φανς, έχουμε στο παρελθόν αντιμετωπίσει διάσημες γυναίκες, μπορεί να έχει αυτό το εντυπωσιακό αποτέλεσμα: Να διηγηθείς μια τέτοια ιστορία σήμερα, ακόμα και με ελάχιστο χρωματισμό, δίχως σχόλιο, απλώς τα γεγονότα, και αυτό που τότε ήταν διαδεδομένη πλακίτσα, σήμερα μοιάζει ως η προφανής κανιβαλιστική τραγωδία που πάντα ήταν. Από την Μπρίτνεϊ Σπίαρς ως την Άννα Νικόλ Σμιθ κι από την Μόνικα Λεβίνσκι ως την Πάμελα Άντερσον, η ιστορία είναι πάντα ίδια.
Όχι πως σήμερα έχουμε φτάσει ένα σημείο αληθινής ευαισθησίας, όμως η μετακίνηση που έχει συντελεστεί εδώ, έχει αφήσει πίσω της ίχνη στο έδαφος. Όσο κι αν σπρώξεις κάτι μπροστά, πάντα μια γρήγορη ματιά θα αρκεί για να θυμίσει το πού βρισκόταν.
Είμαστε πίσω, στα ‘90s, μια περίοδο απόλυτης μαζικοποίησης του trash, κατά την οποία η συλλογική κουλτούρα δεν έμοιαζε να έχει ενοχές ή αμφιβολίες για τίποτα απολύτως. Στην καρδιά των αμερικάνικων ‘90s, η ιστορία της Πάμελα Άντερσον είναι μια τέτοια ιστορία: Εκμετάλλευσης, γελοιοποίησης, απανθρωποποίησης. Εξώφυλλο, πρωταγωνίστρια, φαντασίωση – η Πάμελα ήταν όλα αυτά αλλά και κάτι περισσότερο. Σύμβολο; Θύμα; Και τα δύο μαζί;
Εκείνη είναι η τέλεια γυναίκα, ο Τόμι Λι είναι το κακό παιδί, κι από τη στιγμή που γνωρίστηκαν οι πάντες ήδη προετοιμάζονταν για κακές εξελίξεις. Η μίνι σειρά Pam & Tommy του hulu -της οποίας τα πρώτα δύο επεισόδια έχει σκηνοθετήσει ο Κρεγκ Τζιλέσπι του I, Tonya– κάνει αρχικά καλή δουλειά στο να παραδίδεται στον ωμό, ζωώδη, σεξουαλικό μαγνητισμό ανάμεσα σε αυτούς τους δύο ανθρώπους. Που ακόμα και κόντρα στη φωνή της λογικής, διαπιστώνουν πως η έλξη ανάμεσά τους έχει στοιχεία του μυθικού.
Η σειρά επιλέγει εξαρχής να παρουσιάσει αυτούς τους χαρακτήρες και αυτή την ιστορία όχι μέσα από τη δική τους σκοπιά, αλλά ενός εξωτερικού παρατηρητή. Είναι τίμια προσέγγιση: Φιγούρες σαν αυτές ήταν πάντα καταδικασμένες να ζουν τη ζωή τους ως φαντασίωση κάποιου τρίτου – ή, περιέργως, ακόμα και δική τους.
Σχεδόν όλο το πρώτο επεισόδιο ανήκει στον Ραντ Γκοτιέ, τον ηλεκτρολόγο, πρώην πορνοστάρ που δουλεύοντας στην έπαυλη του Τόμι Λι, εξουθενωμένος από την καθημερινότητά του και από τη συμπεριφορά του σταρ μουσικού, σκαρώνει ένα σχέδιο εκδίκησης. Το οποίο φυσικά έχει ως αποτέλεσμα να διαρρεύσει η διαβόητη sex tape – τα υπόλοιπα είναι ιστορία, όπως λένε. Τον Γκοτιέ παίζει με μπαϊλντισμένη αγνότητα ο Σεθ Ρόγκεν, που μαζί με τον σταθερό του συνεργάτη Έβαν Γκόλντμπεργκ (Superbad), είναι οι δημιουργοί της σειράς.
Αρκετά στοιχεία stoner χιούμορ της φιλμογραφίας του Ρόγκεν, όσο και της επιθετικής αισθητικής των ταινιών του Τζιλέσπι, τα συναντάμε στα πρώτα κυρίως επεισόδια. Όσα διαφορετικά πράγματα κι αν προσπαθεί να κάνει η σειρά (κι είναι πολλά), ποτέ δεν αποτυγχάνει να διασκεδάσει. Το ομιλών πέος του Τόμι Λι (με τη φωνή του Τζέισον Μαντζούκας) θα είναι ένα προφανές αρχικό highlight εν μέσω μιας γενικότερα εντυπωσιακά ορμητικής περφόρμανς από τον Σεμπάστιαν Σταν στο ρόλο. Ένας σταρ-αυτοπαρωδία, κυκλοφορεί στην οθόνη σαν κινούμενο meme, παθιάζεται, ερωτεύεται, φέρεται άθλια, φέρεται ανεγκέφαλα, κομπλεξικά, κωμικά, όλα σε πακέτο ενός.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: Όταν συναντήσαμε τον Σεμπάστιαν Σταν σε ένα διαμέρισμα στην Κυψέλη
Δίπλα του, η Λίλι Τζέιμς (Mamma Mia: Here We Go Again) στον αληθινά κεντρικό ρόλο, πετυχαίνει μια ενδιαφέρουσα ερμηνευτική νότα. Ντυμένη και μακιγιαρισμένη ως μια σχεδόν απόκοσμα πετυχημένη αναπαράσταση της Πάμελα, η Τζέιμς από τη μία δεν αρνείται στην ηρωίδα της τίποτα απολύτως από την μαγνητιστική παρουσία της σε κάθε χώρο στον οποίον βρισκόταν, αλλά και ταυτόχρονα την ερμηνεύει με μια περίεργη, αξιοθαύμαστη συγκράτηση, σαν απλώς να αντιδρά ή απλώς να αφομοιώνει την ενέργεια του κάθε δωματίου, του κάθε σετ, της κάθε έπαυλης – του κάθε ανθρώπου που (πάντα) ήθελε κάτι από εκείνη.
Από την πρώτη στιγμή, η σειρά μέσα από το αφηγηματικό της καδράρισμα κάνει σαφές πως αυτή δεν θα είναι απλώς η ιστορία της Πάμελα Άντερσον, αλλά και μια ιστορία για το πώς βλέπουμε την Πάμελα Άντερσον. Για τις συμπεριφορές με τις οποίες ερχόταν αντιμέτωπη σε χώρους εργασιακούς, προσωπικούς, αλλά κυρίως δημόσιους. Για το πώς μέσα από την ιστορία της διαρροής του sex tape αναπτύχθηκε μια γενικευμένη αφήγηση που της αρνείτο το δικαίωμα στον έλεγχο του σώματος και της εικόνας της, σα να αποτελούσε εντελώς φυσικά και δεδομένα, λίγο ως πολύ, κοινή κτήση.
(Όχι πως χρειάζεται κάποια ιδιαίτερη άσκηση μνήμης για να θυμηθεί κανείς τι εννοούμε. Το, ουφ, “fappening” δεν συνέβη 30 χρόνια πριν αλλά μόλις την δεκαετία των ‘10s, και ένα σωρό κόσμος και media το σχολίαζαν με απόλυτη φυσικότητα, σα να επρόκειτο για την αγωνιστική δράση του Σαββατοκύριακου.)
Η Πάμελα Άντερσον υπήρξε για την ακρίβεια μια τόσο κεντρική φιγούρα στην εικονογραφία και τη μυθολογία των ‘90s, που εν τέλει η σειρά χάνεται στην ίδια της την φιλοδοξία. Μέσα από αυτό το ένα συγκεκριμένο γεγονός, δηλαδή τη διαρροή του sex tape, ανοίγει το θεματικό της εύρος αγγίζοντας λίγο από τα πάντα – μέχρι και την γέννηση του ίντερνετ ως νέου marketplace. Όμως όποτε λοξοκοιτάζει, είτε προς παράλληλες θεματικές είτε στην δράση μικρότερων χαρακτήρων στην τροχιά της Άντερσον, το κάνει επιφανειακά κι όχι με ιδιαίτερα κοφτερή ματιά.
Αντιθέτως, η δύναμη βρίσκεται στην ιστορία αυτού του κεντρικού ζευγαριού. Του παθιασμένου, ορμητικού, καταστροφικού έρωτα που η σειρά προσεγγίζει ως τον ’90s γοητείας ταμπλόιντ μύθο που ήταν. (Μια σκηνή δείπνου με έντονο ελληνικό στοιχείο θα γίνει άμεσα καλτ. «Σπανακόπιτα!») Με υπερβολικά στοιχεία, με σοκ χιούμορ, όπου τα πάντα είναι υπογραμμισμένα, φωναχτά, σεισμικά. Ακριβώς όπως θα τα διαβάζαμε στην εποχή τους σε ένα κουτσομπολίστικο περιοδικό ή όπως θα τα διηγούμασταν στόμα με στόμα στο προαύλιο του σχολείου, όπου κάποιος ψαγμένος συμμαθητής πάντα θα ήξερε κάποια απίθανη, τραβηγμένη λεπτομέρεια την οποία έμαθε από αμφίβολης εγκυρότητας πηγή (κάποιος ξάδερφος που ξέρει κάποιον ξάδερφο, κλπ κλπ).
Έτσι χτίζει το Pam & Tommy τη μυθολογία γύρω από το κεντρικό του ζευγάρι, με στυλιστική και αφηγηματική υπερβολή στα πάντα – εκτός από τις λεπτομέρειες, εκεί όπου μας προσγειώνει απότομα και, συχνά, αποτελεσματικά. Σε αυτή την διήγηση, η Άντερσον κι ο Τόμι Λι εκτός από εραστές (μιας «τέλειας ερωτικής ιστορίας» όπως διατυμπανίζει η σειρά κλείνοντας το μάτι και τραβώντας αγκωνιές στον θεατή) αποτελούν τελικά αντιδιαμετρικούς πόλους. Όχι μόνο επειδή είναι ενδιαφέρουσα αυτή η αντίθετη πορεία ανόδου και πτώσης των δυο τους, με τον Τόμι Λι να καταλήγει να παίζει σε ημι-άδεια πάρκινγκ ως απομεινάρι μιας κουλτούρας που προσπεράστηκε, την στιγμή που η Άντερσον βρίσκεται στο απόγειο της δημοφιλίας της εκπροσωπώντας το απόλυτο Συμβαίνει Τώρα.
Αλλά κι επειδή, περισσότερο από δικηγόρους που της εξηγούν πως δεν της ανήκει η εικόνα του σώματός της ή περισσότερο από συνεργάτες που την εκμεταλλεύονται χωρίς ίχνος ντροπής, είναι τελικά οι αντιδράσεις του ίδιου του Τόμι Λι που έχουν τα περισσότερα να πουν. «Δεν καταλαβαίνω γιατί είναι διαφορετικά για εσένα!», της φωνάζει αφού μαθαίνουν για τη διαρροή κι αφού βλέπει πόσο αυτό το γεγονός ταράζει τη σύζυγό του, την ώρα που ο ίδιος δέχεται συγχαρητήρια σε όποιο μπαρ σταθεί και βρεθεί.
Η Πάμελα Άντερσον δεν είναι Μπρίτνεϊ φυσικά, αν εξαιρέσει κανείς το γεγονός πως ήταν διάσημη γυναίκα στα ‘90s. Αυτό ίσως και να αρκεί βέβαια. Ανήκει κι αυτή σε μια τάξη γυναικών που η βιομηχανία διασκέδασης έχει μασήσει και έπειτα φτύσει στην άκρη.
Το Pam & Tommy, κι ας είναι αφηγηματικά και στυλιστικά άνισο, αποτελεί τελικά μια καθηλωτική ιστορία που δύσκολα αφήνεις κάτω. (Είδαμε σερί και τα 8 επεισόδια σε μία μέρα.) Για τον τρόπο με τον οποίο η Άντερσον βρέθηκε χαμένη στα παλάτια των παραμυθιών της, και το πώς πάλεψε για να πάρει τελικά τον έλεγχο. Μια ιστορία την οποία, πέρα από τον θαυμασμό για τον δεδομένο τεχνικό εντυπωσιασμό και τις καλές της ερμηνείες, έχει ενδιαφέρον τελικά να δει κανείς από το σήμερα. Είναι σα να βλέπεις κάτι από την Άγρια Δύση.
Η ίδια η Άντερσον έχει ωστόσο δηλώσει πως την είναι αδύνατον να παρακολουθήσει το σόου. Ο Τόμι Λι, αντιθέτως, δήλωσε ενθουσιασμένος με την επιλογή του Σεμπάστιαν Σταν και, αναφέρει μια πηγή στο ΕΤ, ανυπομονεί να παρακολουθήσει τη σειρά.
Και συμπληρώνει: «Ακόμα δεν καταλαβαίνει πώς αυτό το συμβάν επηρεάζει διαφορετικά την Πάμελα από τον εαυτό του».