SIVERT HøYEM: ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ LIVE ΠΟΥ ΕΧΩ ΔΕΙ ΗΤΑΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΤΩΝ MADRUGADA
Η "φωνή" των Madrugada μιλάει στο Magazine για τον νέο δίσκο "Chimes at Midnight" αλλά και για τις στιγμές που θυμάται από τις εμφανίσεις στη δεύτερη "πατρίδα" της μπάντας.
Η συνέντευξη με τον Sivert Høyem έλαβε χώρα δύο ημέρες μετά τα γενέθλιά του, τέσσερις ημέρες πριν τη κυκλοφορία του νέου άλμπουμ των Madrugada “Chimes at Midnight”, και ανήμερα της κακοκαιρίας Ελπίδα που σε μια φοβερή συγκυρία, έκανε το όλο περιβάλλον να θυμίζει κάτι από “Όσλο”.
Σε ένα παράλληλο σύμπαν, την ώρα που μιλούσαμε με τον Sivert για τα μελλοντικά πλάνα της μπάντας που επανήλθε στη δισκογραφία μετά από δεκατρία ολόκληρα χρόνια, στη Νορβηγία εξέταζαν το αν θα γίνουν οι πρώτες συναυλίες των Madrugada (μετά το τουρ του ’19), όχι λόγω αποκλεισμού των πολιτών από το χιόνι, αλλά λόγω κορονοϊού.
Όπως θα διαβάσετε παρακάτω, οι “συγκρίσεις” μεταξύ Νορβηγίας και Ελλάδας δεν έλειψαν από τη συνέντευξή μας, ενώ οι αναφορές στο ελληνικό κοινό ήταν το… βασικό θέμα της όλης συζήτησης που -covid μη επιτρέποντος- πραγματοποιήθηκε μέσω Zoom.
Και εγένετο “Chimes at Midnight”
“Η ανάγκη μας να ηχογραφήσουμε νέα κομμάτια ήρθε μαζί με τη περιοδεία του 2019, στην 20η επέτειο του πρώτου μας δίσκου. Η υποδοχή του κόσμου, οι αντιδράσεις, μας ενέπνευσαν για να δουλέψουμε ξανά μαζί, δεν θέλαμε να τελειώσουν όλα πάλι στο τέλος εκείνης της χρονιάς. Νομίζω πως όλοι αισθανθήκαμε την ίδια ανάγκη, πως χρειαζόμαστε να γράψουμε ξανά νέα μουσική, όλοι μαζί σαν μπάντα. Το συγκεκριμένο άλμπουμ είναι το αποτέλεσμα της κοινής μας χαράς”.
Οπότε… Here I go, on the road again.
“Νομίζω πως μου έχουν λείψει πάρα πολύ οι περιοδείες. Έκανα κάποιες σόλο εμφανίσεις πέρυσι, αλλά δε συγκρίνονται με τίποτα με τη διάσταση των συναυλιών που περιμένουμε να έχουμε ως Madrugada. Φυσικά υπάρχει ακόμη στη μέση η πανδημία που είναι εντελώς απρόβλεπτη, αλλά αισιοδοξούμε πως οι εμφανίσεις μας στην Ευρώπη θα γίνουν βάσει του προγράμματός μας. Όπως και να’ χει αργά ή σύντομα θα είμαστε πάλι σε περιοδεία, και είμαι πραγματικά ενθουσιασμένος γιατί αυτά τα τραγούδια περιμένουν να παιχτούν ζωντανά”.
Μια ερώτηση που δεν θα μπορούσε να μη γίνει, είναι γιατί η νέα δουλειά των Νορβηγών ακούγεται λιγότερο “fuzzy”. Θα έλεγε κανείς πως ο όλος δίσκος λειτουργεί ως ενιαίο concept, σε ο,τι αφορά τουλάχιστον την ατμόσφαιρα, κάτι που ο ακροατής το καταλαβαίνει και από τις μεταβάσεις μεταξύ των κομματιών. Χαρακτηριστική στιγμή η σύνδεση του λυρικού “Help Yourself To Me” με το επίσης ονειρικό, “Stabat Mater”.
“Υπάρχει μια πολύ έντονη σύνδεση ανάμεσα σε αυτόν τον νέο δίσκο και το Industrial Silence, την αισθητική του. Μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια ωριμάσαμε και διανθίσαμε τους παλαιότερους ήχους μας, ωστόσο πάντοτε προσπαθούσαμε να είμαστε ατμοσφαιρικοί και μελωδικοί σαν μπάντα. Φυσικά είχαμε και την πιο “σκληρή”, πανκ ροκ πλευρά μας, ή αν θες τα πιο heavy blues vibes στις μελωδίες μας. Εν προκειμένω εστιάσαμε περισσότερο στην πιο μελωδική πλευρά της “φύσης” της μπάντας μας. Για την ακρίβεια ηχογραφήσαμε και κάποια πραγματικά “σκληρά” κομμάτια που θα έμπαιναν προς το τέλος του δίσκου αλλά αισθανθήκαμε πως δεν ταίριαζαν με τα υπόλοιπα και έμειναν έξω”, λέει ο Sivert στο Magazine, για να προσθέσει:
“Ο νέος δίσκος αφορά τη φιλία, τα παλιά πάρτι που κάποτε πήγαινες, και ναι, θα έλεγα πως διαπνέεται από μια νοσταλγία. Αλλά είναι μια νοσταλγία με θετικό πρόσημο, γιατί το να αναπολείς παλαιότερες στιγμές μπορεί να είναι και κάτι θετικό, σαν “οδηγός” σου”.
Μια θεμελιώδης αρχή των συγκροτημάτων που κρατάνε στο χρόνο ή επανασυνδέονται επιτυχώς, είναι να ανακαλύπτουν ξανά το ίδιο το υλικό τους. Κάπως έτσι και οι Madrugada, χωρίς τον πρόωρα χαμένο Robert Burås, έπρεπε να δαμάσουν την ανάγκη για δημιουργία και να τη μετατρέψουν σε νέο υλικό, δοκιμάζοντας τους ίδιους τους εαυτούς τους.
“Κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων συζητούσαμε πολύ για μπάντες σαν τους Talk Talk και άλλα βρετανικά συγκροτήματα, αλλά θα έλεγα πως βασική πηγή έμπνευσή μας για αυτό τον δίσκο ήταν η τελευταία μας περιοδεία και η μουσική που έχουμε γράψει, εμείς οι ίδιοι. Ξέρεις, είχαμε “χωρίσει” για πολύ καιρό και έτσι όταν βρεθήκαμε νοιώσαμε αμέσως την ανάγκη να παίξουμε τα παλιά μας κομμάτια και να “τζαμάρουμε” μαζί. Όλα έγιναν αυτόματα, άλλωστε είμαστε μουσικοί που έχουμε δουλέψει μαζί πάνω από είκοσι χρόνια. Στην πραγματικότητα, μπήκαμε στη διαδικασία να ανακαλύψουμε ξανά τον εαυτό μας σαν συγκρότημα. Πραγματικά, εμπνευστήκαμε από τους δικούς μας ήχους”.
Στη συνέχεια, η συζήτηση όπως θα ήταν αναμενόμενο, πήγε στη πανδημία.
“Τα περισσότερα από τα νέα κομμάτια μας γράφτηκαν και ξεκίνησαν να ηχογραφούνται πριν την έναρξη της πανδημίας. Στην ουσία, οι ηχογραφήσεις μας, κόπηκαν στη μέση με την εκκίνηση της πανδημίας. Το πρώτο lockdown μας βρήκε στο Λος Άντζελες και έπρεπε άρον άρον να κλείσουμε εισιτήρια για να γυρίσουμε πίσω στη Νορβηγία. Ήταν λίγο σαν θρίλερ όλο αυτό. Δε ξέραμε καν αν θα μπορέσουμε να επιστρέψουμε, οι πληροφορίες ήταν αντιφατικές. Παρόλα αυτά είμαστε τυχεροί που οι βασικές μας ηχογραφήσεις είχαν ήδη γίνει στο Λος Άντζελες, στο Sunset Sound Studio με τον Kevin Ratterman (RAY LAMONTAGNE, MY MORNING JACKET, THE FLAMING LIPS). Στη πραγματικότητα έπρεπε να επιστρέψουμε για τα overdubs, αλλά προφανώς και αυτό δεν ήταν εφικτό, έτσι ευτυχώς που έχουμε τη τεχνολογία και καταφέραμε να προχωρήσουμε έστω και με remote δουλειά. Δεν ήταν εύκολο, αλλά τα καταφέραμε”.
Ένα από τα θετικά της πανδημίας για τους fans των Madrugada, αλλά και για τους ίδιους, ήταν το Vesterålen Project, που βρήκε τη μπάντα να ηχογραφεί live νέα και παλαιότερα κομμάτια της, στον ιδιαίτερο τόπο καταγωγής τους. Όπως ανέφεραν σε σχετικό τους σημείωμα οι Madrugada, “όλα τα τραγούδια ηχογραφούνται ζωντανά κάτω από δύσκολες συνθήκες, αλλά με μεγάλη βοήθεια από τους ανθρώπους της Vesterålen. Το έργο θα επισκεφθεί μερικές θεαματικές και ασυνήθιστες τοποθεσίες σε όλη αυτή την περιοχή”.
“Πριν το Vesterålen Project μιλούσαμε με διάφορους σκηνοθέτες για τα νέα μας βίντεο. Ωστόσο η κλασική ιδέα ενός “τυπικού” video clip μας φάνηκε κάπως “απαρχαιωμένη”. Έτσι καταλήξαμε στον Eivind Holmboe με τον οποίο παρουσιάσαμε αυτή τη δουλειά. Θέλαμε να είναι κάτι ζωντανό, γιατί η αίσθηση της ζωντανής εμφάνισης βρίσκει πάντα μεγαλύτερη απήχηση στις καρδιές του κόσμου. Επίσης, μέσα από αυτά τα βίντεο θέλαμε να δείξουμε στο κοινό μας τον ιδιαίτερο τόπο καταγωγής μας. Ξέρετε, εμείς αυτά τα μέρη τα θεωρούμε δεδομένα, όμως για όσους δεν τα γνωρίζουν φαντάζουν εξωτικά, και κάπως θέλαμε να τιμήσουμε αυτούς τους τόπους. Νομίζω πως για το σύνολο της σύλληψης της ιδέας τα credits πρέπει να τα πάρει ο Eivind Holmboe, έκανε φανταστική δουλειά. Εμείς απλά ετοιμαστήκαμε να παίξουμε live, όπως και κάναμε, με δύσκολες συνθήκες, με κρύο, αέρα, βροχή, με ένα σπίτι να καίγεται πίσω μας. Όλο αυτό το concept ήταν ιδέα του Eivind”.
Και αν το (παραπάνω από) αγαπημένο Industrial Silence ήταν Blue, και το Grit περισσότερο “κόκκινο”, η εποχή που ζούμε τι χρώμα θα είχε;
“Η περίοδος που ζούμε αν ήταν χρώμα, νομίζω πως θα ήταν γκρι. Το θετικό είναι πως υπό άλλες συνθήκες δεν θα είχα τον χρόνο που έχω τώρα για να περάσω με τα παιδιά μου. Είναι τώρα 10 και 7 ετών, σε μια υπέροχη ηλικία, και αισθάνομαι τυχερός που μέσα σε όλο αυτό καταφέρνω να τα βλέπω περισσότερο. Αυτές οι στιγμές θα ήταν χαμένες για εμένα. Αυτό είναι το μόνο θετικό που μπορώ να σκεφτώ για τη περίοδο του covid, αλλά είναι πολύ βασικό”.
They take your photograph
You come into existence
You realize it’s your path
In this very instant
Παρερμηνεύοντας τρόπο τινά τους στίχους από το “The kids are on high street”, ρωτάω στη συνέχεια τον Sivert Høyem πώς θα χαρακτήριζε το μονοπάτι που έχει ακολουθήσει το συγκρότημα στο πέρασμα του χρόνου.
“Νομίζω πως πλέον στόχος μας σαν μπάντα είναι να μη στοχεύουμε μακριά. Στη πραγματικότητα πάντα έτσι κάναμε, ακόμη και όταν ο Robert (Buras) ήταν μαζί μας. Προχωρούσαμε βάσει της ανάγκης μας, όταν αισθανόμασταν πως ήρθε η ώρα να ηχογραφήσουμε, το κάναμε, όταν νοιώθαμε πως μπορούμε να παίξουμε live το προγραμματίζαμε. Σε αντίθεση με άλλους μουσικούς δεν κάνω μακροπρόθεσμα πλάνα. Εμείς σε καμία περίπτωση δεν προχωρούσαμε ποτέ έτσι”.
Στη συνέχεια, η ερώτηση που ακολουθεί έχει να κάνει με τη φωνή του, τον εκφραστικό “πυρήνα” δηλαδή του ήχου των Madrugada, και πότε ήρθε σε άμεση “επαφή” μαζί της.
“Κατάλαβα πως είμαι καλός στο να τραγουδήσω, όταν έφτιαξα τη πρώτη μου μπάντα. Κανονικά θα ήμουν ο κιθαρίστας και ο τότε μπασίστας, θα ήταν ο τραγουδιστής. Τελικά καταλήξαμε να του δείχνω εγώ πώς να τραγουδήσει, και έτσι όλοι συμφωνήσαμε πως τα φωνητικά θα έπρεπε να τα αναλάβω εγώ. Στη πρώτη εμφάνισή μας είδα πως η φωνή μου προκαλεί κάτι καλό, και ειδικά όταν είσαι έφηβος και την ακούς ηχογραφημένη, αυτό έχει μεγάλη επίδραση μέσα σου. Πήρα το θάρρος να τραγουδάω κάπως έτσι. Νομίζω ήμουν περίπου 14,15 ετών”.
Madrugada και Ελλάδα, μια σχέση αμφίδρομη
Τι σημαίνει για εσένα Ελλάδα, Sivert;
“Η Ελλάδα θα είναι πάντα συνδεδεμένη μέσα μου με τις συναυλίες που έδωσα στο Ηρώδειο το 2016. Ήταν μια απίστευτη εμπειρία για εμένα. Ήξερα πάντοτε πως υπήρχε μια ιδιαίτερη σχέση ανάμεσα σε εμένα, τους Madrugada και την Ελλάδα, αλλά δεν είχα ιδέα πως θα ήταν σε τέτοιο επίπεδο. Η όλη εμπειρία σε αυτό το μέρος εκείνες τις δύο νύχτες, ήταν εξωπραγματική. Είμαι τυχερός πως βιντεοσκοπήσαμε τις συναυλίες και μπορώ να τις βλέπω ξανά. Ξέρεις, οι μνήμες μπορεί να ξεθωριάζουν αλλά αυτές θα υπάρχουν για πάντα μέσα μου”.
“Μπάντες σας εμάς, τους Depeche Mode, τους Massive Attack, τον Nick Cave νομίζω πως έχουν τέτοια απήχηση στο ελληνικό κοινό επειδή σας αρέσουν οι ατμοσφαιρικοί, οι “σκοτεινοί” ήχοι. Ξέρεις, για εμάς η Ελλάδα αποτελεί πάντοτε απόλυτη προτεραιότητα. Όταν σχεδιάζουμε τις περιοδείες μας πάντα βάζουμε την Ελλάδα στη κορυφή της λίστας μας. Η όλη αγάπη “δένει” μέσα από τις εμφανίσεις μας, εμείς επιστρέφουμε στη χώρα σας και εσείς σε εμάς. Από την άλλη, μπορεί να ακούγεται ως κλισέ, αλλά πράγματι οι Έλληνες έχουν το πάθος μέσα τους, την εκφραστικότητα. Αισθάνομαι πως το ελληνικό κοινό που έρχεται για να μας ακούσει, είναι εκεί 100%, είναι εκεί για να ζήσει στον απόλυτο βαθμό τη στιγμή, και προσωπικά το απολαμβάνω κάθε φορά που έρχομαι”.
Μια χρονομηχανή μας πήγε πίσω στο χρόνο, τότε που οι Madrugada ξεκινούσαν δειλά δειλά τα τουρ στην Ευρώπη, και ανακάλυπταν το τι σημαίνει Ελλάδα για αυτούς.
“Θυμάμαι τη πρώτη μας εμφάνιση στο Ρόδον το 2000. Είχαμε μόλις ολοκληρώσει τη περιοδεία του Industrial Silence. Ήταν κάπως αστείο το ότι σε άλλες χώρες, όπως στη Γερμανία οι συναυλίες δεν ήταν sold out στην αρχή, αλλά το Ρόδον ήταν γεμάτο από τη πρώτη βραδιά. Το ίδιο έγινε και στη Θεσσαλονίκη. Έτσι, ήταν σαν να ξεκινάμε στην Ελλάδα δύο επίπεδα πάνω, οπότε είπαμε πως κάτι συμβαίνει εδώ”.
Η καλύτερη συναυλία που έχω δει στη ζωή μου ήταν ο Iggy Pop στη Πετρούπολη
“Το 2004 είχαμε παίξει στη Πετρούπολη μαζί με τον Iggy Pop ( Iggy And The Stooges τότε) και τους Stellastarr. Για να σου πω την αλήθεια από εκείνη τη βραδιά δε θυμάμαι πολλά από το δικό μας show. Θυμάμαι την αδιανόητη εμφάνιση του Iggy εκείνη τη βραδιά. Πραγματικά, είναι μια από τις καλύτερες συναυλίες που έχω δει ποτέ στη ζωή μου συνολικά, νομίζω η καλύτερη. Θυμάμαι επίσης πως δεν είχα κοιμηθεί καθόλου τη προηγούμενη νύχτα, και όχι επειδή ήμουν σε κάποιο πάρτι. Απλώς δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Έτσι όλη η εμφάνισή μας και ο,τι ακολούθησε από τον Iggy ήταν μια σχεδόν μεταφυσική εμπειρία. Γνωριστήκαμε κιόλας με τον Iggy μετά το live σαν fans, είπαμε ένα γεια και βγήκαμε μαζί φωτογραφία”.
Μεγαλώνοντας σαν μπάντα
“Το 2019 επιστρέψαμε στο δρόμο. Όλα αυτά τα χρόνια λάμβανα μηνύματα από όλο τον πλανήτη για τους Madrugada. Σε αυτή τη περιοδεία και ειδικά στην Ελλάδα, αισθανθήκαμε όμως μεγαλύτερη μπάντα, αρχίσαμε να παίζουμε σε μεγαλύτερα κλαμπ και συναυλιακούς χώρους σε όλη την Ευρώπη. Στις συναυλίες αυτές ένοιωσα πως γίνεται κάτι με θρησκευτική ευλάβεια. Υπήρχε ευγνωμοσύνη από τη πλευρά του κοινού, είδα το πόσο πολύ λείψαμε στον κόσμο. Στις συναυλίες στην Ελλάδα παρατήρησα πως ήρθε και νεότερο ηλικιακά κοινό κάτι που πάντοτε μας αρέσει. Είδαμε πως η νέα γενιά αγκαλιάζει τη μπάντα, τη μουσική που φτιάξαμε 20 χρόνια πριν. Είναι πολύ ενδιαφέρον να βλέπεις πως η μουσική σου έχει ακόμη απήχηση εκεί έξω, δεν είναι δεδομένο αυτό. Πολλές μπάντες όταν σταματούν, σταδιακά χάνονται, εξαφανίζονται. Για εμάς ευτυχώς τα πράγματα δεν πήγαν έτσι, όσο λείψαμε ήταν σαν να “μεγαλώνουμε” σε κάτι μεγαλύτερο”.
Όπως είναι γνωστό, η νέα περιοδεία των Madrugada θα κλείσει το βράδυ της 24ης Σεπτεμβρίου του 2022 στο Καλλιμάρμαρο Στάδιο της Αθήνας. Αναμφισβήτητα, στο μεγαλύτερο σε προσέλευση κόσμου μέρος, που θα έχουν παίξει ποτέ στη καριέρα τους. Ή αν θέλετε, ένα όνειρό τους που γίνεται πραγματικότητα.
“Η νέα μας περιοδεία θα κλείσει στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Σαν συγκρότημα, πάντοτε ονειρευόμαστε να φτάσει η καριέρα μας σε τέτοιο επίπεδο που θα μπορέσουμε να παίξουμε σε έναν τόσο μεγάλο χώρο. Από παιδιά το ονειρευόμασταν. Μπορεί να είναι χαζό, αλλά αυτός ήταν ο στόχος μας. Το συγκεκριμένο Στάδιο είναι ο χώρος που θέλαμε και τυχαίνει να είναι στην πόλη και στη χώρα που τυχαίνει να έχουμε το πιο όμορφο κοινό μας. Θα είναι μια σπουδαία βραδιά, θα δώσουμε ο,τι έχουμε για να γίνει μια ξεχωριστή εμπειρία για όλους. Ακόμα το σχεδιάζουμε, μπορεί να έχουμε και άλλους καλλιτέχνες μαζί μας, εκπλήξεις”.
Κλείνοντας τη κουβέντα, η συζήτηση έφτασε στην Αθήνα, στους Έλληνες δημιουργούς και στις εκφράσεις αγάπης του ελληνικού κοινού.
“Από Έλληνες τραγουδιστές ξεχωρίζω την Ιωάννα Γκίκα, που είναι βασικά ελληνικής καταγωγής και ζει στο Λος Άντζελες. Στη πραγματικότητα δε ξέρω πολλά από την ελληνική μουσική, ίσως πρέπει να ανακαλύψω περισσότερα, όπως ανακάλυψα τη μουσική του Βαγγέλη Παπαθανασίου πριν από δύο χρόνια περίπου και ενθουσιάστηκα”, παραδέχεται ο Sivert και κάνει μια αναδρομή στις θολές του μνήμες από τον λαβύρινθο της πρωτεύουσας.
“Κάθε φορά που έρχομαι στην Αθήνα, ξέρεις είναι τρελό αυτό που βιώνω. Μερικές φορές κινείσαι από δρόμο σε δρόμο, από μέρος σε μέρος και οι γειτονιές σου μοιάζουν πολύ όμοιες. Είναι τεράστια πόλη με φοβερή κίνηση. Μπορεί να οδηγείς καμιά ώρα στη πόλη και να καταλήγεις σε ένα μέρος που σου θυμίζει εκείνο από όπου ξεκίνησες. Αυτό που αισθάνομαι είναι πως έχω βρεθεί πολλές φορές στην Αθήνα, αλλά ακόμη δεν έχω μάθει πώς να προσανατολίζομαι. Παρόλα αυτά κάθε φορά που γυρίζω, αλήθεια, το απολαμβάνω”.
Υπάρχει σύγκριση Ελλήνων και Νορβηγών;
“Οι Έλληνες fans είναι οι πιο δοτικοί. Και το εννοώ κυριολεκτικά. Μας έχουν δώσει από κοσμήματα μέχρι κεράσματα, φαγητό, κρασί, μέλι, τα πάντα. Αυτό δεν το έχω συναντήσει πουθενά. Νομίζω πως οι Έλληνες αισθάνονται τους Madrugada ως δική τους μπάντα, ότι κατά κάποιο τρόπο τους “ανήκει”. Νομίζω πως ναι, ανήκουμε στους Έλληνες, κάπως έτσι εξηγώ και τον ενθουσιασμό που έλαβα στην επανένωσή μας.
Πραγματικά οι Έλληνες δεν έχουν καμία σχέση με τους Νορβηγούς. Οι Έλληνες όπως σου είπα έρχονται στη συναυλία και ξέρουν πως “πρέπει” να γίνουν μέρος της, να συμμετέχουν ενεργά. Είναι πιο εκφραστικοί, δείχνουν τα συναισθήματά τους. Δε λέω πως οι συμπατριώτες μου δεν είναι εκφραστικοί, αλλά στην Ελλάδα βλέπουμε κάθε φορά και πιο νέο κοινό, κάτι που μας ενθαρρύνει για να συνεχίσουμε”.