100 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΦΡΙΚΤΟ ΦΥΛΕΤΙΚΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΗΣ ΤΟΥΛΣΑ
Το Magazine θυμάται τη "ρατσιστική σφαγή της Τούλσα", μια μαύρη κηλίδα στην ιστορία των ΗΠΑ, με αναρίθμητους μαύρους δολοφονημένους από το μένος των λευκών στη συνοικία του Γκρίνγουντ, ακριβώς πριν έναν αιώνα (31/5/1921).
Εκατό χρόνια συμπληρώνονται αυτή τη Δευτέρα από την 31η Μαΐου του 1921, τότε που ο λευκός όχλος της Τούλσα “συστηματοποίησε” το ρατσιστικό του μένος, “συμβάλλοντας” στην αποκατάσταση μιας κοινωνικής τάξης σύμφωνης με τη “βούληση του Θεού”, ώστε να διαφυλαχθούν η εθνική καθαρότητα και η λευκή υπεροχή. Οι κάθε λογής διακρίσεις, στις περιοχές κατοικίας, στα πολιτικά δικαιώματα, στην εργασία, στους μισθούς, στην παιδεία, στις σεξουαλικές σχέσεις, στον γάμο, στις υπηρεσίες, στον αθλητισμό, στην κουλτούρα και στη θρησκεία, χρησιμοποιούσαν το “διαχωρισμό” και οδηγούσαν μοιραία στη στοχοποίηση των μαύρων, με επιχείρημα ότι έπρεπε να συντριβεί κάθε αντίσταση των “μη λευκών” απέναντι σε ένα καθεστώς που με κάθε “νομιμότητα” τους στερούσε σχεδόν τα πάντα.
Η ανελέητη εφαρμογή όλων αυτών δεν ήταν κάτι άγνωστο στην Αμερική του 1921, αντίθετα, ήταν βαθιά ριζωμένη στο θυμικό του μέσου λευκού πολίτη από τη δημιουργία του αμερικανικού κράτους. Μπορεί ο θεσμός της δουλείας να καταργήθηκε το 1865, με το τέλος του αμερικανικού εμφυλίου, όμως την ίδια εκείνη χρονιά ιδρύθηκε και η Κου Κλουξ Κλαν, η περιβόητη ακροδεξιά οργάνωση που προώθησε το ιδεολόγημα της υπεροχής της λευκής φυλής, υποστηρίζοντας τον ρατσισμό, την ομοφοβία και τον αντισημιτισμό, μέσα από ακραίες πράξεις τρομοκρατίας, βίας και εκφοβισμού. Οι φυλετικές διακρίσεις στο ξεκίνημα της δεκαετίας του ’20 βρίσκονταν στην καθημερινή διάταξη και ήταν φανερές σε όλες τις εκφάνσεις της δημόσιας ζωής των μαύρων πολιτών.
Ειδικά στις νότιες πολιτείες, το νομικό πλαίσιο ήταν πολύ πιο αυστηρό στις ρατσιστικές του διατάξεις, ενώ το 1915 δημιουργήθηκε η δεύτερη Κου Κλουξ Κλαν, υιοθετώντας από το 1921 μια καινούργια προσέγγιση στη στρατολόγηση των μελών της, αφού πλέον τα χρησιμοποιούσε ως “εργαζόμενους” πλήρους απασχόλησης με κανονικό μισθό, με αποτέλεσμα να υπάρξει κατακόρυφη αύξηση των τοπικών οργανώσεων σε ολόκληρη την Αμερική. Σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο ασφυκτιούσε η μαύρη κοινότητα, είχε παρουσιαστεί ένα μικρό “θαύμα” στην πόλη της Τούλσα, στην πολιτεία της Οκλαχόμα. Το θαύμα αυτό ήταν η περιοχή του Γκρίνγουντ, μια αυτοοργανωμένη συνοικία στην οποία κατοικούσαν περίπου 11.000 μαύροι.
ΤΟ “ΘΑΥΜΑ” ΤΟΥ ΓΚΡΙΝΓΟΥΝΤ ΣΤΗΝ ΤΟΥΛΣΑ
Η Τούλσα ήταν μια περιοχή πλούσια σε πετρέλαια – γνωστή εκείνη την εποχή ως αμερικανική “πρωτεύουσα” του πετρελαίου – και αυτό είχε δώσει την ευκαιρία στους κατοίκους της να φτάσουν σε ένα ζηλευτό – σε σύγκριση με τις υπόλοιπες πολιτείες – βιοτικό επίπεδο. Την ευμάρεια αυτή είχαν εκμεταλλευτεί και οι μαύροι, δημιουργώντας τη δική τους κοινότητα, η οποία εξελίχθηκε σε μια πρότυπη συνοικία, ξακουστή για την αρχιτεκτονική της, την καθαριότητα, αλλά και την έντονη επιχειρηματική δραστηριότητα. Το Γκρίνγουντ έφτασε να είναι τόσο ξεχωριστό, ώστε απέκτησε την προσωνυμία “Black Wall Street” (η μαύρη Γουόλ Στριτ) και η πλειοψηφία των κατοίκων της ήταν μορφωμένοι αστοί: γιατροί, δικηγόροι, επιχειρηματίες, δημοσιογράφοι, καλλιτέχνες κλπ.
Υπήρχαν περισσότερες από 300 επιχειρήσεις που ανήκαν σε μαύρους: εμπορικά καταστήματα, ιατρεία, μεσιτικά γραφεία, κέντρα ψυχαγωγίας, θέατρα, κινηματογράφοι, κομμωτήρια, καλλιτεχνικά εργαστήρια, δυο εφημερίδες, πολλές εκκλησίες κλπ. Το γεγονός ότι απαγορευόταν η συναναστροφή τους με λευκούς, είχε “γκετοποιήσει” κατά μια έννοια τους κατοίκους του Γκρίνγουντ, όμως αυτό δε φάνηκε να τους απασχολεί ιδιαίτερα, αφού η ποιότητα της ζωής τους ήταν πολύ υψηλή, σε αρκετές περιπτώσεις καλύτερη ακόμα και από εκείνη των λευκών. Και αυτός ήταν ο σημαντικότερος λόγος που προκάλεσε τα γεγονότα της 31ης Μαΐου του 1921, αφού η ευημερία των μαύρων, μπήκε πολύ γρήγορα στο στόχαστρο αρκετών κατοίκων της Τούλσα.
Από μαρτυρίες της εποχής, γνωρίζουμε πως δεν έβλεπαν όλοι οι λευκοί με κακό μάτι την επιτυχία των μαύρων, όμως σε ολόκληρη την Οκλαχόμα υπήρχε πολύ ισχυρός πυρήνας της Κου Κλουξ Κλαν με περισσότερα από 3.000 ενεργά μέλη και πολύ περισσότερους συμπαθούντες, που απλά περίμεναν να τους δοθεί η αφορμή – οποιαδήποτε αφορμή – για να αναλάβουν “δράση”. Και αυτή η αφορμή ήρθε το απόγευμα της 30ης Μαΐου, ημέρα που οι Αμερικανοί γιόρταζαν την “Memorial Day” (γιορτή αφιερωμένη στους Αμερικανούς πολίτες που έχασαν τη ζωή τους σε στρατιωτική υπηρεσία). Λόγω της αργίας, τα περισσότερα καταστήματα ήταν κλειστά. Στις 4 μ.μ., ο 19χρονος Αφροαμερικανός Ντικ Ρόουλαντ, λούστρος στο επάγγελμα και υπάλληλος ενός στιλβωτηρίου, μπήκε στο κτίριο “Drexel”.
Ο ΝΤΙΚ ΡΟΟΥΛΑΝΤ ΚΑΙ ΤΟ ΧΕΡΙ ΤΗΣ ΣΑΡΑ ΠΕΪΤΖ
Κατευθύνθηκε προς τον μοναδικό ανελκυστήρα για να ανέβει στον τελευταίο όροφο, όπου βρισκόταν η τουαλέτα την οποία επιτρεπόταν να χρησιμοποιήσουν οι μαύροι. Εκεί βρισκόταν η 17χρονή λευκή Σάρα Πέιτζ, χειρίστρια του ασανσέρ, την οποία ο Ρόουλαντ είχε συναντήσει αρκετές φορές στο παρελθόν και τη γνώριζε εξ όψεως. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, ένας υπάλληλος ενός καταστήματος που βρισκόταν στο “Drexel”, άκουσε κάτι που του φάνηκε σα γυναικεία κραυγή και παράλληλα, είδε έναν νεαρό μαύρο άντρα να τρέχει έξω από το κτίριο. Αμέσως πήγε στο ασανσέρ, όπου βρήκε την Σάρα Πέιτζ αναστατωμένη και αμέσως κάλεσε την αστυνομία. Τι είχε συμβεί όμως; Όλα συγκλίνουν στο ότι ο Ρόουλαντ, μόλις μπήκε στο ασανσέρ, γλίστρησε και τελείως αντανακλαστικά άπλωσε το χέρι του για να κρατηθεί από κάπου.
Χωρίς να το θέλει, πιάστηκε από το χέρι της Πέιτζ, η οποία τρόμαξε και φώναξε. Η αστυνομία πήρε κατάθεση από την κοπέλα, η οποία ξεκαθάρισε πως ο Ρόουλαντ δεν της είχε επιτεθεί και πως η ίδια δεν σκόπευε να τον μηνύσει. Οι αστυνομικοί κατάλαβαν ότι ουσιαστικά επρόκειτο περί παρεξήγησης και περιορίστηκαν στο να στείλουν σήμα για να βρεθεί ο νεαρός και να δώσει εξηγήσεις για το συμβάν, περισσότερο για τυπικούς λόγους. Στο μεταξύ, ο Ρόουλαντ, τρομοκρατημένος από τις πιθανές επιπτώσεις, είχε καταφύγει στο σπίτι της μητέρας του, στο Γκρίνγουντ. Το επόμενο πρωί (31η Μαΐου), δυο αστυφύλακες εντόπισαν τον Ρόουλαντ στον δρόμο, τον συνέλαβαν και τον πήγαν στο κρατητήριο της Τούλσα.
Η ουσία είναι ότι το όλο θέμα θα είχε λήξει εκεί, χωρίς περαιτέρω “επιπλοκές”. Ήδη, στο κρατητήριο, λευκοί δικηγόροι που βρίσκονταν εκεί για διάφορες υποθέσεις και ήξεραν τον Ρόουλαντ που συχνά γυάλιζε τα παπούτσια τους, έπαιρναν όρκο ότι “αυτό το παιδί αποκλείεται να έχει αποπειραθεί να βιάσει”. Η υπόθεση φαινόταν να “κλείνει”, όμως το ίδιο απόγευμα, μια τοπική εφημερίδα, η Tulsa Tribune, κυκλοφόρησε με κεντρικό πρωτοσέλιδο τίτλο “Συνελήφθη νέγρος για επίθεση σε κοπέλα μέσα σε ασανσέρ”, παρουσιάζοντας τελείως διαστρεβλωμένα τα γεγονότα της προηγούμενης μέρας. Το χειρότερο όμως απ’ όλα, ήταν το άρθρο που βρισκόταν στην πρώτη σελίδα με τίτλο “To lynch negro tonight”, παροτρύνοντας ουσιαστικά τους λευκούς της Τούλσα να λιντσάρουν τον Ρόουλαντ.
“TO LYNCH NEGRO TONIGHT”
Τα νέα εξαπλώθηκαν αμέσως στην πόλη και ο σερίφης Γουίλαρντ ΜακΚάλα, άρχισε να δέχεται τηλεφωνήματα που απειλούσαν τη ζωή του κρατούμενου. Ο ΜακΚάλα αποφάσισε αμέσως να μεταφέρει τον Ρόουλαντ στο δικαστικό μέγαρο, επειδή εκεί θα μπορούσε να τον προστατεύσει καλύτερα. Ο σερίφης, αφού έθεσε εκτός λειτουργίας το ασανσέρ (το κρατητήριο βρισκόταν στον πρώτο όροφο), τοποθέτησε έξι από τους άνδρες του στην ταράτσα του κτιρίου, σαν ελεύθερους σκοπευτές, ενώ οι υπόλοιποι πήραν θέση στο πάνω μέρος της σκάλας, με σαφή οδηγία να ανοίξουν πυρ εναντίον οποιουδήποτε τολμούσε να πλησιάσει. Ο ίδιος ο ΜακΚάλα βρισκόταν έξω από την είσοδο του μεγάρου, προσπαθώντας να ηρεμήσει τους λευκούς που είχαν αρχίσει να συγκεντρώνονται με απειλητικές διαθέσεις.
Ο ΜακΚάλα ήταν αποφασισμένος να αποφύγει με κάθε κόστος την επανάληψη αυτού που είχε συμβεί έναν χρόνο νωρίτερα (επί θητείας του προηγούμενου σερίφη), όταν ένας άλλος 19χρονος – και μάλιστα λευκός – που είχε συλληφθεί για φόνο, είχε πέσει στα χέρια του όχλου, ο οποίος τον είχε λιντσάρει μέχρι θανάτου. Το γεγονός ότι αρκετές δεκάδες εξοργισμένοι λευκοί είχαν μαζευτεί έξω από το δικαστικό μέγαρο, ζητώντας από τον σερίφη να τους παραδώσει τον Ρόουλαντ, έγινε γνωστό στην κοινότητα του Γκρίνγουντ και υπήρξε μια συνάντηση στο ξενοδοχείο “Gurley’s”, για να αποφασιστεί μια κοινή δράση, ώστε να προστατευθεί η ζωή του κρατούμενου. Γύρω στις 9.30 το βράδυ, μια ομάδα από 60 οπλισμένους μαύρους, έφτασε στο δικαστήριο.
Ο ΜακΚάλα προσπάθησε να τους πείσει να φύγουν, γιατί ήξερε ότι η παρουσία τους θα εξόργιζε ακόμα περισσότερο τους πάνω από χίλιους πλέον συγκεντρωμένους λευκούς που ζητούσαν εκδίκηση. Βλέποντας τα όπλα των μαύρων, οι περισσότεροι λευκοί πήγαν στα σπίτια τους για να οπλιστούν και αυτοί και επέστρεψαν στο δικαστήριο. Κάποιοι άλλοι κατευθύνθηκαν προς το οπλοστάσιο της Εθνοφρουράς, για να προμηθευτούν από εκεί οπλισμό, χωρίς όμως αποτέλεσμα, αφού οι αρχές είχαν φροντίσει έγκαιρα να τοποθετήσουν πάνοπλους φρουρούς, που είχαν διαταγή να πυροβολήσουν όποιον προσπαθούσε να μπει μέσα. Στο μεταξύ, το πλήθος έξω από το δικαστήριο είχε ήδη ξεπεράσει τους 2.000 εξοργισμένους – και οπλισμένους – λευκούς.
Μικρές ομάδες μαύρων έκοβαν βόλτες μέσα σε αυτοκίνητα κοντά στο δικαστήριο, θέλοντας να δείξουν πως ήταν έτοιμοι – αν χρειαζόταν – να υπερασπιστούν τον Ρόουλαντ. Οι λευκοί άρχισαν να πιστεύουν ότι είχαν να κάνουν με μια “μαύρη εξέγερση” και η ένταση ανέβαινε κάθε λεπτό που περνούσε. Λίγο αργότερα, μια ακόμα ομάδα 75 περίπου οπλισμένων μαύρων, έφτασε από το Γκρίνγουντ στο δικαστήριο, ζητώντας να τεθούν υπό τις διαταγές του σερίφη, ο οποίος όμως αρνήθηκε. Κάποια στιγμή, ένας λευκός απαίτησε από έναν μαύρο να του παραδώσει το πιστόλι του, εκείνος αρνήθηκε και τότε ο λευκός έριξε τον πρώτο πυροβολισμό. Ήταν το ξέσπασμα της “κόλασης”. Αμέσως ξεκίνησε σφοδρή ανταλλαγή πυρών ανάμεσα σε λευκούς και μαύρους, με τους πρώτους νεκρούς να κείτονται στο οδόστρωμα.
ΤΟ ΞΕΣΠΑΣΜΑ ΤΗΣ ΚΟΛΑΣΗΣ
Τα πρώτα θύματα ήταν δέκα λευκοί και δυο μαύροι. Μετά τις πρώτες ομοβροντίες, οι μαύροι άρχισαν να υποχωρούν συντεταγμένα προς το Γκρίνγουντ. Όμως οι λευκοί τους ακολούθησαν και μπαίνοντας στη συνοικία του Γκρίνγουντ, άρχισαν να καταστρέφουν και να λεηλατούν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους: σπίτια, καταστήματα, εκκλησίες, δημόσια κτίρια, τα πάντα. Ο όχλος κατάφερε να διαρρήξει και οπλοπωλεία, αυξάνοντας έτσι τον οπλισμό του. Κάποια στιγμή οι “εισβολείς” βρέθηκαν έξω από έναν κινηματογράφο, από τον οποίο έβγαινε κόσμος μετά το τέλος της προβολής. Οι λευκοί άνοιξαν πυρ αδιακρίτως εναντίον του ανύποπτου πλήθους, μέσα σε έναν πρωτοφανή πανικό, τρόμο και πολλούς νεκρούς.
Ήταν τέτοια η σύγχυση που επικρατούσε, ώστε ο όχλος σκότωσε και κάποιους λευκούς, ενώ σύμφωνα με μαρτυρίες, υπήρχαν αστυνομικοί που έδιναν όπλα στους εξαγριωμένους εισβολείς, λέγοντάς τους “get a gun and get a nigger” (πάρε ένα όπλο και “φάε” έναν νέγρο). Γύρω στις 11 το βράδυ, τα μέλη της Εθνοφρουράς συγκεντρώθηκαν στο κτίριο του οπλοστάσιου για να φτιάξουν ένα σχέδιο ώστε να σταματήσουν τους ταραχοποιούς. Ήδη ομάδες τους είχαν αναλάβει τη φρούρηση του δικαστηρίου, του μεγάρου της αστυνομίας και άλλων δημόσιων υπηρεσιών, ενώ αρκετές δυνάμεις είχαν παραταχθεί στα σημεία που το Γκρίνγουντ “συνόρευε” με λευκές συνοικίες, για να αποτρέψουν περαιτέρω εισβολές.
Η Εθνοφρουρά είχε προβεί σε εκατοντάδες συλλήψεις μαύρων, τους οποίους συγκέντρωσαν στην Αίθουσα Συνεδρίων της πόλης. Κάποια στιγμή, τα μεσάνυχτα, μια ομάδα λευκών έφτασε έξω από το δικαστήριο, φωνάζοντας συνθήματα υπέρ του λιντσαρίσματος του Ρόουλαντ, όμως λίγο μετά αποχώρησαν, χωρίς να τολμήσουν να μπουν μέσα στο κτίριο. Στη διάρκεια της νύχτας και τις πρώτες πρωινές ώρες, οι σποραδικές συγκρούσεις συνεχίστηκαν, κυρίως στο σύνορο που χώριζε το εμπορικό κέντρο των λευκών από εκείνο των μαύρων. Κάποια στιγμή εξαπλώθηκε η φήμη ότι πολλοί οπλισμένοι μαύροι έρχονταν με το τρένο από το γειτονικό Μασκόγκι, για να ενισχύσουν τους δικούς τους στο Γκρίνγουντ.
ΤΟ ΓΚΡΙΝΓΟΥΝΤ ΣΤΙΣ ΦΛΟΓΕΣ
Αποτέλεσμα αυτού ήταν, ένα άσχετο τρένο που έφτασε στον σταθμό της Τούλσα, να βρεθεί μεταξύ διασταυρούμενων πυρών από τους λευκούς, αναγκάζοντας τους επιβάτες να ξαπλώσουν στο δάπεδο για να καλυφθούν και να σωθούν. Στο μεταξύ, όλο το πρωί, μικρές ομάδες λευκών, πραγματοποιούσαν συνεχόμενες επιδρομές στο Γκρίνγουντ με αυτοκίνητα, πυροβολώντας αδιακρίτως σε καταστήματα και σπίτια. Οι μαύροι είχαν τοποθετήσει ελεύθερους σκοπευτές σε ταράτσες κτιρίων, οι οποίοι με τη σειρά τους σκότωναν λευκούς εισβολείς. Κάποιοι από τον όχλο, στη διάρκεια της νύχτας, άρχισαν να πετάνε μέσα σε κτίρια, φλεγόμενα πανιά βουτηγμένα σε πετρέλαιο, προκαλώντας έτσι τις πρώτες πυρκαγιές.
Αρκετοί μαύροι, βλέποντας τις φλόγες μέσα στο σκοτάδι, άρχισαν να οχυρώνονται στα σπίτια τους, για να υπερασπιστούν με τα όπλα τις οικογένειές τους και τις περιουσίες τους. Οι περισσότεροι όμως προτίμησαν να εγκαταλείψουν το Γκρίνγουντ, για να σωθούν από τη μανία των λευκών. Τα πυροσβεστικά οχήματα που έσπευσαν για να σβήσουν τις φωτιές, αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στη βάση τους άπραγα, επειδή ο όχλος δεν επέτρεψε στους πυροσβέστες την πρόσβαση στα φλεγόμενα κτίρια, απειλώντας τους με όπλα. Κάποιοι που προσπάθησαν να διασπάσουν τον κλοιό, δέχτηκαν πραγματικά πυρά και όπως ήταν φυσικό, έκαναν αναστροφή και έφυγαν. Στις 5 τα ξημερώματα της 1ης Ιουνίου, ήδη είχαν γίνει στάχτη περίπου τριάντα καταστήματα μαύρων στο Γκρίνγουντ.
Την ίδια εκείνη ώρα, ακούστηκε ξαφνικά ο ήχος από τη σειρήνα ενός τρένου. Κάποιοι λευκοί νόμισαν ότι επρόκειτο για το σύνθημα της τελικής, ολοκληρωτικής επίθεσης εναντίον των μαύρων. Ένας από αυτούς βγήκε από την κάλυψή του και σκοτώθηκε από ελεύθερο σκοπευτή. Αμέσως εκατοντάδες λευκοί άφησαν τις κρυψώνες τους και ξεκίνησαν μια ακόμα μεγαλύτερη εισβολή στο Γκρίνγουντ. Ένα αυτοκίνητο με πέντε άτομα βρέθηκε επικεφαλής του όχλου, όμως όλοι οι επιβάτες σκοτώθηκαν ακαριαία από μια ριπή οπλοπολυβόλου. Από εκεί και μετά επικράτησε ο απόλυτος πανικός. Πολλοί μαύροι προσπαθούσαν να φύγουν από την περιοχή, όμως όπου τους έβρισκαν οι λευκοί, άνοιγαν πυρ εναντίον τους, με τον αριθμό των θυμάτων να αυξάνεται πλέον δραματικά.
Μικρές ομάδες “κρούσης” έμπαιναν στα σπίτια, έβγαζαν με το ζόρι εκτός τους ενοίκους και έβαζαν φωτιά. Στη συνέχεια οι μαύροι στέλνονταν σε διάφορα σημεία κράτησης. Όμως το πιο συγκλονιστικό από όλα, ήταν το γεγονός ότι λευκοί ιδιοκτήτες τουλάχιστον δώδεκα ιδιωτικών αεροπλάνων, απογειώθηκαν από γειτονικό αεροδρόμιο, πυροβολώντας στο ψαχνό με πολυβόλα τους μαύρους που προσπαθούσαν να εγκαταλείψουν πανικόβλητοι τη συνοικία τους. Οι λευκοί πιλότοι όμως δεν περιορίστηκαν στους πυροβολισμούς, αλλά βομβάρδισαν το Γκρίνγουντ με αυτοσχέδιες εμπρηστικές βόμβες που περιείχαν νέφτι και νιτρογλυκερίνη. Οι φωτιές πλέον είχαν εξαπλωθεί σε όλη τη συνοικία και έκαιγαν τα πάντα.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ ΣΤΗΝ ΤΟΥΛΣΑ
Το πρωί της 1ης Ιουνίου η κατάσταση ήταν τόσο εκτός ελέγχου, ώστε ο κυβερνήτης της Οκλαχόμα, έδωσε εντολή στον γενικό επικεφαλής της Εθνοφρουράς της πολιτείας, Τσαρλς Μπάρετ, να σπεύσει με δυνάμεις από την Οκλαχόμα Σίτι για να βάλει τέλος στην έκρηξη βίας της Τούλσα. Ο Μπάρετ, με έκτακτο τρένο, έφτασε στην Τούλσα, μαζί με 109 στρατιώτες, όμως δεν μπορούσε να αναλάβει δράση, αφού ο νόμος τον υποχρέωνε να συνομιλήσει πρώτα με τις τοπικές αρχές της πόλης, δηλαδή τον δήμαρχο, τον σερίφη και τον αρχηγό της αστυνομίας. Μέχρι να πραγματοποιηθούν αυτές οι συναντήσεις, κλήθηκαν ακόμα περισσότερες ενισχύσεις από άλλες γειτονικές πόλεις της πολιτείας.
Στις 12 το μεσημέρι ο Μπάρετ κήρυξε στρατιωτικό νόμο για ολόκληρη την Τούλσα και μέχρι το απόγευμα είχαν σταματήσει οι καταστροφές και οι λεηλασίες και είχε αποκατασταθεί η τάξη. Από τους 11.000 κατοίκους του Γκρίνγουντ, οι 6.000 συνελήφθησαν και κρατήθηκαν μέχρι να γίνει εξακρίβωση στοιχείων για τον καθένα από αυτούς. Αρκετές χιλιάδες εγκατέλειψαν την πόλη, ενώ οι περισσότεροι κάτοικοι έμειναν άστεγοι, αφού όταν σταμάτησαν οι ταραχές, το Γκρίνγουντ είχε ισοπεδωθεί κυριολεκτικά. Η “ρατσιστική σφαγή της Τούλσα” (“Tulsa race massacre”), όπως έμεινε γνωστή στην Αμερική, καλύφθηκε από τα ρεπορτάζ εφημερίδων εθνικής κυκλοφορίας, με τους αριθμούς όμως των θυμάτων να διαφέρουν κατά πολύ μεταξύ τους.
Στην αρχή γινόταν αναφορά μόνο σε λευκούς νεκρούς, όμως καθώς περνούσαν οι μέρες, άρχισαν να προστίθενται και οι μαύροι, σε νούμερα όμως που απείχαν τελείως από την πραγματικότητα. Οι αποκλίσεις ήταν πολύ μεγάλες, όμως τελικά ο επίσημος αριθμός μιλούσε για 36 νεκρούς, 26 μαύρους και 10 λευκούς, κάτι που θα άλλαζε πολλές δεκαετίες αργότερα, αλλά αυτό θα το δούμε πιο μετά στο κείμενο. Τρεις μέρες μετά τη λήξη των τραγικών γεγονότων της Τούλσα, πήρε θέση ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Γουόρεν Χάρντινγκ, μιλώντας μάλιστα σε μαύρο ακροατήριο στο Πανεπιστήμιο Λίνκολν της Πενσυλβάνια: “Παρά τις δημαγωγίες, η ιδέα της ενότητάς μας ως Αμερικανοί, βρίσκεται ψηλότερα από κάθε κοινωνική τάξη ή ομάδα. Το ίδιο εύχομαι να συμβεί και στο εθνικό φυλετικό μας πρόβλημα. Ο Θεός να δώσει να μη δούμε ποτέ ξανά τέτοιο θέαμα”.
ΣΑΝ ΝΑ ΜΗ ΣΥΝΕΒΗ ΤΙΠΟΤΑ…
Για τα όσα συνέβησαν στο Γκρίνγουντ, ποτέ δεν αποδόθηκαν ποινικές ευθύνες. Υπήρξε μια έρευνα για να βρεθούν οι υπαίτιοι, όμως αυτή διενεργήθηκε περισσότερο για τα μάτια του κόσμου και δεν είχε κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα, αφού κανείς δεν καταδικάστηκε, σαν να μην είχε συμβεί απολύτως τίποτα. Για πολλές δεκαετίες το μόνο που σχετίστηκε με τη σφαγή της Τούλσα, ήταν η σιωπή γύρω από τη βία, τον τρόμο και τον θάνατο. Το 1996, λίγο πριν τη συμπλήρωση 75 χρόνων από την τραγωδία, η αμερικανική κυβέρνηση εξουσιοδότησε μια Επιτροπή από την Οκλαχόμα, να διερευνήσει τα γεγονότα του 1921, διορίζοντας ανεξάρτητους ερευνητές, οι οποίοι θα έπρεπε να συντάξουν μια ολοκληρωμένη έκθεση σχετικά με τα όσα είχαν συμβεί στο Γκρίνγουντ.
Η Επιτροπή έδωσε στη δημοσιότητα το πόρισμά της τον Φεβρουάριο του 2001. Μέσα σε αυτό αναφέρονταν τα εξής: 191 καταστήματα και επιχειρήσεις, ένα δημοτικό σχολείο, επτά εκκλησίες και το μοναδικό νοσοκομείο της περιοχής, είχαν καταστραφεί. 1256 σπίτια είχαν καεί ολοσχερώς, ενώ 215 ακόμη είχαν λεηλατηθεί χωρίς όμως να καούν. Οι ζημιές υπολογίστηκαν σε 2.250.000 δολάρια της εποχής (33 εκ. σημερινά δολάρια). Η Επιτροπή πρότεινε στην κυβέρνηση α) να αποζημιωθούν οι επιζώντες της σφαγής, β) να αποζημιωθούν οι απόγονοι των θυμάτων, γ) να διατεθεί μια υποτροφία για φοιτητές που επηρεάστηκαν από τη σφαγή, δ) να δημιουργηθεί μια ζώνη επιχειρήσεων οικονομικής ανάπτυξης στο ιστορικό κέντρο του Γκρίνγουντ και ε) να αναγερθεί ένα μνημείο στη μνήμη των θυμάτων.
Τελικά τίποτα από όλα αυτά δεν έγινε, πέρα από κάποιες τυπικές τελετές, στις οποίες τιμήθηκαν με αναμνηστικά μετάλλια, οι 118 επιζώντες της σφαγής (βαριά τραυματισμένοι στη διάρκεια των ταραχών). Αυτό που ποτέ δεν έγινε γνωστό, ήταν ο ακριβής αριθμός των νεκρών. Η Επιτροπή κατέληξε ότι αυτοί κυμαίνονταν μεταξύ 75 και 300 (επιβεβαιώθηκαν μόνο 39 θάνατοι, 26 μαύρων και 13 λευκών) ενώ έξω από νεκροταφείο της περιοχής ανακαλύφθηκε ένας μαζικός τάφος με πολλά πτώματα, πεταμένα το ένα πάνω στο άλλο. Ο Ερυθρός Σταυρός, τον Δεκέμβριο του 1921, είχε κάνει λόγο για 10.000 άστεγους και ήταν η μοναδική υπηρεσία που στάθηκε δίπλα στους μαύρους του Γκρίνγουντ, προσφέροντας τη βοήθειά του για την προσωρινή διαμονή, σίτιση και περίθαλψη των κατοίκων, αλλά και για την ανοικοδόμηση της συνοικίας.
ΕΚΑΤΟ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗ ΣΦΑΓΗ ΤΗΣ ΤΟΥΛΣΑ
Ο Ντικ Ρόουλαντ απαλλάχθηκε από όλες τις κατηγορίες τον Σεπτέμβριο του 1921 και αμέσως εγκατέλειψε για πάντα την Τούλσα, μετακομίζοντας στο Κάνσας Σίτι. Έκτοτε κανείς δεν έμαθε τίποτα για αυτόν. Το σίγουρο είναι ότι έναν αιώνα μετά, η σφαγή της Τούλσα παραμένει ένα μελανό στίγμα στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών, “σφραγισμένο” από αθώους μαύρους που δολοφονήθηκαν, κρεμάστηκαν, κακοποιήθηκαν, βασανίστηκαν, βιάστηκαν, λιντσαρίστικαν, κάηκαν ζωντανοί, με μόνο τους “έγκλημα” το υψηλό βιοτικό τους επίπεδο σε μια συνοικία-υπόδειγμα, την οποία φρόντισαν να δημιουργήσουν οι ίδιοι από το μηδέν με πολύ κόπο και ιδρώτα, μέσα σε ένα κοινωνικό πλαίσιο που χαρακτηριζόταν από μίσος, ρατσισμό και ανεξέλεγκτη βία.
Σήμερα, εκατό χρόνια μετά τη θλιβερή επέτειο, η σύγχρονη Αμερική συνεχίζει να “ξερνάει” ρατσιστικό μένος σε όλα τα επίπεδα, από τις επίσημες υπηρεσίες της μέχρι τους απλούς καθημερινούς πολίτες, από την αστυνομία μέχρι τον κάθε ποτισμένο με φανατισμό ψυχασθενή, συντηρώντας μια από τις χειρότερες “παραδόσεις” της χώρας, μια παράδοση που αντιστέκεται ακόμα στα οικουμενικά δικαιώματα του ανθρώπου και περιφρονεί κάθε αξία ισότητας και ισονομίας. Τα θύματα της καταστολής και της αυθαιρεσίας, κρατικής ή μη, δεν έχουν σταματήσει δυστυχώς να γεμίζουν τον ατελείωτο κατάλογο των νεκρών που στο “βωμό” μιας σαλεμένης ιδέας περί ανωτερότητας της λευκής φυλής, βλέπουν τους θύτες τους να παίρνουν τα όπλα και να “καθαρίζουν”, ή μάλλον πιο σωστά, να καθορίζουν τις ζωές των άλλων.