Απομόνωση και κορονοϊός αύξησαν το άγχος με επιπτώσεις σε στομάχι και έντερο
Η επιβολή της καραντίνας σε συνδυασμό με την αόρατη απειλή του άγνωστου ιού αύξησαν τα περιστατικά δυσπεψίας και ευερέθιστου εντέρου. Πώς να το αντιμετωπίσουμε.
- 12 Μαΐου 2020 06:31
Την αύξηση τη συχνότητας εμφάνισης εξάρσεων λειτουργικής δυσπεψίας και σπαστικής κολίτιδας διαπίστωσαν οι γαστρεντερολόγοι κατά το διάστημα του lockdown, αποδίδοντας τις εξάρσεις αυτές στο άγχος που προκάλεσε η επιδημία του κορονοϊού στη χώρα. Αφενός οι συνθήκες εγκλεισμού, αφετέρου η απειλή για τον άγνωστο ιό και το μέλλον, επέδρασαν στην αύξηση του στρες το οποίο με τη σειρά του προκάλεσε τις έντονες ενοχλήσεις του γαστρεντερικού συστήματος.
Όπως μας εξηγεί ο γαστρεντερολόγος – ηπατολόγος, διδάκτωρ, ΜsC Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, κ. Αναστάσιος Γ. Ρούσσος, υπάρχουν τα οργανικά και τα λειτουργικά νοσήματα. Τα οργανικά νοσήματα έχουν ένα παθολογικό αίτιο όπως είναι πχ μια κακοήθεια ή ένα έλκος. Τα λειτουργικά νοσήματα είναι αυτά στα οποία δεν υπάρχει κατά βάση κάποια οργανική βλάβη. Το συχνότερο από αυτά στο γαστρεντερικό σύστημα είναι το ευερέθιστό έντερο, η λεγόμενη σπαστική κολίτιδα.
«Είναι ένα λειτουργικό νόσημα όπου αφού κάνουμε έναν έλεγχο οργανικό στους ασθενείς διαπιστώνουμε ότι δεν υπάρχει κάποια βλάβη. Παρόλα αυτά ο ασθενής υποφέρει. Ένα άλλο νόσημα είναι η λειτουργική δυσπεψία όπου υπάρχουν ασθενείς που έχουν πόνο στο στομάχι και για το οποίο επίσης κάνουμε πάλι έλεγχο και δε βρίσκουμε κάποιο έλκος ή άλλη οργανική βλάβη. Μία τέτοια γκάμα νοσημάτων στην γαστρεντερολογία αποτελούν την πλειονότητα των νοσημάτων και έχει αποδειχθεί ότι σχετίζονται με το άγχος, με στρεσογόνους παράγοντες» αναφέρει ο κ. Ρούσσος.
Όπως επισημαίνει «είναι μία αλληλεπίδραση του εγκεφάλου με το γαστρεντερικό σύστημα. Η στρεσογόνοι παράγοντες δρουν στο γαστρεντερικό και κάνουν αυτή την συμπτωματολογία. Έχουμε παρατηρήσει λοιπόν το τελευταίο διάστημα οι περισσότεροι γαστρεντερολόγοι, ότι υπάρχει μία έξαρση αυτών των νοσημάτων, δηλαδή ασθενείς οι οποίοι ήταν σε ύφεση για αρκετό χρονικό διάστημα, δηλαδή δεν τους ενοχλούσε το στομάχι ή το έντερο, έρχονται με συμπτωματολογία από τα γνωστά τους νοσήματα» .
Το ευρέθιστο έντερο και η λειτουργική δυσπεψία αποτελούν χρόνιες παθήσεις οι οποίες λόγω του άγχους παρουσίαζαν έξαρση και αυτό χωρίς να έχει αλλάξει κάτι ειδικά όσον αφορά στη διατροφή. Μάλιστα όπως αναφέρει ο γιατρός κατά την περίοδο της καραντίνας ήταν και καλύτερη η συμμόρφωση των ασθενών στις οδηγίες που είχαν δοθεί για την διατροφή.
Ο κ.Ρούσσος αναφέρει ότι υπάρχει μια γενετική προδιάθεση σε αυτούς τους ανθρώπους και η οποία λόγω του στρες εντείνει τα συμπτώματα. «Το στρες παράγει κάποιες ορμόνες οι οποίες ονομάζονται νευροδιαβιβαστές, οι οποίες δρουν στο γαστρεντερικό κι αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να εκλύουν συμπτώματα. Συμπτώματα τα οποία ταλαιπωρούν πάρα πολλές φορές τους ασθενείς. Όταν ασθενής είναι σε ύφεση σταματάει η παραγωγή των αυτών των ουσιών από τον εγκέφαλο και τα συμπτώματα ηρεμούν. Όταν όμως υπάρχει το στρες αυτό ξαναρχίζει, χωρίς βέβαια να είναι τόσο απλά τα πράγματα, καθώς υπάρχουν και παράγοντες τους οποίους δεν τους γνωρίζουμε».
Πάντως ο κ. Ρούσσος αναφέρει ότι την προηγούμενη περίοδο αυτό που διαπιστώθηκε και συνδέθηκε με την εμφάνισης συμπτωμάτων με μεγαλύτερη συχνότητα είναι η κατάσταση εγκλεισμού, η οποία αποτελεί ένα στρεσογόνο παράγοντα. «Επίσης σκεφτήκαμε ότι υπάρχει και η αγωνία για το μέλλον που επίσης προκαλεί έντονο στρες. Η αγωνία για το μέλλον θεωρείται ιδιαίτερα σημαντική. Για παράδειγμα, ο ίδιος ο ασθενής αν πριν από ένα χρόνο του λέγαμε ότι μπορεί να έχει μία ίωση και απλά να καθίσει στο σπίτι και σε 3-4 μέρες θα περάσει, δεν έδειχνε να επηρεάζεται. Ήτανε κάτι εντελώς διαφορετικό διότι γνώριζε ότι θα θεραπευτεί και ότι θα ξεκουραστεί κιόλας», τώρα όμως αυτό δεν μπορεί να γίνει.
Δύσκολη η αντιμετώπιση
Σχετικά με την θεραπευτική αντιμετώπιση των δύο νοσημάτων, όπως αναφέρει ο κ. Ρούσσος, αυτό είναι κάτι αρκετά δύσκολο. «Μερικές φορές θα προτιμούσαμε να υπάρχει κάποιο οργανικό αίτιο όπως για παράδειγμα το έλκος στομάχου όπου υπάρχουν φάρμακα τα οποία το αντιμετωπίζουν. Όταν έχουμε κάποιο λειτουργικό νόσημα αυτό είναι ένα αρκετά δύσκολο. Δυστυχώς δεν υπάρχει θεραπεία δεν υπάρχει κάποιο φάρμακο που θα το χορηγήσουμε για κάποιες μέρες και θα απαλλαγεί κανείς από το νόσημα».
Εδώ βέβαια παίζει πολύ μεγάλο ρόλο η σχέση γιατρού – ασθενούς γιατί πολλές φορές πρέπει να πειστεί ο ασθενής ότι όλα θα πάνε καλά και ότι μετά από κάποιες μέρες θα μπορέσει να ξεπεράσει τη συμπτωματολογία. «Φάρμακα δεν υπάρχουν άλλα υπάρχει κάποια συμπτωματική αγωγή όπως για παράδειγμα αν κάποιος έχει ευερέθιστο έντερο και πονάει μπορεί να πάρει κάποιο σπασμολυτικό. Όμως δε λύνεται το πρόβλημα. Αιτιολογικά ιδιαίτερη σημασία έχει η σχέση γιατρού και ασθενή» επισημαίνει ο κ. Ρούσσος.