Αντώνης Σουρούνης: 5 πράγματα που πρέπει να ξέρεις για τον συγγραφέα των “γκασταρμπάιτερ”

Διαβάζεται σε 4'
Αντώνης Σουρούνης: 5 πράγματα που πρέπει να ξέρεις για τον συγγραφέα των “γκασταρμπάιτερ”

Ο συγγραφέας του “Χορού των Ρόδων” και του “Γκας ο Γκάνγκστερ” έφυγε μια μέρα σαν σήμερα πριν από 5 χρόνια.

Πέντε χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από τη μέρα που ο Αντώνης Σουρούνης, ο συγγραφέας των γκασταρμπάιτερ, των περιθωριακών τύπων και όσων έψαχναν να πιάσουν την καλή με νόμιμο ή παράνομο τρόπο, έφυγε απ’ τη ζωή στα 74 του χρόνια. Βραβευμένος το 1995 για τον “Χορό των Ρόδων” από την Ακαδημία Αθηνών, έφυγε αφού πρώτα έζησε μία θυελλώδη ζωή και αφού κατάφερε προς το τέλος της να ζει απ’ αυτό που πάντα ήθελε: το “συγγραφιλίκι”, όπως το αποκαλούσε ο ίδιος.

Πάμε να δούμε πέντε πράγματα που οφείλεις να ξέρεις πριν βυθιστείς σε κάποιο απ’ τα σπουδαία διηγήματά του.

1. Θεσσαλονίκη-Γερμανία-Αθήνα

Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 15 Ιουνίου 1942 και στα 18 του μετανάστευσε στη Γερμανία, όπου ήδη τον περίμενε σχεδόν όλη η οικογένειά του. Έκανε ένα σωρό δουλειές, από εργάτης σε εργοστάσια και ναυτικός, μέχρι επαγγελματίας παίκτης ρουλέτας, αποκομίζοντας εμπειρίες με τις οποίες έντυσε σχεδόν όλες τις κατά βάση ημι-αυτοαναφορικές ιστορίες του.

Πέρασε μέχρι και απ’ τα γκισέ της τράπεζας ως υπάλληλος, αλλά δεν άντεχε τη ζωή του γραφείου και παραιτήθηκε μετά από 20 μήνες.

“Ο πατέρας μου τότε μου είπε ‘αν αφήσεις την τράπεζα εμείς θα πεθάνουμε’ και του λέω ‘εγώ πεθαίνω κάθε μέρα, που πάω να δουλέψω, εσείς θα πεθάνετε μια φορά τουλάχιστον’”, θα πει σε συνέντευξή του στην Ελένη Γκίκα το 2006.

Το 1970 επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη και από το 1987 άρχισε να μένει μόνιμα στην Αθήνα.

2. Παραλίγο να σκοτωθεί δουλεύοντας σε γκαζάδικο

Το βιβλίο του “Οι πρώτοι πεθαίνουν τελευταίοι”, περιγράφει την περιπέτεια ενός ναύτη σε γκαζάδικο, ο οποίος παθαίνει ένα σοβαρό ατύχημα στο πρόσωπο τη στιγμή που το βαπόρι του έμπαινε στο λιμάνι της Νέας Υόρκης. Η ιστορία είναι εμπνευσμένη από τον αληθινό τραυματισμό του το 1973, τραυματισμό που παραλίγο να του στοιχίσει τη ζωή. Σε συνέντευξή του στην Αναστασία Λαμπρία, είχε πει χαρακτηριστικά:

“Το ‘73 που χτύπησα στην Αμερική στο βαπόρι μετά από σφάλμα του καπετάνιου και του γραμματικού και έσπασε όλη αριστερή πλευρά του προσώπου μου, δεν υπήρχαν ούτε δόντια, ούτε μάτια, τίποτα, με πήραν σαν νεκρό και με πήγαν στο νοσοκομείο κι έμεινα εκεί δυο μήνες ετοιμοθάνατος. Δεν ήξεραν αν θα ζήσω, μόνο ‘γω το ‘ξερα πως δεν θα πεθάνω γιατί έπρεπε να γράψω”.

3. Έγραψε όλα τα βιβλία του στην Ελλάδα

“Δεν έγραψα ούτε μια γραμμή όταν ήμουν στο εξωτερικό, ούτε όταν ταξίδευα με τα καράβια”, θα πει στο περιοδικό “Διαβάζω” το 2006. “Όλα τα βιβλία μου τα έγραψα στην Ελλάδα, ίσως γιατί η καρδιά μου ήταν εδώ. Και μόνο με την καρδιά γράφεις, έρχονται πράγματα και στη γεμίζουν”.

Και το 2009, στην Αναστασία Λαμπρία, θα πει: “Όταν ταξιδεύεις και κάνεις εκατό δουλειές στον πλανήτη, πας από δω, πας από ‘κει, αποκτάς τόσο πολλές εικόνες και εμπειρίες, δεν έχεις το σημειωματάριο και γράφεις τι είπε ο διπλανός σου, αλλά όταν πας στο σπίτι σου, στην πατρίδα σου, τότε γράφεις”.

4. Οι “Συμπαίχτες”

Το βιβλίο που του χάρισε για πρώτη φορά την αναγνώριση ανάμεσα στους συναδέλφους του, και ανάμεσα στους αναγνώστες κυκλοφόρησε το 1977 και περιέγραφε τη δύσκολη ζωή των Ελλήνων -και όχι μόνο- μεταναστών στις βιομηχανικές πόλεις της Δυτικής Γερμανίας. Ήταν τόσο δυνατή η εντύπωση που προκάλεσε με τη γραφή του, που ο ποιητής Μιχάλης Μήτρας τον συνέκρινε με τον Τζακ Κέρουακ. Όμως ο Αντώνης Σουρούνης δεν εντυπωσιάστηκε καθόλου, και υπήρχε σοβαρός λόγος γι’ αυτό. Αγνοούσε πλήρως ποιος ήταν ο Κέρουακ.

Όπως θα παραδεχτεί αργότερα, θα ρωτήσει αν είναι “καλός αυτός ο Κέρουακ” και αφού πάρει την αναμενόμενη απάντηση, θα τρέξει σε ένα βιβλιοπωλείο της Φρανκφούρτης για να αγοράσει το “Στον δρόμο”. Και δεν θα συμμεριστεί την άποψη του Μήτρα.

“Μπαίνω σε μια μπιραρία και δίνω άλλο ένα μάρκο για μια μπίρα και κάθομαι να διαβάσω το βιβλίο. Καμία σχέση, αυτός από κει, εγώ από δω”, θα πει σχετικά.

5. Έγραφε μόνο τα ξημερώματα

Ή για να είμαστε πιο ακριβείς, έγραφε αποκλειστικά το πρωί, μόνο που για εκείνον το πρωί ξεκινούσε στις 03.00.

“Μόνο εκείνη την ώρα μπορώ να γράψω”, θα σχολιάσει σε συνέντευξή του στον “Φιλελεύθερο” της Κύπρου. ‘”Όλα μου τα βιβλία τέτοιες ώρες τα ‘χω γράψει. Για μένα αυτή η ώρα-προτού ξημερώσει η μέρα-είναι η στιγμή που κυκλοφορούν οι ιδέες στον αέρα. Κι όταν βλέπουν κάποιον που τις ψάχνει εκείνη την ώρα, οι ιδέες θα πάνε. Είναι τελείως γαλήνη, τελείως ησυχία, όλοι κοιμούνται. Αυτός που περιμένει τις ιδέες, πάνε οι ιδέες επάνω του”. Δέκα με 11 το πρωί, σταματούσε.

 

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα