ΟΝΤΡΕ ΝΤΙΓΟΥΑΝ: “ΜΙΑ ΤΑΙΝΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΤΡΩΣΗ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΤΑ ΕΠΙΚΑΙΡΗ”
Κέρδισε το Χρυσό Λιοντάρι της Βενετίας με το σοκαριστικό “Γεγονός” της, που κυκλοφορεί τώρα στις ελληνικές αίθυσες. Μιλήσαμε μαζί της για όσα οδήγησαν εδώ.
«Πάντα σκέφτομαι το ζήτημα του σώματος», λέει η Οντρέ Ντιγουάν μιλώντας γεμάτη ενέργεια και ενθουσιασμό και αγωνία για την ταινία της, πριν βραβευτεί στη Βενετία, πριν κυκλοφορήσει στόμα με στόμα πως είναι πολύ απλά μια συγκλονιστική κινηματογραφική εμπειρία που δεν επιτρέπεται να χάσει κανείς. «Μου αρέσει να σχολιάζω το σώμα σε διάφορα επίπεδα, κοινωνικά, πολιτικά αλλά και πολύ στενά και οικεία», συνεχίζει.
«Μέσω του σώματος μπορείς να πεις πάρα πολλά πράγματα».
Βρισκόμαστε σε ένα ανοιχτό tennis club, κάπου στο Λίντο της Βενετίας, την επόμενη μέρα από την πρεμιέρα της ταινίας Το Γεγονός, για να μάθουμε περισσότερα για το πώς φτιάχτηκε μια ταινία εποχής που μοιάζει με ιστορία σημερινή, και μια ταινία κοινωνική που με μοιάζει με ψυχολογικό θρίλερ. Σε μια Βενετία γεμάτη με οσκαρικές ταινίες, με στουντιακά φιλμ γεμάτα σταρ, με νέες δουλειές των διασημότερων σκηνοθετών του κόσμου, οι πάντες εκείνη την ημέρα έχουν πατήσει φρένο από την οσκαρολογία και μονολογούν για εκείνο το απίστευτο γαλλικό φιλμ που είδαν και τους γύρισε το στομάχι κόμπο.
Στην πρώτη παγκόσμια προβολή του φιλμ, όπου βρεθήκαμε κι εμείς, δεν ήταν καθόλου λίγοι εκείνοι που αποχώρησαν. Κάτι που μάλλον το λες και παράσημο για μια ταινία εποχής που ακούγεται σαν κάτι που μπορεί και να έμοιαζε ακαδημαϊκό, όμως είναι γυρισμένο λες και βλέπεις την Έλεν Ρίπλεϊ να προσπαθεί να γλιτώσει από το Άλιεν- στο Παρίσι της δεκαετίας του ‘60.
Το Γεγονός, η ταινία της Οντρέ Ντιγουάν, έφυγε τελικά από τη Βενετία με το μεγαλύτερο βραβείο όλων, το Χρυσό Λιοντάρι. (Και πόσο απίστευτο το ότι η καλύτερη γαλλική ταινία της χρονιάς δεν παίχτηκε καν στις Κάννες.) Η ταινία παίχτηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα ως ταινία έναρξης του 62ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και τώρα κυκλοφορεί επιτέλους στις αίθουσες.
«ΟΙ ΑΝΤΡΕΣ ΔΕΝ ΞΕΡΟΥΝ ΟΥΤΕ ΤΑ ΡΙΣΚΑ, ΟΥΤΕ ΜΟΙΡΑΖΟΝΤΑΙ ΤΙΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ»
Όταν μιλήσαμε με την Ντιγουάν δεν γνώριζε φυσικά πως λίγες μέρες μετά επρόκειτο να τιμηθεί με το Χρυσό Λιοντάρι από την επιτροπή του Μπονγκ Τζουν-χο, όμως στην ενέργειά της, όπως και στην ενέργεια όλων των ανθρώπων με τους οποίους μιλάμε εκείνες τις μέρες, μπορείς να νιώσεις αυτή την ένταση. Της συνειδητοποίησης πως μια πολύ σπουδαία ταινία έχει μόλις παρουσιαστεί σε ένα κοινό κατά βάση ανυποψίαστο.
Η ταινία βασίζεται στο βιβλίο της Ανί Ερνό και ακολουθεί μια νεαρή φοιτήτρια στο Παρίσι του 1963, την Αν (παιγμένη με σιωπηλή ένταση από την Αναμαρία Βαρτολομέι), η οποία μένει έγκυος χωρίς να το θέλει -ή χωρίς να γνωρίζει τι ακριβώς της συμβαίνει- και θέλει πάση θυσία να τερματίσει την εγκυμοσύνη για να μπορέσει να συνεχίσει τις σπουδές της. Όμως η έκτρωση είναι ακόμα παράνομη και κάθε εμπλεκόμενος (οι γιατροί, οι ίδια η κοπέλα) κινδυνεύουν με φυλάκιση. Κανείς δεν βάζει το χέρι του στη φωτιά για να τη βοηθήσει. «Το σεξ είναι πάντα ταμπού», λέει η σκηνοθέτης. «Και τότε δεν ήξεραν πολλά και δεν είχαν κάποιον να τους ενημερώσει. Κι οι άντρες δεν ξέρουν ούτε τα ρίσκα, ούτε μοιράζονται τις συνέπειες». Ο χρόνος για την Αν αρχίζει να μετράει αντίστροφα.
«Όταν ανακάλυψα το βιβλίο εντυπωσιάστηκα από τις διαφορές ανάμεσα στο τι νόμιζα ότι είναι “κρυφή έκτρωση” και ποια είναι η αλήθεια αυτής της διαδρομής. Υπάρχει πολλή βία σε αυτό το μονοπάτι», μας λέει η Ντιγουάν, επιστρέφοντας ξανά στα σώματα. «Άρχισα τότε να σκέφτομαι, πώς κινείται ένα σώμα σε αυτή τη διαδρομή; Πώς λες αυτή την ιστορία μέσα από αυτό το σώμα; Το όλο πρότζεκτ στήθηκε ώστε όχι να κοιτάς την Αν, αλλά να είσαι αυτή. Ήθελα να δω αν θα δούλευε αυτή η προσέγγιση χωρίς να έχει σημασία το φύλο του θεατή. Είναι ευχάριστο για μένα που είδα ότι και άντρες και γυναίκες μπορούσαν να κάνουν αυτό το ταξίδι. Αυτό χάρηκα πιο πολύ χτες», παραδέχεται μιλώντας για την παγκόσμια πρώτη του φιλμ της.
«Υπάρχει μια τεράστια οργή μέσα σε αυτό το φιλμ», λέμε μιλώντας μαζί της. Η ταινία δεν κάθεται να συζητήσει ψύχραιμα μια κατάσταση. Παίρνει από την πρώτη στιγμή δεδομένη την θέση πως αυτή είναι μια επιλογή που δεδομένα κάνει η κοπέλα, πως δεν θέλει σε καμία περίπτωση αυτό το παιδί, πως αυτό που μεγαλώνει μέσα στην κοιλιά της είναι κάτι το εχθρικό. «Ένιωθα οργή όταν διάβαζα το βιβλίο!», παραδέχεται αμέσως.
«ΕΝΙΩΣΑ ΠΩΣ ΗΤΑΝ ΕΝΑ ΠΟΛΥ ΕΝΔΟΜΥΧΟ ΘΡΙΛΕΡ»
«Η μεγάλη αλλαγή από το βιβλίο είναι ότι εκεί η ιστορία ανοίγει στο σήμερα. Η κοπέλα πάει στο γιατρό και θυμάται. Αυτό δεν το ήθελα. Ήθελα κάτι απλό και καθαρό, που να μη μπλέκει διαφορετικές περιόδους», εξηγεί. «Δεν θέλαμε να κάνουμε μια ταινία εποχής. Θέλαμε να βρούμε το σωστό επίπεδο. Σα να λέμε στο κοινό “γεια σας, είμαστε στα ‘60s, και τώρα βγάλτε άκρη”. Αναρωτιέμαι πώς θα ήταν να ζεις κάτι τέτοιο στα ‘60s, πώς θα ήταν να πατήσω το πόδι μου στο έδαφος στα ‘60s, πώς θα ήταν να κάνω το κάθε βήμα», λέει.
Η ίδια πέρασε πολύ χρόνο με την Ανί Ερνό ζητώντας από τη συγγραφέα να της εξηγήσει τι ΔΕΝ βρίσκεται μες στο βιβλίο. Αναζητούσε λεπτομέρειες για το πλαίσιο της εποχής, για την οικογένειά της, για την οπτική γωνία της. Πήγε σε ιατρικά μουσεία για να κάνει ακόμα και έρευνες σχετικές με τα εργαλεία που χρησιμοποιούνταν με βαρβαρικό τρόπο ώστε να γίνει η δουλειά που έπρεπε να γίνει. Ζήτησε από την Ερνό να διαβάσει κάθε εκδοχή του σεναρίου κι απλά να της λέει αν κάτι δεν ήταν σωστό. «Ήθελα και τις πιο μικρές λεπτομέρειες, το πώς σκέφτονταν οι άνθρωποι», λέει.
«Είχα μια πολύ συγκεκριμένη ιδέα του πώς ήθελα να το κάνω. Όταν διάβασα το βιβλίο ένιωσα πως ήταν ένα πολύ ενδόμυχο θρίλερ», παραδέχεται με ενθουσιασμό αλλά και λίγη αγωνία. Της λέμε πως πράγματι- η ταινία θύμισε αισθητική ταινίας τρόμου. «Σαν κάποια slasher ταινία, όχι από τις πολύ φτηνές, αλλά και πάλι…»
«Μα τα αγαπώ τόσο πολύ!», παραδέχεται με ένα τεράστιο χαμόγελο.
«Φαίνεται!», απαντάμε. «Η Αν είναι σαν final girl που προσπαθεί να ξεφορτωθεί κάτι εχθρικό που την κυνηγά, που είναι μέσα της». «Είναι κυριολεκτικά γραμμένο στο βιβλίο! Κάτι μεγαλώνει στην κοιλιά της. Κι ο χρόνος κυλά εναντίον της. Υπάρχει κάτι φρικτό σε αυτή την κατάσταση. Δεν χρειάζεται να εφεύρω τέρατα, είναι η πραγματικότητα αλλά είναι φρικτή, το να μην ξέρεις τι θα συμβεί στο σώμα σου, να μην αποδέχεσαι τι συμβαίνει στο σώμα σου. Είσαι νέο κορίτσι, μοναχικό, δεν ξέρεις τι συμβαίνει. Στην αρχή, ποτέ δεν ξέρεις, πίστεψέ με!», λέει η Ντιγουάν.
«Θα είμαι για πάντα ευγνώμων για το γεγονός πως δεν χρειάζεται να κάνω ποτέ στη ζωή μου μια τέτοια επέμβαση με ένα σίδερο στην κουζίνα μου και να πεθάνω», συνεχίζει σε απολύτως προσωπικό τόνο. «Γιατί έχω κάνει έκτρωση και είμαι ευγνώμων που δεν χρειάστηκε να το κάνω μόνη μου με μια βελόνα».
«ΣΧΕΔΟΝ ΛΙΠΟΘΥΜΗΣΑΜΕ ΚΙ ΟΙ ΔΥΟ. ΔΕΝ ΕΙΧΑ ΙΔΕΑ.»
Το “Γεγονός” αφορά τελικά την ελευθερία («την αγωνία του πώς θα βρει ελευθερία, αλλά και το τι είναι ελευθερία», όπως μας το θέτει η σκηνοθέτης) και το πώς αυτό αποτυπώνεται στην οθόνη με έναν αληθινά κινηματογραφικό τρόπο. «Είναι μια γυναίκα που αναζητά την ελευθερία και τη βρίσκει μόνο μέσα από κάτι το σπαρακτικό. Ήθελα αυτό να το κάνω εικόνα». Και μας εξηγεί: «Στην αρχή που είναι όλα μαζί τα κορίτσια το κάδρο είναι πιο ανοιχτό και όσο ακολουθούμε το ταξίδι της είμαστε στην πλάτη της. Όταν σπρώχνει μια πόρτα ποτέ δεν ξέρει τι θα βρει στην άλλη πλευρά και το ίδιο ισχύει με εμάς. Ήθελα το κάθε κάδρο να λέει κάτι για τη συγκεκριμένη στιγμή. Όταν γυρνάει το κεφάλι της κοιτάμε ό,τι κοιτάει».
«Προσπαθώ να είμαι αυτό το ίδιο το κορίτσι που κοιτάζει το σώμα της. Δεν είμαι κάποιο άλλο άτομο που την κοιτάει. Είμαι εκείνη που την κοιτάει», εξηγεί η Ντιγουάν.
Το κλειδί όμως εδώ είναι στην ισορροπία. Είναι μια ταινία σοκαριστική γιατί έχει ένα θέμα σοκαριστικό. «Δεν ήθελα να είμαι πιο σοκαριστική γιατί η ίδια η πραγματικότητα είναι σοκαριστική», μας λέει. «Αν έβαζα σοκ πάνω στο σοκ θα έχανα το θέμα μου». Το άλλο ζήτημα είναι οι χρονικές διαδικασίες μέσα από τις οποίες μας περνά το φιλμ. «Αν δεν θέλουμε όλα αυτά να είναι θεωρητικά αλλά να μπορέσουμε να τα μοιραστούμε ως εμπειρία, κάποιες σεκάνς πρέπει να διαρκούν για πολύ χρόνο. Για να μοιραστείς κι εσύ ως κοινό την ιδέα, πρέπει να περάσεις από τις ίδιες διαδικασίες. Δε μπορεί κάτι να κρατήσει 20 δευτερόλεπτα και να πούμε “αυτό ήταν”. Γιατί έτσι είναι κάτι θεωρητικό. Δεν είναι αυτό κάτι που ήθελα να κάνω. Θέλω η ταινία να είναι σωματική και είναι σημαντικό να ακολουθήσεις το ταξίδι της». Ακόμα κι αν είναι ένα δύσκολο ταξίδι.
Μας εξηγεί, ας πούμε, πώς αναζήτησε κατά την ίδια τη διάρκεια των γυρισμάτων τον σωστό τρόπο για να γυριστεί μια σκηνή έκτρωσης. «Καθόμουν μπροστά στην Αναμαρία και δουλεύαμε μαζί, της έλεγα να φωνάζει, φώναζα κι εγώ. Φωνάζαμε. Δεν δούλεψε αυτό. Ήθελα κάτι που να βγαίνει από τα σπλάχνα. Μετά αρχίσαμε να αλλάζουμε τα πράγματα. Της λέω, προσπάθησε να αναπνέεις σα να μην έχεις αέρα και είσαι έτοιμη να λιποθυμήσεις. Είμαι μπροστά της και το κάνουμε μαζί αυτό, σχεδόν λιποθυμήσαμε κι οι δύο. Δεν είχα ιδέα», ομολογεί.
Για τον κεντρικό ρόλο η Ντιγουάν είδε πολλές ηθοποιούς αλλά με την Αναμαρία ήρθαν πολύ κοντά. «Μιλάγαμε κάθε μέρα στο λοκντάουν, “έχεις δει αυτή την ταινία;” Ανταλλάσσαμε ταινίες, βιβλία, άρθρα, και φτάσαμε τελικά στο σετ με μια κοινή κουλτούρα και πολύ δυνατό δεσμό. Τώρα που το ξέρω αυτό δε θα δεχτώ ξανά να μην το κάνω. Προσπαθώ να ξέρω πια για ποιο άτομο γράφω», λέει. «Σκέφτεσαι ένα θέμα για δυο χρόνια και μετά συναντάς ηθοποιούς για λίγους μήνες και περιμένεις από εκείνους να είναι στο ίδιο επίπεδο έντασης με εσένα».
«Την Αναμαρία τη διάλεξα επειδή έχει μια ένταση αλλά και κάτι που αγαπώ, που έχει να κάνει με τις πολύ μικρές στιγμές. Δεν μου άρεσει να κάνω ταινίες υπέρμετρα δραματικές. Μου αρέσει να τις βλέπω αλλά όχι να τις φτιάχνω!», παραδέχεται γελώντας. «Έχω μινιμαλιστική προσέγγιση. Ήξερα ότι θα έχουμε πολλά κοντινά πλάνα και δεν ήθελα η ίδια να κάνει πολλά. Ήθελα ακρίβεια, να κάνει πολλά αλλά μέσα από ελάχιστα. Και της είπα πως δε θα τη σπρώξω κάπου που δε θέλει να πάει, θα ψάξουμε τα πάντα μαζί».
«ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΜΙΑ ΦΤΩΧΗ ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΕΚΤΡΩΣΗ;»
Ξανά, αυτή η ιδέα της κινηματογραφικής οικειότητας. Των προσώπων. Των σωμάτων. Αλλά και, εξίσου σημαντικά, της πολιτικής τους διάστασης. «Πολιτικά είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που μεταγγίζεται από μια κοινωνική τάξη σε μια άλλη», εξηγεί η Ντιγουάν. «Είναι ταξίδι, και μου αρέσει που περπατάει από έναν κόσμο στον άλλο. Δεν ανήκει πια στον κόσμο της οικογένειάς της, αλλά επίσης δεν ανήκει στον άλλο κόσμο που αναζητά. Μιλήσαμε πολύ με την Ερνό για το πώς είναι να είσαι γυναίκα που θέλει να κάνει έκτρωση, αλλά επίσης μιλήσαμε για τις κοινωνικές τάξεις, και το τι σημαίνει να είσαι μια φτωχή γυναίκα που θέλει να κάνει έκτρωση».
Η ταξική είναι μια τεράστιας σημασίας πτυχή του ζητήματος, και κάτι τελικά όχι ασύνδετο με το πώς μοιάζει ο κόσμος να επιστρέφει διαρκώς σε αυτές τις καταστάσεις, σε εποχές κρίσης και οξείας ανισότητας. «Δυστυχώς όταν κάνεις μια ταινία για έκτρωση ξέρεις ότι κάπου στον κόσμο θα είναι επίκαιρη και θα αφορά όλο και περισσότερο», λέει. «Αυτό που συμβαίνει τώρα στο Τέξας; Μου φαίνεται απίστευτο, ποτέ δε θα πίστευα όταν αρχίσαμε να γράφουμε την ταινία ότι το Ανώτατο Δικαστήριο θα δεχόταν την ιδέα του να συμβαίνει κάτι τέτοιο και να ανοίξουν έτσι ξανά οι πύλες»
«Μου αρέσει η ιδέα του να κάνω ταινίες και τέχνη που μπορεί να αλλάξει το βλέμμα σου και το μυαλό σου, είναι κάτι μαγικό», καταλήγει ταξιδεύοντάς μας σε ένα μέρος προσωπικό για την ίδια, σινεφιλικά και όχι μόνο. «Πέρασα αυτή τη διαδικασία κι εγώ στη ζωή μου. Είναι ένα συγκεκριμένο βιντεοκλάμπ πολύ σημαντικό για μένα για παράδειγμα, μου δανείζει DVD και με παίρνει και μου λέει, Οντρέ, καθυστέρησες τρεις μέρες την ταινία. [γελάει] Έχω ένα κόλλημα με τα ‘90s γενικά, ξέρεις;», κάνει μια παράνθεση στη σκέψη της με σχεδόν απολογιστικό τόνο. Εμείς εδώ φυσικά δεν κρίνουμε. Οπότε προχωράμε. Πέρα από τα ‘90s.
«Ο τύπος από το μαγαζί μου λέει μια φορά, έχεις δει Κόρε-εντα; Και Μουντζίου, μια άλλη. Αναφέρω τον Μουντζίου τώρα γιατί έχει επίσης γυρίσει ταινία για έκτρωση. Είναι κάτι που μου έδωσε κίνητρο και μου άνοιξε τα μάτια ώστε να συνεχίσω τη διαδικασία…», λέει με μια ταπεινότητα αλλά κι ένα πείσμα στην στάση του σώματός της και στον τόνο της φωνής της. «Όλοι μαζί δουλεύουμε και βάζουμε το μικρό πετραδάκι μας στον μεγάλο τοίχο».