50 χρόνια “Κουρδιστό Πορτοκάλι”: Τα βασανιστήρια του Κιούμπρικ και τα εγκλήματα που συνδέθηκαν με την ταινία
Σε πρόσφατη συνέντευξή του ο πρωταγωνιστής της ταινίας-ορόσημο, Μάλκομ ΜακΝτάουελ, θυμίζει πόσο δύσκολα πέρασε στα γυρίσματα, εξηγεί γιατί τον επέλεξαν αλλά και πώς είναι τόσα χρόνια να κουβαλά τη βαριά κληρονομιά της στις πλάτες του.
- 04 Οκτωβρίου 2021 13:53
Πενήντα χρόνια από τη μέρα που ένα μυθιστόρημα βρήκε τον δρόμο του στη μεγάλη οθόνη, με τον ίδιο τον συγγραφέα του να αγνοεί ότι αυτή ακριβώς ήταν και η στιγμή που επέτρεψε την αυτοϋπονόμευση της αυτονομίας του έργου του, ότι από εκείνη τη μέρα και μετά, το βιβλίο “Κουρδιστό Πορτοκάλι” θα έπαυε μία και καλή να υπάρχει ως κάτι το αυτόνομο, ξεκομμένο από τα pop culture απόνερα της παλίρροιας που θα ξεσήκωνε η ταινία.
Ο εμβληματικός πρωταγωνιστής, Μάλκομ Μακντάουελ, στα 78 του χρόνια πια, δείχνει να έχει αποδεχτεί ότι η καριέρα του έφτασε στο peak της, με το ξεκίνημά της. Θα μπορούσε να κάνει διαφορετικά; Κι όμως, έτσι πίστευε καθ’ όλη τη διάρκεια των 70s.
Σύμφωνα με όσα είπε σε πρόσφατη συνέντευξη στην NME, τον πρώτο καιρό δεν ήθελε καν να ακούει για το αριστούργημα του Στάνλεϊ Κιούμπρικ.
“Τα πρώτα 10 χρόνια που ακολούθησαν μετά την ταινία, τη μισούσα”, θα πει. “Την είχα σιχαθεί. Δεν ήθελα να μιλάω καθόλου για αυτό το γαμημ@#$ πράγμα, το είχα ξεπεράσει. Έλεγα: ‘Κοίτα, είμαι ηθοποιός, πρέπει να παίξω κάποιον σπουδαίο ρόλο στη ζωή μου, κοιτάω μπροστά’. Στη συνέχεια, συνειδητοποίησα ότι ήταν ένα αριστούργημα και ότι εγώ ήμουν ένα πάρα πολύ σημαντικό κομμάτι του. Οπότε κατάλαβα ότι έπρεπε απλά να το αποδεχτώ και να το απολαύσω”.
Η ταινία που έκανε πρεμιέρα τα Χριστούγεννα του 1971, αλλά βγήκε σε ευρεία κυκλοφορία το 1972, ακολουθούσε έναν αινιγματικό κακοποιό και τη συμμορία του, καθώς έπιναν γάλα γεμάτο παράνομες ουσίες και έσερναν μαζί τους ένα ανεξέλεγκτο κύμα βίας σε κάθε γωνία της δυστοπικής Αγγλίας από όπου περνούσαν.
Η ταινία απαγορεύτηκε γρήγορα σε πολλές χώρες, με τον ίδιο τον Κιούμπρικ να ζητάει ακόμα κι αυτός το 1973 την απόσυρσή της από τους βρετανικούς κινηματογράφους για δύο λόγους: πρώτον, εξαιτίας των απειλών κατά της ζωής του και κατά δεύτερον γιατί τα ταμπλόιντς συνέδεσαν την ταινία με ένα σωρό εγκληματίες που υποτίθεται ότι επηρεάστηκαν απ’ αυτήν.
Σήμερα όμως, η φήμη της έχει πια αποκατασταθεί, το βαθύτερο νόημά της έχει ερμηνευτεί, μελετηθεί, και οι προειδοποιητικές βολές που έριχνε για την επικίνδυνη κατεύθυνση όπου όδευε η κοινωνία, έχουν πλέον εκληφθεί ως τουλάχιστον προφητικές.
Ζητήματα όπως ο έλεγχος του μυαλού και ο new age αυταρχισμός, έγιναν τρομακτικά επίκαιρα την εποχή της κυριαρχίας του Τραμπ, των social media και της παράνοιας των αντιεμβολιαστών.
“Αυτή η ταινία ήταν μια προειδοποίηση”, συνεχίζει ο ΜακΝτάουελ. “Κοίτα, μόλις βγήκαμε σώοι από την προεδρία του Τραμπ. Θεέ μου, πώς επιβιώσαμε απ’ αυτό δεν θα το μάθω ποτέ. Τα προειδοποιητικά σημάδια ήταν όλα εκεί, ήταν όλα μέσα στην ταινία”.
Γιατί ο ΜακΝτάουελ;
Ο Κιούμπρικ διάλεξε τον ΜακΝτάουελ ως πρωταγωνιστή της ταινίας του, αφού πρώτα τον είδε στο “If…” του 1968. Όχι όμως επειδή στον ρόλο του εκεί διέκρινε έναν ηθοποιό που θα μπορούσε να παίξει έναν επαναστατικό αντιήρωα, γεμάτο με βίαια ξεσπάσματα.
“Τον ρώτησα γιατί με διάλεξε. Το σκέφτηκε και μού απάντησε: ‘Γιατί μπορείς να αποπνέεις ευφυΐα στην οθόνη’”, λέει ο 78χρονος σήμερα ηθοποιός.
Βλέπεις, ο πρωταγωνιστής του “Κουρδιστού Πορτοκαλιού” ήταν ένας κακοποιός, αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Όλες αυτές οι ασυνήθιστες γωνίες του, όπως η απρόσμενη αγάπη του για την κλασική μουσική, έδειχνε ότι μπροστά μας είχαμε να κάνουμε με έναν πιο πολυεπίπεδο εγκληματία. Και έτσι ο Κιούμπρικ ήταν καταδικασμένος να ψάξει έναν ηθοποιό που να μπορούσε να το βγάλει αυτό στην οθόνη.
“Ο Κιούμπρικ άφησε το βιβλίο κάτω και μού είπε ότι αυτό ακριβώς δεν μπορούσε να μεταδώσει, αλλά τότε είδε και ξαναείδε την εισαγωγική μου σκηνή στο “If…”, και τότε γύρισε στην γυναίκα του και της είπε “βρήκαμε τον Άλεξ μας”.
Εννοείται ότι ο ΜακΝτάουελ δεν κατάφερε να βρει από την πρώτη στιγμή το ύφος που απαιτούταν να έχει ένας τόσο περίπλοκος χαρακτήρας. “Ήξερα ότι ήταν ένας σπουδαίος ρόλος, αλλά δεν γνώριζα και πώς να τον φέρω στη ζωή”, λέει. “Το βρήκα καθώς προχωρούσα. Δεν συνειδητοποίησα από την αρχή ότι αυτός ο ρόλος θα έπρεπε να έχει ένα πολύ συγκεκριμένο στυλ και όχι απαραίτητα ρεαλιστικό. Πολύ σύντομα όμως άρχισα να το καταλαβαίνω. Ήταν σχεδόν σαιξπηρικό το ύφος που χρειαζόταν”. Και συνεχίζει:
“Πέρασα 18 πολύ βαρετούς μήνες από τη ζωή μου στο Royal Shakespeare Company, πράγμα που όμως με βοήθησε τελικά να χειριστώ τη γλώσσα σωστά σε αυτό το κομμάτι και να σταματήσει να με τρομάζει”.
Στην ερώτηση του δημοσιογράφου της NME, για το αν ένιωσε απ’ την πρώτη στιγμή πόσο αμφιλεγόμενη θα θεωρούταν τελικά η ταινία, η απάντησή του είναι ξεκάθαρη: “όχι”.
“Φυσικά και μπορούσε να σε αναστατώσει ψυχολογικά, ήταν ενοχλητική, αλλά μόλις είχα δει το ‘The Wild Bunch’, αυτό το γουέστερν που ήταν γεμάτο με πυροβολισμούς και μαζικές δολοφονίες σε αργή κίνηση. Και ήταν εκπληκτικό. Σε σύγκριση με αυτό το γουέστερν, η δική μας παραγωγή ήταν σαν ταινία της Disney.
Η βία της ιστορίας δεν είχε τίποτα το ιδιαίτερο, απλά σε ένα σημείο κλωτσούσαμε έναν ηλικιωμένο άντρα και αυτό ήταν όλο. Θέλω να πω, ότι ακόμη και στον βιασμό της γυναίκας του Μπράις, ο Άλεξ τραγουδάει το “Singin’ In The Rain”, για όνομα του Θεού”.
Τα “βασανιστήρια” του Κιούμπρικ
Όσο μεγαλοφυής ήταν ο Κιούμπρικ, άλλο τόσο διαβόητος ήταν και για το πόσο σκληρός ήταν με τους ηθοποιούς του, για το πόσο συχνά τους έφερνε σε δύσκολη θέση.
“Για τέσσερις μέρες ο Μάλκολμ με έβριζε και με χτυπούσε στα αλήθεια”, αποκάλυψε αργότερα η η ηθοποιός Άντριαν Κόρι. “Μια σκηνή γυρίστηκε 39 φορές μέχρι που ο Μάλκολμ είπε: ‘Δεν μπορώ να την χτυπήσω άλλο!’”.
Ο Κιούμπρικ δικαιολογούσε αυτήν τη συμπεριφορά λέγοντας ότι η σπουδαία υποκριτική επιτυγχάνεται “όταν οι ηθοποιοί είναι απροετοίμαστοι” και παρασύρονται απ’ το συναίσθημα. Ωστόσο, μερικές φορές η προσέγγισή του ξέφευγε πολύ πέρα από τα επιτρεπτά όρια.
“Θυμάμαι έναν από τους ηλεκτρολόγους να μου λέει: “προσπαθεί να σε σκοτώσει Μαλκ, προσπαθεί να σε σκοτώσει”, θυμάται ο ΜακΝτάουελ. “Χωρίς καμία αμφιβολία ήταν ένα control freak σε όλα του”.
Κατά τη διάρκεια μίας σκηνής όπου έπρεπε να γυρίσουν έναν ξυλοδαρμό ο Μακντάουελ έσπασε μερικά πλευρά ενώ στην κλασική σκηνή, όπου τον έχουν πια συλλάβει και τον “θεραπεύουν”, εξαναγκάζοντάς τον να βλέπει σκηνές βίας, κρατώντας με το ζόρι ανοιχτά τα μάτια του, ο ηθοποιός τυφλώθηκε προσωρινά καθώς γρατζουνίστηκε ο κερατοειδής του.
“Ο Κιούμπρικ αρχικά μού έδειξε μια φωτογραφία αυτής της σκηνής, με ρώτησε πώς μου φαίνεται και του λέω ‘τι εννοείς πώς μου φαίνεται; Πρόκειται για μια επέμβαση στα μάτια’. Και μου λέει: ‘θα ήθελα να το κάνεις αυτό’. ‘Τι; Δεν υπάρχει περίπτωση! Όχι!’, του απάντησα, αλλά είχε ήδη φέρει έναν γιατρό από το Moorfields Eye Hospital του Λονδίνου για να μου εξηγήσει πώς μού το έκαναν. ‘Δεν θα νιώσεις τίποτα’, μου υποσχέθηκε. Τελικά τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν ακριβώς έτσι.
Ξύνουν τους κερατοειδείς μου και μετά από μια εβδομάδα ο Κιούμπρικ έρχεται και μου λέει: ‘Έχω δει όλα όσα γυρίσαμε και είναι υπέροχα, αλλά χρειάζομαι ένα πραγματικά κοντινό πλάνο’. Και του λέω: ‘και γιατί δεν το κάνει ο κασκαντέρ. Για αυτό πληρώνεται’. ‘Μάλκολμ, πρέπει να είναι τα δικά σου μάτια’. Έτσι έπρεπε να επιστρέψω και να το ξανακάνω. Και φυσικά, ξύνουν τους κερατοειδείς μου ξανά. Αυτό ήταν ένα πραγματικό βασανιστήριο. Αλλά ξέρεις κάτι; Άξιζε τον κόπο”.
Δεν προκαλεί, λοιπόν, καμία εντύπωση το γεγονός ότι στο τέλος των γυρισμάτων, ο ΜακΝτάουελ ήταν “εντελώς εξαντλημένος, και συναισθηματικά και σωματικά”, όπως θα παραδεχτεί.
Υπήρξαν πράγματι εγκλήματα επηρεασμένα από την ταινία;
Η εικόνα τεσσάρων βίαιων κακοποιών ντυμένων ομοιόμορφα, με λευκά κοστούμια, μαύρα καπέλα και μπότες, αλλά και οι σκηνές με πειράματα σε ανθρώπους, θύμισαν σε πολλούς θεατές τις ναζιστικές πρακτικές του -πολύ πρόσφατου για τότε- παρελθόντος.
Υπήρξαν ακόμη και εγκλήματα που συνδέθηκαν με το περιεχόμενο της ταινίας. Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια της δίκης ενός 16χρονου Βρετανού που σκότωσε έναν άστεγο, αναφέρθηκε ότι επηρεάστηκε από την ταινία, για την οποία είχε απλώς ακούσει από φίλους.
Ένας άλλος 16χρονος καταδικάστηκε για τον άγριο ξυλοδαρμό ενός μικρότερου παιδιού ενώ ήταν ντυμένος όπως ακριβώς οι ήρωες της ταινίας. Στο Λάνκασιρ, ένα 17χρονο κορίτσι βιάστηκε από μια συμμορία η οποία φέρεται να τραγουδούσε το “Singin’ In The Rain”, όπως ακριβώς και στην αντίστοιχη σκηνή της ταινίας -μόνο που εδώ το είχαν αλλάξει σε “Singin’ In The Rape (βιασμός)”.
Ο Κιούμπρικ είχε αρνηθεί δημόσια ότι μία ταινία είναι δυνατόν να εμπνεύσει τη βία, να την προκαλέσει και στην πρόσφατη συνέντευξή του ο Μακντάουελ, θα συμφωνήσει μαζί του.
“Εκείνη την εποχή, την εποχή του Βιετνάμ, υπήρχε περισσότερη βία στις ειδήσεις. Αν ήθελες να δεις πραγματική βία και μωρά να καίγονται από ναπάλμ, το μόνο που είχες να κάνεις ήταν να ανοίξεις την τηλεόραση”.
Σήμερα
50 χρόνια μετά, τα βασικά ερωτήματα που έθεσε τότε η ταινία συνεχίζουν να προσελκύουν επίδοξους αναλυτές-θεατές. Θα έπρεπε να επιτρέπεται στον Άλεξ να σκοτώνει, εφόσον θα τιμωρείται μετά γι’ αυτό ή δεν θα έπρεπε, και άραγε αυτό θα σήμαινε ότι η ελεύθερη βούληση πάει περίπατο; Είναι η αυτονομία του ατόμου μεγαλύτερης ζωτικής σημασίας από την ασφάλεια των υπολοίπων ή πρέπει να υποτάσσεται στις κοινωνικές ανάγκες; Τα μεγάλα ερωτήματα κάνουν και τις μεγάλες ταινίες.
“Το ‘Κουρδιστό Πορτοκάλι’ είχε πάντα το κοινό του”, υποστηρίζει ο ΜακΝτάουελ. “Και πάντα η νέα γενιά φοιτητών, με το που μπαίνει στο κολλέγιο την ανακαλύπτει, είναι κάτι σαν ιεροτελεστία”.
Και τελικά, πώς τον κάνει να νιώθει μετά από τόσα χρόνια, το γεγονός ότι αποτελεί το κεντρικό πρόσωπο σε μία αφίσα, που έχει περάσει από τα δωμάτια χιλιάδων ανθρώπων, εκπροσωπώντας κάτι πολύ συγκεκριμένο; Μάλλον πολύ άνετα, θα έλεγε κανείς.
“Κάνεις μια ταινία σαν αυτήν, είναι ιστορική, την παίρνεις και τη βάζεις στο θησαυροφυλάκιο. Δεν μπορείς να την προσπεράσεις, και ας είμαι πια σίγουρα ένας πολύ διαφορετικός άνθρωπος από ότι ήμουν όταν την έκανα. Ήμουν παιδί ακόμη τότε. Αλλά αν με ρωτάς, αν χαίρομαι που το έκανα; Απολύτως. Είναι μία ταινία-ορόσημο”.
Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις