Νάνος Βαλαωρίτης: Μια κατάδυση στην ποίηση ενός αγέραστου μυαλού
Το 1944 μετά από προτροπή του Σεφέρη, ο Βαλαωρίτης ταξίδεψε στο Λονδίνο για να βοηθήσει στην ανάπτυξη λογοτεχνικών δεσμών μεταξύ Ελλάδας και Βρετανίας. Μια μικρή αναδρομή στο αστείρευτο έργο ενός μυαλού που έδωσε τον δικό του πνευματικό αγώνα για την ανάδειξη των ελληνικών γραμμάτων σε όλο τον πλανήτη.
- 15 Σεπτεμβρίου 2019 08:31
Πλήρης ημερών έφυγε την Παρασκευή σε ηλικία 98 ετών ο διανοούμενος και ποιητής, Νάνος Βαλαωρίτης, αφήνοντας πίσω του μια τεράστια παρακαταθήκη.
Η πρώτη του εμφάνιση ως ποιητής ήταν μόλις στα 18 του χρόνια με έργα του να δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό “Νέα Γράμματα”. Έκτοτε άρχισε να δημοσιεύει σε ελληνικά και ξένα περιοδικά, ενώ το 1947 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή υπό τον τίτλο “Η τιμωρία των μάγων”.
Η δεύτερη ακολούθησε το 1958 με τίτλο “Η κεντρική στοά”, ενώ εξέδωσε και συλλογή με ποιήματα στα γαλλικά. Το 1959 ανέβασε το μονόπρακτό του “Κούτσουρα” στο “Θέατρο Τέχνης” του Καρόλου Κουν.
Ήταν ο πρώτος που μετέφρασε στο Λονδίνο εκτενώς Έλληνες ποιητές του 1930 -Σεφέρη, Ελύτη, Εμπειρίκο, Εγγονόπουλο, Γκάτσο. Στην Αγγλία έζησε άλλωστε από το 1944 έως το 1953 όπου και γνώρισε τον Έλιοτ και όλο τον κύκλο του. Συνάντησε τους Τ.Σ. Έλιοτ, Γ.Χ. Όντεν, Ντύλαν Τόμας και εργάστηκε για τον Λούις ΜακΝις στο BBC.
Το ποίημά του “Ποια θάλασσα” είχε μελοποιηθεί από τον Βασίλη Δημητρίου με τον Χρήστο Θηβαίο να είναι στην ερμηνεία του.
Το ποίημα “Κάποιος” είχε αντιστοίχως μελοποιηθεί από το συγκρότημα Ωχρά Σπειροχαίτη.
Ο Βαλαωρίτης ασπάστηκε τον σουρεαλισμό και από το 1954 μέχρι το 1960 μετείχε ενεργά στην ομάδα των σουρεαλιστών του Παρισίου. Εκεί γνώρισε και τη σύζυγό του, την Αμερικανίδα Μαρί Γουίλσον (1922-2017).
Στην Ελλάδα επέστρεψε το 1960 και από το 1963 μέχρι το 1967 ήταν εκδότης του λογοτεχνικού περιοδικού “Πάλι”.
Παρακάτω ο ίδιος ο ποιητής διαβάζει αποσπάσματα από το σπουδαίο έργο του (Εκτός Θέματος, Άρδην και Υδροκυάνιο):
Με τον ερχομό της Χούντας το ’67 έφυγε για τις ΗΠΑ αυτοεξόριστος όπου άρχισε να διδάσκει συγκριτική λογοτεχνία και δημιουργικό γράψιμο στο πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο, μια θέση που κράτησε για 25 χρόνια.
Το 1983 βραβεύτηκε με το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του “Μερικές γυναίκες”, ενώ είχε αρνηθεί ανάλογη βράβευση το 1958. Το 1976 είχε επίσης αρνηθεί την πρόταση να γίνει αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Το 1996 έλαβε το βραβείο του Ν.Ρ.Α. (National Poetry Association – Αμερικανική Εταιρεία Ποίησης), ένα βραβείο που είχε δοθεί προηγουμένως στους Φερλινγκέττι, Γκίνσμπεργκ και άλλους. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας του απένειμε τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος Τιμής (2006).
Το Δεκέμβριο του 2009 του απονεμήθηκε το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του.
Ακολουθούν ακόμη πέντε ποιήματα από το διαχρονικό και μεγάλο ποιητικό του έργο, ενώ αξίζει να σημειωθεί πως συνολικά κυκλοφόρησε τριάντα συνολικά ποιητικές συλλογές, δεκατρία πεζογραφήματα και εννέα δοκίμια.
Δειπνοσοφιστές
Σώματα χωρίς πρόσωπα συγκεκριμένα
Πρόσωπα χωρίς σώματα σχηματισμένα
Που σβήνουν μόλις σβήσει ο ήλιος
Με το θόρυβο μιας γραφομηχανής
Με μπράτσα γυμνά ρωμαλέα στο πλάι τους
Αντρειωμένοι ροχαλίζουν στον ύπνο τους
Και βλέπουν πως το χάος τούς νίκησε
Στα σιδερένια σαλόνια του ύπνου
Εξαϋλωμένα αισθήματα στην παραλία
Των υπνοδοχείων της Μέσης Κατηγορίας
Καμωμένη από χρώματα και αρώματα
Η ωραία Ελένη ντυμένη της μόδας
Ρεμβάζει κι αναρωτιέται τί κάνει
Καθισμένη σ’ ένα τραπέζι με άλλους
Κοιτώντας νωχελικά το αργόσχολο
Πλήθος της ζέστης της άσπρης σεζόν
Κι εγώ προσπαθώ να την πείσω
Να κάνουμε μπάνιο τη νύχτα οι δυο μας γυμνοί
Αφήνοντας στην παραλία τα ρούχα μας
Και με ρωτάει αν το νερό θα’ ναι κρύο.
10.4.1983 – 12.1.1984
Νάνος Βαλαωρίτης. 1996. Ήλιος ο δήμιος μιας πράσινης σκέψης. Αθήνα: Καστανιώτης.
Η μπαλάντα του ξενιτεμένου
για τον Κωσταντίνο Ν.
Βαρέθηκα τις φωνές των Ελλήνων
Βαρέθηκα τις φωνές των Σειρήνων
Με παρακολουθούνε άγρυπνα μάτια
Νύχτα μέρα με στοιχειώνουν οι Οδυσσείς
Με τα ψευδολογήματά τους
Με καρπαζώνουν οι αναμνήσεις
Σαν ρούχα που κρέμονται από σκοινί
Βαρέθηκα το Νέο Κόσμο κι ο Παλιός
Δεν μου ’δωσε σκοινί ν’ απλώσω τα αισθήματά μου.
Τα αισθήματά μου είναι βρεγμένα ακόμη
Απ’ το βροχερό ετούτο χειμώνα
Θέλω να πάω κάπου μα δεν ξέρω πού
Αφού δεν είμαι ούτε στη δύση ούτε
Στην ανατολή. Μπροστά μου ο ήλιος
Ανατέλλει και πίσω ο ήλιος βασιλεύει.
Πώς κατάντησα εδώ πέρα χοίρος
Στης Κίρκης το νησί; Πώς κατέληξα
Να γίνω Ελπήνορας και κολαζίστας
Που πέφτοντας έσπασε το κρανίο του
Απ’ τη σοφίτα του σπιτιού του;
Με τον Ερμή για γραφομηχανή
Γράφω να σκορπίσω μαύρες σκέψεις
Έρχεσαι εδώ να δρέψεις
Τους καρπούς του Ελδοράδο
Και σου μένει ο χρόνος ρέστος
Δυτικά του Κολοράντο.
Είμαι ένας μετατοπισμένος
Στα πλάτη της άλλης ηπείρου
Κάνω βόλτες πάνω κάτω
Πέντε επί δεκάξι μέτρα
Και περιμένω γράμματα
Για να διασχίσω τα γεράματα.
Έχω μια μικρή σκυλίτσα
Που την ονομάζω Λίτσα
Που χαίρεται όταν με βλέπει
Να ετοιμάζω μια βαλίτσα
Για να πάω στο Κολοράντο
Να διαβάσω ποιήματα
Με τον ποιητή Κορράντο.
Αχ κύριε κύριε Κωσταντίνε
Που όλο πίνε πίνε
Και σου ’ρθε ο ουρανός σφοντύλι
Σου άναψα ένα καντήλι
Στην καρδιά μου.
6.5.1983
Νάνος Βαλαωρίτης. 1996. Ανιδεογράμματα. Αθήνα: Καστανιώτης.
Τροία
Πόσοι στο πέλαγος πόσοι πνιγμένοι
Κι όσοι γυρίζοντας θα ναυαγήσουν
Όλοι περίμεναν να σ’ αντικρίσουν
Μονάχα ο θάνατος δεν περιμένει.
Στις αμμουδιές θυμήσου οι πεθαμένοι
Καθώς περνάς γυρεύουν να μιλήσουν
Κείνα που χτίσαμε θα μας γκρεμίσουν
Μοιάζει να νίκησαν οι νικημένοι.
Τούτη την άνοιξη κανείς δεν ξέρει
Ο ποταμός μού γέμιζε το στόμα
Κι ο ήλιος με κρατούσε από το χέρι.
Τ’ άλογα γύρισαν χωρίς το σώμα
Όταν ξανάρθαμε το καλοκαίρι
Θεέ μου πώς άλλαζαν οι πύργοι χρώμα.
Νάνος Βαλαωρίτης. 1983. Ποιήματα, 1 (1944–1964). Αθήνα: Ύψιλον.
Η γέννηση του κόσμου
Λένε πολλοί ότι ο Κόσμος γεννήθηκε ανάποδα.
Μ΄αυτό δεν είναι αλήθεια. Όσοι ήταν εκεί είπανε ότι γεννήθηκε κανονικά, με το κεφάλι κάτω κι όχι με τα πόδια απάνω.
Η μάνα του Κόσμου ήταν μια φοβερή, μια μέγαιρα με τριχωτό κεφάλι, με νύχια και με δόντια σουβλερά σαν βελόνες.
Αλλά ο Κόσμος ήταν όμορφος -ωραίος από την πρώτη στιγμή και τον καμάρωσε πρώτα ο ήλιος, ο θείος του και η σελήνη η θεία του κι ύστερα όλα τ΄ άστρα τ΄ουρανού τα ξαδέρφια του.
Κατόπιν τον καμάρωσαν η θάλασσα και τα βουνά ύστερα τον καμάρωσαν τα ποτάμια, οι βράχοι, τα δέντρα, οι βροχές, τα σύννεφα.
Όλοι τον καμάρωναν ίσαμε και τ΄΄άγρια και τα ήμερα θεριά και τα πουλιά και τα ερπετά και στο βυθό της θάλασσας τα ψάρια.
Μόνο ένας δεν τον καμάρωνε, ο Πατέρας του.
Αυτός ήταν ζηλιάρης και φθονερός και λεγόταν Άβυσσος. Ήρθε μια μέρα στη μάνα του και προσπάθησε να ρίξει τον Κόσμο κάτω από ΄να μεγάλο γκρεμνό που του άνοιξε μπροστά του.
Μα οι άγγελοι δώσανε στον Κόσμο φτερά και πέταξε. Και οι δαίμονες ακόμα τον μακάριζαν καθώς πετούσε.
Τότες για να εκδικηθεί ο ΄Αβυσσος πήγε κι έκανε τρία άλλα παιδιά με τη Μέγαιρα τη μάνα του- έκανε το Χρόνο, τη Φθορά και το Κενό.
Από τότες οι τρεις αυτοί συναγωνίζονται ποιος θα καταλύσει πρώτος τον ωραίο Κόσμο- που για μια στιγμή τον έχουμε κι ύστερα τον χάνουμε όλα εμείς τα πλάσματα της Στιγμής που μας τρώει η Φθορά μετά από λίγα Χρόνια και ξαναγυρίζουμε στο Κενό.
Κατάσταση πολιορκίας
Πολιορκούμεθα λοιπόν
Πολιορκούμεθα από ποιον
Από σένα κι από μένα απ’ τον τάδε και τον δείνα
Πολιορκούμεθα στενά
Από σύνορα, τελωνεία, ελέγχους διαβατηρίων, την Ιντερπόλ, τη στρατιωτική
Αστυνομία, τα τανκς, τη ρητορεία, τη βλακεία,
Απ’ τα παράσημα, τις στολές, τους εκφωνηθέντας λόγους
Τις υποσχέσεις, τις ψευτιές, την κουτοπονηριά
Τη δήθεν αγανάκτηση των ιθυνόντων, την υποκρισία
Την τηλεόραση, τη ραδιοφωνία, τα σαπούνια, τ’ απορρυπαντικά
Τις διαφημίσεις, τον τουρισμό, τα οργανωμένα ταξίδια, τις κρουαζιέρες
Τις γκαζιέρες, τα ψυγεία, τις κατασκηνώσεις, τους προσκόπους,
Τ’ άρθρα για την εκπαίδευση, την πολυκοσμία, τη σκόνη, τις ποιητικές συλλογές
Την έλλειψη ύδατος, τα λιπάσματα, τα νεύρα, την κακή χώνεψη, τη φαλάκρα,
Τους εφοπλιστές, το ποδόσφαιρο, τα λεωφορεία, την ακρίβεια, τις παθήσεις
Της σπονδυλικής στήλης, τη γραφειοκρατία, την καθυστέρηση, τις διαβεβαιώσεις,
Τις κριτικές, την εκκλησία, τα βασανιστήρια, τους καιροσκόπους,
Την υποψία, τους κατατρεγμούς, το φόβο, τη θρασύτητα, τους διαγωνισμούς
Καλλονής, την έλλειψη χρημάτων, την έλλειψη δικαιωμάτων, πολιορκούμεθα από τους βάναυσους
Τους άναρθρους, από τις μαύρες σκέψεις μας. Από τον εαυτό μας
Κι απ’ ό,τι άλλο βάλει ο νους σας πολιορκούμεθα στενά.