Survivor: Πώς το πρόγραμμα που δεν ήθελε κανείς έφτασε στην κορυφή της τηλεθέασης
Το Survivor βρίσκεται στις ΗΠΑ στην 20η χρονιά (και 40η σεζόν) και όχι μόνο δεν έχει βαρεθεί κανείς, αλλά τα νούμερα της τηλεθέασης βελτιώνονται. Και όμως, ο δημιουργός του περιέφερε την ιδέα για τρία χρόνια, ωσπου δέχθηκαν να τη δοκιμάσουν οι Σουηδοί.
- 18 Ιανουαρίου 2021 06:39
Aυτοί που δημιούργησαν τον όρο reality show τον εξηγούν ως “τηλεοπτικό πρόγραμμα, για συνηθισμένους ανθρώπους, οι οποίοι κινηματογραφούνται σε πραγματικές συνθήκες”. Έτσι το διαβάσαμε στο λεξικό του Cambridge, έτσι σας το μεταφέρουμε. Ο πολυαγαπημένος Γιώργος Μπαμπινιώτης έχει δώσει (φευ) ως συνώνυμα το “εκπομπές καθημερινότητας” και το “ιστορίες από τη ζωή”.
Για να υπάρχουν 78 χρόνια στη ζωή μας, προφανώς κάτι κάνουν σωστά. Ή κάτι κάνουμε εμείς λάθος (ουκ ολίγες έρευνες έχουν δείξει πως η επιτυχία τους συνδέεται άμεσα με την πρόσβαση στην ‘κλειδαρότρυπα’ της ζώης άλλων -που πλέον προσφέρουν και τα social networks). Δεν είναι όμως, αυτό το θέμα μας. Ούτε το πόσο έχει χαθεί το πραγματικό, μέσα στις ακριβές παραγωγές, τον πλήρη έλεγχο των καθ’ ύλην αρμοδίων ως προς το “αφήγημα” που τελικά, φτάνει σε εμάς και το πόσο υποψιασμένοι είναι οι μετέχοντες -ως προς το τι θα τους δώσει τηλεοπτικό χρόνο. Το θέμα μας είναι πώς ξεκίνησαν όλα, πώς εξελίχθηκαν και πώς γίνεται το ίδιο project να ‘στέκεται’ στο τηλεοπτικό πρόγραμμα μιας χώρας επί 20 συναπτές σεζόν και να παραμένει επιτυχημένο.
Καλωσήρθες στο μαγικό κόσμο του Survivor και της λατρείας των κατοίκων αυτού του πλανήτη να ασκούν κοινωνική κριτική σε ανθρώπους που δεν επηρεάζουν τη ζωή τους -αλλά τους βοηθούν να μη τη σκέφτονται. Ας δούμε πώς εξελίχθηκε το είδος έως το ‘φαινόμενο’ που χρόνο με το χρόνο ‘άνοιγε’ τα όρια, χωρίς να χάνει τις βασικές αρχές. Κατά το Ringer αυτές είναι η κοινωνική πολιτική (θες να πούμε PR;), η αδίστακτη στρατηγική, οι ικανότητες επιβίωσης και το τροπικό σκηνικό.
Το Time Toast η εξέλιξη της reality τηλεόρασης είχε ως εξής:
Ως πρώτο reality TV Show έχει κατοχυρωθεί το Candid Camera, το οποίο έκανε πρεμιέρα στην αμερικανική τηλεόραση στις 10 Αυγούστου του 1948. Είχε συμπληρωθεί ένας χρόνος του Candid Microphone, concept που εμπνεύστηκε ο Allen Funt (τηλεοπτικός παραγωγός, σκηνοθέτης και συγγραφέας από τη Νέα Υόρκη, ο οποίος είχε τελειώσει το λύκειο στα 15 και μετά σπούδασε τέχνες στο Cornell, πριν πάρει πτυχίο και διοίκησης επιχειρήσεων από το Columbia), για το ραδιόφωνο και το οποίο είχε γίνει μικρής διάρκειας φιλμ που παρουσιαζόταν στις κινηματογραφικές αίθουσες. Το reality δικαιολογούσε το γεγονός ότι η κάμερα έπιανε ανυποψίαστους πολίτες, τους οποίους υπέβαλε σε φάρσες.
Το πρώτο reality show που μεταδόθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο ήταν το Seven Up!. Ήταν σειρά συνεντεύξεων που δεν είχαν σκαλέτα (οι ερωτήσεις αφορούσαν όλους τους τομείς της ζωής και οι κάμερες κατέγραφαν τις αντιδράσεις) με 7χρονια παιδιά της χώρας -από όλα τα backrounds. Τα ίδια παιδιά περνούσαν την ίδια διαδικασία με το πέρας μιας επταετίας. Ήταν το πρώτο project που εξέλισσε καθημερινούς ανθρώπους σε celebrities. Κάθε επεισόδιο είχε διάρκεια 39 λεπτών. Το πρώτο προβλήθηκε στις 5/5 του 1964 (το τελευταίο στις 6/6 του 2019). Η ιδέα άνηκε στον Michael Apted, σκηνοθέτη, παραγωγό, συγγραφέα και ηθοποιό. Μετά έγινε σκηνοθέτης και της ταινίας World is not enough του James Bond -μεταξύ πολλών άλλων.
Η πρώτη απόπειρα live “συνοικεσίου” έγινε το 1965, στην Αμερική, μέσω του Dating Game (το ξέρεις ως “Ραντεβού στα τυφλά”) που έκανε πρεμιέρα στις 20/12 του 1965. Όπως αναφέρουν οι “αρχειοθέτες” αυτό ήταν το πρώτο show “στο οποίο οι μετέχοντες ήταν διατεθειμένοι να θυσιάσουν κάτι από την αξιοπρέπεια τους, για την ευκαιρία να εμφανιστούν στην τηλεόραση”. Η γυναίκα έκανε ερωτήσεις που της είχαν δώσει από την παραγωγή, σε τρεις άνδρες τους οποίους δεν έβλεπε και μετά διάλεγε αυτόν που την είχε ικανοποιήσει περισσότερο. Έριξε αυλαία το 1986. Το δημιούργησε ο Chuck Barris, δημιουργός TV game shows και παραγωγός, ο οποίος ήταν και ο παρουσιαστής. Oι επόμενες ιδέες του ήταν το Newlywed Game (τέσσερα ζευγάρια που ήταν παντρεμένα για έως και δυο χρόνια, διαγωνίζονταν για βραβεία απατώντας σε ερωτήσεις που αφορούσαν τη σχέση τους -συχνά το αποτέλεσμα ήταν ο ορισμός της ντροπής- και το Gong Show του 1978, με ερασιτέχνες που παρουσίασαν το ταλέντο τους).
Το American Family ήταν το πρώτο reality με τη σημερινή έννοια του όρου. Είχε 12 μέρη που κατεγράφησαν από τις 30/5 έως τις 31/12 του 1971 (υπήρχε υλικό 300 ωρών σε διάστημα επτά μηνών, με το budget να φτάνει στο 1.2 εκατομμύρια δολάρια -ποσό εξωφρενικό για την εποχή) και προβλήθηκαν από τις 11/1 έως τις 29/3 του 1973, στο Public Broadcasting Service των ΗΠΑ. Η αρχική ιδέα ήταν να γίνει ημερολόγιο της καθημερινότητας επταμελούς οικογένειας ανώτερης τάξης από τη Santa Barbara, της California, ώσπου οι παραγωγοί διαπίστωσαν πως “συνελάμβαναν” στην κάμερα τη διαδικασία χωρισμού των γονέων -οι οποίοι ισχυρίστηκαν ότι το μοντάζ έγινε με τρόπο που να τονίζει τα αρνητικά της ζωής τους. Μεταξύ όσων παρουσιάστηκαν ήταν και η ενημέρωσε ενός εκ των γιων πως ήταν γκέι. Ήταν ο πρώτος που έκανε την αποκάλυψη τηλεοπτικά. Στα αρχεία το show έχει περάσει ως reality/ντοκιμαντέρ και ένα χρόνο μετά πέρασε στη Mεγάλη Βρετανία και έγινε παραγωγή του BBC.
To COPS έκανε πρεμιέρα στις 11/3 του 1989 και οι τίτλοι τέλους έπεσαν στις 11/5 του 2020. Στις σεζόν που μεσολάβησαν κάμερες ακολουθούσαν αστυνομικούς σε όλα τα πεδία της δουλειάς τους και κατέγραφαν τα πάντα. Δεν υπήρχε “ντύσιμο” με μουσική ή γραμμένοι διάλογοι ή ο παραμικρός προγραμματισμός, καθώς όλα αφορούσαν τις εξελίξεις κάθε μέρας. Ο εμπνευστής της ιδέας ήταν ο John Langley, σκηνοθέτης τηλεόρασης και παραγωγός. Είχε υπάρξει εκ των πρωτοπόρων των reality, ως παραγωγός ειδικών δίωρων events, την εποχή που η TV απέκτησε συνδικαλισμό (το ’80). Έχει ονομαστεί ως “ο νονός της reality τηλεόρασης”. Σημείωσε πως έως το 1989 όλα γίνονταν με φιλμ. Τότε εμφανίστηκαν τα συστήματα editing μέσω ηλεκτρονικών υπολογιστών.
Η πρώτη φορά που μπήκαν στο ίδιο σπίτι (το οποίο ήταν γεμάτο κάμερες) ξένοι, μεταξύ τους, άνθρωποι ήταν το 1991, στην Ολλανδία, για το Nummer 28 (Νούμερο 28). Το όνομα του reality soap ήταν αυτό από τον αριθμό της διεύθυνσης του σπιτιού. Επτά φοιτητές έζησαν μαζί στο Άμστερνταμ για κάποιους μήνες και οι κάμερες κατέγραφαν τη ζωή τους. Το concept δεν είχε παιχνίδια ή δοκιμασίες, ενώ οι μετέχοντες δεν απομονώθηκαν από τον έξω κόσμο. Κάθε εβδομάδα οι τηλεθεατές του Katholieke Radio Omroep (KRO, καθολική ραδιοτηλεόραση) έβλεπαν 20λεπτα επεισόδια. Περιλάμβαναν πολλά soundtracks και καταθέσεις των πρωταγωνιστών, για περιστατικά που είχαν συμβεί -αφότου είχαν συμβεί. Το ίδιο concept χρησιμοποιήθηκε ένα χρόνο αργότερα από το MTV, στο Real World, οι δημιουργοί του οποίου ομολόγησαν πως “δανείστηκαν” το concept του Erik Latour (τηλεοπτικός παραγωγός και ιδιοκτήτης της εταιρίας παραγωγών Today TV, μέχρι το θάνατο του το 2004, σε ηλικία 48 χρόνων), που απογειώθηκε στη… δεύτερη φάση του. Οι του Real World ήθελαν αρχικά να κάνουν κανονική TV soap opera, αλλά δεν έβγαιναν τα χρήματα για σεναριογράφους, ηθοποιούς και παραγωγή. Οπότε έκαναν τον δανεισμό.
Το πρώτο reality που είχε δοκιμασίες και αποχωρήσεις προβλήθηκε στις 28/11 του 1997 στη Σουηδία. Είχε τον τίτλο ‘Robinson Ekspeditionen’ και η ιδέα του Βρετανού τηλεοπτικού παραγωγού Charlie Parsons ήταν να πάρει το Nummer 28 και να το ταιριάξει με τον Ροβινσώνα Κρούσο. Το πήγε σε σχετικά απομακρυσμένη -εξωτική- τοποθεσία, έκανε 16 τους μετέχοντες -τους χώρισε σε δυο “φυλές” και πρόσθεσε δοκιμασίες, από το χτίσιμο καλύβας έως το πού θα βρουν φαγητό -με αγωνίσματα να δίνουν δώρα πράγματα που διευκόλυναν την επιβίωση και ασυλία στην επικείμενη ψηφοφορία. Εκεί θα κρινόταν η αποχώρηση παίκτη. Η διαδικασία θα επαναλαμβανόταν έως ότου μείνει ένας, που ήταν ο νικητής και έπαιρνε χρηματικό έπαθλο. Την παραγωγή ανέλαβε η σουηδική Strix. Θραύση δεν θα έλεγες πως έκανε. Ως Expedition Robinson. Έκανε ως Survivor, όπως μετονομάστηκε όταν μεταφέρθηκε στην Αμερική, το καλοκαίρι του 2000. Τα τηλεοπτικά καλοκαίρια ήταν έως τότε “νεκρές ζώνες” ή όπως έλεγαν οι Αμερικανοί “παγίδες θανάτου” αφού ό,τι και αν δοκίμαζαν, αποτύγχανε. Μέχρι να εμφανιστεί το Survivor στο CBS που δεν είχε τίποτα να χάσει.
Το πρώτο χρηματικό έπαθλο ήταν 1.000.000 δολάρια. Το κέρδισε ο Richard Hatch. Έξι χρόνια μετά κατηγορήθηκε για φοροδιαφυγή (δεν απέδωσε τους φόρους του επάθλου) και πέρασε 51 μήνες σε ομοσπονδιακή φυλακή. Το 2011 παρενέβη τους όρους της αναστολής και επέστρεψε στο κελί για άλλους εννέα μήνες. To Φλεβάρη του 2001, η συμπαίκτρια του Stacey Stillman κατέθεσε αγωγή, υποστηρίζοντας πως οι παραγωγοί είχαν παρέμβει στη διαδικασία του Survivor: Borneo (αυτό ήταν το όνομα του αυθεντικού), πείθοντας δυο μέλη της ‘φυλής’ της να την ψηφίσουν για αποχώρηση, αντί της ανταγωνίστριας της, Rudy Boesch. Με αυτό θέλω να σου πω ότι από την πρώτη στιγμή προέκυψαν αυτά τα θέματα. Φαντάσου τι γίνεται 20 χρόνια μετά.
Μετά την επιτυχία του Survivor, στην πρώτη σεζόν του στις ΗΠΑ (2000), άρχισαν να εμφανίζονται το ένα reality μετά το άλλο και να κυριαρχούν στο βαθμό που το 2004 έγινε ειδική εκπομπή για το πώς “κλέβουν” στο μοντάζ, οι παραγωγές, με τίτλο “TV Secrets Revealed”.
Τρία χρόνια ο Parsons περιέφερε την ιδέα του, αλλά δεν την ήθελε κανείς
Σε συνέντευξη του ο δημιουργός είχε πει ότι “προσπαθούσα να πουλήσω την ιδέα μου, πως όλοι μπορούν να γίνουν Ροβινσώνας Κρούσος, να ζήσουν κάπου αποκλεισμένοι από τον πολιτισμό και να προσπαθήσουν να επιβιώσουν, από το 1994 αλλά ουδείς ενδιαφερόταν”. Όταν αυτό άλλαξε, εκείνος σώθηκε.
Ο Parsons και οι συνεργάτες του έφτιαξαν και άλλα reality και το 1999 πούλησαν την εταιρία τους, Planet 24 για πάρα πολλά λεφτά (ο άνθρωπος μας πήρε 17 εκατομμύρια ευρώ). Δεν έδωσαν ό,τι είχαν. Κράτησαν τα δικαιώματα του Survivor, το οποίο έγινε η “σημαία” της νέας εταιρίας, με το όνομα Castaway Television Productions. “Έτρεξε” για δυο χρόνια στο ITV της Μεγάλης Βρετανίας και μετά πουλήθηκε σε όλον τον κόσμο. Και για όλους αυτούς τους λόγους ο Parsons έχει χαρακτηριστεί ως “ο πατέρας της reality τηλεόρασης”. Αμείβεται με 2.9 εκατομμύρια ευρώ το χρόνο, από το μισθό που του έδινε η Castaway και από εκείνον του executive producer, μέχρι σήμερα που το δημιούργημα του βρίσκεται στην 40η σεζόν του. Kαι όχι μόνο παραμένει στην κορυφή της τηλεθέασης, αλλά παρουσίασε και αύξηση της τάξεως του 6% από πέρυσι.
Διαβάστε τις Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο, με την αξιοπιστία και την εγκυρότητα του News247.gr.