Ας μιλήσουμε ανοιχτά για την κουλτούρα του βιασμού πέρα από την prime time ζώνη
Από τους αστεϊσμούς με περιστατικά σεξουαλικής παρενόχλησης, στην δικαιολόγηση της σεξουαλικής βίας. Τι είναι η κουλτούρα του βιασμού και πώς κατασκευάζουμε τους “ματσό” τύπους.
- 13 Σεπτεμβρίου 2020 07:20
“Προσπάθησες να κλείσεις τα πόδια σου;”, “βιασμό με στηθόδεσμο δεν μπορώ να φανταστώ”, “πρέπει να πάω κάθε μέρα με μία, να αδειάσει το πακέτο, αλλιώς έχει βιασμό”. Πρόκειται για φράσεις που στο προηγούμενο διάστημα απασχόλησαν την επικαιρότητα. Φράσεις που κανονικοποιούν το ειδεχθέστερο των εγκλημάτων, που επιχειρούν να το δικαιολογήσουν και που μεταθέτουν την ευθύνη στο θύμα.
Από τα τηλεοπτικά στούντιο στις αίθουσες των δικαστηρίων και από τις σχολικές αίθουσες στους χώρους δουλειάς, η καθημερινότητά μας είναι εμποτισμένη από αντιλήψεις και συμπεριφορές στις οποίες οι παραπάνω φράσεις εφάπτονται και καταλήγουν να φαντάζουν ακόμη και “λογικές”.
Αυτού του τύπου τις αντιλήψεις και συμπεριφορές “που απενοχοποιούν και κανονικοποιούν το έγκλημα του βιασμού, που αντιμετωπίζουν τις γυναίκες ως σεξουαλικά αντικείμενα και θεωρούν ότι η έκφραση της αντρικής σεξουαλικής βίας, είναι κάτι φυσιολογικό, κάτι αναμενόμενο, ακόμη και επιθυμητό” περιγράφει ως “κουλτούρα βιασμού”, η Νατάσα Κεφαλληνού, υπεύθυνη επικοινωνίας του κέντρου ΔΙΟΤΙΜΑ, όταν της ζητάμε έναν σχετικό ορισμό.
Η Δικαιοσύνη και η “ενοχή” του θύματος
Σύμφωνα με στοιχεία της Ελληνικής Αστυνομίας, στην Ελλάδα το 2019 κατεγράφησαν 229 βιασμοί και απόπειρες βιασμών, αριθμός πιθανότατα μικρότερος από τον πραγματικό, καθώς δεν είναι λίγες οι φορές που περιστατικά σεξουαλικών επιθέσεων δεν φτάνουν στις Αρχές.
“Ξέρουμε πολύ καλά ότι τα σεξουαλικά εγκλήματα είναι αυτά στα οποία είναι πολύ δύσκολο για το θύμα να κάνει καταγγελία” εξηγεί η Ειρήνη Γαϊτάνου, υπεύθυνη εκστρατειών της Διεθνούς Αμνηστίας. Αυτό, όπως λέει, σχετίζεται με το ευρύτερο κοινωνικό κλίμα και το victim blaming, “μία συζήτηση που μεταφέρει στο θύμα την ευθύνη, ενώ πρέπει να είναι απολύτως σαφές ότι σε περιπτώσεις βιασμού φταίει μόνο ο βιαστής”.
“Αυτό που δείχνουν όλες οι έρευνες”, αναφέρει από την πλευρά της η κ. Κεφαλληνού, είναι ότι υπάρχει συστηματική αποθάρρυνση των γυναικών από το να καταγγείλουν στις αρχές, για ψυχολογικούς και κοινωνικούς λόγους. Ένας από αυτούς τους λόγους είναι ο κοινωνικός στιγματισμός. Σε τέτοιες περιπτώσεις στιγματίζεται το θύμα. Ένας άλλος λόγος είναι ο υπαρκτός φόβος των γυναικών ότι δεν θα γίνουν πιστευτές ή ότι θα επαναθυματοποιηθούν μέσα στα δικαστήρια”.
“Είναι στο πλαίσιο της ίδιας κουλτούρας, που τα θύματα δεν γίνονται πιστευτά γιατί κατηγορούνται ότι ‘τα ήθελαν’, προκάλεσαν, ότι τους άξιζε. Και δεν είναι λίγες οι φορές που μέσα στο δικαστήριο ‘βιάζονται’ για δεύτερη φορά, γιατί όχι μόνο δεν γίνονται πιστευτά αλλά κατηγορούνται γιατί φορούσαν προκλητικά ρούχα, είχαν πολλούς συντρόφους, γύριζαν αργά το βράδυ, ή σε άλλες περιπτώσεις, γιατί πρόκειται για σύζυγο, η οποία θα έπρεπε να είναι πάντα διαθέσιμη”, καταλήγει.
Η ατιμωρησία των δραστών, ένα φαινόμενο καθόλου σπάνιο και απόρροια των παραπάνω, λειτουργεί επίσης ανασταλτικά στις καταγγελίες τέτοιων περιστατικών πολύ σημαντικό ρόλο σε αυτό διαδραματίζει, όπως λέει η κ. Κεφαλληνού και η στήριξη των τοπικών κοινωνιών προς τους άνδρες.
“Τα ‘όχι’ των γυναικών δεν γίνονται αποδεκτά”
Σύμφωνα με την υπεύθυνη επικοινωνίας του κέντρου ΔΙΟΤΙΜΑ, στο πλαίσιο της κουλτούρας του βιασμού, “τα ‘όχι’ των γυναικών δεν γίνονται αποδεκτά, δεν ακούγονται, γιατί θεωρείται ότι οι γυναίκες από τη φύση τους είναι υποτακτικές θα πρέπει να δέχονται τις θελήσεις του κυρίαρχου αρσενικού”.
Το 2019 με αφορμή την αναθεώρηση του Ποινικού Κώδικα στην Ελλάδα, η Διεθνής Αμνηστία με την στήριξη γυναικείων οργανώσεων πραγματοποίησαν μία πολύ μεγάλη εκστρατεία προκειμένου να ενσωματωθεί ένας ορισμός του βιασμού, με βάση την συναίνεση, κάτι που τελικά έγινε.
Όπως αναφέρει η κ. Γαϊτάνου, πρόκειται για την κατοχύρωση μέσα από τον νόμο “του αυτονόητου γεγονότος ότι όταν δεν συναινούν ή δεν βρίσκονται σε κατάσταση να συναινέσουν για σεξουαλική επαφή και τα δύο άτομα, τότε μιλάμε για βιασμό”.
Η υπεύθυνη εκστρατειών της Διεθνούς Αμνηστίας κάνει λόγο για ένα “ιστορικό βήμα για τα δικαιώματα των γυναικών”, γιατί διασφαλίζεται πλέον, όπως λέει, σε μεγαλύτερο βαθμό η δυνατότητα του θύματος να έχει πρόσβαση στη Δικαιοσύνη, ενώ ταυτόχρονα συνέβαλε στο να ανοίξει μία συζήτηση σε επίπεδο κοινωνίας για την κουλτούρα του βιασμού και να μπορέσουν και οι ίδιες οι γυναίκες, οι επιζήσασες έμφυλης βίας αλλά και όλες οι γυναίκες που τις αφορά να ενδυναμωθούν και να θέσουν με διαφορετικούς όρους την ανάγκη να τιμωρούνται τα εγκλήματα αυτά”.
Ωστόσο, η κ. Γαϊτάνου δεν θεωρεί ότι η αλλαγή του νόμου, είναι από μόνη της ικανή να αντιστρέψει αυτό που αποκαλούμε “κουλτούρα βιασμού”. Χρειάζεται -πέρα από την ουσιαστική εφαρμογή του νόμου- και μία εκπαίδευση των εμπλεκομένων φορέων και αρχών επί του τι σημαίνει συναίνεση. “Χρειάζεται μία πολιτική επιλογή μία επί της ουσίας εφαρμογή της κατεύθυνσης, που προβλέπεται στον νόμο και ιεραρχεί την συναίνεση ως το κύριο ζήτημα γύρω από το οποίο κρίνεται ένα έγκλημα βιασμού. Χρειάζεται σεξουαλική εκπαίδευση, ιδιαίτερα στα σχολεία και τους μαθητές, αλλά όχι μόνο και, βέβαια, χρειάζεται μία πολύ βαθύτερη αλλαγή κουλτούρας και νοοτροπιών”.
Μικρά βήματα, αλλά βήματα
Κοινό τόπο αποτελεί η πεποίθηση ότι η ελληνική κοινωνία, παρά τις παθογένειές της, κάνει βήματα προς την σωστή κατεύθυνση. Αυτό προκύπτει, άλλωστε, από τις μαζικές αντιδράσεις απέναντι στα όσα χυδαία ακούστηκαν στο τηλεοπτικό ριάλιτι Big Brother, την περασμένη εβδομάδα, αλλά και τον περασμένο χρόνο, όταν σεξουαλική παρενόχληση φοιτήτριας αποτέλεσε αντικείμενο χλευασμού σε πάνελ εκπομπής.
Σύμφωνα με την κ. Κεφαλληνού, τα δύο αυτά παραδείγματα δείχνουν “ότι αυτή τη στιγμή έχουμε φτάσει σε μία κρίσιμη καμπή όπου όταν η κουλτούρα του βιασμού μπαίνει με τόσο χυδαίο τρόπο στον δημόσιο λόγο, εγείρονται έντονες αντιδράσεις. Και σε αυτή την περίπτωση είχαμε μία οργισμένη αντίδραση από τα social media που συμπαρέσυρε σειρά αντιδράσεων από πολιτικό και πνευματικό κόσμο, την αποχώρηση χορηγών και την αποβολή του παίκτη. Όλα αυτά μόνο αυτονόητα δεν θα ήταν μερικά χρόνια πριν”.
Μιλώντας στο News 24/7 για το ίδιο ζήτημα, η καθηγήτρια στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του ΕΚΠΑ, Λίζα Τσαλίκη, παρατηρεί και εκείνη μία αλλαγή στην στάση της κοινωνίας. “Πριν από μερικά χρόνια, τέτοιες κουβέντες περνούσαν πολύ πιο αθόρυβα, πλέον σύσσωμη η κοινή γνώμη αντιδράει με τρόπο άμεσο. Κινητοποιείται ο απλός κόσμος αλλά και η πολιτική σκηνή αποδεικνύοντας πως έχουμε φτάσει σε ένα σημείο, όπου βασικές ελευθερίες δεν μπορούν πλέον να παραβιάζονται. Ο κόσμος δεν συγχωρεί. Είναι αφυπνισμένος”, αναφέρει υπενθυμίζοντας τις αντίστοιχες αντιδράσεις και στο περυσινό περιστατικό.
Σύμφωνα με την κ. Τσαλίκη, οι “μάτσο” τύποι που αντιμετωπίζουν τις γυναίκες σεξιστικά εξακολουθούν να υπάρχουν, εκφράζει όμως την ελπίδα ότι αυτό θα αλλάξει στις επόμενες γενιές, καθώς όπως χαρακτηριστικά τονίζει: “Ο τρόπος με τον οποίο έχουν αγκαλιάσει την κουλτούρα της συμπερίληψης και της αποδοχής του διαφορετικού είναι καθησυχαστικός. Πιστεύω πως ακόμα και οι 15χρονοι σήμερα έχουν την ικανότητα να αξιολογήσουν μια λάθος συμπεριφορά, όπως ήταν αυτή του παίκτη στο Big Brother. Δεν θέλω να αντιμετωπίζω την ποπ κουλτούρα ως κάτι που πρέπει να φοβάμαι. Άλλωστε ένα από τα πράγματα που κάνει το ακροατήριο παρακολουθώντας ριάλιτι είναι ακριβώς αυτό. Να κρίνει και να παρατηρεί. Ο κόσμος έχει άποψη. Οι απόψεις εκτίθενται και αυτό είναι ένα κομμάτι δημοκρατικότητας. Είμαστε αφυπνισμένοι για οτιδήποτε έχει να κάνει με αδικία. Κι’ αυτό που έγινε ήταν μια τεράστια αδικία απέναντι στις γυναίκες και απέναντι στην αξιοπρέπεια εν γένει”.
Πώς κατασκευάζονται οι “ματσό τύποι”
Στους “ματσό τύπους” που ανέφερε η κ. Τσαλίκη και την διαμόρφωση του χαρακτήρα τους, σταθήκαμε μιλώντας με την κλινική ψυχολόγο, Εύη Καραγεώργου. Πώς διαμορφώνεται ο χαρακτήρας ενός ανθρώπου που θεωρεί τον εαυτό του ανώτερο και υποβαθμίζει τις γυναίκες; “Το πρόβλημα είναι βαθιά κοινωνικό και δεν είναι σημερινό. Βέβαια, για να είμαστε δίκαιοι, σήμερα οι άνδρες, σε σχέση με το σεξιστικό κομμάτι και πόσα πρότυπα προσπαθούν να καταρρίψουν, έχουν προχωρήσει αρκετά, όμως αυτό δεν είναι ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας, η οποία παραμένει βαθιά συντηρητική ακόμα και το 2020, κι αυτό φαίνεται στο πώς αντιμετωπίζουμε οτιδήποτε διαφορετικό και θεωρούμε ότι κλονίζει την όποια μοναδικότητά μας”.
Πώς όμως γίνονται τα παιδιά, κοινωνοί ιδεών, που θέλουν τους άνδρες ανώτερους από τις γυναίκες και εκείνες υποχείρια; Τα κυρίαρχα έμφυλα στερεότυπα στα οποία τα παιδιά κοινωνικοποιούνται από την στιγμή σχεδόν της γέννησής τους παίζουν πρωτεύοντα ρόλο, ενώ πολύ σημαντική για την διαμόρφωσή τους είναι η στάση της οικογένειας.
“Η διαμόρφωση βασίζεται σε μια αλυσίδα βιωμάτων, συμπεριφορών, συναισθημάτων, ξεκινώντας πάντα από το πρώτο μας “σχολείο ” που είναι η οικογένεια. Ένα παιδί, αν το χτυπήσεις και άλλη μέρα του πεις ότι δεν πρέπει να χτυπάμε τα άλλα παιδάκια, το μήνυμα που θα πάρει είναι αυτό που είδε από την πράξη σου κι όχι από τα λόγια σου. Κατ’ επέκταση, ένα παιδί, που θα δει τον μπαμπά να υποτιμά τις γυναίκες, να κάνει σεξιστικά σχόλια στο δρόμο, να μιλάει στη μητέρα του υποτιμητικά και χωρίς να τη σέβεται, θα ακολουθήσει το ίδιο παράδειγμα ακόμη κι αν ο πατέρας κάποια άλλη στιγμή του πει ότι πρέπει να σέβεται τα κορίτσια. Το παιδί θα ακολουθήσει το πρότυπο”, εξηγεί.
Ερωτηθείσα αν αυτές οι αντιλήψεις μπορούν να αλλάξουν κατά τη διάρκεια της ζωής του η κ. Καραγεώργου υποστηρίζει πως αλλάζουν μέχρι ενός σημείου αν και θα πρέπει να υπάρχουν πολλοί παράγοντες.
Και εξηγεί: “Ένα παιδί που έχει μεγαλώσει με αυτές τις πεποιθήσεις θα πάει στο σχολείο και θα αναπαράξει ακριβώς τις ίδιες πεποιθήσεις απέναντι στις συμμαθήτριές του. Θα κάνει παρέες με παιδιά που θα έχουν παρεμφερείς απόψεις. Άρα, τελειώνοντας το σχολείο, θα έχει ξεκάθαρα δομηθεί από πολύ νωρίς ο χαρακτήρας, η προσωπικότητά του και η στάση τους απέναντι στις σχέσεις του”.
Οι πεποιθήσεις αυτές αλλάζουν μόνο αν ο ίδιος αναγνωρίσει ότι τον ενοχλούν, τον κάνουν δυσλειτουργικό και δυσχεραίνουν τις σχέσεις του.
“Δεν είμαι πάρα πολύ σίγουρη αν εύκολα, ένας άντρας που έχει μεγαλώσει με αυτά τα πρότυπα, μιμούμενος αυτές τις συμπεριφορές, θα αναγνωρίσει ο ίδιος στον εαυτό του ότι κάτι είναι μη υγιές στις σχέσεις του”, συμπληρώνει. Μια βοήθεια μπορεί να δοθεί από το σχολείο, επισημαίνει η ψυχολόγος. “Μπορεί να παίξει καθοριστικό ρόλο αν υπάρχουν μαθήματα όπως η σεξουαλική διαπαιδαγώγηση, αν οι δάσκαλοι και καθηγητές είναι κοντά στα παιδιά, πιο ανοιχτά και με μια διάθεση να συζητήσουν ουσιαστικά μαζί τους, για ισότητα και σεβασμό. Αυτό θα κάνει το παιδί να αμφισβητήσει την απολυτότητα στις πεποιθήσεις που έχει”.
Τονίζει ότι αν ένας δάσκαλος ή καθηγητής αντιληφθεί τέτοιου είδους συμπεριφορά από κάποιο παιδί δεν θα πρέπει να κλείσει τα μάτια λέγοντας “έλα μωρέ, παιδιά είναι” αλλά θα πρέπει να εξηγήσει πού είναι το λάθος και κυρίως να βάλει όρια, δηλαδή να μην επιτρέψει αντίστοιχες συμπεριφορές μέσα στην τάξη. Η στάση αυτή του εκπαιδευτικού δεν θα αλλάξει άρδην το παιδί, αλλά θα του κλονίσει τα “πιστεύω” του.
Σύμφωνα με την κ. Καραγεώργου, το βασικό στοιχείο κάποιου που διαχωρίζει τους ανθρώπους σε ανώτερους και κατώτερους είτε έχει να κάνει με το φύλο, τη σεξουαλική ταυτότητα, το χρώμα του δέρματος, είναι πως ο ίδιος είναι φοβικός.
“Ενας άνθρωπος που θεωρεί τον εαυτό του ανώτερο από τους άλλους , την ίδια στιγμή θεωρεί τον εαυτό του κατώτερο από κάποιον άλλο” τονίζει κι εξηγεί: “έχει μάθει οτι για να μπορέσει να υπάρξει ως πολίτης, ως μέλος της κοινωνίας, θα πρέπει να θεωρεί τον εαυτό του ανώτερο από οποιονδήποτε άλλο. Ένας άνθρωπος που πράττει ρατσιστικά, το κάνει σε διάφορες εκφάνσεις, είτε είναι σεξιστής, είτε ομοφοβικός, είτε εκδηλώνει τον ρατσισμό του σε σχέση με τη διαφορετική εθνικότητα και θρησκεία του άλλου. Το βασικό στοιχείο είναι ο φόβος. Αν εμείς δεν νιώθουμε επαρκείς με τον εαυτό μας, αν δεν νιώθουμε οτι δεν απειλούμαστε από κάποιον άνθρωπο επειδή είναι διαφορετικός, τότε δεν έχουμε κανένα λόγο να υποτιμήσουμε τη γυναίκα, τον μετανάστη, τον ομοφυλόφιλο”.
Διαβάστε τις Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο, με την αξιοπιστία και την εγκυρότητα του News247.gr