Τι εννοούσε ο Σωτήρης Τσιόδρας όταν μίλησε για “υπερβολή” στην καταγραφή των θανάτων
Η σημασία της καταγραφής των θυμάτων από κορονοϊό ως δείκτης για την επιδημία και η αναφορά Τσιόδρα που παρεξηγήθηκε. Πώς τα συμπεράσματα από τα στοιχεία οδήγησαν στη χαλάρωση των μέτρων.
- 05 Μαΐου 2020 12:30
Ιδιαίτερη σημασία στην καταγραφή της εξάπλωσης της επιδημίας του κορονοϊού, αποτελεί ο γνωστός πλέον σε όλους μας δείκτης R0. Ο δείκτης αυτός υπολογίζεται με βάση τον αριθμό των κρουσμάτων και δείχνει τη μεταδοτικότητα του ιού στην κοινότητα.
Μία παράμετρος για να δούμε πραγματικά τι συμβαίνει και να προσδιοριστεί και ο δείκτης αυτός, αποτελεί η καταγραφή των θανάτων καθώς και των εισαγωγών στην εντατική. Μάλιστα σύμφωνα με τον καθηγητή Σωτήρη Τσιόδρα, έχουν καταγραφεί όλοι οι θάνατοι που αποδίδονται σε κορονοϊό, δηλαδή από επιπλοκές που προκαλεί ο ιός. Μεταξύ αυτών όμως, υπάρχουν και περιπτώσεις όπου η κύρια αιτία του θανάτου ενός ατόμου που προσβλήθηκε από κορονοϊό ήταν άλλη, αλλά συμπεριλήφθηκε στα θύματα της επιδημίας.
Η τακτική αυτή είναι συνηθισμένη στις επιδημιολογικές καταγραφές. Ακόμη και στη γρίπη πολλές φορές η αιτία θανάτου δεν είναι ο ιός της γρίπης, αλλά αν ένας ασθενής πεθάνει από άλλη αιτία καταγράφεται στα θύματα της γρίπης εφόσον το τεστ για τον ιό είναι θετικό. Έτσι και με τον κορονοϊό. Υπάρχει το ενδεχόμενο ένας φορέας του ιού να πεθάνει από άλλη αιτία -κάτι που δεν είναι συχνό βέβαια- και να καταγραφεί στα θύματα του ιού.
Τη Δευτέρα ο κ. Τσιόδρας για να περιγράψει πόσο καλά στη χώρα υπολογίζουμε του βασικούς δείκτες R0 (δείκτης μεταδοτικότητας) και Rt (απόλυτος αριθμός πραγματικών κρουσμάτων) ανέφερε ότι “μπορείς να προβλέψεις με πολύ μεγαλύτερη ακρίβεια, γιατί δεν υποκαταγράφεις τους θανάτους και εμείς στην Ελλάδα ξέρουμε ότι δεν τους υποκαταγράφουμε”.
Συμπλήρωσε ακόμη ότι “με βάση αυτούς τους αριθμούς οι οποίοι είναι πολύ σκληρά δεδομένα, πολύ κοντά στην αλήθεια, μπορεί κανείς να φτιάξει μια πολύ ακριβέστερη εικόνα του Ρ0 και του ΡΤ. Οι Γερμανοί, για παράδειγμα, δε μπορούν να το κάνουν γιατί δεν έχουν πλήρη καταγραφή των θανάτων και μάλιστα εμείς κάναμε και μια ακόμα υπερβολή. Οποιοσδήποτε πέθαινε στην Ελλάδα από ή με Covid-19 καταγραφόταν σαν να πέθαινε από Covid-19. Θυμάμαι, για παράδειγμα, μια εγκεφαλική αιμορραγία. Το να έχεις Covid-19 δεν σημαίνει απαραίτητα ότι πεθαίνεις από την Covid-19. Εμείς το καταγράφαμε σαν να πεθαίνεις από Covid-19, το βάζαμε δηλαδή μέσα στην κοινή δεξαμενή. Και νομίζω είμαστε σωστοί που το κάναμε αυτό”.
“Εκεί λοιπόν που η υποκαταγραφή είναι πολύ λιγότερη, στα σκληρά δεδομένα, χρησιμοποιούμε για να εκτιμήσουμε ακόμα καλύτερα το Ρ0 και το ΡΤ, το οποίο δεν μπορούν να το κάνουν οι Γερμανοί. Όσο περισσότερο χρησιμοποιείς τεστ για να διαγιγνώσκεις τη νόσο στον πληθυσμό. Παραδείγματος χάρη, θυμάστε ότι στα διαγνωστικά μας κριτήρια βάλαμε πλέον οποιονδήποτε έχει συμπτώματα λοίμωξης του αναπνευστικού, πάει στο γιατρό και θέλει να ελεγχθεί”, ανέφερε ο καθηγητής.
Εδώ λοιπόν ο κ. Τσιόδρας αναφέρει ότι με ενδελεχή καταγραφή διαπιστώσαμε ότι ο δείκτης R0 είναι πολύ κάτω του 1. Κοινώς σήμερα δύσκολα ένας άνθρωπος μπορεί να μολύνει έναν ακόμη (αυτό συμβαίνει όταν το R0 είναι από 1 και πάνω). Και γι’ αυτό χαλαρώνουν τα μέτρα. Δεν θα πρέπει λοιπόν να παρεξηγείται η “υπερβολή” αυτή στην καταγραφή. Λαμβάνουμε υπόψη το πλέον αρνητικό σενάριο θνητότητας από κορονοϊό, προκειμένου να δούμε την εξάπλωση της επιδημίας. Και με βάση αυτό προχωρά και η άρση μέτρων.
Το χειρότερο θα ήταν να έχουμε θανάτους από επιπλοκές του ιού και να καλύπτονται από άλλες αιτίες. Εκεί τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά. Αντίθετα οι επιδημιολόγοι στην Ελλάδα πράττουν το εντελώς αντίθετο κι έτσι δημιουργείται μέσα από τη σχετικά “μακάβρια” καταγραφή η αισιοδοξία ότι έχουμε σε σημαντικό βαθμό επιβληθεί της επιδημίας για την ώρα.
Εξάλλου ο κ. Τσιόδρας είναι σαφής. Σχεδόν 8-9 στους 10 θανάτους αφορούν σε άτομα με υποκείμενα νοσήματα ή με γηρασμένο οργανισμό. Δηλαδή ο θάνατος δεν προήλθε από κορονοϊό, αλλά από την επιβάρυνση του οργανισμού από αυτόν σε συνδυασμό με το υποκείμενο νόσημα. Όπως πολλές φορές συμβαίνει και με τη γρίπη ή τις πολύ γνωστές αναφορές των ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων.