Κ. Γαβρόγλου: Το νομοσχέδιο Κεραμέως και η τραγική πραγματικότητα
Ο πρώην Υπουργός Παιδείας και ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών αρθρογραφεί στο News24/7 για το νομοσχέδιο Κεραμέως για τα πανεπιστήμια και ασκεί κριτική εφ' όλης της ύλης.
- 17 Ιανουαρίου 2021 07:15
Θα προσπάθήσω παρακάτω να απαντήσω σε ορισμένα ερωτήματα τα οποία θέτουν καλοπροαίρετοι πολίτες σε σχέση με το πρόσφατο νομοσχέδιο που κατέθεσε το Υπουργείο Παιδείας μαζί με το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη.
Λίγα νούμερα, πρώτα. Με στοιχεία από τη Eurostat η Ελλάδα κατέχει (μετά την Κύπρο) τη 2η θέση για τον αριθμό αστυνομικών (500 ανά 100.000 κατοίκους) στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο ευρωπαϊκός μέσος είναι γύρω στους 350. Η χώρα μας κατέχει και ένα ακόμη ρεκόρ: Στην ΕΕ η Ελλάδα είναι πρώτη, δηλαδή χειρότερη από όλες τις άλλες χώρες ως προς τον αριθμό φοιτητών ανά μέλος εκπαιδευτικού προσωπικού των Πανεπιστημίων. Για την Ελλάδα ο αριθμός αυτός είναι 38,7. Δευτερο είναι το Βέλγιο με 21,2 και ο Ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 15,4. Αν ξανακάνουμε τις πράξεις αφαιρώντας τους “αιώνιους φοιτητές” ο αριθμός είναι 28,3 και η χώρα μας παραμένει στη χειρότερη θέση. Τα δύο αυτά ρεκόρ, του αριθμού των αστυνομικών ανά 100,000 κατοίκους και του λόγου φοιτητών προς καθηγητές, αποτυπώνουν μία τραγική πραγματικότητα για μία κοινωνία που θέλει να θεωρείται το λίκνο της δημοκρατίας και που παραδοσιακά δίνει τόση μεγάλη αξία στην εκπαίδευση.
Μήπως, όμως, δεν υπάρχουν χρήματα για προσλήψεις καθηγητών ώστε να βελτιωθεί η θέση μας στην Ευρώπη; Στο νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας προβλέπεται η πρόσληψη 1000 επιπλέον αστυνομικών για τα Πανεπιστήμια, ενώ το Υπουργείο Παιδείας αρνείται πεισμάτικά, όχι μόνον να δημιουργήσει νέες θέσεις καθηγητών, αλλά και να προχωρήσει, όπως από τον νόμο είναι υποχρεωμένο να πράξει, στη προκύρηξη των θέσεων των περίπου 300 καθηγητών που συνταξιοδοτούνται κάθε χρόνο. Σε εποχές απίστευτης δημοσιονομικής στενότητας εμείς δημιουργήσαμε και προκυρήξαμε 1650 νέες θέσεις καθηγητών. Με μία προγραμματισμένη αύξηση στη χρηματοδότηση, την πρόσληψη 1000 νέων καθηγητών Πανεπιστημίου και την προκήρυξη των θέσεων όσων συνταξιοδοτούνται, θα μπορούσε να αναβαθμισθεί με δραματικό τρόπο το Πανεπιστήμιο και να μπορεί να εκπαιδεύει το σύνολο όσων θέλουν να σπουδάσουν στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Με την διάθεση ενός μεγάλου ποσού για την πρόσληψη αστυνομικών, επαναλαμβάνεται αυτό που βιώνουμε καθημερινά: τις ασύλληπτες σπατάλες για την ενίσχυση πελατειακών σχέσεων. Εκτός αν η Κυβέρνηση προτιμάει να διορίζει αστυνομικούς αντί καθηγητές ώστε να συνεχίσει να κρατά τις πρωτιές στην Ευρώπη. Τα έχουν αυτά οι πρωταθλητές. Όταν έχουν την πρωτιά, δύσκολο πολύ να θέλουν να την απολέσουν.
Λογικό, όμως, δεν είναι να καθιερωθεί ελάχιστη βάση εισαγωγής για τα Πανεπιστήμια; Κατ’αρχήν η κ.Κεραμέως με πομπώδες ύφος είχε εξαγγείλει την καθιέρωση της βάσης του 10. Δεν το έκανε, γιατί απλούστατα δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει την κοινωνική κατρακραυγή. Οπότε “πετάει το μπαλάκι” στα Πανεπιστήμια και θα ισχυριστεί ότι αυτά είναι υπέυθυνα για τον αποκλεισμό των 20,000 νέων από τα Πανεπιστήμια. Ο τρόπος, όμως, με τον οποίο καθορίζεται η βάση εισαγωγής σε κάθε Τμήμα είναι απολύτως αυθαίρετος και δεν έχει καμία, μα καμία απολύτως ακαδημαϊκή εγκυρότητα. Στη χώρα μας οι βάσεις προσδιορίζονται με την γεωγραφική κατανομή των Ιδρυμάτων και όχι λόγω της ακαδημαϊκής αριστείας τους. Υπάρχουν στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη Τμήματα που είναι ακαδημαϊκά προβληματικά και όμως έχουν υψηλές βάσεις. Και υπάρχουν σε περιφερειακά Πανεπιστήμια ακαδημαϊκά άριστα Τμήματα με χαμηλές βάσεις. Άρα το σύστημα που προτείνεται θα έχει καταστροφικές συνέπειες για τα περιφερειακά Πανεπιστήμια. Κάτι που είναι πολύ άδικο, γιατί τα Ιδρύματα αυτά σε σχέση με τα υπόλοιπα Πανεπιστήμια, έχουν δώσει δυσανάλογα σκληρές μάχες για να επιβιώσουν και να αποκτήσουν διεθνή αναγνωρισημότητα. Θα πληγούν, λοιπόν, τα περιφερειακά Πανεπιστήμια που παίζουν και ένα πολιτιστικά αναντικατάστατο ρόλο στις τοπικές κοινωνίες. Ας μην ξεχνάμε ότι για την ίδρυση αυτών των Πανεπιστημίων συνυπολογίσθηκαν εθνικές και γεωπολιτικές προτεραιότητες.
Δεν μας ανησυχεί, όμως, το γεγονός ότι υπάρχουν πολλοί υποψήφιοι που βαθμολογούνται στις Πανελλαδικές με βαθμούς κάτω από τη βάση; Βεβαίως. Με δύο, όμως, διευκρινήσεις. Πρώτον, οι βαθμολογίες εξαρτώνται από τη δυσκολία των θεμάτων. Με δεδομένο ότι δεν επιτρέπονται να “πέσουν” θέματα στα οποία είχαν εξεταστεί οι υποψήφιοι τα τρία τελευταία χρόνια, και με δεδομένο το γεγονός ότι η ύλη είναι σχετικά περιορισμένη, υπάρχει τεράστια δυσκολία να είναι όλα τα θέματα “βατά”. Άρα σε κάθε χρονιά θα υπάρχουν κάποια θέματα σε κάποια μαθήματα που θα είναι ιδιαιτέρως δύσκολα. Το δεύτερο πρόβλημα, όμως, είναι το πιο σημαντικό από όλα: με το σύστημα που νομοθετείται όλη η συζήτηση θα στραφεί στις βάσεις και όχι στον μεγάλο ασθενή που είναι η Γ Λυκείου. Αν τα παιδιά δεν πάρουν τις απαραίτητες γνώσεις μέσα από μία ουσιαστική Γ Λυκείου και να πιστοποιούνται οι γνώσεις μέσα από ένα αναβαθμισμένο απολυτήριο, οι αλλαγές στο σύστημα εισαγωγής δεν προσφέρουν τίποτα απολύτως.
Είμαστε μία χώρα στην οποία η Γ’ Λυκείου είναι μία τάξη μόνον στα χαρτιά. Και ανεξάρτητα αν το παραδεχόμαστε ή όχι, υπάρχει μία κοινωνική συναίνεση ότι τα παιδιά θα ετοιμάζονται για το Πανεπιστήμιο μέσα από τα φροντιστήρια και τα ιδιαίτερα και όχι μέσα από το σχολείο. Έχουμε, δυστυχώς, ως κοινωνία βαθμιαία νομιμοποιήσει την παραπαιδεία ως τον αποκλειστικό τρόπο εισαγωγής στα Πανεπιστήμια. Εμείς προχωρήσαμε σε μία ριζική αλλαγή: στην Γ’ Λυκείου νομοθετήσαμε την διδασκαλία μόνον των μαθημάτων που εξετάζονται στις Πανελλαδικές, να διδάσκεται το κάθε μάθημα πολλές ώρες την εβδομάδα και παράλληλα θεσπίσαμε μία διαδικασία αναβάθμισης του απολυτηρίου. Είχε αρχίσει, λοιπόν, μία νέα περίοδος για την Γ’ Λυκείου, είχε αρχίσει, έστω δειλά, μία συζήτηση για την παραπαιδεία. Με το νέο σύστημα, όλη η προσοχή θα πέσει στις βάσεις και σιγά σιγά θα ξαναγυρίσουμε στις παλιές και αδιέξοδες διεργασίες της Γ’ Λυκείου.
Μα δεν μπορεί. Κάποιο καλό θα έχει η καθιέρωση των βάσεων εισαγωγής; Έχει, όντως. Για τα κολλέγια και τα Πανεπιστήμια του εξωτερικού. Με συντηρητικούς υπολογισμούς το νέο σύστημα θα αποκλείσει 20,000 νέες και νέους από τα Πανεπιστήμια. Και τα άτομα αυτά κατά πλειοψηφία θα οδηγηθούν στα κολλέγια και στο εξωτερικό. Και, βεβαίως, πολλοί νέοι δεν θα έχουν την ευκαιρία να αποκτήσουν επιπλέον μόρφωση.
Αν, όντως, ισχύουν τα προηγούμενα, τότε δεν θα έπρεπε να θεσπίζεται ένας ανάλογος τρόπος εισαγωγής και στα κολλέγια; Όχι, βέβαια γιατί τότε θα δυσανασχετήσουν οι ιδιοκτήτες των κολλεγίων. Η Υπουργός νομοθετεί πρώτα την ισοτιμία των πτυχίων των κολλεγίων με αυτά των Δημόσιων Πανεπιστημίων, και δεν θεσμοθετεί καμία απολύτως διαδικασία εισαγωγής στα κολλέγια παρά μόνον την απλή εγγραφή. Αρκεί να έχει κανείς τη δυνατότητα να πληρώνει δίδακτρα. Και αν δεν την έχει μπορεί να δανιστεί. Με αυτήν την υπέροχη λογική στις ΗΠΑ οι απόφοιτοι των αμερικανικών πανεπιστημίων έχουν ένα χρέος 1.5 τρισεκατομμύρια δολλάρια και στην Αγγλία οι απόφοιτοι των βρετανικών πανεπιστημίων 285 δισεκατομμύρια λίρες. Αναγνώριση πτυχίων και εγγραφή στα Επιμελητήρια. Αυτό ακριβώς επιδίωκε και αυτό κατάφερε η Κυβέρνηση. Πανηγυρίζουν οι θιασώτες της ιδιωτικής εκπαίδευσης: το λαϊκό ρητό “μονα ζυγά, κερδίζω”, έγινε πια το σύνθημα τους!
Μήπως όλο αυτό γίνεται για να προτρέψουν τα Πανεπιστήμια να παράγουν στελέχη για την αγορά εργασίας με επαρκείς γνώσεις; Κατ’αρχήν τα Πανεπιστήμια έχουν σαν βασική τους αποστολή την μόρφωση και την παιδεία των φοιτητών και φοιτητριών. Ως προς την αγορά εργασίας, βλέπει κανείς μία υγιή οικονομία που να προσφέρει πολλές θέσεις εργασίας που δεν μπορούν να καλυφθούν επειδή δεν υπάρχουν καλά εκπαιδευμένα στελέχη; Το αντίστροφο ισχύει. Δεν υπάρχουν θέσεις εργασίας, οι επιχειρήσεις έχουν τα χάλια τους, η οικονομία είναι προβληματική, και είναι λάθος να χρεώνεται την κατάσταση αυτήν μαζί και την ανεργία το Πανεπιστήμιο.
Μήπως οι επαγγελματικές δεξιότητες που παίρνουν οι φοιτητές είναι χαμηλού επιπέδου; Το brain drain πιστοποιεί ότι οι απόφοιτοι μας έχουν αποδείξει ότι μπορούν να είναι ισάξιοι με τους αντίστοιχους των ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων, αφού τους επιλέγουν οι επιχειρήσεις στο εξωτερικό. Αντιστοίχου επιπέδου είναι και όσοι δεν έχουν φύγει στο εξωτερικό.
Μήπως οι μεταπτυχιακοί μας, οι υποψήφιοι διδάκτορες και οι μεταδιδακτορικοί ερευνητές μας είναι αδύναμοι; Στα ερευνητικά προγράμματα που λαμβάνονται με ανταγωνιστικές διαδικασίες, η συμμετοχή των Ελλήνων πτυχιούχων που ανήκουν σε αυτές τις τρεις κατηγορίες είναι από τις υψηλότερες στην Ευρώπη.
Φαίνεται σαν να θέλει η Κυβέρνηση να τιμωρήσει τα Πανεπιστήμια, να απογοητεύσει τις νέες και τους νέους και να αναστατώσει τις οικογένειες. Είναι δυνατόν να υποστηρίζει κανείς κάτι τέτοιο; Οι ανάγνώστριες και οι αναγνώστες δεν έχουν ανάγκη της δικής μου απάντησης σε αυτό το ερώτημα.
Υπάρχει παραβατικότητα στα Πανεπιστήμια; Η απόφαση της Συνόδου των Πρυτάνεων αρνείται την κυβερνητική θέση ότι η παραβατικότητα είναι ένα σοβαρό πρόβλημα σε όλα τα Πανεπιστήμια. Σε ορισμένα Πανεπιστήμια έχουν όντως εκδηλωθεί τέτοια φαινόμενα. Το 2018 η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ήταν η πρώτη που δήλωσε ευθαρσώς ότι όντως υπάρχει παραβατικότητα. Συγκρότησε δε μία επιτροπή με επικεφαλής τον πρώην Υπουργό Δικαιοσύνης κ.Παρασκευόπουλο και μέλη εκπροσώπους των εισαγγελέων, της αστυνομίας, καθηγητές Πανεπιστημίων και Πρυτάνεις. Την ήμερα που δημοσιοποιήθηκε το πόρισμα της Επιτροπής ο μεν κ.Μητσοτάκης το χαρακτήρισε ως “κάταπτυστο” η δε Νεολαια της ΝΔ ως “φαιδρό”. Και οι δύο, χωρίς να τοποθετηθούν στις πολλές προτάσεις του πορίσματος, ζητούσαν την ίδρυση της Πανεπιστημιακής Αστυνομίας.
Ας κάνουμε με βάση τα παραπάνω την υπόθεση ότι έστω ο κ.Μητσοτάκης φέρθηκε ανεύθυνα, γιατί δεν θα είναι σήμερα αποτελεσματική η παρουσία της αστυνομίας στα Πανεπιστήμια; Αντιστρέφω το ερώτημα: γιατί δεν μπορούσαν να ενισχυθούν οι δομές φύλαξης που ήδη υπάρχουν στα Πανεπιστήμια, να στελεχωθούν με μόνιμο προσωπικό και να έχουν ενισχυμένη παρουσία εκεί όπου υπάρχουν ενδεχόμενες εστίες παραβατικότητας; Γιατί επιλέγεται ειδικό σώμα αστυνομίας και δεν ενισχύονται οι υπάρχουσες αλλά υποστελεχωμένες δομές φύλαξης; Διαβάστε την απόφαση της Συγκλήτου του Πανεπιστημίου Αθηνών η οποία δεν λέει μόνον τα αυτονόητα ως προς τα θέματα φύλαξης, αλλά θεωρεί ότι είναι και αντισυνταγματική η διάταξη. Η Κυβέρνηση κάνει τεράστια προσπάθεια να εθιστεί η κοινωνία ότι η αστυνομική παρουσία παντού, σημαίνει ασφάλεια. Γνωρίζουμε, όμως, ιστορικά ότι το αντίθετο ισχύει. Αν τελικά υλοποιηθεί το οργουελικής έμνευσης συνολικό σχέδιο, το οποίο δεν εξαντλείται μόνον στην δημιουργία πανεπιστημιακής αστυνομίας, αλλά και προβλέπει εγκατάσταση καμερών, δημιουργία control rooms όπου στελέχη της αστυνομίας θα παρακολουθούν την κίνηση στους πανεπιστημιακούς χώρους, αν, λοιπόν, υλοποιηθούν όλα αυτά, ένα είναι σίγουρο: θα υπάρξουν πολλά περισσότερα επεισόδια παραβατικότητας από όσα έχουμε δει μέχρι τώρα. Δεν μπορώ να το αποδείξω προφανώς. Αλλά δυστυχώς έτσι θα είναι.
Δεν έχει σημασία να καθιερωθεί (επιτέλους) η δημιουργία Πειθαρχικού των Φοιτητών; Εντάσσεται και αυτή η ρύθμιση στην γενικότερη αντίληψη του ακραίου αυταρχισμού του Υπουργείου. Για πολλά χρόνια όλα τα Πανεπιστήμια έχουν δημιουργήσει θεσμούς και διαδικασίες που αντιμετωπίζουν φαίνομενα που άπτονται πειθαρχικών αδικημάτων στα πλαίσιο του εσωτερικού κανονισμού λειτουργίας τους. Γιατί, λοιπόν, η Κυβέρνηση θέλει να καταστρέψει κάτι που λειτουργεί; Γιατί οι λεονταρισμοί με τα Πειθαρχικά; Θα ήταν, βέβαια, λίγο δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι ζήλεψαν τα καμώματα της δικτατορίας στα Πανεπιστήμια. Μπορεί, όμως, να ζήλεψε η κ.Υπουργός την Σιδηρά Κυρία της Αγγλίας. Μην ξεχνάμε πως πριν γίνει πρωθυπουργός είχε διατελέσει Υπουργός Παιδείας και είχε περικόψει τον προϋπολογισμό για την εκπαίδευση!
Είναι, τότε, όλα ρόδινα και τέλεια στα Πανεπιστήμια; Προφανώς και όχι. Η χρόνια υποχρηματοδότηση, ο ολοένα και συρρικνούμενος αριθμός των καθηγητών, οι σοβαρότατες ελλείψεις της φοιτητικής μέριμνας, η έλλειψη διοικητικού προσωπικού, η προβληματική υλικοτεχνική υποδομή σε ορισμένα Ιδρύματα, αποτελούν σοβαρά προβλήματα. Και δεν θα λυθούν ούτε με την μείωση της χρηματοδότησης, ούτε με την ενίσχυση των κολλεγίων, ούτε με την πανεπιστημιακή αστυνομία, ούτε με τη διαγραφή των αιώνιων φοιτητών, ούτε με τα πειθαρχικά συμβούλια, ούτε με την μείωση των εισακτέων, ούτε και με τον μη διορισμό καθηγητών.
Ο Κώστας Γαβρόγλου είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρώην Υπουργός Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων.