Πόσο μας αφορούν οι γερμανικές εκλογές ως Έλληνες
Γερμανικές αλλά και "ελληνικού ενδιαφέροντος" συνάμα, οι ομοσπονδιακές εκλογές της 26ης Σεπτεμβρίου φέρνουν αλλαγές εντός των ευρωπαϊκών συνόρων αλλά και στις σχέσεις της Ευρώπης με τον υπόλοιπο κόσμο.
- 26 Σεπτεμβρίου 2021 07:11
Θα μπορούσαν, άραγε, να έχουν εξελιχθεί κατά τρόπο διαφορετικό οι μεγάλες ευρωπαϊκές κρίσεις των τελευταίων ετών (της ευρωζώνης από το 2009 και μετά, του μεταναστευτικού/προσφυγικού έπειτα από το 2015, των οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων της πανδημίας του κορονοϊού μετά το 2020), ή ακόμη και κάποιες από τις διμερείς συμφωνίες του πρόσφατου παρελθόντος, όπως για παράδειγμα η Συμφωνία των Πρεσπών, εάν βρισκόταν στο τιμόνι της Γερμανίας κάποιος άλλος και όχι η Άνγκελα Μέρκελ;
Από την – μάλλον θετική – απάντηση στο ερώτημα, ανακύπτει και το συμπέρασμα: Ό,τι συμβαίνει πολιτικά στο Βερολίνο δεν μένει στο Βερολίνο.
Οι Γερμανοί προσέρχονται στις 26 Σεπτεμβρίου στις κάλπες για να εκλέξουν τον καγκελάριο που θα διαδεχθεί την Άνγκελα Μέρκελ στην ηγεσία της μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και το εκλογικό αποτέλεσμα – υπό μια έννοια – μας αφορά όλους.
Εθνικές αλλαγές με διεθνείς επιπτώσεις
Η 67χρονη Μέρκελ αποχωρεί πια, έπειτα από 16 χρόνια στην καγκελαρία (2005-2021). Φεύγει με το κεφάλι ψηλά, ως η ηγέτιδα που κατάφερε να κρατήσει την ΕΕ ενωμένη, παρά την έξοδο της Βρετανίας (Brexit) και την άνοδο της εθνολαϊκιστικής δεξιάς (με την παρθενική είσοδο του AfD στη γερμανική ομοσπονδιακή βουλή).
Η Μέρκελ έχει όντως καταφέρει κάτι μάλλον παράδοξο: να την μνημονεύουν, ακόμη και οι πολιτικοί της αντίπαλοι, ως σύμβολο σταθερότητας παρά τις πολλές και διόλου ευκαταφρόνητες αστάθειες των τελευταίων ετών. Έχει καταφέρει να την θυμούνται ως φωνή συμβιβαστική, αν και ήταν το Βερολίνο εκείνο που στις πιο πολλές περιπτώσεις υπαγόρευε τους κανόνες.
Κατά τη διάρκεια της πολυετούς θητείας της στην καγκελαρία, η Μέρκελ «αντιμετώπισε» πέντε Βρετανούς, οχτώ Ιταλούς και οχτώ Έλληνες πρωθυπουργούς, αλλά και τέσσερις Γάλλους προέδρους. Όλοι οι άλλοι έφευγαν, εκείνη όμως έμενε αμετακίνητη. Και τώρα που εκείνη φεύγει, όλοι αναρωτιούνται τι μέλλει γενέσθαι στη Γερμανία αλλά και ευρύτερα στην Ευρώπη.
Γιατί ξεχωρίζει η Γερμανία;
Διότι η γερμανική πολιτική σκηνή λειτουργεί παράλληλα και ως σημείο αναφοράς για τις τάσεις και τις εξελίξεις διεθνώς. «Η εξωτερική πολιτική σπανίως κρίνει το αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών», γράφει σε ανάλυσή της η Ουλρίκε Φράνκε του European Council on Foreign Relations (ECFR), πράγμα το οποίο προφανώς εξηγεί σε έναν βαθμό και την απουσία θεμάτων εξωτερικής πολιτικής από τα ντιμπέιτ της τελευταίας προεκλογικής περιόδου στη Γερμανία. Το αποτέλεσμα των γερμανικών ομοσπονδιακών εκλογών όμως από την άλλη, επηρεάζει αποφασιστικά τις εξελίξεις στο μέτωπο της εξωτερικής διεθνώς. Και δικαιολογημένα. Η Γερμανία ξεχωρίζει άλλωστε ως:
- Η μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης
- Το άτυπο διευθυντήριο της ΕΕ
- Το ήμισυ του καλούμενου «γαλλογερμανικού άξονα»
- Ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Κίνας, της Τουρκίας, της Ρωσίας αλλά και των ΗΠΑ εντός της ΕΕ
- Ο τέταρτος μεγαλύτερος στρατός στο ΝΑΤΟ
- Η χώρα που ηγείται της καλούμενης πράσινης μετάβασης σε μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία, διεκδικώντας η ίδια ρόλο πρωτοπόρου αλλά και προτύπου
Πόσα κρίνονται;
Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο λοιπόν, αντιλαμβάνεται κανείς πως από τις πολιτικές της όποιας επόμενης γερμανικής κυβέρνησης συνεργασίας πρόκειται να κριθούν πολλά και στη διεθνή σκηνή:
- Η στάση της ΕΕ απέναντι στην Τουρκία (μια στάση «υποχωρητικότητας» για την οποία πολλοί θεωρούν υπεύθυνο το Βερολίνο)
- Η στάση της ΕΕ απέναντι στην Κίνα (βλ. 5G, CAI), στη Ρωσία (βλ. Nord Stream 2) και στα Δυτικά Βαλκάνια (την ευρωπαϊκή προοπτική των οποίων προωθεί το Βερολίνο)
- Η στάση της ΕΕ στο μέτωπο του προσφυγικού/μεταναστευτικού
- Το μέλλον των διατλαντικών δεσμών, το οποίο περνάει μέσα και από τη σχέση Βερολίνου-Ουάσιγκτον
- Η πορεία της ευρωπαϊκής ανάκαμψης στη σκιά της πανδημίας (βλ. σχέδιο Next Generation EU)
- Η πανευρωπαϊκή (και δεσμευτική για όλες τις χώρες) στροφή προς μια πράσινη και κλιματικά-ουδέτερη οικονομία (βλ. δεσμη μέτρων «Fit for 55»)
- Το μέλλον του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης
- Το μέλλον της συζήτησης περί «ευρωστρατού» και «στρατηγικής αυτονομίας»
Όσα μας αφορούν
Ποια από τα παραπάνω μας αφορούν ως Ελλάδα; Στην πραγματικότητα όλα. Τα ανοιχτά μέτωπα κυρίως της Τουρκίας και δευτερευόντως του μεταναστευτικού/προσφυγικού (έπειτα και από τις τελευταίες εξελίξεις στο Αφγανιστάν) βρίσκονται φυσικά στην πρώτη γραμμή. Η «πράσινη μετάβαση» (απολιγνιτοποίηση, ΑΠΕ, σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων κ.ά.) επίσης ξεχωρίζει ως τομέας ενδιαφέροντος, κι αυτό για πολύ πρακτικούς λόγους, καθώς επηρεάζει τις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος, του φυσικού αερίου κ.ά. Ενώ και στο μέτωπο του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης αναμένονται νέες ενδοευρωπαϊκές «μάχες» το προσεχές διάστημα.
Ενδεικτικά ως προς αυτό: και όσα δήλωσε σχετικά ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης προσφάτως από το βήμα της 85ης Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης: «Θεωρώ δεδομένο ότι το Σύμφωνο Σταθερότητας θα αλλάξει. Σε ποια κατεύθυνση; Δεν είμαι έτοιμος να σας το πω. Θα έχουμε μία πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση στην Ευρώπη μετά τις γερμανικές εκλογές… Θα είναι η επόμενη μεγάλη πολιτική συζήτηση η οποία θα γίνει το 2022… Εκτιμώ ότι η Γερμανία δεν θα είναι όσο δραματική ήταν στο παρελθόν.»
Τι λένε όμως για αυτό οι ίδιες οι πολιτικές δυνάμεις πίσω στη Γερμανία; Προτού εξετάσουμε τις θέσεις τους, ας δούμε το δημοσκοπικό τοπίο όπως εκείνο είχε διαμορφωθεί έως και λίγα 24ωρα πριν από τις εκλογές της 26ης Σεπτεμβρίου.
Μετεκλογικά σενάρια
Οι Γερμανοί προσέρχονται σήμερα στις κάλπες, με τους Σοσιαλδημοκράτες (SPD) του 62χρονου Όλαφ Σολτς να οδηγούν τη δημοσκοπική κούρσα συγκεντρώνοντας περίπου 25%, τους Χριστιανοδημοκράτες/Χριστιανοκοινωνιστές (CDU/CSU) υπό τον 59χρονο Άρμιν Λάσετ να ακολουθούν με περίπου 22%, και τους Πράσινους της 41χρονης Αναλένα Μπέρμποκ να έρχονται τρίτοι συγκεντρώνοντας ένα ποσοστό πέριξ του 15%. Πιο πίσω: τα FDP (Ελεύθεροι Δημοκράτες) και AfD (Εναλλακτική για τη Γερμανία) με περίπου 11% έκαστο. Και ακόμη πιο πίσω: το Die Linke με περίπου 6%.
Εάν οι προβλέψεις επιβεβαιωθούν τελικώς και στην κάλπη, τότε η Γερμανία οδεύει κατά πάσα πιθανότητα όχι προς έναν νέο μεγάλο συνασπισμό (GroKo) Σοσιαλδημοκρατών-Χριστιανοδημοκρατών αλλά προς μια τρικομματική κυβέρνηση Σοσιαλδημοκρατών-Πρασίνων-FDP (την αποκαλούν και κυβέρνηση «φανάρι» ή «φωτεινό σηματοδότη» από τα χρώματα των κομμάτων που είναι το κόκκινο, το πράσινο και το κίτρινο/πορτοκαλί), αν και σε κάθε περίπτωση θα χρειαστεί μάλλον να περάσουν μήνες διαπραγματεύσεων έως ότου σχηματιστεί ο όποιες νέος κυβερνητικός συνασπισμός στη Γερμανία.
SPD – Πράσινοι – FDP
Σημειωτέον πως οι Σοσιαλδημοκράτες ηγούνται του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών τα τελευταία οχτώ χρόνια, ενώ από το 2018 εκείνοι βρίσκονται και στο τιμόνι του υπουργείου Οικονομικών (ο Όλαφ Σολτς συγκεκριμένα, που είναι και υποψήφιος πια και για την καγκελαρία). Το FDP έχει επίσης περάσει από το τιμόνι του γερμανικού ΥΠΕΞ (την περίοδο 2009-2013, με τον Γκ. Βεστερβέλε), ενώ και οι Πράσινοι είχαν συγκυβερνήσει στο πλευρό του SPD την περίοδο 1998-2005 με υπουργό Εξωτερικών τότε έναν δικό τους, τον «πράσινο» Γιόσκα Φίσερ.
Εν έτει 2021 πια, οι συζητήσεις περιστρέφονται γύρω από τη σύνθεση, τις διαθέσεις και το διεθνές αποτύπωμα της επερχόμενης γερμανικής κυβέρνησης συνεργασίας.
Που αναμένονται αλλαγές;
Ως προς αυτό, υπάρχει η εκτίμηση ότι δεν πρόκειται να δούμε δραστικές μεταστροφές σε κανένα από τα μέτωπα που μας αφορούν (Τουρκία κ.ά.), τουλάχιστον όχι από την πλευρά των SPD και FDP, και όχι στο κοντινό μέλλον.
Ο υποψήφιος των Σοσιαλδημοκρατών για την καγκελαρία Όλαφ Σολτς τάχθηκε προεκλογικά κατά της χαλάρωσης του ευρωπαϊκού πλαισίου δημοσιονομικών κανόνων. Επιφανείς Γερμανοί οικονομολόγοι, όπως για παράδειγμα ο Ντάνιελ Γκρος του Centre for European Policy Studies-CEPS, εκτιμούν πως «η γερμανική λιτότητα δεν πρόκειται να βγει εκτός μόδας», κι αυτό επειδή δεν υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές μεταξύ των περισσοτέρων εκ των γερμανικών κομμάτων στο μέτωπο της δημοσιονομικής πολιτικής.
Δημοσιονομικά – Τουρκία – ενέργεια
Στον αντίποδα ωστόσο, υπάρχουν και αναλυτές όπως είναι για παράδειγμα ο Πέπιν Μπέργκσεν του βρετανικού Chatham House και ο Αντόνιο Βιλαφράνκα του ιταλικού ISPI, που προβλέπουν αλλαγές στη γερμανική πολιτική, με τον Βιλαφράνκα να αναμένει μάλιστα κα μια πιο ευέλικτη στάση από το SPD και τους Πρασίνους στο μέτωπο του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια.
Σημειωτέον πως η πανδημία έχει ειδικά σε αυτό το μέτωπο εν τω μεταξύ αλλάξει πολλά από τα δεδομένα και τα… ταμπού του πρόσφατου παρελθόντος, με τους υπουργούς Οικονομικών της ΕΕ να αποδέχονται τη χρήση της γενικής ρήτρας διαφυγής από το δημοσιονομικό πλαίσιο του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, και την ΕΕ να προχωρά στην έκδοση κοινού χρέους/ομολόγων υπέρ του Ταμείου Ανάκαμψης.
Ο ρόλος των Πρασίνων
Κατά τα λοιπά, εάν υπάρξουν αξιοσημείωτες αλλαγές πλεύσης στη Γερμανία το προσεχές διάστημα, αυτές το πιο πιθανό είναι πως θα προέλθουν από τους Πρασίνους οι οποίοι άλλωστε παρουσιάζονται πιο σκληροί απέναντι σε χώρες όπως είναι η Τουρκία, η Ρωσία και η Κίνα, πιο «φιλικοί» προς τους Αμερικανούς αλλά και πιο πιεστικοί σε θέματα όπως είναι εκείνα της πράσινης μετάβασης (απολιγνιτοποίηση, κατάργηση κινητήρων εσωτερικής καύσης στα αυτοκίνητα, μεγαλύτερες και ταχύτερες μειώσεις των εκπομπών ρύπων κ.ά.) που έχουν όμως πρακτικές επιπτώσεις και στα υπόλοιπα κράτη-μέλη της ΕΕ.
Πέρα ωστόσο από τις επί μέρους πολιτικές, ανακύπτει πια και ένα θέμα περισσότερο δομικού χαρακτήρα. Θα καταφέρει η όποια νέα γερμανική ηγεσία να σταθεί ως «ευρωπαϊκή» δύναμη και με την απαιτούμενη εξωστρέφεια εντός της ΕΕ, απέναντι στα υπόλοιπα κράτη-μέλη, εμπνέοντας την ίδια ανάγκη συνοχής και επικοινωνίας που ενέπνεε η Μέρκελ (παρά το μεγάλο πλήγμα του Brexit και της ανόδου των ευρωσκεπτικιστών); Διότι εάν υπάρξει κενό σε αυτό το μέτωπο, τότε οι φυγόκεντρες, ευρωσκεπτικιστικές, διαλυτικές τάσεις ενδεχομένως να ενισχυθούν, όπως γίνεται άλλωστε ήδη στα ανατολικά (Πολωνία).
Οι άλλες εκλογικές αναμετρήσεις
Η Γαλλία του Εμμανουέλ Μακρόν είναι πιθανό να σπεύσει να καλύψει τα όποια γερμανικά κενά σε μια τέτοια περίπτωση, διεκδικώντας ρόλο νέου ευρωπαϊκού διευθυντηρίου. Υπενθυμίζεται άλλωστε πως οι Γάλλοι θα ασκούν και την προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ κατά το πρώτο εξάμηνο του 2022. Μέσα στο πρώτο μισό του 2022 θα έχουμε όμως εκλογές και στην ίδια τη Γαλλία (προεδρικές, βουλευτικές) αλλά και στην Ουγγαρία (βουλευτικές, με την αντιπολίτευση μάλιστα να «κατεβάζει» κοινό υποψήφιο ενάντια στον Βίκτορ Όρμπαν για την πρωθυπουργία).
Το μετά-Μέρκελ μέλλον της ΕΕ αναμένεται, με άλλα λόγια, να κριθεί στο πλαίσιο ενός εκλογικού κύκλου που ανοίγει στις 26 Σεπτεμβρίου στη Γερμανία και κλείνει τους πρώτους μήνες του 2022 σε Γαλλία και Ουγγαρία. Πως θα είναι η ΕΕ σε μερικούς μήνες από σήμερα; Θα ήταν ενδιαφέρον εάν η Μέρκελ έκανε κάποια πρόβλεψη σχετικά…
Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις