NICK WATERHOUSE: “ΜΕΓΑΛΩΝΟΝΤΑΣ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΓΙΝΩ ΚΑΤΙ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΙΝΤΙΑΝΑ ΤΖΟΟΥΝΣ ΚΑΙ ΤΟΝ ΓΚΟΓΚΕΝ”
Λίγο πριν από τις εμφανίσεις του στην Αθήνα ο Nick Waterhouse μιλά στο MAGAZINE για το νέο του άλμπουμ "Promenade Blue" και την απολλώνια φλόγα της Ελλάδας.
“Μερικές φορές νιώθω ότι οι δίσκοι μου είναι σαν τις ταινίες του Τριφό” έχει δηλώσει ο 36χρονος Αμερικανός μουσικός Nick Waterhouse, “Είναι κάπως ‘χύμα’ και βάζουν τους ανθρώπους να κάνουν πράγματα ο ένας σε αντιπαράθεση με τον άλλον”.
Ο 36χρονος τραγουδοποιός από την ηλιόλουστη Καλιφόρνια ετοιμάζεται για δύο εμφανίσεις στην Αθήνα και δεν κρύβει τον ενθουσιασμό του, καθώς η “φλόγα της τέχνης και της μουσικής” για εκείνον “καίει” στην Ελλάδα. Υπόσχεται ένα vintage μουσικό ταξίδι στα ’50s & ’60s, που θα μας διακτινίσει σε εποχές στις οποίες ο έρωτας ανέμιζε τις πόλκα ντοτ κοριτσίστικες φούστες σε rhythm & blues πίστες και ο Έλβις λίκνιζε τους γοφούς του απογειώνοντας το “Jailhouse Rock”.
Λίγο πριν ανέβει στη σκηνή, για να παίξει μεταξύ άλλων κομμάτια του θρύλου Young Jessie, με τον οποίο έπαιξε live πριν φύγει από τη ζωή, μίλησε στο MAGAZINE για την γλυκιά μπλε μελαγχολία του πρόσφατου άλμπουμ του με τίτλο ‘Promenade Blue’. Μουσικές που αγγίζουν το κοινό σαν ένα ζεστό καλιφορνέζικο αεράκι, ανεμελιάς και ελευθερίας.
Όταν δουλεύω έναν δίσκο, πάντα αφήνω 25% στην τύχη – αφού έχω χτίσει την αέναη μηχανή κίνησης – προσπαθώ να αφήσω τα πράγματα ήσυχα, να πάει η ενέργεια όπου θέλει να πάει…
Ο Waterhouse (δεν είναι τυχαίο ότι το “νερό” περιλαμβάνεται στο όνομά του) φτιάχνει δίσκους γιατί η μουσική είναι η σουπερδύναμη που μας κάνει να δραπετεύουμε από την πραγματικότητα. Το δικό του υπερ-όπλο είναι η κιθάρα του – μια μεγάλη αγάπη που ήρθε στα χέρια του σε ηλικία 12 ετών και δεν ξαναέφυγε ποτέ.
Χτίζει ατμοσφαιρικά μουσικά τοπία γεμάτα μπλουζ, τζαζ, R&B και rock ‘n’ roll ρυθμούς
Με πατέρα πυροσβέστη και μητέρα στις πωλήσεις – μεγάλωσε και πέρασε τις δύο πρώτες δεκαετίες της ζωής του σε μια παραθαλάσσια πόλη στη Νότια Καλιφόρνια κοντά στο Long Beach. Γαλήνη και ηρεμία, με τον ωκεανό να απλώνεται για ατελείωτα μίλια προς Βορρά και Νότο. Η καλύτερη εκδοχή του… Pleasantville. Καταπράσινοι κήποι, διώροφα περιποιημένα σπίτια, ατέρμονοι αυτοκινητόδρομοι και fast food αλυσίδες παρέα με mega εμπορικά κέντρα.
Το σπίτι του ήταν γεμάτο μουσικές και εκείνος λάτρεψε το groove των αρχών της δεκαετίας του ’60 στη μουσική της Νέας Ορλεάνης, το αμερικάνικο garage rock, την surf soul και τα διαμαντάκια της ποπ που κατέκλυζαν τα ερτζιανά από τα μικροσκοπικά τρανζιστοράκια της εποχής.
Τον ρωτάμε τι ήθελε να γίνει όταν μεγαλώσει, μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα που είχε δημιουργήσει για τον … εαυτό του! “Κάτι ανάμεσα στον Ιντιάνα Τζόουνς και στον Πολ Γκογκέν!” μας απαντά.
Όπως ο ίδιος έχει δηλώσει, το τραγούδι που τον έκανε να θέλει να γίνει μουσικός ήταν το “Here comes the night” των Them. “Το άκουγα σχεδόν καθημερινά τα πρώτα 15 χρόνια της ζωής μου στο αυτοκίνητο της μητέρας μου. Είχε ένα CD με τα Greatest Hits του Van Morrison και αυτό ήταν το πρώτο τραγούδι. Με μάγεψε από την αρχή. Είχε αυτή την ενέργεια, την ατμόσφαιρα και το βάθος που νομίζω ότι με ακολουθεί όλη μου τη ζωή.”
Ηχογραφεί τα πάντα σε μαγνητική ταινία, με αναλογικά μηχανήματα, σε ένα στούντιο γεμάτο μουσικούς που παίζουν ζωντανά, σε μονοφωνικές έγγραφές, όσο και όταν είναι δυνατόν.
Τα άλμπουμ του Waterhouse – “Time’s All Gone” το 2012, “Holly” το 2014, “Never Twice” το 2016, “Nick Waterhouse” το 2019 – αναδεικνύουν τη δύναμη του συναισθήματος. Και εκεί στο βάθος μία υποψία από Rolling Stones, τους αγαπημένους του θείου του. Στη διάρκεια του λοκντάουν διάβασε την αυτοβιογραφία του Κιθ Ρίτσαρντς. “Δεν ήμουν από παιδί οπαδός των Stones, αλλά όταν διάβασα αυτό το βιβλίο με έκανε να νιώσω ότι θα μπορούσαμε να είμαστε φίλοι όταν ήμουν 12. Ταυτίστηκα με αυτόν πιο πολύ από ότι νόμιζα“.
Ρυθμός, ρετρό αλλά όχι παλιακός, γλυκιά χαρμολύπη και αισιοδοξία. Ο Nick Waterhouse λειτουργεί σαν μουσικός μετασχηματιστής, αλλάζει τη μουσική, την ανανεώνει και τη «σώζει».
Πώς αποφάσισες να γίνεις μουσικός
“Νομίζω το επάγγελμα αυτό με διάλεξε δεν το διάλεξα. Το θέμα με τη μουσική είναι ότι σε αιχμαλωτίζει. Σκέψου ότι είναι σαν να γνωρίζεις μία κοπέλα και να σου αρέσει πολύ με την πρώτη ματιά. Σιγά σιγά αυτό μετατρέπεται σε έμμονη ιδέα και μετά καταλήγει σε αγάπη. Κάπως έτσι ένιωσα με τη μουσική“.
Πότε μπήκε στη ζωή σου το rhythm & blues;
“Πολύ νωρίς, δηλαδή από την αρχή. Τα τραγούδια που άρχισα να καταλαβαίνω ότι μου άρεσαν από τότε που ήμουν παιδάκι ήταν αυθεντικά rhythm & blues ή βασισμένα εκεί. Η κιθάρα μου με βοήθησε να το αποκωδικοποιήσω όλο αυτό“.
Ποιος είναι ο μεγαλύτερος στόχος σου ως καλλιτέχνης;
“Να σε κάνω εσένα, τον ακροατή, να έρθεις πολύ κοντά στη φλόγα, αλλά να αφήσω σε αυτή την εμπειρία τόσο μυστήριο, όσο πρέπει, για να σε κάνω να επιστρέψεις. Και στόχος μου είναι να είμαι πάντα πιστός στην αλήθεια μου και στη μουσική μου”.
Το “Promenade Blue” δεν είναι η Νέα Υόρκη του Γκάτσμπι το ’20, αλλά η Καλιφόρνια του Waterhouse τη δεκαετία των 2020s.
Ο Nick Waterhouse επιλέγει το μπλε για να χρωματίσει το καινούργιο του άλμπουμ, “Promenade Blue” που κυκλοφόρησε στις 9 Απριλίου 2021 από την Innovative Leisure, σε συνεργασία με τον συμπαραγωγό Paul Butler. Εμπνέεται από το μυθιστόρημα “Ο Μεγάλος Γκάτσμπι” του Francis Scott Fitzgerald και την εποχή του μεσοπολέμου, αλλά ο δίσκος “Promenade Blue” αντιπροσωπεύει την αναγέννηση, και στρέφεται στο καινούργιο.
Με λένε εμμονικό, αλλά ζω για την ομαδική διαδικασία του να φτιάχνεις έναν δίσκο. Όταν λειτουργεί, ανοίγεις μια τρύπα στον χωροχρόνο, γιατί η ενέργεια όλων αυτών των ανθρώπων ευθυγραμμίζεται πολύ πιο έντονα και δυναμικά.
Ποιο ήταν το κόνσεπτ πίσω από τον δίσκο “Promenade Blue”. Πώς προσέγγισες τη δημιουργία του στο στούντιο;
Αυτός ήταν ένας δίσκος που είχα αποφασίσει ότι θα έχει πλάκα και μέσα από τη δημιουργία του θα ικανοποιήσω όλα μου τα καπρίτσια. Κάποια είναι σοβαρά άλμπουμς. Δουλεύοντας πάνω στο “Promenade Blue” βυθιζόμουν όλο και πιο βαθιά στο να βρω τον τρόπο να ανακαλύπτω πράγματα που θα μου δώσουν χαρά και να “χτίσω” πάνω σε αυτό. Τον ηχογράφησα στο Μέμφις με καινούργια μέλη της “παρέας”, έτσι για να δω τι θα προέκυπτε.
Τα τραγούδια ήταν όλα εκφράσεις της καρδιάς μου, τα οποία πήραν σάρκα και οστά με ένα ζωηρό και χορταστικό τρόπο, από κάθε άποψη. Ήθελα να κάνω έναν δίσκο που να προέλθει από μία μικρή ομάδα ανθρώπων στο Λος Άντζελες, αλλά με τον δικό μου τρόπο. Μπορείς να ακούσεις αποχρώσεις από Leiber (Jerome Leider) και Stoller (Michael Stoller) [το δίδυμο Leiber – Stoller που μεγαλούργησε γράφοντας τραγούδια για τον Έλβις Πρίσλεϊ όπως τα “Hound Dog” (1952), “Kansas City” (1952), “Love Me” (1956), “Jailhouse Rock” (1957), “Loving You”, “Don’t” και “King Creole”]. Εκεί κάπου κρύβεται ο Richard Berry και ο Young Jessie.
Υπάρχει “ορισμός” για ένα… καλό τραγούδι;
Κάτι που σε κάνει να ξεχνάς τα πάντα για περίπου τρία λεπτά.
Η αγάπη σου για τη λογοτεχνία επηρεάζει την μουσική σου; Με ποιον τρόπο συνδέονται;
Οπωσδήποτε. Ένα τραγούδι είναι ένα ποίημα συνδεδεμένο με έναν μετρητή σε πραγματικό χρόνο. Τουλάχιστον έτσι το βλέπω εγώ. Συνεχώς ψάχνω τρόπους να πω την ιστορία του τραγουδιού, η οποία απελευθερώνεται από τα μουσικά στοιχεία και δεν αιχμαλωτίζεται στο χαρτί.
Μίλησέ μας λίγο για τους αγαπημένους σου καλλιτέχνες, δίσκους που λατρεύεις ή τα βιβλία που σε έχουν επηρεάσει και γιατί;
Αγαπημένοι καλλιτέχνες είναι ο Ray Charles με το “Live in Atlanta”, ο Jimmy Smith και το κομμάτι “Sermon” και το άλμπουμ “Gerry Mulligan Pacific Quartet”. Ακόμα λατρεύω μουσικές από τους: Mose Allison (“Stop This World”), Etta James (“Waiting For Charlie”), the 13th Floor Elevators (“You’re Gonna Miss Me”), Van Morrison (“Astral Weeks”), Johnny ‘Guitar’ Watson, Sean Bonniwell, Jerry Reed, Joe South. Από συγγραφείς ξεχωρίζω τους: Ray Chandler, Frank O’Hara με το “Lunch Poems” και τους TS Eliot, Ezra Pound, Hart Crane, W. H. Auden, Wallace Stevens, James Salter, Saul Bellow με το μυθιστόρημα “Humboldt’s Gift”. Μου άρεσε πολύ επίσης το βιβλίο “Journey to the End of the Night” του Louis-Ferdinand Céline.
Φωτογραφήθηκες στη Vogue με την Κendall Jenner. Μίλησέ μας για το πώς προέκυψε αυτό;
Ο Θεός μου παίζει περίεργα παιχνίδια…
Έχει κάποιο ρόλο η τύχη στη ζωή σου;
Φυσικά. Αλλά πιστεύω ότι η τύχη υπάρχει μόνο όταν την… αναλύεις και όταν την εξετάζεις αναδρομικά. Και όπως είπε ένας μεγάλος ποιητής “η ανάλυση δεν είναι παρά μια ‘φανταχτερή”’λέξη για την ανατομή, που είναι δολοφονία”.
Με ποιους καλλιτέχνες θα ήθελες να συνεργαστείς στο μέλλον;
Με τον Bryan Ferry ή την Carole King.
Ποιο είναι το πιο πολύτιμο βινύλιο που έχεις στην κατοχή σου;
Λέγεται “Brown Eyes” από τον Young Jessie – προέρχεται από ιδιωτική συλλογή και μου το έδωσε ο μέντοράς μου. Όχι μόνο είναι απίστευτα σπάνιο αλλά είναι και ένα αντικείμενο σφοδρής επιθυμίας και πόθου της δεκαετίας που οδήγησε στο πρώτο μου άλμπουμ. Όταν ήμουν φτωχός και “ανακάτευα την τράπουλα” στο Σαν Φρανσίσκο.
Αλλά μου δόθηκε η εκπληκτική ευκαιρία να παίξω το εμβληματικό κιθαριστικό lick του Young Jessie μαζί με τον ίδιο τον καλλιτέχνη το 2017 πριν από τον θάνατό του (2020). Όπως πολλά πράγματα στη ζωή μου, αυτό το βινύλιο έχει επίπεδα ποίησης και νοήματος, που το τοποθετούν στην καρδιά μου.
Πώς νιώθεις που επιστρέφεις στην Ελλάδα; Τι έχεις να πεις στους Έλληνες θαυμαστές σου που σε περιμένουν στην Ελλάδα.
Το ελληνικό ακροατήριο βρίσκεται σε απόλυτη αρμονία με το πνεύμα μου – με “καταράστηκε” από την πρώτη φορά που έπαιξα στην Ελλάδα. Όταν έρθεις στο σόου μου είναι σαν να γινόμαστε όλοι ένα ομογενοποιημένο μουσικό σύνολο. Το νιώθω σαν μία υπενθύμιση ότι η φλόγα της τέχνης και της μουσικής, αυτό το απολλώνιο αίσθημα, ακόμα καίει μέσα σε κάποιον εκεί έξω στον κόσμο… μακριά από την Καλιφόρνια!