“ΦΡΑΞΙΑ ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ”, Η ΒΙΑ, ΤΟ ΧΑΟΣ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ
51 χρόνια μετά την ιδρυτική πράξη της "Rote Armee Fraktion", το Magazine ανοίγει τον φάκελο της γερμανικής τρομοκρατικής οργάνωσης. Ο Μπάαντερ, η Μάινχοφ, η Ένσλιν, οι Τουπαμάρος, η Σχολή της Φρανκφούρτης, η Φατάχ, τα χτυπήματα, οι συλλήψεις, ο Σαρτρ, το "γερμανικό φθινόπωρο", τα λευκά κελιά, η "νύχτα θανάτου στο Στάμχαϊμ", οι επόμενες γενιές και η οριστική διάλυση το 1998.
Δυτικό Βερολίνο, 14 Μαΐου 1970, 9:45 το πρωί, τοπική ώρα. Ο Αντρέας Μπάαντερ, ο οποίος εκτίει ποινή τριετούς φυλάκισης (για εμπρησμούς πολυκαταστημάτων στη Φρανκφούρτη), μεταφέρεται από τις φυλακές Tegel της πόλης, στο αναγνωστήριο του Ινστιτούτου Κοινωνικών Ερευνών, για να συναντηθεί με τη δημοσιογράφο Ουλρίκε Μάινχοφ, ώστε να συζητήσουν τη συγγραφή ενός βιβλίου. Μέσα στην αίθουσα, εκτός από τον Μπάαντερ και την Μάινχοφ, βρίσκονται επίσης δυο δικαστικοί υπάλληλοι που εποπτεύουν τον φυλακισμένο και ένας εργαζόμενος στο ινστιτούτο. Για περίπου 75 λεπτά, ο Μπάαντερ μιλάει και η Μάινχοφ κρατάει σημειώσεις. Αυτό που δε γνωρίζουν όμως οι φύλακες, είναι ότι ήδη έχει ξεκινήσει η επιχείρηση για την απελευθέρωση του κρατούμενου από τους συντρόφους του.
Κάτι άλλο που αγνοεί η αστυνομία, είναι ο ρόλος της Μάινχοφ στο όλο σχέδιο. Η απόδραση έχει σχεδιαστεί από την Γκούντρουν Ένσλιν, σύντροφο του Μπάαντερ και από τον δικηγόρο του, Χορστ Μάλερ και έχει αναλάβει να τη φέρει σε πέρας μια ομάδα αποτελούμενη από έξι άτομα: την ίδια την Ένσλιν, την Ιρένε Γκέργκενς, την Ίνγκριντ Σούμπερτ, την Άστριντ Προλ, φυσικά την Μάινχοφ και έναν άντρα αγνώστων στοιχείων. Την προηγούμενη μέρα, στις 13 Μαΐου, η Γκέργκενς και η Σούμπερτ έχουν επισκεφτεί το ινστιτούτο και έχουν ζητήσει μια αίθουσα για να μαζέψουν υλικό για μια – υποτιθέμενη – εργασία τους πάνω στις πιθανές θεραπείες για εγκληματίες ανήλικους, πετυχαίνοντας να κλείσουν ραντεβού για το πρωί της 14ης.
Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΟΥ ΑΝΤΡΕΑΣ ΜΠΑΑΝΤΕΡ
Η Γκέργενς έχει ήδη αγοράσει αντί 1.000 γερμανικών μάρκων, ένα περίστροφο τύπου Beretta με σιγαστήρα, ενώ όπλα έχουν προμηθευτεί τόσο η Σούμπερτ όσο και η Προλ. Παράλληλα, την παραμονή της επιχείρησης, έχει κλαπεί μια Alpha Romeo Giulia Sprint, που θα χρησιμοποιηθεί για τη διαφυγή της ομάδας. Την ώρα που Μπάαντερ και Μάινχοφ συζητούν για το βιβλίο, οι Γκέργκενς και Σούμπερτ εισέρχονται στο Ινστιτούτο και τους παραχωρείται μια αίθουσα ακριβώς απέναντι από το αναγνωστήριο. Οι δυο γυναίκες ανοίγουν στις 11 την κεντρική είσοδο του κτιρίου για να εισέλθει ένας άντρας που φοράει κουκούλα. Αυτός αμέσως ανοίγει πυρ εναντίον του υπαλλήλου του ινστιτούτου και τον τραυματίζει βαριά.
Στη συνέχεια, οι τρεις τους, ο κουκουλοφόρος, η Γκέργκενς και η Σούμπερτ, εισβάλλουν στο αναγνωστήριο φωνάζοντας “ψηλά τα χέρια, αλλιώς πυροβολούμε”. Οι δυο δικαστικοί υπάλληλοι βγάζουν και αυτοί τα όπλα τους και ανταποδίδουν τους πυροβολισμούς, όμως τελικά τραυματίζονται αμφότεροι από τα πυρά της τριάδας και πέφτουν αναίσθητοι στο δάπεδο, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στους εισβολείς να πηδήξουν από το παράθυρο, να βγουν στον κήπο του κτιρίου και από εκεί να μπουν στην κλεμμένη Alpha Romeo, στο τιμόνι της οποίας βρίσκεται η Άστριντ Προλ περιμένοντάς τους. Μαζί με τους τρεις, διαφεύγει και ο Μπάαντερ, όμως η μεγάλη έκπληξη έρχεται από την Μάινχοφ, που επίσης πηδάει από το παράθυρο και ακολουθεί τους υπόλοιπους στο αυτοκίνητο.
Και αυτό γιατί ο ρόλος της στο σχέδιο είναι εκείνος του “δολώματος”. Υποτίθεται ότι σύμφωνα με την επιχείρηση, η Μάινχοφ δε θα φύγει από το Ινστιτούτο, αλλά θα μείνει εκεί, παριστάνοντας την αιφνιδιασμένη από την όλη εξέλιξη και φυσικά την ανήξερη. Η αστυνομία, μέχρι τότε, δεν υποπτεύεται την αρκετά αξιοσέβαστη στο χώρο της δημοσιογράφο, όμως η ίδια, εκείνη την κρίσιμη στιγμή που οι φύλακες έχουν τεθεί εκτός μάχης και οι σύντροφοί της δραπετεύουν, παίρνει μια απόφαση που θα καθορίσει την υπόλοιπη ζωή της. Αλλάζει το “σενάριο” του σχεδίου και βγαίνοντας από το παράθυρο, στην ουσία μπαίνει μια για πάντα στην παρανομία. Όμως, εκτός από τη δική της ζωή, καθορίζει και το μέλλον της ίδιας της οργάνωσης.
Οι φυγάδες στο μεταξύ, αλλάζουν αρκετές φορές αυτοκίνητο περιφερόμενοι μέσα στο Δυτικό Βερολίνο και η αστυνομία χάνει τα ίχνη τους, κάτι που σημαίνει ότι η επιχείρηση έχει πετύχει. Η απελευθέρωση του Μπάαντερ από τη μια και η απόφαση της Μάινχοφ να τον ακολουθήσει από την άλλη, σηματοδοτούν ουσιαστικά το ξεκίνημα της “Rote Armee Fraktion” (Φράξια Κόκκινος Στρατός), μιας ακροαριστερής οργάνωσης που υιοθέτησε την πρακτική του αντάρτικου πόλεων και έδρασε κυρίως στη Δυτική Γερμανία. Στο σημερινό κείμενο θα κάνουμε μια μικρή αναδρομή στην πορεία αυτής της οργάνωσης, κυρίως δε στη δράση των μελών της πρώτης γενιάς. Θα δούμε πώς δημιουργήθηκε η RAF, πώς κινήθηκε στη δεκαετία του ’70 και ποια ήταν η κατάληξή της.
ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΣΤΗ Δ. ΓΕΡΜΑΝΙΑ ΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ ’60
Ας ρίξουμε πρώτα μια ματιά στο ιστορικό πλαίσιο της Δυτικής Γερμανίας και τις συνθήκες – πολιτικές και κοινωνικές – που οδήγησαν στη δημιουργία της RAF. Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’60 συνέβη μια σειρά από γεγονότα, τα οποία ώθησαν μεγάλη μερίδα των νέων, πρώτα προς τις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας και στη συνέχεια προς την πολιτική ριζοσπαστικοποίηση, η οποία συνοδεύτηκε από πράξεις βίας. Το ξεκίνημα του πολέμου του Βιετνάμ το 1967 και αμέσως μετά, ο Μάης του ’68 στη Γαλλία, ήταν δυο σημαντικοί σταθμοί που καθόρισαν τις πρώτες αντιπαραθέσεις ανάμεσα στο αντιπολεμικό κίνημα – που δημιουργήθηκε αμέσως – και στις κυβερνήσεις των κρατών, που σε καμία περίπτωση δεν είχαν την πρόθεση να ανεχτούν την οποιαδήποτε αποσταθεροποίηση.
Ενώ όμως σε κράτη όπως η Γαλλία και η Ιταλία, οι ιδεολογικές κατευθύνσεις φάνηκαν να είναι αρκετά ξεκάθαρες, τουλάχιστον σε ό,τι αφορούσε την ένταση και την αποφασιστικότητα της σύγκρουσης με το κατεστημένο, στη Γερμανία η κατάσταση ήταν τελείως διαφορετική και συγκεχυμένη, κάτι που σε μεγάλο βαθμό οφειλόταν στην ίδια την εξέλιξη της κρατικής ιδεολογίας σε εκείνα τα τελευταία είκοσι χρόνια, από την πτώση δηλαδή του ναζισμού και έπειτα. Η αλήθεια είναι ότι οι Γερμανοί, μετά τον πόλεμο, αφοσιώθηκαν στην ανοικοδόμηση της κατεστραμένης χώρας τους, ακολουθώντας το τρίπτυχο της σκληρής εργασίας, της πειθαρχίας και της υπακοής. Παράλληλα, απέφυγαν σε τεράστιο βαθμό την (αυτο)κριτική απέναντι στον ολοκληρωτισμό του Χίτλερ.
Η ενδοσκόπηση, ακριβώς επειδή εκ των πραγμάτων ήταν οδυνηρή, έμεινε εκτός εξίσωσης, με αποτέλεσμα να μην υπάρξει ούτε ξεκάθαρη καταδίκη του ναζισμού, αλλά ούτε και μια αποφασιστική στάση για την αποκατάσταση της δημοκρατίας, με την έννοια ότι ναι μεν το πολίτευμα ήταν το δημοκρατικό, όμως δεν υπήρξε σαφής “αγώνας” στην ιδεολογική καθοδήγηση από το κράτος, κάτι πάντως όχι απαραίτητα ακατανόητο, αφού οι συλλογικές τύψεις έπρεπε να μπουν το συντομότερο δυνατό στο περιθώριο και να δοθεί προτεραιότητα στα “πρακτικά” ζητήματα που σαν στόχο είχαν την παλινόρθωση της Γερμανίας. Αυτή όμως η πρακτική δημιούργησε ένα πολύ μεγάλο κενό πολιτικού αυτοπροσδιορισμού, κυρίως στις νεώτερες γενιές που πλέον ασφυκτιούσαν μέσα στη δίνη των 60s.
Το 1967 ήταν μια χρονιά ορόσημο στο πολιτικό “ξεκαθάρισμα” των Γερμανών. Από τη μια, είχαν ξεκινήσει μαχητικές – αλλά ειρηνικές – διαδηλώσεις κατά του πολέμου του Βιετνάμ, ενώ από την άλλη, υπήρχαν μεγάλες αντιπαραθέσεις για τον κυβερνητικό συνασπισμό ανάμεσα στους Χριστιανοδημοκράτες (CDU) του καγκελάριου – πρώην Ναζί – Κουρτ Γκέοργκ Κίζινγκερ και τους Σοσιαλδημοκράτες (SPD) του Βίλι Μπραντ. Μια σημαντική ημερομηνία, ήταν η 2η Ιουνίου του 1967, όταν κατά την επίσημη επίσκεψη του Ρεζά Παχλαβί, Σάχη της Περσίας, στο Βερολίνο, η γερμανική αστυνομία επιτέθηκε βάναυσα εναντίον των συγκεντρωμένων φοιτητών που διαδήλωναν κατά της παρουσίας του Πέρση μονάρχη έξω από το κτίριο της κρατικής Όπερας.
ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΝΕΖΟΡΓΚ ΣΤΟΝ ΝΤΟΥΤΣΚΕ
Το γεγονός που σημάδεψε τα επεισόδια εκείνης της ημέρας, ήταν η εν ψυχρώ δολοφονία του 27χρονου φοιτητή Μπένο Όνεζοργκ από Γερμανό αστυνομικό, κάτι που οδήγησε σε ακόμα μεγαλύτερη ένταση ανάμεσα στο φοιτητικό κίνημα και το κράτος. Σχεδόν ένα χρόνο μετά, στις 11 Απριλίου του 1968, ένας από τους ηγέτες της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς και μέλος της Σοσιαλιστικής Γερμανικής Φοιτητικής Ένωσης (SDS), ο Ρούντι Ντούτσκε, υπήρξε θύμα δολοφονικής απόπειρας από τον Γιόζεφ Έρβιν Μπάχμαν, έναν ακροδεξιό φανατικό, που τον πυροβόλησε δυο φορές στο κεφάλι και μια στο στήθος. Μετά από αλλεπάλληλα χειρουργεία, οι γιατροί κατάφεραν να του σώσουν τη ζωή, όμως ο Ντούτσκε δε συνήλθε ποτέ εντελώς από τα τραύματά του και πέθανε τελικά το 1979.
Λίγες μέρες πριν τη δολοφονική επίθεση στον Ντούτσκε, στις 2 Απριλίου του 1968, ο Αντρέας Μπάαντερ, η Γκούντρουν Ένσλιν, ο Τόρβαλντ Προλ και ο Χορστ Ζένλαϊν, τοποθέτησαν εμπρηστικούς μηχανισμούς σε δυο πολυκαταστήματα της Φρανκφούρτης, το Kaufhaus M. Schneider και το Kaufhof. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα, μια γυναίκα επικοινώνησε τηλεφωνικά με το ειδησεογραφικό πρακτορείο Deutsche Presse-Agentur, λέγοντας: “Σε πολύ λίγο θα πιάσουν φωτιά το Schneider και το Kaufhof, πρόκειται για πολιτική πράξη”. Αμέσως κινητοποιήθηκε η πυροσβεστική και έσβησε τις φλόγες, ενώ δεν υπήρξαν τραυματισμοί. Οι συνολικές ζημιές υπολογίστηκαν σε 670.000 μάρκα (περίπου 1.200.000 σημερινά ευρώ).
Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΜΕΛΩΝ
Την ώρα που τα δυο καταστήματα καίγονταν, ο Μπάαντερ και η Ένσλιν βρίσκονταν σε γειτονικό καφέ, στέκι αριστεριστών, γιορτάζοντας το γεγονός και αφήνοντας υπονοούμενα ότι εκείνοι ήταν οι δράστες! Δυο μέρες αργότερα, συνελήφθησαν και οι τέσσερις από τη γερμανική αστυνομία. Η δίκη για τον εμπρησμό ξεκίνησε στις 14 Οκτωβρίου του 1968, με δικηγόρους υπεράσπισης τον Χορστ Μάλερ και τον Ότο Σίλι, ενώ η Ουλρίκε Μάινχοφ κάλυπτε τη διαδικασία αρθρογραφώντας στο αριστερής κατεύθυνσης περιοδικό Konkret. Εκεί, οι τέσσερις κατηγορούμενοι δήλωσαν ότι οι εμπρησμοί είχαν γίνει ως διαμαρτυρία για τον πόλεμο του Βιετνάμ, αλλά και για την αδιαφορία των Γερμανών απέναντι σε αυτή τη γενοκτονία.
Ποιοι ήταν όμως οι πρωταγωνιστές εκείνης της δίκης και σε τελική ανάλυση, εκείνοι που δυο χρόνια μετά, θα δημιουργούσαν και επίσημα τη RAF; Ο Αντρέας Μπάαντερ, γεννημένος το 1943, ήταν ένας μικροκακοποιός που “ειδικευόταν” στις κλοπές αυτοκινήτων και μπαινόβγαινε στη φυλακή για πλημμελήματα. Είχε παρατήσει το σχολείο, συστηνόταν ως μποέμ και ήταν από τα ελάχιστα μέλη της RAF που δεν είχε πάει στο πανεπιστήμιο. Το 1967 γνώρισε την Γκούντρουν Ένσλιν, κόρη ενός πάστορα, άριστη μαθήτρια και φοιτήτρια αγγλικής και γερμανικής φιλολογίας. Πολύ γρήγορα οι δυο τους έγιναν ζευγάρι και ο Μπάαντερ εντυπωσιάστηκε από τις γνώσεις της πάνω στη μαρξιστική θεωρία, αλλά και τις εξτρεμιστικές πολιτικές της θέσεις.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Ένσλιν υπήρξε η κατεξοχήν διανοούμενη της οργάνωσης και ίσως η μοναδική που μπορούσε να ελέγχει τα βίαια ξεσπάσματα του Μπάαντερ. Ο Τόρβαλντ Προλ ήταν φοιτητής γερμανικής φιλολογίας, ποιητής και συγγραφέας, αλλά και ο μεγάλος αδερφός της Άστριντ, που όπως διαβάσαμε στην αρχή του κειμένου, ήταν εκείνη που οδήγησε την Alpha Romeo μετά την απόδραση του Μπάαντερ το 1970. Ο Χορστ Ζένλαϊν είχε ιδρύσει το 1967 το “Action-Theater” (το οποίο συνέχισε το 1968 ο Ράινερ Βέρνερ Φάσμπιντερ ως “Antiteater”) και ήταν στενός φίλος του Μπάαντερ. Όλοι τους είχαν γνωριστεί στην Kommune 1., μια πολιτική κομμούνα (κοινότητα) που είχε δημιουργηθεί τον Ιανουάριο του 1967 στο Δυτικό Βερολίνο.
Η Kommune 1. ήταν το κέντρο των πολιτικών ζυμώσεων στο χώρο της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, εκεί από όπου στην ουσία γεννήθηκαν τόσο η RAF, όσο και η Bewegung 2. Juni (Κίνημα 2ης Ιουνίου), μια ακόμα αριστερή τρομοκρατική οργάνωση που πήρε το όνομά της από την ημερομηνία που δολοφονήθηκε ο Μπένο Όνεζοργκ. Η συζήτηση αφορούσε σε μεγάλο βαθμό το αν ο αγώνας θα έπρεπε να συνεχίσει να είναι ειρηνικός ή αν η βία – ενάντια στη βία της εξουσίας – θα έπρεπε να είναι το επόμενο βήμα. Ο Ρούντι Ντούτσκε, μάλλον ο κορυφαίος εκπρόσωπος του γερμανικού φοιτητικού κινήματος στα 60s, ήταν υπέρ της μιας τάσης, αυτής που επιζητούσε την αποσταθεροποίηση των κέντρων ισχύος του καπιταλισμού, απορρίπτοντας όμως τον ένοπλο αγώνα.
ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΤΟΥΠΑΜΑΡΟΣ ΣΤΗ ΣΧΟΛΗ ΤΗΣ ΦΡΑΝΚΦΟΥΡΤΗΣ
Από την άλλη, ο Μπάαντερ και η Ένσλιν θεωρούσαν ότι η πολιτική βία θα μπορούσε να νομιμοποιηθεί μέσα σε ένα δημοκρατικό καθεστώς, αρκεί να είχε μαζική μορφή. Πηγαίνοντας ακόμα πιο πέρα, πίστευαν πως ήταν εφικτό να υπάρξει αντάρτικο πόλεων στις μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις, για να πολεμήσει τον ιμπεριαλισμό, έχοντας πάντα ως πρότυπο τους Τουπαμάρος (Movimiento de Liberación Nacional-Tupamaros), που εκείνη την εποχή δρούσαν στην Ουρουγουάη. Αμφότεροι ήταν πεπεισμένοι πως αν η αντίδραση των φοιτητών ενωνόταν με εκείνες των εργατών και της μεσαίας τάξης, με τον απλό λαό δηλαδή, τότε θα μπορούσε να δημιουργηθεί επαναστατικό κλίμα με τέτοιους όρους, ώστε πλέον τα όπλα να έχουν τον πρώτο λόγο.
Αυτή ήταν η κατάσταση που επικρατούσε στο πανεπιστήμιο του Δυτικού Βερολίνου και στην Kommune 1. (συγκοινωνούντα δοχεία φυσικά και τα δυο μεταξύ τους), τη στιγμή που οι επιρροές και οι κοινωνικοπολιτικές αναφορές είχαν απ’ όλα: Μαρξ και Λένιν, Τσε Γκεβάρα, Φραντς Φανόν, Χο Τσι Μινχ, Μάο, Τρότσκι, Ρεζίς Ντεμπρέ, Ζαν Πολ Σαρτρ και βέβαια την περίφημη Σχολή της Φρανκφούρτης (μια ομάδα στοχαστών νεομαρξιστικής κριτικής θεωρίας, κοινωνιολογικής έρευνας και φιλοσοφίας που ξεπήδησε τη δεκαετία του ’30 από το Πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης) με κυριότερους εκπρόσωπους τους Χέρμπερτ Μαρκούζε, Μαξ Χόρκχαϊμερ, Έριχ Φρομ, Ερνστ Μπλοχ, Φρίντριχ Πόλοκ και Τεοντόρ Αντόρνο.
Η ΠΡΩΤΗ ΔΙΚΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΜΠΡΗΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΦΡΑΝΚΦΟΥΡΤΗΣ
Επιστρέφουμε στη δίκη για τους εμπρησμούς, όπου όπως είπαμε, δικηγόροι υπεράσπισης των τεσσάρων κατηγορούμενων, ήταν ο Χορστ Μάλερ και ο Ότο Σίλι. Ο πρώτος προσχώρησε λίγο αργότερα στην ακροαριστερή τρομοκρατία, ήταν από τα ιδρυτικά μέλη της RAF, πιο μετά το γύρισε στον Μαοϊσμό και τελικά κατέληξε φανατικός νεοναζιστής και αρνητής του Ολοκαυτώματος, καταδικασθείς σε πολύχρονη φυλάκιση για ρητορική μίσους! Ο Σίλι από τη μεριά του, άσκησε για χρόνια τη μαχητική δικηγορία, το 1980 υπήρξε συνιδρυτής του κόμματος των Πράσινων, το 1989 προσχώρησε στους Σοσιαλδημοκράτες (SPD) και μετά τη νίκη του Γκέρχαρντ Σρέντερ το 1998, έγινε Υπουργός Εσωτερικών της Γερμανίας μέχρι το 2005.
Στη διάρκεια της δίκης, η συμπεριφορά των τεσσάρων ήταν τουλάχιστον προκλητική και σε κάθε ευκαιρία προσβλητική προς την έδρα. Ο Μπάαντερ και η Ένσλιν ήθελαν με κάθε τρόπο να δείξουν την περιφρόνησή τους απέναντι στο δικαστήριο, αφού συνολικά η δικαιοσύνη αντιπροσώπευε για αυτούς ένα από τα κυρίαρχα “εργαλεία” της άρχουσας τάξης. Τελικά η απόφαση βγήκε στις 31 Οκτωβρίου του 1968 και ήταν τριετής φυλάκιση για όλους τους κατηγορούμενους. Η υπεράσπιση κατέθεσε έφεση κατά της καταδίκης στο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο και οι τέσσερις φυλακισμένοι αφέθηκαν ελεύθεροι τον Ιούνιο του 1969, μέχρι να εκδικαστεί η υπόθεσή τους σε δεύτερο βαθμό τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς.
ΣΥΛΛΗΨΗ ΚΑΙ ΦΥΛΑΚΙΣΗ ΤΟΥ ΜΠΑΑΝΤΕΡ
Τελικά η έφεση απορρίφθηκε, όμως μόνο ο Ζένλαϊν επέστρεψε στη φυλακή για να εκτίσει την υπόλοιπη ποινή του. Οι υπόλοιποι τρεις είχαν εξαφανιστεί, αν και λίγο αργότερα, ο Προλ παραδόθηκε και αυτός στις αρχές. Ο Μπάαντερ και η Ένσλιν, μαζί με την αδερφή του Προλ, Άστριντ, κατέφυγαν πρώτα στη Γαλλία (φιλοξενούμενοι του Ρεζίς Ντεμπρέ) και κατόπιν στην Ιταλία, όπου παρέμειναν κρυμμένοι για λίγες εβδομάδες. Εκεί τους συνάντησε ο Χορστ Μάλερ και έγιναν οι πρώτες συζητήσεις για τη δημιουργία ενός αντάρτικου πόλεων με βάση το μοντέλο της Λατινικής Αμερικής, κυρίως δε των Τουπαμάρος. Τον Φεβρουάριο του 1970, μετά από παράινεση του Μάλερ, οι τρεις φυγάδες επέστρεψαν μυστικά στο Βερολίνο, διαμένοντας σε διαμέρισμα της Kommune 1.
Τον Απρίλιο του 1970, ο Μπάαντερ συνελήφθη από τη γερμανική αστυνομία σε έναν “στημένο” έλεγχο σε δρόμο του Βερολίνου. Ήταν ο ασφαλίτης Πέτερ Ούρμπαχ, προμηθευτής όπλων και εκρηκτικών σε πολλές αριστερές οργανώσεις, εκείνος που τον είχε ξετρυπώσει και είχε ενημερώσει την αστυνομία για τα ίχνη του. Ο ρόλος του Ούρμπαχ δεν έχει αποσαφηνιστεί πλήρως μέχρι σήμερα, το σίγουρο είναι ότι είχε συνεργαστεί και με τους Μπάαντερ και Μάλερ, με τον τελευταίο μάλιστα να αποκαλύπτει ότι ήταν ο Γερμανός ασφαλίτης εκείνος που του είχε προμηθεύσει το πρώτο του όπλο, ένα πιστόλι Browning. Μετά τη σύλληψή του, ο Μπάαντερ οδηγήθηκε στις φυλακές Tegel για να εκτίσει την ποινή του.
Η ΟΥΛΡΙΚΕ ΜΑΪΝΧΟΦ & Η ΙΔΡΥΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ ΤΗΣ RAF
Και κάπως έτσι, φτάσαμε στις 14 Μαΐου, όταν πραγματοποιήθηκε η επιχείρηση για την απελευθέρωση του Μπάαντερ, την οποία διαβάσαμε με λεπτομέρειες στο ξεκίνημα του κειμένου. Οπότε αυτή είναι η κατάλληλη στιγμή για να πούμε δυο λόγια και για την Ουλρίκε Μάινχοφ, η οποία γεννήθηκε το 1934 και έμεινε νωρίς ορφανή και από τους δυο γονείς της, με τη φίλη της μητέρας της, Ρενάτε Ρίμεκ, να αναλαμβάνει την κηδεμονία της. Σπούδασε ψυχολογία, παιδαγωγική και γερμανική φιλολογία, περνώντας στη συνέχεια στην ιστορία και την ιστορία της τέχνης. Σε μια από τις διαδηλώσεις κατά των πυρηνικών όπλων, γνώρισε τον Ράινερ Ρελ, εκδότη του αριστερού περιοδικού Konkret στο Αμβούργο. Το 1961 παντρεύτηκαν και αμέσως μετά απέκτησαν τις δίδυμες Ρεγκίνε και Μπετίνα.
Η Μάινχοφ υπήρξε μέλος του απαγορευμένου Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος, άρχισε να αρθρογραφεί στο Konkret και γρήγορα έγινε γνωστή για τα επιθετικά της κείμενα που χαρακτηρίζονταν από τη μαρξιστική θεώρηση. Πήρε μέρος σε πολλές εκδηλώσεις διαμαρτυρίας εναντίον του πολέμου του Βιετνάμ και του επανεξοπλισμού της Γερμανίας και στα μέσα της δεκαετίας του ’60 ήταν πλέον ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα πρόσωπα της γερμανικής αριστεράς. Το 1968 πήρε διαζύγιο από τον Ρελ και εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο, όπου καλύπτοντας τη δίκη για τους εμπρησμούς των καταστημάτων στη Φρανκφούρτη, γνωρίστηκε με τους Μπάαντερ, Ένσλιν, Προλ και Ζένλαϊν. Η απόπειρα δολοφονίας κατά του Ντούτσκε τον Απρίλιο του 1968, σηματοδότησε μια μεγάλη αλλαγή στην Μάινχοφ.
Στα γραπτά της ήταν προφανής η ιδεολογική ριζοσπαστικοποίησή της, αφού η ίδια φρόντισε να θέσει με τον πιο σαφή τρόπο τις διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στο πριν και το μετά: “Αφού δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν την απόπειρα κατά του Ντούτσκε, τώρα που έσπασαν τα δεσμά του ήθους και της αξιοπρέπειας, μπορεί και πρέπει να συζητηθεί εκ νέου η βία και η αντιβία. Η παραστρατιωτική ενέργεια της αστυνομίας θα απαντάται με παραστρατιωτικά μέσα. Τα αστεία τέλειωσαν”. Η Μάινχοφ έδειχνε έτοιμη για το επόμενο βήμα, το οποίο θα καθυστερούσε δυο χρόνια, αλλά όταν θα ερχόταν, θα ήταν απόλυτα συνειδητοποιημένο, αιφνιδιάζοντας ακόμα και τους Μπάαντερ, Ένσλιν και Μάλερ.
Ήταν εκείνο το ανοιχτό παράθυρο της 14ης Μαΐου του 1970 στο αναγνωστήριο του Ινστιτούτου Κοινωνικών Ερευνών στο Δυτικό Βερολίνο, από το οποίο λίγα δευτερόλεπτα νωρίτερα είχαν πηδήξει ο Μπάαντερ, η Σούμπερτ, η Γκέργκενς και ο κουκουλοφόρος, που αποδείχτηκε η “λεπτή κόκκινη γραμμή” στη ζωή της Μάινχοφ. Η απόφασή της να ακολουθήσει τους υπόλοιπους, δεν άλλαξε μόνο το σενάριο της επιχείρησης, αλλά ολόκληρο το “πεπρωμένο” της οργάνωσης. Γι’ αυτό και όλοι οι ιστορικοί και ερευνητές της RAF, θεωρούν εκείνη την κίνηση της Γερμανίδας δημοσιογράφου ως τη στιγμή της πραγματικής ιδρυτικής πράξης της Rote Armee Fraktion. Η επίσημη ανακοίνωση ήρθε λιγότερο από ένα μήνα αργότερα.
Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ RAF ΚΑΙ Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΦΑΤΑΧ
Ήταν στις 5 Ιουνίου του 1970, στο περιθωριακό περιοδικό Agit 883, με ένα κείμενο της Γκούντρουν Ένσλιν, εκεί που είχαμε την πρώτη “προγραμματική” δήλωση της οργάνωσης. Το άρθρο είχε τον τίτλο “Φτιάξτε τον Κόκκινο Στρατό!” και τελείωνε ως εξής: “Αναπτύξτε τους ταξικούς αγώνες. Οργανώστε το προλεταριάτο. Ξεκινήστε την ένοπλη αντίσταση”. Στο μεταξύ, μετά την απελευθέρωση του Μπάαντερ, η Ομοσπονδιακή Αστυνομία άρχισε τις έρευνες για τον εντοπισμό της RAF και για πρώτη φορά είχαμε επικυρήξεις μελών της οργάνωσης. Στις 15 Ιουνίου, το περιοδικό Der Spiegel δημοσίευσε μια συνέντευξη της δημοσιογράφου Μισέλ Ρέι (συζύγου του Κώστα Γαβρά) με τους Μπάαντερ και Ένσλιν, οι οποίοι ανακοίνωσαν και πάλι την ίδρυση της RAF.
Τον ίδιο εκείνο Ιούνιο, οι Μπάαντερ, Ένσλιν, Μάινχοφ, Μάλερ και περίπου δεκαπέντε ακόμα μέλη της οργάνωσης, διέφυγαν στο εξωτερικό και ταξίδεψαν στην Ιορδανία, όπου για δυο μήνες έμειναν σε ένα στρατόπεδο της παλαιστινιακής Φατάχ και εκπαιδεύτηκαν στα όπλα, τη σκοποβολή, την άοπλη μάχη, τη ρίψη χειροβομβίδων, την κατασκευή εκρηκτικών και τις τακτικές μάχης στο αντάρτικο πόλεων. Αυτό επέτρεψε στη RAF να οργανώσει τις επερχόμενες επιχειρήσεις της στη Δυτική Γερμανία, αλλά αποτέλεσε γενικότερα και ένα ορόσημο στην ιστορία της τρομοκρατίας, αφού για πρώτη φορά μια τρομοκρατική ομάδα, εκπαίδευσε μια άλλη, διαφορετικής εθνικότητας και με διαφορετικούς στόχους.
Μετά την επιστροφή από την Ιορδανία, η RAF άρχισε να οργανώνεται βασισμένη στα όσα είχε μάθει από τη Φατάχ, στα όσα είχε διαβάσει για τους Τουπαμάρος και στα όσα έλεγε ο “γκουρού” της τρομοκρατίας, Βραζιλιάνος Κάρλος Μαριγκέλα, στο βιβλίο του “Το εγχειρίδιο του αντάρτη των πόλεων”. Δημιουργήθηκαν διάφορα “κομάντο” (ομάδες κρούσης), ενοικιάστηκαν γιάφκες όπου αποθηκεύονταν όπλα και ξεκίνησε μια σειρά από ληστείες σε τράπεζες, ώστε η οργάνωση να αποκτήσει ένα σημαντικό κεφάλαιο, με το οποίο θα μπορούσε να χρηματοδοτεί τις ενέργειές της. Στις 29 Σεπτεμβρίου του 1970 είχαμε το λεγόμενο “Dreierschlag” (τριπλό χτύπημα), με τουλάχιστον 16 μέλη της RAF να εμπλέκονται σε τρεις ληστείες τραπεζών στο Βερολίνο με συνολική λεία 200.000 μάρκα.
Όμως η χαλαρότητα με την οποία αντιμετώπιζε γενικότερα η οργάνωση τόσο τη δράση της όσο και την αστυνομία, κατέληξε στη σύλληψη στις 9 Οκτωβρίου, των Μάλερ, Γκέργκενς, Σούμπερτ, Άσντονκ και Μπέρμπεριχ. Η ενέδρα είχε στηθεί μετά από ανώνυμο τηλεφώνημα, το οποίο είχε ενημερώσει τους αστυνομικούς για τη συνάντηση των μελών σε συγκεκριμένο διαμέρισμα του Βερολίνου. Τον Απρίλιο του 1971, η οργάνωση δημοσιοποίησε ένα έγγραφο με τον τίτλο “Η ιδέα του αντάρτικου πόλεων”, όπου για πρώτη φορά αναφερόταν επίσημα το όνομά της (Rote Armee Fraktion) και εμφανιζόταν το σήμα της με το κόκκινο αστέρι και το γνωστό πλέον υποπολυβόλο Heckler & Koch MP5.
ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΕΠΙΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ Η “MAI-OFFENSIVE”
Από εκεί και μετά, η γερμανική αστυνομία σταμάτησε να ψάχνει τα μέλη της οργάνωσης μόνο στο Δυτικό Βερολίνο, επεκτείνοντας τις έρευνές της σε ολόκληρη τη χώρα. Επίσης, για πρώτη φορά, αφίσες με τα πρόσωπα και τα ονόματα των καταζητούμενων, τοιχοκολλήθηκαν σε όλα τα αστυνομικά τμήματα της Γερμανίας. Εκείνη την εποχή, η δημοφιλία της RAF είχε φτάσει στο ζενίθ. Σύμφωνα με την τότε εταιρεία δημοσκοπήσεων Allensbach, ένας στους τέσσερις Γερμανούς κάτω των 30 ετών, δήλωνε συμπάθεια για την οργάνωση, ενώ ένας στους είκοσι βεβαίωνε πως δε θα είχε πρόβλημα να φιλοξενήσει για μια νύχτα κάποιο μέλος της στο σπίτι του. Αυτό όμως ήταν κάτι που θα άλλαζε πολύ σύντομα, κυρίως λόγω των δολοφονιών που διέπραξε στη συνέχεια η RAF.
Στις 15 Ιουλίου του 1971 είχαμε τον πρώτο θάνατο μέλους της RAF. Ήταν η Πέτρα Σελμ, που σκοτώθηκε μετά από ανταλλαγή πυροβολισμών με Γερμανούς αστυνομικούς. Η οργάνωση “απάντησε” με το δικό της πρώτο θύμα, τον αστυνομικό Νόρμπερτ Σμιντ (22/10/1971) και συνέχισε με έναν ακόμα, τον Χέρμπερτ Σόνερ (22/12/1971). Μετά από μια σύντομη ανακωχή, η RAF επανήλθε την άνοιξη του 1972 με την επονομαζόμενη Mai-Offensive (Μαγιάτικη επίθεση), μια σειρά από έξι τρομοκρατικές βομβιστικές επιθέσεις ανάμεσα στην 11η και την 24η Μαΐου. Οι δυο από αυτές είχαν στόχο αμερικανικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις στη Δυτική Γερμανία (Φρανκφούρτη και Χαϊδελβέργη), άλλες δυο είχαν στόχο αστυνομικά τμήματα (Άουγκσμπουργκ και Μόναχο), η πέμπτη είχε στόχο τον δικαστή Βόλφγκανγκ Μπούντενμπεργκ και η έκτη το κτίριο του εκδοτικού οίκου Springer στο Μόναχο.
Ο Μπούντενμπεργκ μπορεί να επέζησε της επίθεσης εναντίον του, όμως συνολικά στα έξι αυτά χτυπήματα, υπήρξαν τέσσερις νεκροί και 74 τραυματίες. Κάπου εκεί θα μπορούσαμε να πούμε ότι άρχισε να αλλάζει η στάση του απλού κόσμου απέναντι στην οργάνωση, κυρίως επειδή ανάμεσα στα θύματα των επιθέσεων, υπήρχαν αθώοι πολίτες, ενώ και η πλειοψηφία των τραυματιών ήταν άσχετοι με τους υποτιθέμενους στόχους των τρομοκρατών. Η περίοδος συμπάθειας ή ακόμα και ανοχής, κυρίως από τη νεολαία, έδειξε ότι είχε τερματιστεί οριστικά. Όπως ήταν φυσικό, μετά από τέτοιο μπαράζ επιθέσεων, η αστυνομία εντατικοποίησε τις έρευνές της για τη σύλληψη των μελών της RAF, αρχής γενομένης με την επιχείρηση “Wasserschlag”.
H “Aktion Wasserschlag” (επιχείρηση υδάτινο σοκ) πραγματοποιήθηκε στις 31 Μαΐου του 1972 με τη συμμετοχή χιλιάδων αστυνομικών και τελωνειακών, που έκλεισαν με οδοφράγματα όλες τις ομοσπονδιακές εθνικές οδούς και τις εισόδους των αυτοκινητοδρόμων και έκαναν αμέτρητους ελέγχους στα διερχόμενα αυτοκίνητα. Το αποτέλεσμα ήταν ένα άνευ προηγουμένου κυκλοφοριακό χάος σε όλη τη χώρα και καμία σύλληψη. Την επόμενη μέρα όμως, η τύχη χαμογέλασε στη γερμανική αστυνομία, η οποία είχε ανακαλύψει ένα ύποπτο γκαράζ και το παρακολουθούσε. Κάποια στιγμή εμφανίστηκαν οι Αντρέας Μπάαντερ, Γιάν Καρλ Ράσπε και Χόλγκερ Μάινς, για να πάρουν υλικά για κατασκευή εκρηκτικών, που είχαν κρύψει εκεί.
Η ΣΥΛΛΗΨΗ ΤΟΥ ΗΓΕΤΙΚΟΥ ΠΥΡΗΝΑ ΤΗΣ RAF
Πρώτα συνελήφθη ο Ράσπε και στη συνέχεια, οι Μπάαντερ και Μάινς οχυρώθηκαν μέσα στο γκαράζ. Ακολούθησε μπαράζ ανταλλαγής πυροβολισμών, όμως η γερμανική αστυνομία είχε αποκλείσει όλη την περιοχή, αναγκάζοντας τον Μάινς να παραδοθεί. Λίγο αργότερα πιάστηκε και ο Μπάαντερ, που είχε τραυματιστεί από σφαίρα στον γλουτό. Μια εβδομάδα μετά, ήταν η σειρά της Ένσλιν να πέσει στα χέρια της αστυνομίας, ύστερα από τηλεφώνημα πωλήτριας στο Αμβούργο, που είχε δει ένα όπλο κρυμμένο στα ρούχα της. Απέμενε η Μάινχοφ, που επίσης συνελήφθη στο σπίτι ενός φίλου της που θα τη φιλοξενούσε, αλλά τελικά αποφάσισε να ειδοποιήσει τις αρχές. Έτσι, στο τέλος του Ιουνίου του 1972, ολόκληρη η ηγετική ομάδα της πρώτης γενιάς της RAF βρισκόταν υπό κράτηση.
Οι πέντε (Μπάαντερ, Ένσλιν, Μάινχοφ, Ράσπε και Μάινς) οδηγήθηκαν στις φυλακές Stammheim, βόρεια της Στουτγκάρδης και τέθηκαν σε πλήρη απομόνωση. Η Ένσλιν βρήκε τον τρόπο για να επικοινωνούν μεταξύ τους με σημειώματα που μετέφερε από τον ένα στον άλλο ο δικηγόρος τους, χρησιμοποιώντας ψευδώνυμα από τους ήρωες του βιβλίου “Μόμπι Ντικ”. Οι τρομοκράτες περιέγραψαν τη φυλάκισή τους ως “βασανιστήριο” και “εξόντωση”, ζητώντας να αλλάξουν οι συνθήκες κράτησής τους και να τους αναγνωριστεί το καθεστώς αιχμαλώτων πολέμου. Οι κρατούμενοι έκαναν δέκα φορές απεργία πείνας για να στηρίξουν τα αιτήματά τους και σε μια από αυτές, πέθανε ο Χόλγκερ Μάινς (9 Νοεμβρίου 1974).
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΧΟΛΓΚΕΡ ΜΑΪΝΣ
Ο θάνατος του Μάινς χρησιμοποιήθηκε από τους υπόλοιπους φυλακισμένους της RAF ως στρατηγικό επιχείρημα για να αποδειχτεί η πολιτική εξόντωσης που εφάρμοζε πάνω τους η γερμανική κυβέρνηση. Πραγματοποιήθηκαν πολλές διαδηλώσεις σε όλη τη Γερμανία, ενώ αίσθηση προκάλεσε η παρουσία του Ρούντι Ντούτσκε στην κηδεία του Μάινς στο Αμβούργο. Ο παλιός ηγέτης του φοιτητικού κινήματος, αν και είχε καταδικάσει κατ’ επανάληψη τις πρακτικές της RAF, στάθηκε μπροστά στον ανοιχτό τάφο, ύψωσε τη γροθιά του και φώναξε “Χόλγκερ, ο αγώνας συνεχίζεται”. Ακολούθησαν πολλές διαμαρτυρίες για τις συνθήκες κράτησης των μελών της RAF, με αποτέλεσμα η κυβέρνηση να άρει αρκετές απαγορεύσεις.
Οι τέσσερις οδηγήθηκαν στον έβδομο όροφο της φυλακής, σε ειδικά διαμορφωμένη πτέρυγα, όπου ναι μεν ήταν αποκλεισμένοι από όλους τους υπόλοιπους φυλακισμένους, αλλά μπορούσαν να περνούν μαζί όσες ώρες ήθελαν. Το 1974, ο ηγετικός πυρήνας της RAF, απέβαλλε από την οργάνωση τον Χορστ Μάλερ, που στη συνέχεια αποκήρυξε τον ένοπλο αγώνα και τελικά αποφυλακίστηκε το 1980. Να πούμε εδώ ότι μετά τον θάνατο του Μάινς και τις αποκαλύψεις για τις συνθήκες κράτησης των υπολοίπων, είχαμε ένα καινούργιο κύμα συμπαράστασης και συμπάθειας προς τα μέλη της RAF, κυρίως από την αριστερή εξωκοινοβουλευτική σκηνή. Σημαντικό ρόλο σε αυτό έπαιξε και η συμβολική παρέμβαση-μεσολάβηση του Ζαν Πολ Σαρτρ.
Ο ΣΑΡΤΡ ΚΑΙ Η ΑΛΛΑΓΗ ΤΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ
Ο Σαρτρ επισκέφθηκε τον Δεκέμβριο του 1974 τον Μπάαντερ στη φυλακή, σε μια περίοδο που το μέλος της οργάνωσης έκανε απεργία πείνας. Βγαίνοντας από το Stammheim, ο Γάλλος φιλόσοφος, απόφθεγμα του οποίου ήταν το “έχουμε πάντα δίκιο να επαναστατούμε”, μίλησε στα ΜΜΕ που τον περίμεναν, αντικρούοντας τα όσα λέγονταν και γράφονταν για τον ψυχοπαθή χαρακτήρα του φερόμενου ως αρχηγού της RAF. Τις απόψεις του Σαρτρ δε φάνηκε πάντως να συμμερίζεται η γερμανική κυβέρνηση (με καγκελάριο τον Χέλμουτ Σμιντ που τον Μάιο του 1974 είχε διαδεχτεί τον Βίλι Μπραντ), η οποία θέλησε να αυστηροποιήσει τη νομοθεσία κατά της τρομοκρατίας, υποβάλλοντας καινούργια νομοσχέδια στη βουλή.
Μέσα στον Δεκέμβριο του 1974, με την αλλαγή του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ο μέγιστος αριθμός δικηγόρων υπεράσπισης περιορίστηκε στους τρεις, απαγορεύτηκε η ταυτόχρονη υπεράσπιση πολλών κατηγορουμένων και επιτράπηκε στο εξής να μπορεί να συνεχίζεται η διαδικασία στο δικαστήριο χωρίς την παρουσία του εναγομένου, αν αυτός ήταν υπεύθυνος για την απουσία του. Αυτό το τελευταίο ψηφίστηκε για να σταματήσουν οι συνεχόμενες αναβολές, τις οποίες προκαλούσαν οι κατηγορούμενοι, βρίζοντας και προσβάλλοντας συνεχώς την έδρα, με αποτέλεσμα την αποβολή τους από την αίθουσα και τις αλλεπάλληλες διακοπές της δίκης. Το 1976 τα πράγματα έγιναν ακόμα πιο δύσκολα για τη RAF, αφού για πρώτη φορά μπήκε στον Ποινικό Κώδικα το κακούργημα συμμετοχής σε τρομοκρατική οργάνωση.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΜΑΪΝΧΟΦ
Στις 21 Μαΐου του 1975 απαγγέλθηκαν κατηγορίες εναντίον των τεσσάρων και ξεκίνησε η δίκη τους, σε ένα κτίριο που είχε χτιστεί ακριβώς δίπλα στη φυλακή, με την ονομασία “αίθουσα πολλαπλών χρήσεων”. Η Ουλρίκε Μάινχοφ είχε ήδη καταδικαστεί από τον Νοέμβριο του 1974 σε οκτώ χρόνια φυλάκισης για τη συμμετοχή της στην απελευθέρωση του Μπάαντερ τον Μάιο του 1970. Μετά από σχεδόν δυο χρόνια και 192 ημέρες ακροαματικής διαδικασίας, η έδρα ανακοίνωσε την απόφασή της στις 28 Απριλίου του 1977: ισόβια κάθειρξη και για τους τέσσερις. Ποινή ουσιαστική για τους Μπάαντερ, Ένσλιν και Ράσπε, τελείως τυπική όμως για τη Μάινχοφ, η οποία είχε βρεθεί νεκρή μέσα στο κελί της έναν χρόνο νωρίτερα, στις 9 Μαΐου του 1976.
Σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση της αστυνομίας, η Μάινχοφ είχε φτιάξει μια αγχόνη με μια πετσέτα και είχε αυτοκτονήσει. Στη διάρκεια της δίκης, είχε ζητήσει άδεια από την έδρα να μην παρίσταται στο δικαστήριο, επειδή η υγεία της ήταν κλονισμένη από τις επαναλαμβανόμενες απεργίες πείνας. Λίγες μέρες πριν τον θάνατό της, είχε πει στην αδερφή της που την είχε επισκεφθεί, “αν μάθεις ότι αυτοκτόνησα, να ξέρεις ότι θα είναι φόνος”. Οι συγγενείς της Μάινχοφ, οι συγκρατούμενοί της και σχεδόν σύσσωμο το αριστερό κίνημα στη Γερμανία, υποστήριξαν ότι επρόκειτο ξεκάθαρα για δολοφονία σχεδιασμένη από τη γερμανική κυβέρνηση. Έγινε και δεύτερη νεκροψία, χωρίς όμως οι ιατροδικαστές να καταλήξουν σε κάποιο σαφές συμπέρασμα σχετικά με την αιτία του θανάτου.
Το 1976, μια διεθνής ανεξάρτητη επιτροπή εξέτασε όλα τα στοιχεία και δυο χρόνια αργότερα, αναφέροντας πολλές αντιφάσεις στην αυτοψία και την έρευνα, κατέληξε πως η Μάινχοφ πιθανότατα πρώτα στραγγαλίστηκε και στη συνέχεια το σώμα της τοποθετήθηκε στην αγχόνη. Το 2002, η κόρη της, Μπετίνα, αποκάλυψε πως μετά τον θάνατο της μητέρας της, οι αρχές είχαν αφαιρέσει τον εγκέφαλό της και τον είχαν διατηρήσει σε φορμόλη με σκοπό να εξεταστεί κάποια στιγμή από ειδικούς! Αμέσως μόλις έγινε γνωστή η μακάβρια είδηση, επενέβη η Επιτροπή Δεοντολογίας και απαγόρευσε τόσο οποιαδήποτε περαιτέρω έρευνα, όσο και τη δημοσίευση των όποιων αποτελεσμάτων. Ο Εισαγγελέας της Στουτγκάρδης διέταξε την αποτέφρωση του εγκεφάλου και παρέδωσε το δοχείο με τις στάχτες στους συγγενείς της Μάινχοφ.
Είναι αλήθεια ότι η Μάινχοφ είχε αρχίσει να αποστασιοποιείται από τους συντρόφους της μέσα στη φυλακή. Οι σχέσεις της, κυρίως με τον Μπάαντερ και την Ένσλιν, είχαν κλονιστεί και ήταν συχνοί οι καυγάδες τους, κυρίως πάνω σε ιδεολογικά ζητήματα, αλλά και στον τρόπο που θα έπρεπε να συνεχιστεί η δράση της οργάνωσης ή μάλλον, για να είμαστε πιο ακριβείς, ποια θα έπρεπε να είναι η καθοδήγηση στα μέλη της δεύτερης γενιάς της RAF, που ήταν ελεύθερα και είχαν πάρει τη σκυτάλη, σχεδιάζοντας τα δικά τους χτυπήματα. Το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν η επικοινωνία και η συνεννόηση των μέσα με τους έξω. Από ένα σημείο και μετά, οι Μπάαντερ και Ένσλιν, δεν είχαν ιδέα για το ποιοι βρίσκονταν στη RAF, δε γνώριζαν, δεν είχαν δει ποτέ τους σχεδόν κανένα από τα νέα μέλη.
Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΓΕΝΙΑ ΤΗΣ RAF
Οι δικηγόροι τους έπαιζαν το ρόλο του σύνδεσμου, όμως όσο περνούσε ο καιρός, η δεύτερη γενιά εμφανιζόταν όλο και πιο απρόθυμη να παίρνει οδηγίες από τον αρχηγικό πυρήνα της πρώτης. Και αυτό ήταν κάτι που επέτεινε τον εκνευρισμό και τα ξεσπάσματα του Μπάαντερ. Τα πράγματα έγιναν ακόμα χειρότερα, όταν η γερμανική βουλή ψήφισε το 1977 έναν ακόμα νόμο, αυτόν του “αποκλεισμού”, σύμφωνα με τον οποίο, οι αρχές της φυλακής μπορούσαν να απαγορεύσουν προσωρινά (και για όσο διάστημα ήθελαν) την οποιαδήποτε επαφή μεταξύ των κρατουμένων και των δικηγόρων τους, ακριβώς για να εξαφανίσουν κάθε πιθανότητα επικοινωνίας ανάμεσα στις δυο γενιές της RAF.
Η δεύτερη γενιά της οργάνωσης είχε πάντως σχεδιάσει και εκτελέσει κάποιες δικές της επιχειρήσεις. Τον Απρίλιο του 1975, ένα κομάντο αποτελούμενο από έξι μέλη της RAF με την ονομασία “Χόλγκερ Μάινς”, εισέβαλλε στη γερμανική πρεσβεία της Στοκχόλμης, κρατώντας 12 υπαλλήλους ως ομήρους και απαιτώντας την απελευθέρωση 26 κρατούμενων από γερμανικές φυλακές. Στη διάρκεια της κατάληψης, οι τρομοκράτες εκτέλεσαν δυο Γερμανούς διπλωμάτες, όμως στη συνέχεια ένα μέλος της RAF πυροδότησε κατά λάθος μια εκρηκτική συσκευή, με αποτέλεσμα όλο το κτίριο να τυλιχτεί στις φλόγες. Δυο μέλη της οργάνωσης σκοτώθηκαν από την έκρηξη, στο χάος που επικράτησε οι υπόλοιποι όμηροι κατάφεραν να ξεφύγουν, ενώ οι άλλοι τέσσερις τρομοκράτες συνελήφθησαν από τις σουηδικές ειδικές δυνάμεις.
ΤΟ “ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ”
Στις 7 Απριλίου του 1977, δυο μέλη της RAF πυροβόλησαν και σκότωσαν στην Καρλσρούη τον Γενικό Εισαγγελέα Ζίγκφριντ Μπούμπακ μαζί με τον οδηγό του και έναν ακόμα συνοδό του. Οι δράστες διέφυγαν και δεν έγιναν ποτέ γνωστοί. Στις 30 Ιουλίου της ίδιας χρονιάς, ένα άλλο κομάντο της οργάνωσης εκτέλεσε τον Γιούργκεν Πρόντο, πρόεδρο της Dresdner Bank, κοντά στη Φρανκφούρτη. Και κάπως έτσι, φτάσαμε στον Σεπτέμβριο του 1977, τότε που ξεκίνησε το περίφημο “Deutscher Herbst” (γερμανικό φθινόπωρο), όταν δηλαδή η δράση της δεύτερης γενιάς της RAF έφτασε στο αποκορύφωμά της. Τρία ήταν τα σημαντικότερα γεγονότα που σημάδεψαν εκείνη την περίοδο, καθορίζοντας σε τεράστιο βαθμό τη συνολική πορεία της οργάνωσης.
Το πρώτο ήταν η απαγωγή στις 5 Σεπτεμβρίου του 1977 στην Κολονία, του προέδρου των Γερμανών εργοδοτών, Χανς Μάρτιν Σλάιερ, ο οποίος είχε υπάρξει ενεργό μέλος του ναζιστικού κόμματος στα νιάτα του. Στη διάρκεια της επιχείρησης, σκοτώθηκαν ο οδηγός του Σλάιερ και τρεις αστυνομικοί της συνοδείας του. Η RAF ζήτησε την απελευθέρωση έντεκα μελών της που βρίσκονταν στις φυλακές, με αντάλλαγμα τη ζωή του απαχθέντος. Τότε ήταν που ο καγκελάριος Χέλμουτ Σμιντ συγκάλεσε τη λεγόμενη Ομάδα Μεγάλης Κρίσης, μια επιτροπή που απαρτιζόταν από όλες τις κοινοβουλευτικές ομάδες της γερμανικής βουλής, για να αντιμετωπίσουν από κοινού την απειλή της RAF, που ολοένα και μεγάλωνε.
Τότε ήταν που ψηφίστηκε και ο νόμος του “αποκλεισμού”, ο οποίος εξαφάνισε κάθε πιθανότητα επικοινωνίας ανάμεσα στους φυλακισμένους της πρώτης γενιάς και τα μέλη της δεύτερης γενιάς, ενώ απαγορεύτηκε πλέον και η επαφή μεταξύ των κρατούμενων. Η γερμανική κυβέρνηση αρνήθηκε να υποκύψει στο αίτημα της RAF για απελευθέρωση των φυλακισμένων και έτσι οι τρομοκράτες αποφάσισαν να ζητήσουν τη βοήθεια του Λαϊκού Μετώπου για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PFLP), παλαιστινιακής μαρξιστικής-λενινιστικής αριστερής επαναστατικής οργάνωσης, ώστε να σχεδιάσουν ένα ακόμα μεγαλύτερο χτύπημα. Πράγματι, στις 13 Οκτωβρίου του 1977, ένα κομάντο Παλαιστίνιων της PFLP κατέλαβε το αεροσκάφος της Lufthansa, “Landshut”, που πραγματοποιούσε πτήση από την Τενερίφη στη Φρανκφούρτη.
Οι αεροπειρατές ζήτησαν την άμεση απελευθέρωση των έντεκα φυλακισμένων της RAF και δυο Παλαιστίνιων που κρατούνταν στην Τουρκία. Το αεροπλάνο – με 86 επιβάτες και 5 μέλη πληρώματος – προσγειώθηκε διαδοχικά στη Ρώμη, τη Λάρνακα, το Μπαχρέιν, το Ντουμπάι και το Άντεν. Εκεί ο πιλότος βγήκε από το αεροσκάφος για να κάνει εξωτερικό έλεγχο, όμως άργησε να επιστρέψει και όταν τελικά επιβιβάστηκε, οι εξαγριωμένοι Παλαιστίνιοι τον εκτέλεσαν ψυχρά με μια σφαίρα στο κεφάλι. Αμέσως μετά, στις 17 Οκτωβρίου, το αεροπλάνο απογειώθηκε με προορισμό το Μογκαντίσου, την πρωτεύουσα της Σομαλίας. Η άμεση αντίδραση του Χέλμουτ Σμιντ ήταν να στείλει εκεί την ειδική μονάδα GSG 9 της Ομοσπονδιακής Συνοριακής Φρουράς.
Η ΝΥΧΤΑ ΘΑΝΑΤΟΥ ΣΤΟ STAMMHEIM
Τα μεσάνυχτα της 17ης Οκτωβρίου, ξεκίνησε η επιχείρηση απελευθέρωσης των ομήρων από τους Γερμανούς κομάντος, η οποία ολοκληρώθηκε με απόλυτη επιτυχία. Όλοι οι επιβάτες και το πλήρωμα βγήκαν σώοι από το αεροπλάνο, τρεις τρομοκράτες σκοτώθηκαν και ο τέταρτος τραυματίστηκε και συνελήφθη. Τα νέα έφτασαν μέσω του ραδιοφώνου όχι μόνο στη Βόννη και στον Χέλμουτ Σμιντ, αλλά και στους τρεις φυλακισμένους στο Stammheim. Οι Μπάαντερ, Ένσλιν και Ράσπε είχαν εναποθέσει τις ελπίδες τους σε εκείνη την επιχείρηση των Παλαιστίνιων, όμως η κατάληξη δεν ήταν αυτή που περίμεναν. Όσα ακολούθησαν αμέσως μετά, προκάλεσαν σοκ σε ολόκληρη τη Γερμανία, αφού κανείς δεν περίμενε τη συγκεκριμένη εξέλιξη.
Το πρωί της 18ης Οκτωβρίου, λίγες μόνο ώρες μετά την αποτυχημένη αεροπειρατεία της PFLP, οι φρουροί της φυλακής Stammheim βρήκαν νεκρούς τους Μπάαντερ, Ράσπε και Ένσλιν στα κελιά τους. Οι δυο πρώτοι είχαν πυροβοληθεί με όπλα που τους είχαν περάσει κρυφά οι δικηγόροι τους, ενώ η Ένσλιν είχε κρεμαστεί με ένα καλώδιο. Ένα ακόμα μέλος της οργάνωσης που βρισκόταν στην ίδια φυλακή, η Ίρμγκαρντ Μέλερ, βρέθηκε βαριά τραυματισμένη στο δικό της κελί, αλλά τελικά ήταν η μόνη που επέζησε από την επονομαζόμενη “Todesnacht von Stammheim” (τη νύχτα θανάτου στο Στάμχαϊμ). Η Μέλερ ήταν και η πρώτη που απέκλεισε την περίπτωση της αυτοκτονίας, μιλώντας για οργανωμένη μαζική δολοφονία από τη γερμανική κυβέρνηση.
Λίγες εβδομάδες αργότερα, στις 12 Νοεμβρίου, ένα ακόμα ιδρυτικό μέλος της RAF, η Ίνγκριντ Σούμπερτ, βρέθηκε κρεμασμένη στο δικό της κελί σε φυλακή του Μονάχου. Την ίδια μέρα που οι Μπάαντερ, Ένσλιν και Ράσπε βρέθηκαν νεκροί (18/10/1977), τα μέλη της δεύτερης γενιάς της RAF, εκτέλεσαν με τρεις σφαίρες στο κεφάλι τον απαχθέντα Χανς Μάρτιν Σλάιερ και άφησαν το πτώμα του μέσα στο πορτμπαγκάζ ενός Audi στα περίχωρα της Μιλούζ. Το μήνυμα που έστειλαν στη γαλλική εφημερίδα Libération, έλεγε τα εξής: “Μετά από 43 μέρες βάλαμε τέλος στην άθλια και διεφθαρμένη ζωή του Σλάιερ. Ο κύριος Σμιντ, ο οποίος βασιζόμενος στην ισχύ του, σπεκουλάριζε με τον θάνατο του Σλάιερ, μπορεί να τον παραλάβει σε ένα πράσινο Audi 100 με πινακίδες Bad Homburg στην Rue Charles Peguy της Μιλούζ. Μπροστά στον πόνο μας και την οργή μας για τις σφαγές στο Μογκαντίσου και το Στάμχαϊμ, ο θάνατός του είναι ασήμαντος”.
Με αυτόν τον τρόπο ολοκληρώθηκε όχι μόνο το “γερμανικό φθινόπωρο”, αλλά και ολόκληρος ο κύκλος της πρώτης γενιάς της RAF, που έληξε με τον θάνατο της ηγετικής ομάδας της οργάνωσης. Τα ερωτηματικά για το αν οι Μπάαντερ, Ένσλιν, Ράσπε, αλλά και η Μάινχοφ, αυτοκτόνησαν ή δολοφονήθηκαν, παραμένουν αναπάντητα μέχρι σήμερα. Σίγουρα η κράτησή τους για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα στα περίφημα λευκά κελιά, είχε αφήσει τα σημάδια της πάνω τους, τόσο σωματικά, όσο και ψυχολογικά. Βέβαια, να πούμε εδώ, πως τα λευκά κελιά του Στάμχαϊμ δεν είχαν καμία σχέση με τα αντίστοιχα της Τεχεράνης, τα πρώτα δηλαδή που δημιουργήθηκαν το 1971 στο Ιράν. Στη γερμανική φυλακή τα κελιά δεν ήταν ούτε μικρά, ούτε λευκά.
MAZIKH AYTOKTONIA Ή ΣΧΕΔΙΑΣΜΕΝΕΣ ΔΟΛΟΦΟΝΙΕΣ;
Αντίθετα, ήταν ευρύχωρα, θύμιζαν στην ουσία γκαρσονιέρες, ενώ οι κρατούμενοι είχαν τη δυνατότητα να έχουν σχεδόν τα πάντα στη διάθεσή τους, από βιβλία και ραδιόφωνα, μέχρι γραφομηχανές και πρόσβαση σε περιοδικά και εφημερίδες. Δυο ήταν τα χαρακτηριστικά που τα κατέταξαν στην κατηγορία των λευκών κελιών. Το πρώτο, ότι τα κελιά δεν είχαν παράθυρα και το δεύτερο, ότι οι φύλακες επίτηδες άναβαν και έσβηναν τα φώτα σε τελείως ακανόνιστες ώρες. Ο συνδυασμός αυτών των δυο, προκαλούσε στους κρατούμενους απώλεια της αίσθησης του χρόνου, κάτι που με τη σειρά του τους διέλυε κυρίως ψυχολογικά. Επίσης, όπως γράψαμε και πιο πάνω, δεν είχαν επαφή με άλλους φυλακισμένους, ούτε και προαυλίζονταν.
Όμως τίποτα από όλα αυτά, δεν αποτελεί απόδειξη – ούτε καν ένδειξη – για αυτοκτονικές τάσεις του ηγετικού πυρήνα της οργάνωσης. Πολλοί υποστήριξαν πως τα “κρυμμένα όπλα”, με τα οποία αυτοπυροβολήθηκαν οι Μπάαντερ και Ράσπε, ήταν μύθος της γερμανικής κυβέρνησης, αφού ήταν απίθανο να κρατηθούν κρυφά για τόσους μήνες, ειδικά επειδή γινόταν έλεγχος και αποσυναρμολόγηση των επίπλων στα κελιά δυο φορές την ημέρα. Από την άλλη, υπάρχει η μαρτυρία της Ίρμγκαρντ Μέλερ, που προφανώς δε μαχαιρώθηκε η ίδια τέσσερις φορές στο στήθος στο κελί της. Τουλάχιστον είναι κάτι που στη διάρκεια της ανάκρισής της, το αρνήθηκε κάθετα, όπως επίσης αρνήθηκε ότι υπήρχε συμφωνία ανάμεσα στους τέσσερις για να αυτοκτονήσουν.
ΑΠΟ ΤΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΓΕΝΙΑ ΣΤΟ ΟΡΙΣΤΙΚΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ RAF
Το σίγουρο είναι πως από το 1978 και μετά, η δεύτερη και η τρίτη (από το 1985 και μετά) γενιά της RAF, υπήρξαν πολύ λιγότερο ενεργές, αλλά και πολύ πιο προσεκτικές. Στις επιθέσεις που έγιναν και στοίχισαν τη ζωή σε έξι συνολικά άτομα (κυρίως οικονομικά στελέχη), κανείς ποτέ δεν μπόρεσε να μάθει τους εκτελεστές. Το 1992 η RAF ανακοίνωσε την αναστολή της δράσης της και έξι χρόνια αργότερα, στις 20 Απριλίου του 1998, η οργάνωση έστειλε μια οκτασέλιδη επιστολή στο πρακτορείο Reuters, με την οποία έκανε γνωστή την αυτοδιάλυσή της. Μέσα στην επιστολή υπήρχαν οι εξής φράσεις: “Πριν από σχεδόν 28 χρόνια, στις 14 Μαΐου του 1970, δημιουργήθηκε η RAF ως μέρος μιας απελευθερωτικής εκστρατείας. Σήμερα διακόπτουμε οριστικά αυτή τη δράση. Το αντάρτικο πόλεων με τη μορφή της RAF είναι πλέον ιστορία”.
Η δήλωση τελείωνε με αναφορά στη μνήμη των νεκρών τρομοκρατών, μια λίστα 26 μελών όχι μόνο της RAF, αλλά και των οργανώσεων Bewegung 2. Juni και Revolutionäre Zellen. Αντίθετα, δεν υπήρχε λέξη για τα 34 θύματα της RAF, παρά μόνο για μια ακόμα φορά αιτιολόγηση της απαγωγής και της εκτέλεσης του Χανς Μάρτιν Σλάιερ. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, η Φράξια Κόκκινος Στρατός δεν ξανάδωσε σημεία ζωής, παρά το γεγονός ότι από το 1999 μέχρι και το 2016, έγιναν 12 ληστείες στη Γερμανία, που αποδίδονται στη συγκεκριμένη οργάνωση. Είναι προφανές ότι πολλά μέλη της δεύτερης και της τρίτης γενιάς, δεν συνελήφθησαν ποτέ από την αστυνομία, η οποία είτε δεν ξέρει για ποιους πρόκειται, είτε – για όσους γνωρίζει – έχει χάσει τα ίχνη τους. Είναι πάντως προφανές, ότι οι παλιοί τρομοκράτες έχουν τηρήσει τον όρκο σιωπής, κλείνοντας τελείως τα στεγανά της RAF.
Κλείνοντας αυτό το κείμενο, να πούμε ότι η Rote Armee Fraktion υπήρξε μια οργάνωση που θέλησε να “εξακριβώσει” με τα όπλα την ορθότητα των θέσεών της, ανοίγοντας τον φάκελο της επαναστατικής βίας. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, πρόλαβε να ζήσει τις ψευδαισθήσεις της, όμως δεν κατόρθωσε να “ανασάνει” μετά τη σύλληψη και τον θάνατο της ιστορικής της ηγεσίας. Τα μέλη της στρατεύτηκαν στις ακραίες αντιλήψεις τους, θεωρώντας πως θα μπορούσαν να πείσουν το “κοινό” τους να πάρει τα όπλα από τον κορυφαίο εχθρό, το κράτος. Η ιδεολογική βάση όμως που έχτισαν, αποδείχτηκε τόσο εύθραυστη όσο και η ίδια η ακροαριστερή τρομοκρατία στη Γερμανία. Από το ζενίθ στο ναδίρ, μεσολάβησαν μόλις επτά χρόνια, αρκετά ώστε η πολιτική ριζοσπαστικοποίηση και οι βίαιες πράξεις διαμαρτυρίας, να μετατραπούν σε έναν ουτοπικό εφιάλτη που σφραγίστηκε από τους θανάτους των Μπάαντερ, Ένσλιν, Μάινχοφ και των υπόλοιπων, αδυνατώντας να ξορκίσουν το “κακό” μέσα από τη στρατηγική του χάους.