ΟΤΑΝ ΤΑ ΓΥΡΝΑΝΕ ΟΙ ΜΑΚΕΔΟΝΟΜΑΧΟΙ
Η αλλαγή απόψεων του Άδωνι Γεωργιάδη για την κάνναβη ξαναφέρνει στην μνήμη μας όλες τις φορές που Ν.Δ ….τράβηξε χειρόφρενο και έκανε στροφή 180 μοιρών.
Την προηγούμενη Τρίτη ο υπουργός Ανάπτυξης Άδωνις Γεωργιάδης, «συγκλόνισε» την τρέχουσα ειδησεογραφία επιλέγοντας ένα προβοκατόρικό τρόπο να αναγγείλει την ριζική αλλαγή των απόψεων των δικών του όσο και της κυβέρνησης στο ζήτημα της φαρμακευτικής κάνναβης για την οποία θα ψηφιστεί σύντομα ειδικό νομοσχέδιο: Συνεχάρη τον πρώην σύμβουλο του Αλέξη Τσίπρα, Νίκο Καρανίκα, ένα από τα πρόσωπα που επί χρόνια βρίσκονταν στο στόχαστρο της Ν.Δ ως αντιπολίτευση. Ταυτόχρονα όμως ανέδειξε ένα ζήτημα που αφορά την πολιτική ζωή της χώρας τα τελευταία χρόνια, η ακόμη καλύτερα τις τελευταίες δεκαετίες: Το «Δικαίωμα στην κωλοτούμπα». Σε μία πιο λόγια εκδοχή του το «Δικαίωμα στην Κυβίσθηση».
Πρόκειται για μία πολιτική πρακτική που η σημερινή κυβέρνηση δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν έχει εφαρμόσει . Σε πολύ σημαντικά ζητήματα μάλιστα. Έτσι λοιπόν με αφορμή τις δηλώσεις του υπουργού Ανάπτυξης αξίζει κανείς να θυμηθεί τις πιο «κραυγαλέες» αλλαγές πλεύσης αυτής της κυβέρνησης. Με απλά λόγια τις «Γαλάζιες Κωλοτούμπες»…
Η συμφωνία των Πρεσπών
Η στάση της Νέας Δημοκρατίας απέναντι στην Συμφωνία των Πρεσπών, είναι η κατ’ εξοχήν «κωλοτούμπα» που χρεώνεται η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη. Η σκληρή αντίθεσή της σε όσα συμφώνησαν ο Αλέξης Τσίπρας με τον Ζόραν Ζάεφ και ψηφίστηκαν από την Βουλή στις 25 Ιανουαρίου του 2019 από 153 βουλευτές θεωρείται άλλωστε ένα από τα βασικά στοιχεία που συνέτειναν ώστε να κερδίσει τις εκλογές του Ιουλίου του 2019.
Η Νέα Δημοκρατία με την έλευσή της στην εξουσία τον Ιούλιο τυ 2019 σταδιακά πραγματοποίησε μια εντυπωσιακή στροφή στο ζήτημα της συμφωνίας αυτής.. Έτσι ενώ προεκλογικά την αποκαλούσε αρνητική για τα εθνικά συμφέροντα και κάποιοι βουλευτές της χρησιμοποιούσαν πολύ σκληρότερους χαρακτηρισμούς, σήμερα αξιώνει την πλήρη εφαρμογή της. Κάτι που επισημαίνεται άλλωστε σε όλες τις συναντήσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη και του Ζόραν Ζάεφ.
Η μεταστροφή βαρύνει την Νέα Δημοκρατία παρά το γεγονός ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε δηλώσει με σαφήνεια το 2019 ότι εφόσον η συμφωνία κυρωθεί από την Βουλή είναι μονόδρομος η εφαρμογή της από την επόμενη κυβέρνηση. Αυτό προκύπτει κυρίως από τις αντιδράσεις των δικών της βουλευτών που ακόμη αντιδρούν «υπογείως» στην συμφωνία. Βασικός εκφραστής της διαφωνίας αυτής είναι ο Αντώνης Σαμαράς αλλά εκτιμάται ότι και πολλοί άλλοι βουλευτές μοιράζονται τις απόψεις του.
Στην βάση της Νέας Δημοκρατίας υφίσταται δυσαρέσκεια για τους χειρισμούς της κυβέρνησης στο συγκεκριμένο θέμα, γεγονός που πιστοποιεί ότι εντελώς διαφορετικά μηνύματα είχαν «περάσει» προεκλογικά στους ψηφοφόρους της που τώρα αισθάνονται απογοητευμένοι από τις εξελίξεις.
Έμπρακτη απόδειξη των παραπάνω είναι ο δισταγμός της κυβέρνησης να ψηφίσει στην Βουλή τις 3 διεθνείς συμβάσεις που είναι εφαρμοστικές την Συμφωνίας των Πρεσπών. Παρά το ότι έχουν κατατεθεί στην Βουλή κρατούνται «στον πάγο» μια και η κυβέρνηση θεωρεί πως κινδυνεύει να καταγράψει πολλές διαφοροποιήσεις από την κοινοβουλευτική της ομάδα.
Αλλαγή πλεύσης για τα 12 ν.μ στο Ιόνιο
Η σύμφωνία των Πρεσπών πάντως δεν είναι και μη μόνη «γαλάζια κωλοτούμπα» στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής. Φέτος τον Ιανουάριο η Νέα Δημοκρατία έφερε για ψήφιση στην Βουλή ρύθμιση που όριζε την επέκταση της Αιγιαλίτιδας Ζώνης της χώρας στον Ιόνιο στα 12 Ναυτικά Μίλια. Μία κίνηση που εκτιμήθηκε ως απαραίτητη για την προώθηση των εθνικών συμφερόντων εξαιτίας της συμπεριφοράς την Τουρκίας και της αμφισβήτησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρα στο Αιγαίο. Την ίδια εκτίμηση μοιράστηκε και το μεγαλύτερο μέρος της αντιπολίτευσης γι αυτό και η ρύθμιση ψηφίστηκε με ευρεία πλειοψηφία.
Η κίνηση αυτή της κυβέρνησης όμως έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με όσα η ίδια υποστήριζε το 2018 όταν αντίστοιχη ρύθμιση είχε πρόθεση να φέρει στην Βουλή ο ΣΥΡΙΖΑ. Η Νέα Δημοκρατία τότε μιλούσε δια στόματος κορυφαίων στελεχών της για ζημιά στα εθνικά συμφέροντα της χώρας.
Πρωταγωνιστής σε αυτή την εκστρατεία ήταν (και πάλι) ο Άδωνις Γεωργιάδης που είχε υποστηρίξει πως η κυβέρνηση ξεχωρίζει το Ιόνιο από το Αιγαίο. Ό τότε αρμόδιος για ζητήματα εξωτερικής πολιτικής Γιώργος Κουμουτσάκος αποκαλούσε την πρόθεση της τότε κυβέρνησης «φθηνό εντυπωσιασμό που υποσκάπτει θεμελιώδεις θέσεις της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας», η Ντόρα Μπακογιάννη μιλούσε για «αποσπασματικές επιμηκύνσεις της αιγιαλίτιδας ζώνης που δίνουν περαιτέρω επιχειρήματα στην τουρκική πλευρά». Επίσης ο τότε τομεάρχης άμυνας της Νέας Δημοκρατίας Βασίλης Κικίλιας έλεγε ότι «δεν γίνεται έτσι σοβαρή εξωτερική πολιτική» και ο Άγγελος Συρίγος νύν υπουργός Παιδείας ότι πρόκειται για «μέγα λάθος».
Αντιθέτως αποστάσεις από αυτές τις δηλώσεις είχε τηρήσει ο νυν υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας. Έτσι εισηγήθηκε την εν λόγω διάταξη δίχως να μπορεί κανείς να του καταλογίσει ασυνέπεια λόγων και έργων.
Οι πατέντες των εμβολίων
Μία από τις πλέον πρόσφατες υπόθεση που αποτιμήθηκε από την αντιπολίτευση ως κυβερνητική «στροφή» ήταν αυτή που αφορούσε τις πατέντες των εμβολίων. Ιδίως ο τρόπος που υποδέχθηκε η Νέα Δημοκρατία την πρόταση του προέδρου των ΗΠΑ Τζο Μπάϊντεν υπέρ της άρσης των προστασίας των πατεντών των εμβολίων για τον Covid 19.
Η πρόταση του ενοίκου του Λευκού Οίκου μπορεί να προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις διεθνώς αφού καταγράφθηκε μια μεγάλη γκάμα από την ενθουσιώδη υποδοχή έως την πλήρη άρνηση από κράτη όπως η Γερμανία. Η ελληνική κυβέρνηση όμως έσπευσε να διαρρεύσει στα Μέσα Ενημέρωσης πως η πρόταση Μπάϊντεν συμπίπτει με ανάλογη πρόταση που είχε υποστηρίξει προ μηνών ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Αυτά ενώ δημόσια στην Βουλή ο πρωθυπουργός είχε απορρίψει την συγκεκριμένη πρόταση όταν κατατέθηκε από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ και μάλιστα απευθυνόμενος ειρωνικά στην αξιωματική αντιπολίτευση. «Πάλι καλά που δεν ζητήσατε να κρατικοποιηθούν Pfizer και AstraZeneca με ένα νόμο κι ένα άρθρο» είχε αναφέρει στις 15 Ιανουαρίου σε ομιλία του στην Βουλή κατηγορώντας τον ΣΥΡΙΖΑ για άγνοια του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί η διεθνής κοινότητα. Μάλιστα είχε σχολιάσει πως «φαίνεται ότι κάποιοι μετά τα λεφτόδεντρα, ανακάλυψαν και τα εμβολιόδεντρα».
Η τραγωδία στο Μάτι
Στην κατηγορία της αναθεώρησης απόψεων μπορεί να συμπεριληφθεί και η εκτίμηση της Νέας Δημοκρατίας για την πολύνεκρη τραγωδία στο Μάτι τον Ιούλιο του 2018.
Η αρχική εκτίμηση της ως αξιωματική αντιπολίτευση ήταν ότι το βασικό αίτιο ήταν η έλλειψη οργάνωσης από την πλευρά των συναρμόδιων υπουργείων και της τότε κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Όμως τον Σεπτέμβριο του 2019 στην ομιλία του στα Ηνωμένα Έθνη σε εκδήλωση για το περιβάλλον ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης προκάλεσε εντύπωση δηλώνοντας πως «νωρίς το απόγευμα της 23ης Ιουλίου, πέρυσι, μία μικρή πυρκαγιά ξέσπασε σε λόφο έξω από την Αθήνα. Οι πυροσβεστικές υπηρεσίες αντιμετωπίζουν χιλιάδες τέτοιες φωτιές κάθε χρόνο. Αυτή όμως ήταν διαφορετική. Οδηγούμενη από ισχυρούς ανέμους, εξαπλώθηκε γρήγορα και έφτασε στην προαστιακή κωμόπολη του Ματιού. Μόλις μπήκε στην πευκόφυτη οικιστική περιοχή κατέστη αδύνατο να περιοριστεί. Οι άνθρωποι έτρεχαν για να σώσουν τη ζωή τους πριν δοθεί οιαδήποτε εντολή εκκένωσης. Εκατόν δύο δεν τα κατάφεραν. Πέθαναν σε μια πύρινη κόλαση. Όλα έγιναν σε λιγότερο από τέσσερις ώρες. Η καταστροφή στο Μάτι συγκλόνισε βαθύτατα την ελληνική κοινωνία.Τα ακραία καιρικά φαινόμενα είναι η απευθείας συνέπεια της κλιματικής αλλαγής».
Έχουν δικαίωμα να αναθεωρούν τα κόμματα;
Αν οι προαναφερθείσες αναθεωρήσεις απόψεων αφορούν την Νέα Δημοκρατία, δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι αντίστοιχα φαινόμενα έχουμε δει από όλα τα κόμματα που έχουν ασκήσει διακυβέρνηση. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που συνατάμε στην κριτική που ασκείται ανάμεσα στα κόμματα σε όλες τις 10ετίες από την μεταπολίτευση και μετά.
Είναι όμως τόσο κακό ένα πολιτικό κόμμα να αλλάζει απόψεις ή ένας υπουργός η βουλευτής να μεταβάλει τις αντιλήψεις του; Είναι κατ’ ανάγκη αρνητικό στοιχείο το να παραδέχεται ένας κομματικός φορέας ότι έσφαλλε και να υιοθετεί καινούργια οπτική; Δύσκολα μπορεί κανείς να απαντήσει καταφατικά σε αυτά τα ερωτήματα. Προφανώς οι πολιτικές δυνάμεις δικαιούνται να μεταβάλλουν τις επιλογές τους.
Με δεδομένο ότι η πολιτική έχει εφαρμογή στην ζώσα πραγματικότητα και όχι σε συνθήκες εργαστηρίου, είναι σαφές ότι οι κυβερνήσεις και τα κόμματα κατά καιρούς αναγκάζονται να αναπροσαρμόζουν τους σχεδιασμούς τους ανάλογα με τις καταστάσεις. Ενίοτε οι συνθήκες οδηγούν και σε αναθεώρηση πολιτικών στρατηγικών. Θα μπορούσε κανείς να μιλήσει ακόμη και για ένα είδος εξέλιξης των αντιλήψεων που κάλλιστα μπορεί να σχετίζονται με τις αλλαγές στο διεθνές πολιτικό σκηνικό.
Το πρόβλημα όμως βρίσκεται στο πόσο δυσδιάκριτο είναι το «σύνορο» ανάμεσα στην διαδικασία του πολιτικού αναστοχασμού που οδηγεί ενίοτε και σε ριζικές αλλαγές αντιλήψεων και στο συνειδητό ψεύδος. Δυστυχώς – όπως έχει πολλάκις διαπιστωθεί – για τα κόμματα που εναλλάσσονται στην εξουσία, οι πειρασμοί της ενίσχυσης της πολιτικής επιρροής είναι εξαιρετικά μεγάλοι. Ιδίως μάλιστα στις προεκλογικές περιόδους αλλά και ότανθητεύουν στην αντιπολίτευση. Τόσο ώστε τα κόμματα κάποιες φορές να προβάλλουν πλευρές και αντιλήψεις τους που γνωρίζουν ότι αργότερα θα διαψεύσουν.
Τελικός κριτής όλων αυτών είναι αναγκαστικά ο πολίτης και ψηφοφόρος. Σε αυτόν πέφτει η δύσκολη δουλειά του να διακρίνει το ψέμα και την εξαπάτηση από την εξελικτική διαδικασί, την αναγκαιότητα και τις ρεαλιστικές προσεγγίσεις.