David Bowie: Η απόρριψη από τον Sinatra και η αγαπημένη του ελληνική εφημερίδα
Ο David Bowie από την εποχή του glam-rock μέχρι τους ηλεκτρονικούς πειραματισμούς του Βερολίνου, και από το Brixton μέχρι το άπειρο. Ο άνθρωπος που κατάργησε τον χρόνο πέθανε σαν σήμερα.
- 10 Ιανουαρίου 2021 07:41
Ήταν 8 Ιανουαρίου του 1947 όταν ο David Bowie ερχόταν στη Γη και συγκεκριμένα στο Brixton, έχοντας γενέθλια ίδια μέρα με τον Elvis Presley. Την ίδια μέρα, το 2016, κυκλοφορούσε ο 25ος και τελευταίος δίσκος του, το αριστουργηματικό Blackstar, δύο μόλις 24ωρα πριν τον θάνατό του που σόκαρε τον πλανήτη, στις 10 Ιανουαρίου.
Το Blackstar ήταν το απόλυτο κύκνειο άσμα ενός ανθρώπου που πάλευε με τη νόσο του, κάνοντάς τη δημιουργία, έτσι ακριβώς όπως πάλευε με τους δαίμονές του, σε όλη τη τεράστια καριέρα του. Με αφορμή τη συμπλήρωση τεσσάρων ετών από τον θάνατο του “Ziggy Stardust”, πάμε να θυμηθούμε τις στιγμές-ορόσημο μιας πορείας που κατάργησε την έννοια του “χρόνου” μέσα από τη διαχρονικότητα των συνθέσεων και των εμβληματικών αντιθέσεών της.
Όλα ξεκίνησαν όταν ο David Robert Jones αποφάσισε να αλλάξει το όνομά του σε Bowie για να μην τον μπερδεύουν με τον Davy Jones των Monkees.
Γιατί όμως επέλεξε το Bowie; Μα γιατί παρέπεμπε στο “Jim Bowie knife”, ένα δίκοπο μαχαίρι που συμβόλιζε την αμφίπλευρη προσωπικότητα του ιδίου. Μαζί με τον Peter Frampton άρχισε να παίζει κομμάτια του Buddy Holly στο σχολείο, ενώ το πρώτο όργανο που έμαθε στην ηλικία των 12 ετών ήταν το σαξόφωνο. Μέσω του σαξοφώνου ήρθε σε επαφή με κομμάτια των John Coltrane και Charles Mingus. Πέντε χρόνια μετά, το 1964, ο 17χρονος τότε Bowie εμφανιζόταν στην εκπομπή “Tonight” του BBC μαζί με τη μπάντα του, “The Society for the Prevention of Cruelty to Long-haired Men”. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε το πρώτο του κομμάτι, “Liza Jane”, με το σχήμα “The King Bees”, το οποίο δεν είχε επιτυχία. Την επόμενη χρονιά θα άλλαζε το όνομά του και θα υιοθετούσε την πρώτη από τις πολλαπλές του “φύσεις”.
Ψάχνοντας την ταυτότητά του o Bowie είχε λάβει μέρος και σε ένα διαγωνισμό που έλαβε χώρα το 1968 από τη Reprise. Τότε, νέοι συνθέτες της εποχής είχαν κληθεί να παρουσιάσουν αγγλικό στίχο, για να επιλέξει η δισκογραφική την τελική εκδοχή του “My Way”, μαζί με τον ίδιο τον Sinatra. Οι αγγλικοί στίχοι θα γράφονταν πάνω στο Comme D’Habitude του Γάλλου Claude Francois, το οποίο έγινε ” My Way” αγγλιστί. Ο Sinatra τελικά επέλεξε τους στίχους του Paul Anka. Οι στίχοι του νεαρού Bowie “κόπηκαν”, ωστόσο μέρος τους εμφανίστηκε στο Life On Mars του 1971. Το κομμάτι λεγόταν “Even a fool learns to love”.
O Bowie ακολούθησε τελικά τον “δικό του τρόπο” και η αντίστροφη μέτρηση για την επιτυχία, ήρθε με την κυκλοφορία του Space Oddity, στις 11 Ιουλίου του 1969, μόλις πέντε μέρες πριν την προσελήνωση του Apollo 11. Το τέλειο timing δηλαδή, κάτι που “ανάγκασε” σχεδόν το BBC να χρησιμοποιήσει το κομμάτι για να “ντύσει” τα πλάνα του moon landing. Η πρώτη καταξίωση ήρθε εν τέλει το 1973 με το Aladdin Sane που έφτασε στο νούμερο 1 των βρετανικών charts με κομμάτια σαν το The Jean Genie και Drive-in Saturday.
Με το Young Americans του 1975 κατάφερε να κερδίσει και το αμερικανικό ακροατήριο, ενώ στο Fame μετείχε ο John Lennon στα δεύτερα φωνητικά.
Η αμφίπλευρη προσωπικότητά του δεν αναπτύχθηκε μόνο στη μουσική του, στην οποία μεταλλασσόταν διαρκώς, αλλά και στη σεξουαλικότητά του, αφού ήταν από τους πρώτους σταρ που δήλωναν ανοιχτά την αμφισεξουαλικότητά τους από το 1972. Η πολυεπίπεδη φύση του τον είχε οδηγήσει με νομοτελειακή ακρίβεια και σε άλλες καλλιτεχνικές εκφράσεις, μέσα από την υποκριτική (εμφανίστηκε σε 28 ταινίες συνολικά) και τη ζωγραφική.
Οι περσόνες που είχε δημιουργήσει ήταν το σκηνικό του “όχημα”. Ziggy Stardust, Major Tom, Aladdin Sane, ο αμφιλεγόμενος Thin White Duke. Τα πολλαπλά alter egos του Bowie τον “κάλυπταν” για να αισθανθεί πιο άνετα μπροστά στο κοινό, ωστόσο ταυτίστηκε στον απόλυτο βαθμό με τον Ziggy και εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Νέα Υόρκη.
Βασική πηγή έμπνευσής του ήταν ο αδερφός του Terry που αυτοκτόνησε μετά από χρόνια νοσηλεία σε ψυχιατρικά ιδρύματα. Προσπαθώντας να καταλάβει τη ψυχοσύνθεση του αδερφού του εμβάθυνε στον δικό του εαυτό, κατανόησε τη “σκοτεινή πλευρά” του ανθρώπινου νου, το εύθραυστο της ύπαρξης, και μετέφερε τα βιώματα αυτά στη μουσική του. Η “σκοτεινή πλευρά” του Bowie εκφράστηκε άλλωστε τα χρόνια του “Λευκού Δούκα”, το 1975 και το 1976, για τα οποία σε συνεντεύξεις του είχε πει πως μετανιώνει για δηλώσεις που είχε κάνει σχετικά με τα απολυταρχικά καθεστώτα. Σε κάθε περίπτωση, η ύπαρξη του Βρετανού ήταν άμεσα συνυφασμένη με την πρόκληση των νιάτων του αλλά και τη αέναη θεατρικότητα για τη μετάδοση των μηνυμάτων. Ο “Λευκός Δούκας” ήταν ένας αμοραλιστής, ένας “ψυχοπαθής αριστοκράτης”, ένας εγωπαθής performer, όπως τον είχε περιγράψει ο ίδιος ο δημιουργός του, ο οποίος φρόντιζε να εμφανίζεται πάντοτε υποδυόμενος τις πολλαπλές πλευρές του εαυτού του, ή της κοινωνίας στην οποία ζούσε.
Μέσα στα χρόνια δημιουργίας του στήριξε πολλούς νέους καλλιτέχνες, είτε σε επίπεδο παραγωγής είτε παίζοντας μαζί τους on stage (μία από τις σημαντικότερες παραγωγές του ήταν στο Transformer του Lou Reed μαζί με τον Mick Ronson). Αυτή τη στήριξη εξέφραζε ευθαρσώς και στην ιστορική συνέντευξή του το 1983, σε εκείνη δηλαδή που την “έπεφτε” στο MTV γιατί δεν έπαιζε μουσική μαύρων, την εποχή που οι νέοι αφροαμερικανοί καλλιτέχνες ξεπηδούσαν μέσα από τα γκέτο και τον στερεοτυπικό στιγματισμό, κατακτώντας τις μουσικές σκηνές.
Ο ίδιος ο Bowie είχε διαλέξει τα 12 αγαπημένα του κομμάτια, για τη συλλογή iSelect:
1. “Life On Mars?” (Hunky Dory)
2. “Sweet Thing/Candidate/Sweet Thing” (Diamond Dogs)
3. “The Bewlay Brothers” (Hunky Dory)
4. “Lady Grinning Soul” (Aladdin Sane)
5. “Win” (Young Americans)
6. “Some Are”
7. “Teenage Wildlife” (Scary Monsters)
8. “Repetition” (Lodger)
9. “Fantastic Voyage” (Lodger)
10. “Loving The Alien” (Tonight)
11. “Time Will Crawl (MM Remix)” (new remix)
12. “Hang On To Yourself [live]” (Live Santa Monica ’72)
Η μεγαλύτερη στιγμή της καριέρας του που το κοινό δεν είδε ποτέ ζωντανά, είναι αναμφισβήτητα το ντουέτο με τον Freddie Mercury για το “Under Pressure”. O Bowie έπαιξε το κομμάτι μπροστά στο κοινό μαζί με τη σπουδαία Annie Lennox στο αφιέρωμα για τον frontman των Queen, το 1992.
Λίγες ημέρες μετά από αυτή την εμφάνιση στο Wembley, παντρεύτηκε την Iman.
Από την άλλη, η σπουδαιότερη on stage σύμπραξή του ήταν με τον David Gilmour για το Comfortably Numb στο Royal Albert Hall το 2006.
Ιστορική είναι βέβαια και η συναυλία που έδωσε στο Βερολίνο τον Ιούνιο του 1987. Όταν έπαιξε το “Heroes”, κομμάτι που αφηγείται την ιστορία δύο εραστών που ζουν ο ένας στο δυτικό Βερολίνο και ο άλλος στο ανατολικό, εκατοντάδες Ανατολικογερμανοί εισέβαλαν στη νεκρή ζώνη, φωνάζοντας κατά του Τείχους. Η διαδήλωση συνετρίβη από την ανατολικογερμανική αστυνομία, όπως συνετρίβη το Τείχος δύο χρόνια μετά υπό το βάρος της λαϊκής οργής.
To 2003 ο Bowie έδινε συνέντευξη στο Vanity Fair μιλώντας για τους αγαπημένους του δίσκους. Μάλιστα, είχε αποκαλύψει πως είχε στην κατοχή του 2.500 άλμπουμ, εκ των οποίων κλήθηκε να ξεχωρίσει τα 25. Η ποικιλία των ακουσμάτων του, απηχεί ακριβώς αυτό που ήταν και πρέσβευε ο David Bowie. Καλλιτεχνικά ευέλικτος, ασυμβίβαστος, αισθητικά αεικίνητος, πρωτοπόρος, ριζοσπαστικός, έξω από νόρμες και στεγανά. Από την εποχή του glam-rock μέχρι τους ηλεκτρονικούς πειραματισμούς του Βερολίνου μαζί με τον Iggy Pop και τον Brian Eno.
Η λίστα που είχε παρουσιάσει, ήταν η παρακάτω και την παραθέτουμε σαν δώρο ή σαν μουσικό οδηγό για ταξίδια στα διαστημικά μονοπάτια του ανθρώπου που “έπεσε” στη Γη.
Πέρυσι, ο συγγραφέας και φίλος του, William Boyd, έγραφε στον Guardian για την τραγική είδηση του θανάτου του, αναπολώντας τη σχέση τους, αρχής γενομένης από την πρώτη φορά που τον συνάντησε. Μεταξύ άλλων, ο Boyd αναφερόταν σε ένα περιστατικό, όπου ο Bowie εμφανίστηκε κρατώντας μία ελληνική εφημερίδα.
“Η δεκαετία που οι σχέσεις μας είχαν γίνει πιο αραιές, τελείωσε στη Νέα Υόρκη, λίγο πριν συμπληρώσει τα 60 χρόνια ζωής. Τον περίμενα σε ένα πάρτι στο ξενοδοχείο Tribeca. Καθώς έφτασα, τον είδα, να κατεβαίνει από ένα ταξί και να πληρώνει τον οδηγό. Τον χαιρέτισα, έχοντας μείνει έκπληκτος από το γεγονός ότι χρησιμοποιούσε αυτό το μέσο μεταφοράς. Τον ρώτησα, αν είχε πρόβλημα να μετακινείται με τα μέσα μεταφοράς, μέσα στην πόλη. ‘Καθόλου’, μου απάντησε, ‘χρησιμοποιώ με μεγάλη ευχαρίστηση τα ταξί και το μετρό. Απλά κρατάω μία από αυτές’, είπε δείχνοντάς μου μία ελληνική εφημερίδα. Ο κόσμος σκέφτεται ‘Αυτός είναι ο David Bowie, όντως;’… αλλά μετά βλέπουν την εφημερίδα και λένε… ‘μπα… αποκλείεται, μάλλον είναι κάποιος Έλληνας, που του μοιάζει”.
“Το βρήκα εξαιρετική ιδέα. Τόσο απλή, τόσο αποτελεσματική και την ίδια στιγμή, τόσο cool και στυλάτη. Μία κίνηση, εντελώς χαρακτηριστική αυτού του άνδρα. Οπότε, μπορούμε να προσθέσουμε ακόμα μία κατηγορία στη μακρά λίστα όσων έκανε ο Bowie και θα τα θυμόμαστε για το στυλ τους. Δεν ήταν μόνο ένας αξέχαστος συνθέτης, παραγωγός, μουσικός και ερμηνευτής, αλλά κι ένας ηθοποιός, ένας καλλιτέχνης, συγγραφέας, οικονομικός παρατηρητής και όπως αποδεικνύεται – χωρίς να προκαλεί καμία έκπληξη – και μάστερ στις μεταμφιέσεις”.
Μια άγνωστη ιστορία, αντί επιλόγου
Πολλές είναι οι ιστορίες που έχουν γραφτεί για τον Bowie. Η πιο διάσημη είναι πως δεν έπινε τσάι εξ αιτίας ενός ατυχήματος που είχε στα πέντε του χρόνια όταν είχε καεί. Ωστόσο, εκείνη που έχει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι αυτή που ανέσυρε ο σκηνοθέτης Michael Dignum που είχε συνεργαστεί με τον καλλιτέχνη. Το περιστατικό που κατέθεσε το 2016 μετά τον θάνατό του είναι από τα γυρίσματα του βίντεο για το “Miracle Goodnight” (1993).
Όπως θυμόταν ο Dignum, σε μια συζήτηση που είχε με το εφηβικό του ίνδαλμα στο περιθώριο των γυρισμάτων, τον ρώτησε να μάθει ποια θεωρούσε ως σημαντικότερη στιγμή στην καριέρα του. “David”, του είπε εκείνος, “ξέρεις όταν ήμουν νέος είχα ύφος, είναι εύκολο να χαθείς μέσα στη φήμη. Όλο αυτό σε αλλάζει. Οπότε θυμάμαι που ήμουν στα γυρίσματα του “Ashes to ashes” (εκεί όπου εμφανίζεται ως ένας φουτουριστικός κλόουν σε μια δυστοπική παραλία βγαλμένη από τα όνειρα, ή μάλλον από τους εφιάλτες του)”.
“Ήμασταν λοιπόν σε μια παραλία φιλμάροντας τις σκηνές με μια μεγάλη κάμερα “γερανό”. Σε αυτό το βίντεο είμαι ντυμένος σαν κλόουν. Άκουγα το playback και όταν άρχισε η μουσική ξεκίνησα να τραγουδάω και να περπατάω, ωστόσο εκείνη τη στιγμή, ένας ηλικιωμένος με τον σκύλο του, μπήκαν ανάμεσα σε εμένα και την κάμερα. Θυμάμαι που έκατσα δίπλα από την κάμερα, με το κουστούμι μου, περιμένοντας να περάσει ο ηλικιωμένος από το πλάνο. Όσο εκείνος προχωρούσε αργά, τον ρώτησε ο σκηνοθέτης αν με ξέρει. Τότε, ο ηλικιωμένος με κοίταξε από την κορυφή ως τα νύχια και απάντησε: “Φυσικά τον ξέρω! Είναι ένας “λεχρίτης” (cunt τον αποκάλεσε) ντυμένος σαν κλόουν”. Αυτή ήταν μια ιστορική στιγμή για εμένα, με έβαλε πραγματικά στη θέση μου, και ναι, ήμουν απλά ένας “λεχρίτης” με στολή κλόουν. Σκέφτομαι αυτό το περιστατικό συνέχεια στη ζωή μου”.
Διαβάστε τις Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο, με την αξιοπιστία και την εγκυρότητα του News247.gr