ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ (ΜΑΣ) ΜΕ “ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΑ ΜΗΧΑΝΑΚΙΑ”
Το μήνυμα στους εργαζόμενους της efood μας φέρνει ακόμα μια φορά αντιμέτωπους με τις νέες συνθήκες που φέρνει ο ψηφιακός καπιταλισμός.
Η Αθήνα περνάει την πανδημία πάνω σε μηχανάκι.
Τους περισσότερους από τους προηγούμενους 18 μήνες, οι δρόμοι της έμοιαζαν με μια απέραντη θεατρική σκηνή που κάνουν τις χορευτικές φιγούρες τους κόκκινοι και γαλάζιοι καβαλάρηδες. «Τα παιδιά πάνω στα μηχανάκια», όπως τους αποκαλούμε συχνά με μια συγκατάβαση (που δε φαίνεται, αλλά είναι) υποτιμητική – του efood και της Wolt, αντίστοιχα. Οικονομία έτσι κι αλλιώς σε κρίση που η πανδημία έκανε βαθύτερη (450.000 μακροχρόνια άνεργοι το β’ τρίμηνο του 2021), αυξημένη ανάγκη από τους πελάτες (το ποσοστό των Ελλήνων που έκαναν ηλεκτρονικές παραγγελίες φαγητού ήταν 25% στην αρχή της πανδημίας κι έχει πια ξεπεράσει το 40%), αυξημένη ζήτηση για χέρια, πόδια, γκάζι και πετάλι, εγγυημένος φόρτος εργασίας κι αυξημένα τιπ – ένα υπέροχο παραμύθι του ψηφιακού καπιταλισμού και της gig economy.
Όμως, όπως συμβαίνει πάντα, το παραμύθι έχει και δράκο.
Το μήνυμα της εταιρείας προς τους εργαζόμενους να περάσουν «στο σχήμα συνεργασίας freelancing» αλλιώς «δεν υπάρχει δυνατότητα ανανεωσης της υπάρχουσας σύμβασης», έγινε ακαριαία viral. Ουσιαστικά επρόκειτο για προσαρμογή στο σύστημα με το οποίο δούλεψε εξαρχής και ο ανταγωνιστής. Μετά, όπως συνήθως συμβαίνει στην οικονομία της ευέλικτης εργασίας, πιάνουν δουλειά ευφημισμοί όπως «συνεργάτες», “freelancers” ή/και «γίνε αφεντικό του εαυτού σου». Το λεκτικό λούστρο, με το οποίο οι σύγχρονες «έξυπνες» εταιρείες προσπερνάνε καθιερωμένες εργοδοτικές υποχρεώσεις. Στην περίπτωση της efood, τα πληκτρολόγια της ακύρωσης πήραν φωτιά, το hashtag ταξίδεψε με ταχύτητα φωτός (περισσότερα από 37 χιλιάδες tweets σε 24 ώρες). Μέχρι που η εταιρεία μάζεψε την κατάσταση χρεώνοντας σε λανθασμένη διατύπωση το διλημμα «συνεργάτης ή άνεργος». (Εκβιαστικό το χαρακτήρισε και με σκληρή ανακοίνωση του το Συνδικάτο Επισιτισμού-Τουρισμού Ξενοδοχείων Νομού Αττικής).
Σημείο-κλειδί για την καλύτερη κατανόηση της υπόθεσης είναι το κόνσεπτ της «αξιολόγησης». Αυτή οδήγησε την εταιρεία να στείλει το επίμαχο μήνυμα σε 115 διανομείς με χαμηλό σκορ («για διάφορες αιτίες»). Εκείνοι το δημοσιοποίησαν και μετά ξέσπασε η φασαρία. Εδώ από τη μία, μπορεί να μιλήσει κανείς για το δικαίωμα του εργοδότη να συνεργάζεται με εκείνους τους υπάλληλους/συνεργάτες που θεωρεί καλύτερους κι αποτελεσματικότερους. Κι από την άλλη για μια κατάσταση που ο εργοδότης έχει τόσο το μαχαίρι (αξιολόγηση) όσο και το καρπούζι (σχέση εργασίας). Κι αποφασίζει ότι θα φας κουκούτσια (σύμβαση εργου), όχι κομμάτι (μισθωτή εργασία κι εργασιακά δικαιώματα).
Μερικά γρήγορα συμπεράσματα, ψυχρά και κυνικά:
α) Μάλλον δεν έχει και πολύ νόημα να ηθικολογούμε πάνω στο επιχειρείν (Κι ας πέσουν 10.000 excel με πλάνα προγραμμάτων κοινωνικής ευθύνης να μας πλακώσουν). Ας συζητήσουμε καλύτερα για την ευθύνη του κράτους να προσαρμοστεί και να προστατέψει αυτές τις νέες ελαστικές μορφές εργασίας. Τρεις μήνες πριν, το tweet του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη έλεγε ότι «στο εξής τα αυτοαπασχολούμενα παιδιά των delivery και courier θα έχουν προστατευτικά κράνη και οχήματα μετακίνησης από τις εταιρίες τους, ασφάλιση και συνδικαλιστική εκπροσώπηση», κάτι που στην καλύτερη είναι ευχολόγιο και στη χειρότερη δείχνει πλήρη άγνοια. Πόσο μάλλον όταν το πλαίσιο του νόμου Χατζηδάκη κινείται περήφανα στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση των εκτεταμένων ατομικών συμβάσεων και μας κάνει όχι μόνο να αμφιβάλλουμε αν μπορεί να λειτουργήσει ελεγκτικά σε χώρους-«γαλέρες», αλλά κι αν έχει τη βούληση να το κάνει.
β) Επιστρέφοντας στην αξιολόγηση, δεν είναι κάπως περίεργο ότι η εταιρεία δεν μοιάζει να ενδιαφέρεται για να δώσει κίνητρο στον μέτριο «συνεργάτη» της να γίνει καλύτερος; Αντίθετα πατάει εκεί για να ελαττώσει τις δικές της υποχρεώσεις απέναντι του. Με ότι αυτό συνεπάγεται για το επίπεδο των υπηρεσιών που προσφέρονται στον πελάτη, κι εμφανώς δεν ενδιαφέρουν κανέναν.
γ) Το ζήτημα είναι ασφαλώς πολιτικό, αφού απαιτεί νομοθετικές ρυθμίσεις, προστασία και κάλυψη (ή εκθέτει την ανυπαρξία τους). Όμως η πολιτικοποίησή του ως μέρος του PR ή της διαχείρισης κρίσεων συγκεκριμένων εταιρειών ή brands, είναι βαθιά προβληματική. Ίσως το θυμάστε πριν 3.5 χρόνια που η διαμάχη της τότε κυβέρνησης με την τότε αντιπολίτευση γινόταν πάνω στις εφαρμογές για τα ταξί (με την κατάργηση της υπηρεσίας UberX, μετά την απόφαση του ευρωδικαστηρίου που τη θεώρησε «υπηρεσία μεταφορών» κι όχι «ενοικίαση αυτοκινήτου με οδηγό», και τα χαρακώματα που στήθηκαν γύρω από το beat.). Ίσως το θυμηθείτε και τώρα που κοιτάτε την οθόνη μάταια περιμένοντας το ταξί να έρθει.
δ) Όταν το hashtag θα ξετρεντάρει και οι κραυγές για μποϊκοτάζ θα είναι λιγότερο τσιριχτές, θα κοιταχτούμε στα μάτια και θα ομολογήσουμε το εξής: Το delivery έχει πάψει προ πολλού να είναι «φαγητό σε πακέτο». Είναι και σούπερ μάρκετ, και μανάβικο, και χασάπικο, και βιβλιοπωλείο κι ό,τι μπορεί να φανταστούμε. Ειδικά στην εστίαση. είναι το καταφύγιο μιας «κουρασμένης γενιάς» που «δεν έχει χρόνο» κι έχει μάθει να τρώει όχι «αυτό που υπάρχει» αλλά «αυτό που της αρέσει». Το φαγητό είναι η δεύτερη πιο δημοφιλής on-line υπηρεσία για τους Έλληνες μετά τον τουρισμό. Ο κύκλος εργασιών έχει ξεπεράσει τα 500 εκατομμύρια ευρώ στη χώρα μας. Γυρισμός δεν υπάρχει. Οι υπηρεσίες αυτές μας διευκόλυναν, καλώς ή κακώς έγιναν μέρος της ζωής μας, κάλυψαν τις ανάγκες μιας συνθήκης «υπερεστίασης» επί lockdown, τότε που εξελίχθηκαν και σε κατι σαν μονόδρομο οικιακής διασκέδασης. Θα τις ξαναχρησιμοποιήσουμε (αν δεν το έχουμε κάνει ήδη από χθες). Έτσι γίνεται με μας τους humans of late capitalism, μπορούμε να είμαστε καλοπερασάκηδες, ακτιβιστές και λίγο υποκριτές ταυτόχρονα. Όλα με τις καλύτερες προθέσεις.
Τουλάχιστον, ας δίνουμε καλό tip.