Το αγοράκι της μαμάς έκλεισε τα εβδομήντα
Το αγοράκι της μαμάς όταν μεγαλώνει, γίνεται φονικό όπλο και στρέφεται ενάντια στον αδύναμο συμμαθητή του, στα παιδιά του, στην άγνωστη γυναίκα στο δρόμο. Έτσι έμαθε.
- 08 Μαΐου 2021 07:12
Όταν γεννήθηκε ο γιος μου ομολογώ πως όλα όσα κορόιδευα, τα λούστηκα. Δεν έφτασα ποτέ στην απόλυτη ξεφτίλα να κυνηγάω το μωρό γύρω γύρω με το κουτάλι, αλλά το βρε παιδί μου είσαι όλη μέρα νηστικός δεν το γλίτωσα. Ούτε το ζακέτα να πάρεις. Ούτε το μην απομακρύνεσαι να σε βλέπω.
Όταν έφηβος μπήκε πρώτη φορά μόνος σε αεροπλάνο, τον αποχαιρέτισα δήθεν ψύχραιμη στο αεροδρόμιο και μετά πήγα σπίτι, άνοιξα την εφαρμογή air tracking και παρακολουθούσα μίλι μίλι τη διαδρομή. Τρεισήμισι ώρες τώρα αυτό. Μαζί πετάξαμε μαζί διασχίσαμε τις χώρες, μαζί μάς χύθηκε ο καφές στο κενό αέρος, μαζί προσγειωθήκαμε.
Κι όταν ο γιος μου με πήρε τηλέφωνο να μου πει εκείνη την ευλογημένη, την υπέροχη, τη θεσπέσια φράση ‘Έλα μαμά, έφτασα’, η μαμά έκανε την χαλαρούλα.
Τόσο γελοία.
Παρά τα λάθη μου, δεν θεώρησα ποτέ ότι ο γιος μου είναι ο καλύτερος του κόσμου, ο πρίγκιπας, ο θεός, ο κούκλος. Αγαπούσα πολύ το παιδί μου για να το καταντήσω έναν ενήλικα μίζερο και κακοποιητικό. Από τότε που πήγαινε στο νηπιαγωγείο προσπαθούσα να αφουγκραστώ τα ‘θέλω του’.
Τα θέλω του μικρού παιδιού είναι ιερά, να ξέρετε. Σαν τον πρώτο έρωτα στο Δημοτικό. Μπορεί σε μάς να μοιάζει ασήμαντος, αλλά για το παιδί μας είναι μια ολόκληρη κοσμογονία.
Το παιδί σου δεν έχει πάντα δίκιο, το παιδί σου δεν είναι υπερτέλειο, το παιδί σου είναι ένα παιδί όπως όλα τα άλλα. Με προτερήματα κι ελαττώματα. Με χαρίσματα κι αδυναμίες. Έτσι το αντιμετωπίζεις, έτσι το μεγαλώνεις, έτσι το κάνεις άνθρωπο.
Τα ίδια θα έκανα αν είχα κορίτσι. Θα αγχωνόμουν αν έφαγε, αν κρύωσε, αν έφτασε με ασφάλεια στον προορισμό του.
Κυρίως το τελευταίο.
Γιατί η περιπέτεια του κοριτσιού που αρχίζει στη στάση του λεωφορείου κι τελειώνει στο σπίτι, είναι ένα βίωμα χωρίς έλεος.
Ακόμα κι εμείς οι μεγάλες γυναίκες όταν τα θυμόμαστε, παγώνουμε σύγκορμες. Η πρόσφατη εμπειρία της 25χρονης Δανάης με τον τύπο με το πουλί έξω ξύπνησε σε όλες μας αναμνήσεις που ακόμα αιμορραγούν.
Πάμε παρακάτω.
Ο κύριος Νίκος Χ. φίλος στο φέισμπουκ, έβαλε στο προφίλ του τούρτα με εβδομήντα κεράκια για να γιορτάσει τα γενέθλιά του. Ο άνθρωπος αυτός είναι αντιπροσωπευτικό δείγμα του μπούλη της μαμάς που γέρασε και μυαλό δεν έβαλε.
Εννιά φορές στις δέκα γράφει για τη μάνα του. Για την αρχοντιά της μάνας του, για τα γιουβαρλάκια της μάνας του, για τα νανουρίσματα της μάνας του, για τις αρετές μιας μάνας που ο Ύψιστος δημιούργησε κι ύστερα έσπασε το καλούπι προφανώς γιατί του τη ζητούσαν κι από άλλα κράτη.
Πολύ του λείπει του κυρίου Νίκου η μαμά του. Η οποία μαμά του μέχρι τα εξήντα πέντε του (που την έχασε) του σιδέρωνε, του μαγείρευε, του έπλενε, τον κανάκευε. Ο ίδιος χωρισμένος δυο φορές – καμιά δεν είναι σαν τη μανούλα – ψάχνει τώρα στα γεράματα μια γυναίκα φτυστή η μακαρίτισσα. Λογικά για να της ψήσει το ψάρι στα χείλη.
Το βλέπεις ότι είναι ανίκανος να φροντίσει τον εαυτό του. Μια φορά κρυολόγησε και έγραψε σαράντα ποστ για τον ‘πυρετούλη’ και το ‘βηχαλάκι’ και που δεν έχει καμιά γυναίκα να του κάνει ένα χαμομηλάκι. Ευνουχισμένος, χαμένος, ναυαγός στη μέση του πουθενά, διατηρεί την αλαζονεία του στο ακέραιο. Έχει πάντα δίκιο κι εμφανώς τον ενοχλεί να του εναντιώνονται οι γυναίκες. Διακρίνεις τον εκνευρισμό και την επιθετικότητα στα κείμενά του. Αν το πληκτρολόγιο ήταν τσεκούρι ο τύπος θα είχε πάρει κεφάλια.
Τον διαβάζω λίγο καιρό τώρα ως case study και είμαι βέβαιη πως θα έριχνε και τις φάπες του στις γυναίκες, τόση οργή βγάζουν λόγια του. Αν έκανε και κάτι παραπάνω δεν το ξέρει κανείς.
Το αγοράκι της μαμάς έκλεισε τα εβδομήντα – κι όπως τον κόβω για τελείως αναίσθητο, θα κλείσει τα εκατό. Πώς είναι που ρωτάμε κάποιους αιωνόβιους ‘ποιο είναι το μυστικό της μακροζωίας σου, γέροντα΄. Κι αυτοί απαντάνε το μέλι ξέρωγω, ή το χόρτα του βουνού.
Όταν στην ουσία θέλουν να πουν ‘το μυστικό μου είναι ότι τους γράφω όλους στ’ αρχ@δια μου’.
Το αγοράκι της μαμάς, μετράει το πουλάκι του και καμαρώνει, πιστεύει ότι είναι ο καλύτερος εραστής, το Μέγα Δώρο του Θεού στο σεξ. Σπάνια οι γυναίκες βρίσκουν το κουράγιο να τού πουν τη αλήθεια ότι δηλαδή είναι μια κουράδα και μισή. Κι αν την πουν, μπορεί να βρεθούν και με σπασμένο πλευρό στα επείγοντα.
Το αγοράκι της μαμάς όταν μεγαλώνει, γίνεται φονικό όπλο και στρέφεται ενάντια στον αδύναμο συμμαθητή του, στα παιδιά του, στην άγνωστη γυναίκα στο δρόμο, στη συνάδελφο του στο γραφείο, στην καθαρίστρια που συναντά στις σκάλες. Έτσι έμαθε. Έτσι το μεγάλωσε η μανουλίτσα του. Να βασανίζει ό,τι δεν καταλαβαίνει, να συντρίβει ό,τι στο βάθος το τρομάζει.
Άγριες γυναίκες αυτές οι μανάδες – μαινάδες. Θεριά ανήμερα. Θύματα μιας πατριαρχίας που τις έπνιξε στην κούνια τους πριν προλάβουν να μπουσουλήσουν τα όνειρά τους. Έτσι ανατράφηκαν οι ίδιες, έτσι ανατρέφουν το παιδί τους. Έτσι, μ’ ένα τεράστιο ‘πρέπει’ ως ακάνθινο στεφάνι: το αγόρι γ@μει και δέρνει, το κορίτσι υποτάσσεται.
Τα αγοράκια της μαμάς δεν αστειεύονται. Τα αγοράκια της μαμάς τσακίζουν τον αδύναμο, τον διαφορετικό, τον ‘π@στη’, την πουτάνα, το κορίτσι με την κοντή φούστα, τη γυναίκα με τη μακριά φούστα, τον υφιστάμενο στο γραφείο, το μωρό που φέρνουν στον κόσμο, το αδέσποτο που έπεσε στο δρόμο τους.
Παρά το ψυχιατρικό CV του κάθε μπούλη, εμείς οι γυναίκες δεν έχουμε ίχνος κατανόησης για τα αγοράκια της μαμάς που αποκτηνώθηκαν. Καμία δικαιολογία, κανένα ελαφρυντικό, καμία ανοχή.
Τους καταγγέλλουμε, φωνάζουμε δυνατά για να ακουστούμε. Η φωνή μας δεν υπακούει σε κανένα κανόνα κοινής ησυχίας. Απαιτούμε την τιμωρία τους κι αναζητούμε τη δικαίωση.
Τότε και μόνο τότε προχωράμε τους δικούς μας φωτεινούς και σκοτεινούς δρόμους. Επιτέλους ελεύθερες, επιτέλους ασφαλείς, επιτέλους χωρίς να σφίγγουμε τα κλειδιά του τρόμου στην ιδρωμένη μας παλάμη.