Οι ταινίες της εβδομάδας: To “Tenet” του Κρίστοφερ Νόλαν στις αίθουσες

Οι ταινίες της εβδομάδας: To “Tenet” του Κρίστοφερ Νόλαν στις αίθουσες

Κάθε Πέμπτη ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες. Σήμερα ίσως η πιο πολυαναμενόμενη ταινία της χρονιάς, το “Tenet” του Νόλαν. Σε επανέκδοση η αριστουργηματική “Γκαρσονιέρα”.

Οι κριτικές της εβδομάδας:

Tenet

*****

(Κρίστοφερ Νόλαν, 2ω30λ)

Όλη η καριέρα του Κρίστοφερ Νόλαν είναι χτισμένη πάνω σε χρονικά κυνηγητά, σε άντρες που αντιμετωπίζουν κάποια σκιώδη ή απομακρυσμένη εκδοχή του εαυτού τους, από τους μάγους του “Prestige” μέχρι τις ανθρώπινες υπερεκδοχές του “Dark Knight”. Το “Memento” -η πρώτη του μεγάλη επιτυχία και, μέχρι σήμερα, μια από τις 2 ή 3 σπουδαιότερες ταινίες του- είναι ωστό οσ εκείνο που τοποθετεί αυτή τη σύγκρουση σε απόλυτους όρους. Ο Λέοναρντ βρίσκεται αντιμέτωπος κυριολεκτικά με τον ίδιο του τον εαυτό, μέσα από χρονικά θραύσματα που διαστρέφουν την οπτική του για τον κόσμο- και για τον ίδιο.

Ο Νόλαν είναι ένας αφηγητής που διαχειρίζεται μεγάλες ιδέες πολύ περισσότερο από μεγάλα συναισθήματα, καθώς κι επίσης μεγάλες ιδέες πολύ περισσότερο από διακριτικές ιδέες. Συχνά, το να παρακολουθείς μια ιστορία του είναι σα να βλέπεις εν δράσει κάποια από αυτά τα εντυπωσιακά, ογκώδη, μονοκόμματα οχήματα-τανκ του Σκοτεινού Ιππότη του: Περίπλοκες ιδέες μεταφρασμένες με μια επίμονη απλότητα, επελαύνουν ποδοπατώντας ιστορία και χαρακτήρες και μοτίβα κυριαρχόντας στη φαντασία του θεατή. Αυτό που συνέβη με την “κουτιά μέσα σε άλλα κουτιά” δομή του “Inception”, αυτό που συμβαίνει με την “αντιστροφή” στο “Tenet”.

Τις δύο ταινίες χωρίζει μια δεκαετία, αλλά στη διάρκειά της έχει συμβεί κάτι πολύ ενδιαφέρον: Επεκτείνοντας εκείνη του την αφηγηματική δομή του “Memento”, μοιάζει πλέον να λέει ιστορίες όπου όλο και περισσότερο οι ήρωές του (και τα μυστηριώδη τους είδωλα) βρίσκονται παγιδευμένοι στο χρόνο. Όχι απαραίτητα χαμένοι ως ταξιδιώτες, αλλά αληθινά παγιδευμένοι: Ο χρόνος ορίζει τους ίδιους και το πώς καταφέρνουν να αντιλαμβάνονται τον κόσμο. Στα διαφορετικά επίπεδα ονείρων του “Inception”, στους συναρπαστικούς άγνωστους κόσμους του “Interstellar”, ο χρόνος κυλάει διαφορετικά αλλοιώνοντας ζωές, και στη “Δουνκέρκη” οι ήρωές του μοιάζουν κλειδωμένοι σε παράλληλα επίπεδα κολάσεων, σε χρονικές λούπες που αρνούνται να προσφέρουν λύση ή εξιλέωση (τουλάχιστον μέχρι το άστοχο φινάλε).

Εννοώντας με όλα τα παραπάνω: Το “Tenet” είναι η ταινία που πάντα θα έγραφε ο Κρίστοφερ Νόλαν. Μια ταινία που κοιτώντας από την οπτική του σήμερα, έμοιαζε πάντα να τρέχει προς αυτόν, ακόμα και χωρίς αυτός να το γνωρίζει.

[Η κριτική συζητά κάποια βασικά στοιχεία πλοκής της ταινίας. Όχι βαριά spoilers, αλλά αν επιθυμείτε να μην γνωρίζετε τίποτα για τις ιδέες του φιλμ, προσπεράστε τις επόμενες παραγράφους.]

Εδώ, ο Τζον Ντέιβιντ Ουάσινγκτον (του “BlacKkKlansman”) είναι ο Πρωταγωνιστής, είναι ο Άντρας, είναι ο Τζέιμς Μποντ, όπως θες πες τον- η ταινία δεν τον λέει τίποτα γιατί ο Νόλαν αντιλαμβάνεται χαρακτήρες και ιδέες όλο και περισσότερο ως μεταμοντερνιστικά σύμβολα. Ο Πρωταγωνιστής είναι ένας πράκτορας που μέσα από μυστηριώδεις λέξεις και λιγοστά στοιχεία, αναλαμβάνει να ανακαλύψει την πηγή μιας τρομακτικής απειλής, ενός Γ’ Παγκοσμίου Πολέμου που αν ξεσπάσει, θα απειλήσει τα πάντα. Ξέρει πως υπάρχουν κάποια “αντεστραμμένα αντικείμενα”, τα οποία κινούνται αντίθετα στο χρόνο: Σφαίρες, για παράδειγμα, που δεν φεύγουν από το όπλο σου προς τον όποιο στόχο, αλλά από τον στόχο πίσω προς εσένα, προς μια εκπυρσοκρότηση που δεν συνέβη ακόμη.

Στην αποστολή του θα έχει τη βοήθεια ενός fixer ονόματι Νιλ, με τον Ρόμπερτ Πάτινσον να διασκεδάζει παίζοντας το ξεκάθαρο alter ego του Νόλαν στην όλη υπόθεση. Μαζί θα φτάσουν μια παγκόσμια περιπέτεια που θα τους οδηγήσει σε έναν Ρώσο έμπορο όπλων και στην νεαρή σύζυγό του, που θα παίξει κεντρικό ρόλο στο δράμα. Στο πλαίσιο των τζεϊμποντικών μοτίβων, ο Νόλαν ίσως είδε το “Night Manager” και κράτησε από εκεί την Ελίζαμπεθ Ντεμπίκι σε έναν βασικά ίδιο ρόλο. Κερδίζει πόντους επειδή υπάρχει σκηνή δράσης που πραγματικά χρησιμοποιεί το πόσο ψηλή είναι η ηθοποιός, αλλά χάνει πόντους γιατί την χαραμίζει σε έναν παρωχημένο ρόλο του τίποτα.

Καλύτερα από όλους περνάει ο Κένεθ Μπράνα που κάνει ερμηνευτικά μακροβούτια περφόρμανς υπερβολής, εξαπολύοντας στερεοτυπικές προφορές και μια πομπώδη σαιξπηρικότητα για τις ανάγκες ενός ισχνά γραμμένου ανταγωνιστικού ρόλου. Εννοείται πως η ταινία ζωντανεύει κάθε φορά που βρίσκεται στην οθόνη. Στην πραγματικότητα, όπως συμβαίνει και με άλλους θρυμματισμένους ήρωες του Νόλαν, των οποίων μόνο μια ηχώ φτάνει στην περιπέτεια που τελικά παρακολουθούμε (σαν τον Σάιτο στο “Inception” ή τον Ματ Ντέιμον στο “Interstellar”), ίσως και να πρόκειται για την κρυμμένη καρδιά του όλου στόρι. 

Όμως εδώ ο Νόλαν μοιάζει λιγότερο από ποτέ διατεθειμένος να εξετάσει τον κόσμο που χτίζει και τις ιδέες μέσα από την ανθρώπινη σκοπιά. (Για το παντελώς κρύο μη-χιούμορ ας μην μιλήσουμε καλύτερα.) Περισσότερο από ποτέ, δημιουργεί μια ταινία με κανόνες που δεν προετοιμάζουν ακριβώς την κορύφωση (όπως τουλάχιστον συνέβη στον “Inception”) αλλά την προεξοφλούν. Ένα δυσκίνητο κατασκεύασμα που αποτελεί πρώτη, δεύτερη και τρίτη πράξη του ίδιου του εαυτού του, μοιάζει μονίμως ακίνητο, με χαρακτήρες να εκστομίζουν κανόνες επί κανόνων και να διαπραγματεύονται ιδέες περί μοίρας και ελεύθερης βούλησης που μάλλον έχουν καλυφθεί ξανά, αλλού, με μεγαλύτερη φροντίδα.

Ανάμεσα στις λέξεις ασφυκτιά μια πολύ πιο συναρπαστική κοσμοθεωρία πάνω στο τέλος του κόσμου και στη διαρκή μας ανάγκη να κοιτάζουμε προς την ασφάλεια του γνώριμου παρελθόντος, ίσα μέρη φιλοσοφικός στοχασμός με κοινωνικοπολιτικές αγωνίες του σήμερα– όμως ο Νόλαν δεν κάνει πολλά με αυτή την ιδέα. Τα κουστούμια ντύνουν την ταινία εντυπωσιακά και ο Λούντιβ Γκόρανσον (του “Black Panther”) της δίνει έναν ηλεκτρισμένο μουσικό χτύπο όμως αυτό που χτίζεται είναι ένα κατασκοπικό στόρι χωρίς γκλάμουρ (περισσότερο το φιλμ είναι διαποτισμένο με μια αίσθηση επερχόμενης καταστροφής) και χωρίς αίσθηση κίνησης (ακόμα και οι τοποθεσίες στις οποίες ταξιδεύουν οι πράκτορες μοιάζουν αόριστες, μην έχοντας ποτέ κάτι το συγκεκριμένο ή έστω τουριστικό πάνω τους), σαν μια ιστορία που δεν ξέρει το τέλος της και δεν θυμάται την αρχή της.

Όλα αυτά είναι οπωσδήποτε μέρος της πρόθεσης του Νόλαν, της προσπάθειάς του να φέρει την αισθητική της ιστορίας του δίπλα στα μοτίβα που αντιπροσωπεύει, όμως είναι μάλλον κάτι που περισσότερο μπορείς να θαυμάσεις ως προς την επική κατασκευαστική του πρόθεση παρά να απολαύσεις. Όπως συμβαίνει ας πούμε και με το “Dark Knight Rises”, η κλίμακα του όλου εγχειρήματος είναι αυτό που το αποθεώνει και είναι κι αυτό που το γκρεμίζει την ίδια στιγμή.

Όπως και σε εκείνη την τόσο παράξενη ταινία του, όπου συναρπαστικές ιδέες καταπλακώνονται κάτω από μια γιγάντια κατασκευή, έτσι κι εδώ σε επί μέρους σημεία δεν γίνεται παρά να σταθείς και να θαυμάσεις. Η εκπληκτική εναρκτήρια σεκάνς στην όπερα, που μας προετοιμάζει για ένα ακόμα θέαμα-τρικ απέναντι στους θεατές του. Μια επί μέρους αντεστραμμένη καταδίωξη. Οπτικά στοιχεία μιας μελλοντικής εξέλιξης. Μια εντυπωσιακή σκηνή δράσης γεμάτη εικονογραφία 11ης Σεπτεμβρίου όπου δεν είναι σαφές ποιοι στρατιώτες εκτελούν ποιο σχέδιο.

Όλα εντυπωσιακά, όλα μεγαλεπίβολα, όλα ασφυκτικά. Χτισμένα ως επεξηγήσεις του εαυτού τους, σε μια ταινία-επιβεβαίωση της κατασκευής της όπου τα πάντα εξηγούνται επειδή πρέπει να συμβούν. Δεν ξέρω αν αυτό θα το λέγαμε μοίρα ή ελεύθερη βούληση, πάντως το “Tenet” πάντα επρόκειτο να δημιουργηθεί. Κι ο Νόλαν, σαν άλλος Λέοναρντ, με μια περιέργεια συναρπαστικά εμμονική κυνηγά τους Πρωταγωνιστές του (και τον εαυτό του) μέσα από τις ρωγμές του χρόνου. Των ιστοριών του.

ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ ΕΠΙΣΗΣ:

Τιμώμενος Επισκέπτης

(“Guest of Honour”, Ατόμ Εγκογιάν, 1ω45λ)

Καταδικασμένη για σεξουαλικής φύσεως έγκλημα που δεν διέπραξε, η Βερόνικα θέλει να παραμείνει στην φυλακή γιατί την βαραίνουν άλλες ενοχές. Η συμπεριφορά του πατέρα της επηρεάζεται καθώς τον παρελθόν έρχεται να στοιχειώσει και τους δύο. Ο Ατόμ Εγκογιάν προερχόμενος από μια μέτρια περίοδο της καριέρας του, με πρωταγωνιστή εδώ τον Ντέιβιντ Θιούλις.

Ο Πατέρας

(“Bashtata”, Κριστίνα Γκρόζεβα, Πέταρ Βαλτσάνοφ, 1ω27λ)

Όταν ένας άντρας μάθει στην κηδεία της συζύγου του πως μια γειτόνισσα υποστηρίζει πως την μίλησε πρόσφατα τηλεφωνικά, θα ξεκινήσει μια οριακά μεταφυσική αναζήτηση της αγαπημένης του. Βραβείο στο Φεστιβάλ Κάρλοβι Βάρι.

ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΕΙΣ:

Η Γκαρσονιέρα

*****

(“The Apartment”, Μπίλι Γουάιλντερ, 2ω5λ, 1960)

Ο Μπαντ Μπάξτερ (Τζακ Λέμον, ενσάρκωση ενός καθημερινά αμήχανου άντρα) είναι ένας μάλλον ασήμαντος υπάλληλος ασφαλιστικής εταιρείας στη Νέα Υόρκη μέχρι που ανακαλύπτει έναν τρόπο να ανέβει γρήγορα τα επαγγελματικά σκαλιά. Διαθέτει εχέμυθα το διαμέρισμά του στους ανώτερούς του ώστε να μπορούν να πάνε εκεί τις παράνομες ερωμένες τους. Ένα βράδυ στο διαμέρισμά του θα βρει όμως την δεσποινίδα Κιούμπελικ, την ερωμένη του αφεντικού, την οποία και θα ερωτευτεί. (Σίρλεϊ ΜακΛέιν, κάνει το quirky να μοιάζει δυσβάσταχτα αληθινό).

Δύο άνθρωποι ενσωματωμένοι με διαφορετικούς τρόπους σε μια -ήδη, από τότε- απάνθρωπη κοινωνική μηχανή προσπαθούν να προσεγγίσουν ο ένας την άλλη και να ανακαλύψουν ένα συναισθηματικό εύρος που δεν ήξεραν (ή είχαν ξεχάσει) πως διέθεταν. Η ταινία ξεκινά από τα πολυπληθή, απρόσωπα γραφεία και φτάνει ως ένα μοναχικό αλλά με προσωπικότητα διαμέρισμα καθώς ο Γουάιλντερ χρησιμοποιεί χώρους, κατασκευές και ντεκόρ για να πλάσει όχι μόνο τους πρωταγωνιστικούς του χαρακτήρες αλλά και την (οριοθετημένη) σχέση τους με τον κόσμο.

Δημιουργεί έτσι ένα από τα πιο αγνά ρομαντικά δράματα όλων των εποχών ακριβώς επειδή δεν ξεχνά ποτέ τη θέση των ηρώων του, και δε σταματά ποτέ να εξερευνά τον ψυχισμό τους μέσα από τις πιο απειροελάχιστες και ανεπαίσθητες των αντιδράσεων. Εκεί όπου η φράση «σκάσε και μοίραζε» μετατρέπεται σε υπόγεια έκρηξη συναισθημάτων. Ένα γλυκόπικρο κομψοτέχνημα πάνω στην αγωνία της σύνδεσης σε έναν κόσμο που θέλει να σε κάνει όσο κυνικός είναι αυτός, βραβευμένο με 5 Όσκαρ και διαθέτοντας ένα από τα ωραιότερα φινάλε στην ιστορία του σινεμά.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα