Θεσμικές και αναπτυξιακές αδυναμίες βλέπει για την Ελλάδα η Moody’s
Ποιοι είναι οι παράγοντες που θα κρίνουν την αναβάθμιση της χώρας μας, σύμφωνα με τον Οίκο Moody's - Τονίζει ότι η αξιολόγηση θα μπορούσε να αναβαθμιστεί, αν η νέα κυβέρνηση συνέχιζε να εφαρμόζει τις δεσμεύσεις που δόθηκαν στην ευρωζώνη.
- 28 Αυγούστου 2019 16:40
Θεσμική και αναπτυξιακή αδυναμία που αν δεν διορθωθεί, θα αφήσει την Ελλάδα για χρόνια στη βαθμίδα Β, διαπιστώνει έκθεση της Moody’s για την ελληνική οικονομία.
Αποφεύγει πάντως να προχωρήσει σε ολοκληρωμένη αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας.
Η έκθεση δεν αναφέρεται καθόλου στο αξιόχρεο της οικονομίας, το οποίο θα έπρεπε να έχει επανεξεταστεί από τις 23 του μήνα. Ωστόσο κρίνει την οικονομία με βάση τέσσερις δείκτες, που κατά τον οίκο αξιολόγησης, δικαιολογούν την στάση αναμονής για την Ελλάδα
Ειδικότερα, παρά τη σημαντική βελτίωση έως σήμερα, ο οίκος ξεκαθαρίζει ότι η χώρα θα παραμείνει στην κατηγορία «Β» για τα επόμενα χρόνια, αν δεν υπάρξει σημαντική περαιτέρω βελτίωση στην ισχυροποίηση των θεσμών και στις οικονομικές επιδόσεις (να σημειωθεί πάντως ότι οι υψηλότερες τρεις κατηγορίες στην κλίμακα Β ανήκουν στην επενδυτική βαθμίδα).
Οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης, σημειώνει, παραμένουν χαμηλές, εκτός εάν επιταχυνθούν σημαντικά οι επενδύσεις. Οι τελευταίες απαιτούν περαιτέρω μεταρρυθμίσεις για να βελτιωθεί το επιχειρηματικό κλίμα και να προωθηθεί ένα περισσότερο φιλικό για την ανάπτυξη φορολογικό καθεστώς, ενώ παράλληλα θα διατηρηθεί ένα συνετό δημοσιονομικό πλαίσιο.
Ενώ οι νέες προτάσεις για τα κόκκινα δάνεια είναι υποσχόμενες, σημειώνει, χρειάζεται λεπτομερής εργασία πριν εφαρμοστούν. Επιπλέον ενώ η χώρα νομοθέτησε σημαντικές μεταρρυθμίσεις τα τελευταία τρία χρόνια, αυτές που εστιάζουν στο να αλλάξει η θεσμική συμπεριφορά θα απαιτήσουν χρόνο να εφαρμοστούν πλήρως και να αποφέρουν ένα περισσότερο αποτελεσματικό δημόσιο, ισχυρή φορολογική συνέπεια και αλλαγές στην κουλτούρα πληρωμών του πληθυσμού.
Τονίζει μάλιστα ότι η αξιολόγηση θα μπορούσε να αναβαθμιστεί, αν η νέα κυβέρνηση συνέχιζε να εφαρμόζει τις δεσμεύσεις που δόθηκαν στην ευρωζώνη, συμπεριλαμβανομένων των μεταρρυθμίσεων που ενίσχυσαν τα θεσμικά όργανα και οδήγησαν σε βελτιωμένο επιχειρηματικό κλίμα και ισχυρότερες επενδύσεις, διατηρώντας ταυτόχρονα σταθερά τα δημοσιονομικά.
Αυτό θα οδηγούσε σε ταχύτερη μείωση του δημόσιου χρέους από ό,τι προβλέπεται σήμερα. Οι πιο γρήγορες από τις αναμενόμενες βελτιώσεις της υγείας του τραπεζικού τομέα θα μπορούσαν επίσης να τροφοδοτήσουν μία θετική αξιολόγηση.
Τα κριτήρια αξιολόγησης
Τα συμπεράσματα αυτά προκύπτουν από την εξέταση της ελληνικής οικονομίας με βάση τέσσσερα βασικά κριτήρια: Την οικονομική δύναμη,την δημοσιονομική δύναμη, την ισχύ των θεσμών και την ευαισθησία απέναντι σε εξωτερικούς παράγοντες
Η Moody’s αξιολογεί την οικονομική δύναμη της Ελλάδας ως «Μέτρια», σύμφωνα με την ενδεικτική βαθμολογία. Η αξιολόγηση εξισορροπεί τα σχετικά υψηλά επίπεδα πλούτου της χώρας με το μέτριο μέγεθος της οικονομίας και το μέτριο επίπεδο διαφοροποίησης της οικονομίας. Η ίδια αναμένει ότι οι προοπτικές ανάπτυξης της Ελλάδας θα βελτιωθούν βραχυπρόθεσμα, αν και σημαντικά εμπόδια παραμένουν για τη βιώσιμη και διαρκή ανάπτυξη, συμπεριλαμβανομένης της χαμηλής αποταμίευσης και τα ποσοστά επενδύσεων.
Όπως τονίζει η Ελλάδα έχει παρουσιάσει θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης από τις αρχές του 2017 και αναμένουμε, επισημαίνει η Moody’s, ότι η ανάκαμψη θα επιταχυνθεί ελαφρά φέτος, με τη βελτίωση της δυναμικής της αγοράς εργασίας και τη βελτίωση της εμπιστοσύνης των επιχειρήσεων και των καταναλωτών, μετά την επιτυχή ολοκλήρωση στο πρόγραμμα προσαρμογής τον Αύγουστο του 2018. Η δημοσιονομική πολιτική θα στηρίξει την ανάκαμψη φέτος, σε αντίθεση με τα τελευταία χρόνια. Η ανταγωνιστικότητα του κόστους έχει βελτιωθεί σημαντικά και η Ελλάδα κατάφερε να μειώσει ορισμένες από τις πολύ μεγάλες εγχώριες και εξωτερικές της ανισορροπίες, συμπεριλαμβανομένων των ιστορικά υψηλών ελλειμμάτων στο ισοζύγιο των τρεχουσών συναλλαγών.
Η Moody’s σημειώνει ότι η ανάκαμψη της Ελλάδας ευθυγραμμίζεται σε γενικές γραμμές με την ανάκαμψη άλλων περιφερειών, που προέκυψαν από την κρίση. Ωστόσο, η ισχυρότερη ανάπτυξη απαιτεί την ανάκαμψη των επενδύσεων, που έχουν καθυστερήσει μέχρι στιγμής, φιλικές προς την ανάπτυξη μεταρρυθμίσεις, όπως η μείωση των υψηλών φορολογικών συντελεστών της Ελλάδας και η γραφειοκρατία, καθώς και η εξασφάλιση ασφαλών δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, στοιχεία που θα μπορούσαν να συμβάλουν στην τόνωση των επενδύσεων. Δεδομένης της συνεχιζόμενης αδυναμίας του ελληνικού τραπεζικού τομέα, απαιτείται ξένο κεφάλαιο. Οι μακροπρόθεσμες προκλήσεις είναι τα δυσμενή δημογραφικά στοιχεία, τα οποία επιδεινώθηκαν από τη μετανάστευση μεγάλου ποσοστού νέων και μορφωμένων.
Παράλληλα, αξιολογεί τη θεσμική δύναμη της Ελλάδας ως «Μέτρια (-)» και αντανακλά την ισχυρή διάθεση της κυβέρνησης όσον αφορά στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων στο πλαίσιο του τελευταίου προγράμματος, καθώς και τη σημαντική τεχνική βοήθεια που έλαβαν οι ελληνικές αρχές στους τομείς του δημόσιου δικαίου και της φορολογική διοίκησης. Ωστόσο, θεωρεί ακόμη αδύναμα τα αποτελέσματα της Ελλάδας σε όρους κράτος δικαίου, αποτελεσματικότητα της κυβέρνησης και έλεγχος της διαφθοράς, όπως μετράται από τους δείκτες παγκόσμιας διακυβέρνησης, που επιδεινώθηκαν κατά την τελευταία δεκαετία και είναι χαμηλότερα από αυτές άλλων χωρών της ζώνης του ευρώ. Η αναδιάρθρωση του χρέους του 2012 είναι άλλος ένας παράγοντας που περιορίζει το θεσμικό σκορ της Ελλάδας.
Αξιολογεί επίσης τη δημοσιονομική ισχύ της Ελλάδας ως «Χαμηλή (+)», η οποία ισορροπεί τον πολύ υψηλό δείκτη χρέους άνω του 180% του ΑΕΠ με τις ευνοϊκές ρυθμίσεις σχετικά με το κόστος του χρέους, ιδίως σε σύγκριση με άλλα ομοειδή ή υπερχρεωμένα κράτη. Αυτό αντικατοπτρίζει την εκτεταμένη ελάφρυνση χρέους που παρέχουν οι πιστωτές της ζώνης του ευρώ και τη δέσμευσή τους να επανεξετάσουν το ζήτημα της Ελλάδας και πάλι το 2033, εφόσον δικαιολογείται. Ένας άλλος θετικός παράγοντας είναι η διάρθρωση του χρέους της κυβέρνησης με πολύ μεγάλες διάρκειες. Μετά από μια προσωρινή αύξηση του χρέους το περασμένο έτος -λόγω της συσσώρευσης ενός μεγάλου αποθέματος μετρητών για την επιστροφή της Ελλάδας στη χρηματοδότηση της αγοράς- αναμένει η Moody’s σταδιακή μείωση του χρέους, με βάση την προσδοκία για συνεχιζόμενη θετική ανάπτυξη και πρωτογενή πλεονάσματα.
Ενώ το χρέος της Ελλάδας θα παραμείνει σε πολύ υψηλά επίπεδα για τις επόμενες δεκαετίες, η καθοδική πορεία του εξασφαλίζεται ακόμη και κάτω από τις υποθέσεις χαμηλότερης ανάπτυξης και κάπως ασθενέστερου δημοσιονομικού αποτελέσματος. Στο βασικό σενάριο, ο δείκτης δημόσιου χρέους θα μειωθεί σε περίπου 174% του ΑΕΠ φέτος και περαιτέρω σε περίπου 154% έως το 2022.
Παράλληλά, θεωρεί ότι η Ελλάδα έχει «Υψηλή (+)» ευαισθησία σε έκτακτους κίνδυνους. Η αξιολόγηση εξακολουθεί να καθοδηγείται από τους κινδύνους που συνδέονται με τον τραπεζικό τομέα, το οποίο χαρακτηρίζεται από πολύ χαμηλή ποιότητα ενεργητικού, χαμηλή κερδοφορία και μεγάλο μερίδιο κατώτερης ποιότητας κεφαλαίου σε μορφή αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων. Ωστόσο, οι κίνδυνοι που προέρχονται από τον τραπεζικό τομέα μειώνονται σταδιακά και οι τράπεζες εμφάνισαν περαιτέρω σταδιακές βελτιώσεις στις περισσότερες πτυχές των πιστωτικών τους προφίλ. Ειδικότερα, οι θέσεις ρευστότητας των τραπεζών βελτιώθηκαν ουσιαστικά καθώς οι ιδιωτικές καταθέσεις επιστρέφουν και οι τράπεζες έχουν ξαναβρεί την πρόσβαση στις χρηματοπιστωτικές αγορές μαζί με την άνοδο στη διατραπεζική χρηματοδότηση. Επιπλέον, οι προτάσεις για την επιτάχυνση του καθαρισμού των ισολογισμών των τραπεζών βρίσκονται στο τραπέζι και θα ήταν ένα θετικό βήμα εάν εφαρμοστούν.
Πρόσφατα, η Moody’s μείωσε τον παράγοντα πολιτικού ρίσκου σε «Μέτρια (-)» από το προηγούμενο «Μέτρια», για να αντικατοπτρίσουμε την προοπτική για τη σταθερή πολιτική κατάσταση μετά τις εκλογές του Ιουλίου. Για πρώτη φορά από το 2009, ένα μόνο κόμμα έχει αποκτήσει την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών στο κοινοβούλιο.
Ο κυβερνητικός κίνδυνος ρευστότητας βαθμολογείται ως χαμηλή (+)», δεδομένων των σημαντικών επεκτάσεων διάρκειας που παρέχονται από τους πιστωτές της ζώνης του ευρώ, επιστροφή στη χρηματοδότηση με βάση την αγορά μετά την επιτυχή ολοκλήρωση της δέσμης στήριξης τον Αύγουστο του 2018 και την ύπαρξη ενός μεγάλου αποθέματος μετρητών που καλύπτει περίπου δύο χρόνια τις ακαθάριστες ανάγκες χρηματοδότησης της ελληνικής κυβέρνησης. Οι ανάγκες για δανεισμό θα μειωθούν κατά τα προσεχή έτη κάτω από το 10% του ΑΕΠ, με τη βοήθεια των εκτεταμένων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους.